Από την Ελένη Δήμου
Το
άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στα Αγγλικά στο εγκληματολογικό blog CrimeTalk: https://www.crimetalk.org.uk/index.php/library/section-list/1012-exiting-democracy-entering-authoritarianism έχει εμπλουτιστεί όμως περαιτέρω σε σημεία από την αρχική
του μορφή.
Επιμέλεια και μετάφραση κειμένου στα ελληνικά: Αφροδίτη Κουκουτσάκη και Ελένη Δήμου
Το νομοσχέδιο σχετικά με την «ασφάλεια» και την
αστυνόμευση των ελληνικών πανεπιστημίων, μεταξύ και άλλων θεμάτων που αφορούν
την ανώτατη εκπαίδευση, ψηφίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου 2021, από 166 βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, του δεξιού
κυβερνώντος κόμματος και του ακροδεξιού κόμματος της Ελληνικής Λύσης, παρά την
ομόφωνη αντίθεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης (132 βουλευτές), της ελληνικής
ακαδημαϊκής και φοιτητικής κοινότητας και των αστυνομικών συνδικαλιστικών ενώσεων.
Το νομοσχέδιο αυτό ήρθε εν μέσω της πανδημίας COVID-19, η οποία είναι αναμφισβήτητα μια εξαιρετικά δύσκολη,
οδυνηρή, ανασφαλής και τραυματική κατάσταση που έχει επηρεάσει παγκοσμίως τη
ζωή όλων, συμπεριλαμβανομένων και των οικονομικών, υγειονομικών και
πολιτιστικών συστημάτων σε όλο τον κόσμο. Αυτό το πλαίσιο της πανδημίας επίσης
συνοδεύεται από ένα εξαιρετικά αβέβαιο, σκοτεινό και θολό μέλλον που αυξάνει
την ανασφάλεια σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο και με το εκπαιδευτικό σύστημα να
έχει επηρεαστεί ιδιαίτερα αρνητικά. Τα πανεπιστήμια παραμένουν κλειστά για
περισσότερο από ένα χρόνο· η διδασκαλία πραγματοποιείται μόνο εικονικά (με σημαντικές
αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία τόσο του διδακτικού προσωπικού όσο και
των φοιτητών) και
όπου είναι εξαιρετικά δύσκολο λόγω των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης (social distancing)
για την εκπαιδευτική κοινότητα να έρθει κοντά να συζητήσει και να ανταλλάξει
απόψεις για πιεστικά θέματα σχετικά με το μέλλον της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης
στην Ελλάδα. Επομένως, προκαλεί
πολλές σκέψεις θα μπορούσε να πει κανείς, το γεγονός ότι επιλέχθηκε αυτό το
πλαίσιο για την ψήφιση του νομοσχεδίου και χωρίς μάλιστα κανένα ουσιαστικό διάλογο με την ακαδημαϊκή και
φοιτητική κοινότητα.
Τι προϋποθέτει
το νομοσχέδιο;
Το νομοσχέδιο «Εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση,
Προστασία της Ακαδημαϊκής Ελευθερίας, Αναβάθμιση του Ακαδημαϊκού Περιβάλλοντος
και άλλες διατάξεις», το οποίο έγινε νόμος (4477/2021) στις 17 Φεβρουαρίου 2021, απαιτεί (Άρθρο 12) από όλα τα ιδρύματα Τριτοβάθμιας
Εκπαίδευσης την εγκατάσταση και εφαρμογή συστημάτων ασφαλείας όπως: η
παρακολούθηση και καταγραφή εικόνας και ήχου (κάμερες CCTV, μικρόφωνα κ.λπ.) σε ανοικτούς και κλειστούς
πανεπιστημιακούς χώρους (εκτός των αιθουσών διδασκαλίας), αισθητήρες ανίχνευσης κίνησης και
αποσυναρμολόγησης, συστήματα συναγερμού ή ακόμη και βιομετρικούς ελέγχους στις
εισόδους των πανεπιστημίων· περιορισμένη πρόσβαση σε πανεπιστημιακούς χώρους μόνο
για το πανεπιστημιακό προσωπικό και φοιτητές (Άρθρο 16)· ηλεκτρονικά συστήματα
ανίχνευσης παράνομων ουσιών και αντικειμένων, καθώς και την εγκατάσταση «Κέντρων
Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων» που θα δημιουργηθούν εντός των
πανεπιστημίων.
Ο νόμος υπαγορεύει επίσης την ίδρυση τόσο των Μονάδων όσο
και των Επιτροπών «Ασφάλειας και Προστασίας» (Άρθρα 14,15), καθώς και των
Πειθαρχικών Συμβουλίων Φοιτητών (Άρθρο 25) μαζί με την εισαγωγή πληθώρας
πειθαρχικών αδικημάτων (από λογοκλοπή, ρύπανση, ηχορύπανση, χρήση απογορευμένων
ουσιών ως και χρήση χώρων του πανεπιστημίου χωρίς άδεια του ιδρύματος, και «παρεμπόδιση
της εύρυθμης λειτουργίας του ιδρύματος») (Άρθρο 23). Οι Μονάδες και Επιτροπές «Ασφάλειας και Προστασίας» θα είναι υπεύθυνες
για τη σύνταξη, την εφαρμογή, την αξιολόγηση και τη διαχείριση των απαιτήσεων
ασφαλείας και προστασίας για κάθε μεμονωμένο πανεπιστήμιο, ενώ τα Πειθαρχικά
Συμβούλια θα διεξάγουν «πειθαρχικές ανακρίσεις» και θα εκπληρώνουν καθήκοντα
όπως: αυτοψία, εξέταση μαρτύρων, σύνταξη εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης και
ανωμοτί εξέταση του «διωκομένου» (Άρθρο 27). Το Πειθαρχικό Συμβούλιο θα έχει
την εξουσία να επιβάλλει πρόστιμα, ακόμη και να διαγράφει φοιτητές που έχουν
διαπράξει πειθαρχικά παραπτώματα (Άρθρο 24). Οι Μονάδες και οι Επιτροπές Ασφάλειας
και Προστασίας καθώς και τα Πειθαρχικά Συμβούλια, θα απαρτίζονται από
πανεπιστημιακό διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, μετατρέποντάς το έτσι, από
δασκάλους και ερευνητές σε αστυνομικούς και διευθυντές ασφαλείας.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι το Άρθρο 18 του νόμου
υπαγορεύει επίσης για πρώτη φορά σε μια δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα τη σύσταση
αστυνομικής δύναμης ασφαλείας για τα πανεπιστήμια με την επωνυμία: "Ομάδες
Προστασίας των Πανεπιστημίακών Ιδρυμάτων" (Ο.Π.Π.Ι.).
Οι Ο.Π.Π.Ι θα φέρουν γκλομπ, χειροπέδες και
αναισθητικό σπρέι ή σπρέι πιπεριού. Θα περιπολούν της πανεπιστημιουπόλεις, ενώ
αστυνομικά τμήματα πρόκειται να ιδρυθούν εντός των πανεπιστημιακών
εγκαταστάσεων χωρίς τη συγκατάθεση των πανεπιστημιακών αρχών. Επιπλέον, οι
ομάδες αυτές πρόκειται να στελεχωθούν αρχικά με 1030 αστυνομικούς (Ειδικούς
Φρουρούς), αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί ανάλογα με τις «ανάγκες ασφαλείας»
κάθε ιδρύματος. Ενώ για τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, η δημιουργία αυτών
των Ομάδων και η εκτεταμένη παρακολούθηση των δημόσιων Πανεπιστημίων είναι «ένα μέσο για να κλείσει η πόρτα στη βία και να ανοίξει ο
δρόμος προς την ελευθερία» και «δεν είναι η
αστυνομία που μπαίνει στα πανεπιστήμια, αλλά η δημοκρατία», για την πλειονότητα της ακαδημαϊκής κοινότητας καθώς και
των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η νομοθεσία αυτή αποτελεί μια ανησυχητική στροφή
προς τον αυταρχισμό, καθώς ανοίγει τις πόρτες στη μόνιμη αστυνόμευση και
επιτήρηση των πανεπιστημίων.
Κατάργηση του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων και της
ακαδημαϊκής ελευθερίας μέσω της μόνιμης αστυνόμευσης, επιτήρησης και πειθαρχίας
των πανεπιστημίων
Για να αξιολογήσουμε αυτές τις ανησυχίες, πρέπει καταρχάς
να θέσουμε το πλαίσιο. Τα ελληνικά πανεπιστήμια (σε κάτι που είναι σχετικά
ασυνήθιστο στα πανεπιστήμια του αγγλοαμερικανικού κόσμου, αλλά είναι πολύ
συνηθισμένο στη Νότια Ευρώπη, τη Γαλλία και τη Λατινική Αμερική), είναι εξαιρετικά
συνυφασμένα με την ελληνική πολιτική και τους ευρύτερους κοινωνικούς αγώνες.
Αποτελούν έναν δυναμικό κοινωνικό και πολιτικό χώρο, ο οποίος συνδέεται στενά
και ενισχύει τους κοινωνικούς αγώνες της ευρύτερης κοινωνίας κατά διαφόρων μορφών
καταπίεσης και αδικίας, αντί να είναι απλώς αποστειρωμένοι χώροι παροχής
πληροφοριών. Ως
εκ τούτου, ιστορικά έχουν διαδραματίσει καίριο ρόλο στην ελληνική πολιτική και αποτελούν
«προπύργιο της δημοκρατίας». Οι
φοιτητές που κατέλαβαν το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο το 1973 κατά της
στρατιωτικής χούντας (μια κατάληψη που έληξε όταν ένα τανκ εισέβαλε στις πύλες
του Πανεπιστημίου σκοτώνοντας δεκάδες φοιτητές και ανθρώπους στις γύρω περιοχές),
θεωρούνται ένας από τους βασικούς παράγοντες για την ανατροπή του
καθεστώτος της χούντας και τη μετάβαση της Ελλάδας στη δημοκρατία. Έκτοτε, η ακαδημαϊκή και φοιτητική κοινότητα συμμετέχει
σε διάφορες μορφές διαμαρτυρίας και αλληλεγγύης σε ευρύτερους κοινωνικούς
αγώνες, ενώ η είσοδος της αστυνομίας στις πανεπιστημιακές
εγκαταστάσεις απαγορεύτηκε με νόμο το
1982. Η αστυνομία είχε δικαίωμα εισόδου μόνο μετά από αίτημα του Πρύτανη του
Πανεπιστημίου ή εάν λάμβανε χώρα κάποιο σοβαρό έγκλημα. Ο νόμος περί «ασύλου»
όπως ονομαζόταν, καταργήθηκε τον Αύγουστο του 2019, σχεδόν μόλις ανήλθε στην
εξουσία η συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι ο εκπαιδευτικός νόμος
(4477/2021) συντάχθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία από κοινού τόσο από
το Υπουργείο Παιδείας όσο και από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (δηλαδή το
Υπουργείο Αστυνόμευσης), διαμορφώνει όπως θα καταστεί σαφές, τον χαρακτήρα και
τους στόχους της νομοθεσίας· οι οποίοι δεν είναι τίποτα λιγότερο από τη
στόχευση και την ποινικοποίηση του κοινωνικοπολιτικού χαρακτήρα του Ελληνικού
Πανεπιστημίου και της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Είναι χαρακτηριστικό για
παράδειγμα ότι ουσιαστικά ο νόμος ποινικοποιεί τα μέσα διαμαρτυρίας που ως τώρα
χρησιμοποιούσαν οι φοιτητές για τους κοινωνικούς τους αγώνες όπως η αφισοκόληση
(θεωρείται ρύπανση), οι μικροφωνικες (μπορεί να θεωρηθεί ηχορήπανση), η
κατάληψη χώρων του πανεπιστημίου (θεωρείται παρεμπόδιση της εύρυθμης
λειτουργίας του ιδρύματος), ενώ με τον κανονισμό ελεγχόμενης προσβασης στους
πανεπιστημιακούς χώρους διακόπτεται η ελεύθερη διακίνηση ιδεών μεταξύ της
ακαδημαϊκής και της ευρύτερης κοινότητας.
Ως εκ τούτου, αυτό που πρέπει να ληφθεί υπόψη και τεκμηριώνει
περαιτέρω τις ανησυχίες της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι ότι οι 1030
αστυνομικοί (Ειδικοί Φρουροί) που θα απαρτίζουν τις Ο.Π.Π.Ι δεν θα έχουν
αποφοιτήσει από την Αστυνομική Ακαδημία (τριετής φοίτηση), το οποίο ήταν βασική
προϋπόθεση στις έως πρόσφατα διαδικασίες πρόσληψης της αστυνομίας. Οι Ειδικοί
Φρουροί εκπαιδεύονται μέσω ταχειών διαδικασιών και στελεχώνονται επίσης μέσω διαδικασιών ταχείας πρόσληψης υποψηφίων που έχουν
εκδηλώσει ενδιαφέρον στο να γίνουν αστυνομικοί, κατέχουν απλά πτυχίο λυκείου
και έχουν ολοκληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία (κατά προτίμηση
από τις ειδικές δυνάμεις, τις εφεδρικές στρατιωτικές δυνάμεις, την Προεδρική
Φρουρά, τις στρατιωτικές δυνάμεις εθελοντών πενταετούς θητείας ή από επαγγελματίες
οπλίτες). Το καλοκαίρι του 2019 που ήρθε στη εξουσία η δεξιά κυβέρνηση της Νέας
Δημοκρατίας, προσλήφθησαν 1.500 Ειδικοί Φρουροί για να στελεχώσουν τα
ΜΑΤ και τα αστυνομικά σώματα μοτοσικλετιστών (κυρίως οι ομάδες
ΔΡΑΣΗ, ΔΕΛΤΑ και ΔΙΑΣ) και τώρα άλλοι 1030 θα στελεχώσουν την Πανεπιστημιακή
Αστυνομία. Όπως υποστηρίζει ο Καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Teesside, Γιώργος Παπανικολάου,
γινόμαστε μάρτυρες μιας έντονης αναδιάρθρωσης της ελληνικής
αστυνομίας, σύμφωνα
με την οποία το προσωπικό (κυρίως άνδρες) που διαμορφώνεται μέσω στρατιωτικού
τύπου εκπαίδευσης και νοοτροπίας ενσωματώνεται σε ομάδες πρώτης γραμμής για την
επαφή με τους πολίτες.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο, δεδομένων των ιστορικών
εντάσεων στην Ελλάδα μεταξύ των φοιτητικών κινημάτων και της αστυνομίας, ότι η
ακαδημαϊκή και φοιτητική κοινότητα φοβάται μια οπισθοδρόμηση σε ένα αυταρχικό κράτος,
όπου θα αντιμετωπίζονται ως «εσωτερικοί εχθροί». Αυτοί οι φόβοι γίνονται όλο και πιο πραγματικοί, καθώς
τόσο πριν όσο και μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, η ελληνική αστυνομία έχει εκδηλώσει
εκτεταμένη τυφλή βία και αυταρχικές πρακτικές:
επίθεση με μοτοσικλέτες πάνω σε φοιτητές που
διαμαρτύρονται ειρηνικά κατά του νομοσχεδίου· σπάσιμο των δοντιών και της
γνάθου με πυροσβεστήρα ενός ειρηνικού φοιτητή διαδηλωτή· ο δημόσιος βασανισμός ένος από τους φοιτήτές που είχαν
καταλάβει ειρηνικά το κτίριο διοίκησης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης ως μορφή διαμαρτυρίας κατά του εκπαιδευτικού νόμου· εώς ακόμη και την απαγωγή φοιτητών από τα σπίτια τους στην πόλη των
Χανίων της Κρήτης.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η έλλειψη εκπαίδευσης των Ειδικών Φρουρών έχει εγείρει σοβαρές
ανησυχίες και αντιρρήσεις εντός των αστυνομικών συνδικαλιστικών οργάνων, οι
οποίοι αντιτίθενται στη στελέχωση των πανεπιστημιακών ομάδων με τέτοιο τρόπο. Παρά την έλλειψη, ωστόσο, κατάλληλης εκπαίδευσης, οι
ομάδες αυτές θα έχουν την εξουσία να περιπολούν, να συλλαμβάνουν, να διεξάγουν
προανακρίσεις, να προλαμβάνουν και να αντιμετωπίζουν οποιαδήποτε «παρεκλίνουσα»
ή εγκληματική συμπεριφορά εντός πανεπιστημιακών χώρων (Άρθρο 18). Επίσης πρόκειται
να στελεχώσουν τα Κέντρα Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων μαζί με το πανεπιστημιακό
προσωπικό. Το
γεγονός ότι ο νόμος (Άρθρο 19) ορίζει σαφώς ότι οι Ειδικοί Φρουροί μπορούν να
εκτελέσουν όλα τα αστυνομικά καθήκοντα εκτός από της άσκησης προανακριτικών
καθηκόντων, μια λειτουργία που είναι να εκτελέσουν στα πανεπιστήμια (άρθρο 19,
παρ.4), δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα και φόβους στην ακαδημαϊκή και φοιτητική
κοινότητα. Επίσης, δεν διευκρινίζεται από το νόμο τι σημαίνει "παρεκλίνουσα"
συμπεριφορά ή οι τρόποι με τους οποίους αυτές οι ομάδες πρόκειται να την
"αποτρέψουν" (θα σταματούν και θα ψάχνουν φοιτητές και προσωπικό και
θα επιθεωρούν αίθουσες διδασκαλίας; θα παρακολουθούν συνομιλίες, mail και τηλέφωνα); Επιπλέον, ο νόμος υπαγορεύει ότι οι
πανεπιστημιακές αρχές πρέπει να διευκολύνουν τις Ο.Π.Π.Ι με κάθε δυνατό τρόπο στην
εκτέλεση των καθηκόντων τους. Παραμένει ασαφές από το νόμο τι ακριβώς θα προυποθέτει
αυτή η διευκόλυνση και αν οι Κοσμήτορες, Πρυτάνεις και Πανεπιστημιακές Σύγκλητοι θα έχουν το
δικαίωμα να αρνηθούν ή να απορρίψουν μια τέτοια διευκόλυνση.
Το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό μας οδηγεί στο πιο
σημαντικό ζήτημα σχετικά με αυτό το νομοσχέδιο. Ο εκπαιδευτικός νόμος (Άρθρο 18
παρ.5) υπαγορεύει ότι οι Ο.Π.Π.Ι δεν θα λογοδοτούν στις πανεπιστημιακές αρχές,
όπως απαιτείται μέχρι στιγμής από τον συνταγματικό αυτόνομο χαρακτήρα των
πανεπιστημίων. Αντίθετα, θα αναφέρονται άμεσα στην ελληνική αστυνομία και στο
Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Όλες αυτές οι πτυχές του νόμου απέχουν πολύ
από την προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας που ισχυρίζονται ότι υποστηρίζει αυτό
το νομοσχέδιο. Η ακαδημαϊκή ελευθερία συνεπάγεται την ελευθερία της
επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας, την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών καθώς και τη συνταγματική προϋπόθεση της πλήρους αυτόνομης και αυτοδιοίκητης
φύσης των πανεπιστημίων. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι αυτές οι ομάδες θα ενεργούν,
θα διοικούνται και θα εποπτεύονται από την ελληνική αστυνομία καθιστά αυτόν τον
νόμο αντισυνταγματικό όσον αφορά την συνταγματική αρχή του
αυτοδιοίκητου των πανεπιστημιων. Το νομοσχέδιο είναι
ασύμβατο με την ακαδημαϊκή ελευθερία και αναμφισβήτητα μετατρέπει τα Ελληνικά
Πανεπιστήμια σε φρούρια ελέγχου, επιτήρησης, καταστολής και αστυνόμευσης. Το γεγονός ότι ο υφυπουργός Παιδείας δικαιολόγησε τη
δημιουργία των Ο.Π.Π.Ι και σταθμών αστυνομίας εντός των πανεπιστημίων με το
επιχείρημα ότι ήταν πρακτική κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας, επιβεβαιώνει περαιτέρω τις ανησυχίες της ακαδημαϊκής
κοινότητας σχετικά με την παρακώληση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και την
κατάργηση της αυτονομίας του πανεπιστημίου.
Επιπλέον, ενώ για τα πανεπιστήμια του αγγλοαμερικανικού
κόσμου (Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κτλ) η ευρεία παρακολούθηση είναι μια κοινή και τις περισσότερες φορές,
αδιαμφισβήτητη πρακτική· πιθανότατα τα πανεπιστήμια σε αυτές της χώρες δεν
εκβιάστηκαν[1] από την κυβέρνηση της χώρας τους μέσω νομοθεσίας (στην
ελληνική περίπτωση μέρη Γ(δ) και Δ(β) του νόμου) ότι η χρηματοδότησή τους θα
μειωνόταν εάν δεν εφάρμοζαν τα μέτρα και συστήματα παρακολούθησης καθώς και τις
πειθαρχικές προϋποθέσεις του νόμου. Αυτός ο εκβιασμός είναι ένας ακόμα παράγοντας
που επιβεβαιώνει και πάλι την κατάργηση του αυτοδιοίκητου του Πανεπιστημίου.
Όσον αφορά την επί 24 ώρες το 24ωρο συλλογή δεδομένων πατακολούθησης
από τα Κέντρα Ελέγχου και Λήψης Σημάτων και Εικόνων δεν είναι σαφές σχετικά με
την προστασία προσωπικών δεδομένων, πόσο καιρό θα αποθηκεύονται τα δεδομένα,
ποιος θα είναι ο σκοπός της επεξεργασίας τους και, το σημαντικότερο, ποιες δικλείδες
ασφαλείας υπάρχουν για την πρόληψη κατάχρησης των δεδομένων. Μέχρι στιγμής, οι
πρακτικές στην Ελλάδα δείχνουν ότι ο Γενικός Κανονισμός της Ε.Ε. για την
Προστασία Δεδομένων (GDRP) δεν τηρείται. Όπως υποστήριξε η ειδικός στη νομοθεσία περί προστασίας δεδομένων και
απορρήτου, καθηγήτρια Μήτρου, «Ο ελληνικός νόμος δεν έχει σεβαστεί το GDRP ως
πρότυπο για να θέσει τα όρια προστασίας προσωπικών δεδομένων και έχει καταχραστεί «παραθυράκια» καθώς και τη διακριτική ευχέρεια
του κάθε κράτους μέλους ώστε να μην ενισχυθεί αλλά αντίθετα να μειωθεί το
επίπεδο προστασίας των δεδομένων».
Επιδεινώνοντας την κατάσταση, το γεγονός ότι το διδακτικό
και ερευνητικό προσωπικό του κάθε Πανεπιστημίου, το οποίο πρόκειται να στελεχώσει
αυτά τα Κέντρα Ελέγχου μαζί με την αστυνομία, δεν γνωρίζει σχετικά
με τη λειτουργία συστήματων παρακολούθησης και ασφάλειας, καθιστά πιο πιθανό οι
Ο.Π.Π.Ι. να αναλάβουν την επιβλεψη του χειρισμού των δεδομένων. Δημιουργούνται επομένως σοβαρές ανησυχιες και
ερωτηματικά σχετικά με το ποιος θα εποπτεύει αυτές τις ομάδες ώστε να
αποφευχθούν παραβιάσεις του GDRP σε ό,τι αφορά την
επεξεργασία καθώς και την κατάχρηση προσωπικών δεδομένων. Παρόμοια ερωτήματα τίθενται και για τη στελέχωση των Μονάδων
και Επιτροπών Ασφάλειας και Προστασίας. Επιπλέον, δεν διευκρινίζεται από τον νόμο εάν οι Ο.Π.Π.Ι
θα είναι επίσης εξοπλισμένες με τις φορητές συσκευές (θα μοιάζουν με smartphones) που
θα επιτρέπουν την επιτόπου λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων όπως και την
επιτόπου σάρωση (scanning) προσώπων που πρόκειται
να παραλάβει η ελληνική αστυνομία μέχρι το καλοκαίρι του 2021. Αυτό το ενδεχόμενο
δημιουργεί ακόμη πιο έντονη ανησυχία όσον αφορά τη νομιμότητα και την προστασία του
χειρισμού εκτός των προσωπικών αλλά και των
βιομετρικών δεδομένων των φοιτητών και του πανεπιστημιακού προσωπικού.
Το γεγονός ότι έχουν υπάρξει πληθώρα περιπτώσεων στον
αγγλοαμερικανικό κόσμο όπου παραβιάστηκε η προστασία των προσωπικών δεδομένων: με
τους διαχειριστές συστημάτων παρακολούθησης και τους
διοικητικούς υπάλληλους των πανεπιστημίων να παρακολουθούν τα mail και
τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του προσωπικού και των φοιτητών· τις εντός και εκτός πανεπιστημίων
κινήσεις τους και έχουν χρησιμοποιήσει τα δεδομένα από αυτές τις παρακολουθήσεις
για να απολύσουν ακαδημαϊκό προσωπικό και να καταστείλουν κάθε είδους διαμαρτυρία ή διάδοση πληροφοριών που, ενώ τηρούν τον κώδικα
δεοντολογίας του πανεπιστημίου, δεν εγκρίνονται από την πανεπιστημιακή διοίκηση· επιβεβαιώνουν
τις ανησυχίες της ελληνικής ακαδημαϊκής και φοιτητικής κοινότητας σχετικά με τον
κίνδυνο που διατρέχει η ακαδημαϊκή ελευθερία. Αυτός ο φόβος επιβεβαιώνεται από
το Ίδρυμα Ατομικών
Δικαιωμάτων στην Εκπαίδευση (FIRE)- το οποίο έχει ήδη διαπιστώσει ότι τέτοιες πρακτικές
παρακολούθησης είναι ανοικτές σε κατάχρηση και ως εκ τούτου μπορούν να μετατραπούν
όχι μόνο σε αντιφιλελεύθερα αλλά και σε αντισυνταγματικά
εργαλεία
καταπάτησης ελευθεριών. Πόσο μάλλον όταν
θα εκτελόυνται από τις Ο.Π.Π.Ι. στην περίπτωση των ελληνικών πανεπιστημίων και
δεδομένου της ιστορικά συγκρουσιακής σχεσης φοιτητών-αστυνομίας. Αυτές οι
ανησυχητικές εξελίξεις θα πρέπει ίσως να μας κάνουν όλους να αναλογιστούμε αν
ανταλλάσσουμε πάρα πολύ από την ελευθερία μας στο όνομα της
"ασφάλειας" και αν αυτό που θέλουμε για τα πανεπιστήμια είναι να γίνουν αυταρχικοί θεσμοί. Πώς φτάσαμε όμως εως εδώ;
Εσκεμμένες
προσπάθειες δυσφήμησης του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου
Κατά την διάρκεια των προηγούμενων μηνών, η κυβέρνηση της
Νέας Δημοκρατίας μαζί με φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης συμμετείχαν σε μια
κακόβουλη εκστρατεία δυσφημησης των δημόσιων πανεπιστημίων με στόχο να τα «κατασκευάσουν»
στους Έλληνες πολίτες ως «τόπους ανομίας» και εγκληματικότητας. Υπάρχουν σίγουρα προβλήματα στα ελληνικά πανεπιστήμια
(που προέρχονται κυρίως από τη σοβαρή υποχρηματοδότηση τους την τελευταία
δεκαετία), αλλά σίγουρα δεν είναι όπως αναπαρίστανται από τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης ως άντρα εγκλήματικότητας και ανομίας. Η καθηγήτρια εγκληματολογίας Σοφία
Βιδάλη, αποδομεί εύστοχα και έγκυρα
αυτές τις αναπαραστάσεις στο άρθρο της «Εγκληματικότητα και Αστυνόμευση στα Α.Ε.Ι.: «αλήθειες»
και «ψέματα», δείχνοντας ότι
οι περιπτώσεις εγκληματικότητας και μικροεγκληματικότητας σχετίζονται με
ευρύτερα κοινωνικοοικονομικά και χωριταξικά χαρακτηριστικά της περιοχής στην
οποία βρίσκεται το κάθε Πανεπιστήμιο. Επιπλέον,
τα αδικήματα εντός των πανεπιστημίων και των περικλείων
περιοχών τους (και τα δύο συνυπολογίζονται ως ένα στις επίσημες στατιστικές της
αστυνομίας) αποτελούν ένα πολύ μικρό υποσύνολο (2.053 αδικήματα από περίπου
1.835.792) των εγκλημάτων της χώρας για τις περιόδους 2007-2018.
Αδιαμφισβήτητα, ένα από τα κύρια στερεότυπα που επιστρατεύτηκαν
από την Υπουργό Παιδείας, Νίκη Κεραμέως και τη φιλοκυβερνητική προπαγάνδα των συστημικών
μέσων ενημέρωσης, ήταν ότι οι ακαδημαϊκοί φοβούνται και είναι όμηροι των φοιτητών
(ιδιαίτερα φοιτητών του αριστερού χώρου). Κατασκεύασαν έναν «ηθικό πανικό»[2] (δείτε Coehn, S. 1972/2002) γύρω από δύο περιστατικά. Το ένα ήταν το
συμβολικό «χτίσιμο» το 2006 του γραφείου του Αντιπρύτανη του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης από φοιτητές, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σκανδαλώδη κακοδιαχείριση
της σίτισής τους από τις πρυτανικές αρχές. Ενώ το γραφείο του Αντιπρύτανη ήταν άδειο όταν
συνέβη το χτίσιμο, το στερεότυπο που σκόπιμα κατασκευάστηκε ήταν ότι οι φοιτητές
είχαν παγιδεύσει τον Πρύτανη μέσα στο γραφείο του, με την κ. Κεραμέως να
δηλώνει στις 8/02/2021 ότι «πρέπει να πείσουμε τους νέους μας ότι δεν είναι
φυσιολογικό να χτίζουν καθηγητές μέσα στα γραφεία τους». Το δεύτερο γεγονός
ήταν ένα ατυχές και ασυνήθιστο περιστατικό στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών
τον Οκτώβριο του 2020, όπου νέοι από τον αντιεξουσιαστικό χώρο ανάγκασαν τον Πρύτανη
να φορέσει μια ταμπέλα λέγοντας ότι υποστηρίζει τις καταλήψεις. Ενώ ομόφωνα η
ακαδημαϊκή κοινότητα είχε καταδικάσει το συμβάν και, παρά το γεγονός ότι το
περιστατικό αυτό αποτελεί την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, το συγκεκριμένο περιστατικό
έχει «κατασκευαστεί» ως καθημερινό χαρακτηριστικό της ζωής στα πανεπιστημια. Αυές
οι αναπαραστάσεις χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για να δικαιολογήσουν και να
νομιμοποιήσουν στο ευρύτερο ελληνικό κοινό την ανάγκη για αστυνόμευση, πειθάρχιση,
παρακολούθηση και επομένως την εισαγωγή μιας αστυνομικής δύναμης στα
πανεπιστήμια.
Σημαντικό μέρος αυτών των αναπαραστάσεων ήταν επίσης μια ενορχηστρωμένη δυσφήμηση των πανεπιστημιακών
καθηγητών που αμφισβήτησαν αυτές
τις αναπαραστάσεις, όπως για παράδειγμα η καθηγήτρια Σοφία Βιδάλη λόγω του
άρθρου της. Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ότι η ελληνική κυβέρνηση
προσπάθησε να δικαιολογήσει το νόμο περί της σύστασης των Ο.Π.Π.Ι. με ψευδή
προσχήματα ότι ακολουθεί μοντέλα «βέλτιστης πρακτικής» από τον Δυτικό Κόσμο και
κυρίως από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης· λέγοντας ότι στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο
έχει συσταθεί αστυνομική δύναμη για την ασφάλεια του. Όταν ο Έλληνας καθηγητής από
το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, ο Αντώνιος Τζανακόπουλος, αρνήθηκε την ύπαρξη αστυνομικής δύναμης στο πανεπιστήμιο,
τα ελληνικά φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης και υπουργοί της Ν.Δ., ακολουθώντας
σε μεγάλο βαθμό τις επικοινωνιακες τεχνικές του Τραμπ, προσπάθησαν να
διαστρεβλώσουν και να συκοφαντήσουν τις δηλώσεις του λέγοντας ότι είναι ψεύτης
και απατεώνας που διαδίδει ψευδείς ειδήσεις (fake news). Πρέπει να σημειωθεί
ότι η ένωση ακαδημαϊκών UCU της Οξφόρδης έχει λάβει ανοιχτά θέση κατά του νόμου, ενώ
αρνείται την ύπαρξη πανεπιστημιακής αστυνομικής δύναμης στις εγκαταστάσεις της. Αυτές οι διαδικασίες παραπληροφόρησης, λογοκρισίας και
φίμωσης οποιασδήποτε φωνής έρχεται σε αντίθεση με την ατζέντα της κυβέρνησης έχει
καταστεί μια κοινή πρακτική καθ' όλη τη διάρκεια του περασμένου έτους,
καθιστώντας την Ελλάδα 4η πριν το τέλος στην Ε.Ε. σχετικά με την ελευθερία του
Τύπου όπως επίσης και μια ελαττωματική πλέον δημοκρατία. Πρέπει να τονιστεί ότι σε κανένα Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο
δεν υπάρχει αστυνομική δύναμη στις εγκαταστάσεις του. Αντίθετα, όπως συμβαίνει ήδη
στην Ελλάδα, προσωπικό ασφαλείας και θυρωροί (που μπορεί να είναι τόσο
ιδιωτικοί όσο και δημόσιοι υπάλληλοι) υπό την εξουσία των πανεπιστημικών αρχών
είναι υπεύθυνοι για θέματα ασφάλειας.
Είναι σημαντικό επίσης να τονιστεί ότι αυτές οι
εσκεμμένες πρακτικές δυσφήμησης των δημόσιων Πανεπιστημίων, του ακαδημαϊκού
προσωπικού και των φοιτητών τους έρχονται μετά από μια δεκαετία σοβαρής
υποχρηματοδότησης του ελληνικού πανεπιστημίου. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής
κρίσης, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων μειώθηκε από 75% σε 120% σε ορισμένα Πανεπιστήμια, τοποθετώντας την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις στην Ευρώπη όσον αφορά
τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων και τις υποδομές τους (συμπεριλαμβανομένης της απόλυσης των θυρωρών και του
προσωπικού ασφαλείας). Ως εκ τούτου, αποτελεί μεγάλη απογοήτευση για την
πανεπιστημιακή κοινότητα να βλέπει ότι η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να διαθέσει 50
εκατομμύρια ευρώ (20 εκατομμύρια ετησίως για τους μισθούς των 1030 αστυνομικών
των Ο.Π.Π.Ι. και 30 εκατομμύρια για την εφαρμογή των συστημάτων ασφαλείας και
παρακολούθησης), όταν 91 εκατομμύρια είναι ολόκληρος ο προϋπολογισμός για τα πανεπιστήμια,
τα οποία εξακολουθούν να υποφέρουν από υποχρηματοδότηση. Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν αντίθετα να διατεθούν για
την πρόσληψη περισσότερου διδακτικού, ερευνητικού και διοικητικού προσωπικού, θυρωρών
και για την ανάπτυξη υποδομών (δηλαδή χώρων διδασκαλίας και εργαστηριακού
εξοπλισμού). Αναμφισβήτητα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Ελληνικά
Πανεπιστήμια λόγω της χρόνιας υποχρηματοδότησης τους δεν θα επιλυθούν με
αστυνόμευση και επιτήρηση.
Είναι σημαντικό να παραθέσουμε ότι αυτες οι αναπαραστάσεις
δυσφήμισης του δημόσιου πανεπιστημίου παραλείπουν σκόπιμα ότι τα ελληνικά
πανεπιστήμια, παρά την υποχρηματοδότηση τους και τις παγκόσμιες ανισότητες όσον αφορά την παραγωγή γνώσης,
όπου αν κάποιος/α δεν δημοσιεύει στα αγγλικά κυριολεκτικά δεν υπάρχει, επιτυγχάνουν
πολύ καλές θέσεις στην
Παγκόσμια Κατάταξη των Πανεπιστημίων (βρίσκονται μεταξύ των κορυφαίων 1000 Πανεπιστημίων στον κόσμο). Ένα επίπλέον κρίσιμο σημείο
είναι ότι αυτές οι συκοφαντικές αναπαραστάσεις έρχονται μετά από μια άλλη
νομοθεσία (4653/2020) του Υπουργείου Παιδείας,
η οποία εξισώνει τα πτυχία των ιδιωτικών κολλεγίων με
εκείνα των δημόσιων πανεπιστημίων, ουσιαστικά
«αναβαθμίζοντας» έτσι σημαντικά τα πτυχία των ιδιωτικών και «υποβαθμίζοντας»
τα πτυχία των δημοσίων. Τα
ιδιωτικά κολέγια στην Ελλάδα δεν παράγουν έρευνα και το
πτυχίο σπουδών που παρέχουν δεν περνά από τις ίδιες αξιολογήσεις
ποιότητας με αυτές των δημόσιων πανεπιστημίων. Αυτή η «αναβάθμιση» των
ιδιωτικών κολλεγίων συνδυάζεται με μια άλλη αμφιλεγόμενη πτυχή του νόμου
(4477/2021) υπό συζήτηση, η οποία μειώνει τον αριθμό των φοιτητών που είναι να
εισαχθούν στα δημόσια πανεπιστήμια κατά 20%-30%, διοχετεύοντας αναμφισβήτητα με
αυτόν τον τρόπο τους "περισευούμενους" φοιτητές σε ιδιωτικά κολέγια. Μια πτυχή που όχι
μόνο μειώνει περαιτέρω τη χρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων, αλλά πλήτει
τα πιο ευάλωτα κοινωνικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας εμποδίζοντας την
εκπαιδευτική και κοινωνική τους ανέλιξη. Με άλλα λόγια, οι αναπαραστάσεις του πανεπιστημόυ
ως άντρο εγκληματικότητας και «ανομίας» και η ευρύτερη δυσφήμηση και υποβάθμιση
του δημόσιου πανεπιστημίου, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τη δεξιά
κυβέρνηση της Ν.Δ., διευκολύνουν την τελευταία στη νομιμοποίηση της κυριαρχίας
του δόγματος του «νόμου και της τάξης», εκπληρώνοντας ταυτόχρονα τη
νεοφιλελεύθερη ατζέντα της όσον αφορά την ιδιωτικοποίηση της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης.
Συμπερασματικές
παρατηρήσεις: Τί πανεπιστήμιο θέλουμε;
Όπως υποστηρίζει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του
Μπίρκμπεκ Κώστας Δουζίνας, αυτό που
λείπει από όλες τις συζητήσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα και
το εξωτερικό είναι το βασικό ερώτημα για το τί πανεπιστήμια θέλουμε. Το πανεπιστήμιο στον πυρήνα του στοχεύει στην πλήρη
ελευθερία της σκέψης, της κριτικής, της πρόκλησης, της έρευνας και της
κυκλοφορίας ιδεών σε μια συνεχή αναζήτηση της «αλήθειας». Στοχεύει στην εμβάθυνση της δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένης της
γνωστικής δημοκρατίας, παρέχοντας μια πληθώρα γνώσεων, παιδαγωγικών
και μεθοδολογικών πρακτικών για την κατανόηση του κόσμου γύρω μας. Ως εκ
τούτου, η εκπαίδευση έχει αξία από μόνη της, η οποία δεν μπορεί
να περιοριστεί απλώς σε μια εργαλειακή (επαγγελματική) αξία εύρεσης εργασίας. Πράγματι, η γνώση που παρέχουν τα πανεπιστήμια αφορά την
άνθηση της ανθρώπινης ψυχής και νου διαμορφώνοντας συνεχώς μια κατανόηση για
την ανθρώπινη κατάσταση, του ατομικού εαυτού μας, του κόσμου και των κοινωνιών
μας, η οποία αποτελεί μια «απόλυτη ανθρώπινη αξία» από μόνη της (Carr 2009:14). Με αυτόν τον τρόπο οι φοιτητές θα είναι
αργότερα σε θέση να συνεισφέρουν όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στη
δημοκρατία.
Όταν το Πανεπιστήμιο γίνεται απλώς μια σχολή για επαγγελματική
αποκατάσταση– μια τάση που βλέπουμε σε μεγάλο βαθμό να αυξάνεται παγκοσμίως και
είναι αναμφισβήτητα και ο στόχος του ελληνικού εκπαιδευτικού νόμου προσπαθώντας
να υποβαθμίσει τα δημόσια πανεπιστήμια και να ποινικοποιήσει την
κοινωνικοπολιτική τους δράση – τότε σταματά να καλλιεργεί τη γνώση και γίνεται απλώς ένας χώρος παροχής πληροφοριών. Γίνεται
ένα προϊόν το οποίο θα παρέχει τις απαραίτητες δεξιότητες για την παραγωγή ενός
"πειθαρχημένου" εκπαιδευομένου/καταναλωτή/ εργαζομένου για την
εξυπηρέτηση μόνο των οικονομικών αναγκών του κάθε κράτους (Drummond, 2003). Ως εκ τούτου, το Πανεπιστήμιο χάνει την απελευθερωτική
και δημοκρατική του ουσία και τη στενή σύνδεσή του με τους κοινωνικούς αγώνες.
Ο καθηγητής Boaventura de Sousa Santos δείχνει εύστοχα τι διακυβεύεται παγκοσμίως αν
συνεχίσουμε να ακολουθούμε αυτήν την τάση:
Αυτό το άρθρο
είναι μια έκκληση ενάντια σε ένα τόσο σκοτεινό μέλλον που θα μας επηρεάσει
όλους/ες σε παγκοσμιο και τοπικό επίπεδο και τίθεται να θέσει σε κίνδυνο το
μέλλον της δημοκρατίας και της ακαδημαϊκής ελευθερίας όπως την γνωρίζουμε.
Αναφορές
Carr, D. (2009) “Revisiting the Liberal and
Vocational Dimensions of University Education”, in British Journal of
Educational Studies. 57 (1): pp. 1-17.
Cohen, Stanley. 2002 [1972]. Folk
Devils and Moral Panics. London: Routledge.
Drummond, J. (2003) “Care of the Self in a
Knowledge Economy: Higher Education, Vocation and the Ethics of Michel
Foucault”, Educational Philosophy Theory, Vol. 35 (1), pp. 57-69.
Γραμμένο από την Dr. Eleni Dimou, Λέκτορας Εγκληματολογίας στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο
της Αγγλίας.
[1] αν και ορισμένες πρόσφατες εξελίξεις σχετικά
με την ελευθερία του λόγου
στα βρετανικά πανεπιστήμια θα μπορούσαν να
αποδείξουν το αντίθετο.
[2] Ηθικός πανικός είναι η συλλογική (συνήθως υπερβολική) αντίδραση (από τα
μέσα ενημέρωσης, τους πολιτικούς και τους "ειδικούς") σε κάποια
αντιληπτή παραβατική ή εγκληματική δραστηριότητα. Αυτές οι αντιδράσεις με τη
σειρά τους επηρεάζουν και νομιμοποιούν το αίτημα για περισσότερες κατασταλτικές
πολιτικές επιβολής του δόγματος νόμος και τάξη που προυποθέτουν περισσότερη
τιμωρητικότητα και σκλήρυνση των νόμων (Cohen 2002 [1972]).