ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΓΕΛΑ ΝΤΑΡΖΑΝΟΥ, ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, 5/4/20
Ο φόβος και η απομόνωση είναι εκρηκτικά υλικά για τη συνοχή του κοινωνικού ιστού
Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη είναι εγκληματολόγος. Υπήρξε
επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του
Παντείου Πανεπιστημίου. Μιλάει σήμερα στην Αυγή της Κυριακής για τις πολιτικές
απέναντι στον κορονοϊό: για τις συνθήκες φόβου και εγκλεισμού που δεν μπορούν
να συντηρήσουν για πολύ την κοινωνική συναίνεση, «είναι εκρηκτικά υλικά για την
συνοχή του κοινωνικού ιστού» λέει και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη
επικοινωνιακή πολιτική από την κυβέρνηση. Μιλάει για τη στρατηγική Άμυνας της
κυβέρνησης απέναντι στην έλλειψη υποδομών, αντί για Επίθεση, με την
ισχυροποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Μιλάει επίσης για την κατασκευή
ενόχων από τα ΜΜΕ αλλά και πιστώνει στους πολίτες που πειθάρχησαν, την επιτυχία
των μέτρων ως τώρα.
Ποια
είναι η αναπαράσταση από τα ΜΜΕ της κρατικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του
κορονοϊού; Θα έλεγα ότι βασικό στοιχείο είναι η αναπαράσταση της επιτυχίας των μέτρων, συνεπικουρούμενη από τον φόβο που τροφοδοτούν οι τίτλοι για τον αριθμό των θυμάτων και οι προειδοποιήσεις για τον μελλοντικό κίνδυνο εάν χαλαρώσουν τα μέτρα. Με δυο λόγια, νομιμοποίηση μιας αμυντικής πολιτικής απέναντι στο πρόβλημα, μια καραντίνα που μεταθέτει τη λύση του προβλήματος στις πλάτες των πολιτών και δείχνει με το δάκτυλο τους απείθαρχους. Το ανθρώπινο κομμάτι που αντιδρά σε μια συνθήκη εγκλεισμού χωρίς ορατό όριο λήξης, ορίζεται ως κοινωνική αναλγησία και αυτό εξεικονίζει η παρουσία αστυνομικών στους δρόμους αντί για υγειονομικούς που θα κάνουν τους απαιτούμενους ελέγχους, ως εάν το ζήτημα να ήταν θέμα δημόσιας τάξης και όχι δημόσιας υγείας. Αναμφισβήτητα η καραντίνα είναι αναγκαία, όμως εδώ μιλάμε για τα συμφραζόμενα εντός των οποίων πραγματοποιείται και επηρεάζουν τη δυναμική της.
Θα μπορούσα να πω όμως, ότι αυτή η αμυντική πολιτική απέναντι στην πανδημία, θα πρέπει να βασίζεται στον φόβο για να μπορέσει να λειτουργήσει πειθαρχικά, ενόσω το διαλυμένο σύστημα υγείας δεν επιτρέπει το ζητούμενο, δηλαδή μια επιθετική πολιτική με στόχο τον ιό και όχι μόνον τη συμμόρφωση σε μέτρα που ανακυκλώνουν τον φόβο και δεν αφήνουν να διαφανεί κάποια ελπίδα. Δηλαδή ότι θα υπάρχει επαρκές και προστατευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να μας φροντίσει εάν χρειαστεί, σε επαρκείς χώρους για αποτελεσματική και αξιοπρεπή νοσηλεία, ότι θα υπάρχει και αύριο υγειονομικό υλικό για να μας προστατέψει πριν φτάσουμε στην νοσηλεία. Ακόμα και γι’ αυτό το σύστημα Υγείας που ήταν το πρώτο θύμα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και επιβιώνει με την ισορροπία του ερειπίου υπάρχουν λύσεις εάν υπάρξει η πολιτική βούληση. Για παράδειγμα, να υποχρεωθεί να συμμετάσχει και ο ιδιωτικός τομέας υγείας, να εκπαιδευτεί και ν’ αξιοποιηθεί η εθελοντική προσφορά.
Πιστεύετε ότι υπάρχει έδαφος για εθελοντισμό και αλληλεγγύη όταν είμαστε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας;
Έχουν ήδη υπάρξει παραδείγματα σημαντικών πρωτοβουλιών και ομάδες αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα θέλω να επισημάνω την προσφορά των τελειόφοιτων φοιτητών της Ιατρικής, να συνδράμουν το παραπαίον σύστημα υγείας και τους εθελοντές για την υποστήριξη ευάλωτων ομάδων. Δεν είμαι αρμόδια να εισηγηθώ μέτρα, αλλά υπάρχουν ειδικοί για να οργανώσουν μια τέτοια επίθεση από τα κάτω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει ο εθελοντισμός να υποκαταστήσει υποχρεώσεις της κρατικής μηχανής.
Ωστόσο, η προβολή της προόδου που γίνεται παγκοσμίως με νέα φάρμακα ή με την παρασκευή εμβολίου, δεν μπορούμε να πούμε ότι αντισταθμίζει την άμυνα με επίθεση;
Προφανώς και είναι ελπιδοφόρα η πανκινητοποίηση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας αλλά για να γίνει επιθετική και να είναι αποτελεσματική χρειάζονται υποδομές και αυτό το θέμα παραμένει σε τρίτο και τέταρτο επίπεδο στην τρομολαγνεία των ΜΜΕ.
Ποιοι είναι οι επιμέρους άξονες της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ειδησεογραφία;
Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική σ’ αυτό το θέμα. Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε με πρόταγμα την καταστολή και φαίνεται ότι εκεί εξαντλείται η δυναμική της σε επικοινωνιακό επίπεδο. Μεταθέτοντας την ευθύνη στους πολίτες προσπαθεί να μείνει στο απυρόβλητο η δική της αδυναμία να δώσει λύσεις πέρα από το σφίξιμο των λουριών. Όμως μέχρι πότε θα μπορεί να διεκδικεί συναίνεση αυτή η πολιτική ή θα την επιβεβαιώνουν πειστικά τα ΜΜΕ;
Η ειδησεογραφία για τον κορονοϊό δημιουργεί και το συναίσθημα του φόβου για την οικονομία και τις δουλειές μας. Πώς λειτουργεί ο φόβος ως εργαλείο καταστολής;
Ο φόβος για το αύριο. Εάν το έχω παρακολουθήσει σωστά, νομίζω ότι είναι ένα επίπεδο φόβου που εμφανίστηκε σε δεύτερο χρόνο. Ήδη υπάρχει πολύς κόσμος που δοκιμάζεται και σε οικονομικό επίπεδο, αυτό είναι αναπόδραστη συνέπεια των μέτρων. Όταν, λοιπόν, διαβάζουν θέματα του τύπου ότι η καραντίνα δεν είναι τίποτα μπροστά στα μελλούμενα, η συμμόρφωση λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας, κατά κάποιο τρόπο ως φόβος μην χαθεί κι αυτό το λίγο που έχουμε σήμερα. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι ο φόβος δεν είναι λύση διαρκείας, ο φόβος και η απομόνωση είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού, το αύριο έχει πολλές μεταβλητές, ενδεχομένως και κάποιες μη ελέγξιμες. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι η κυβέρνηση δεν έχει συγκροτημένη επικοινωνιακή στρατηγική, δεδομένου ότι η συναίνεση δεν αποσπάται μόνο με τον φόβο.
Εννοείτε δηλαδή ότι δεν συγκροτείται ένα συνεκτικό αφήγημα για τον κορονοϊό- έστω με τις αντιφάσεις του- το οποίο να καταφέρνει να χειραγωγεί και να δημιουργεί συναίνεση;
Λίγο πολύ, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εκεικονίζεται στην παρουσία των δύο ανθρώπων που έχουν αναλάβει την καθημερινή ενημέρωση. Ο κ. Τσιόρδας με νηφάλιο, συγκροτημένο λόγο είναι η επιστήμη που ενημερώνει και καθοδηγεί. Ο κ. Χαρδαλιάς είναι ο παιδονόμος που υποδεικνύει τις εκτροπές και προειδοποιεί για τις κυρώσεις. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο Λόγους, ενώ βγαίνουν στο πλάνο οι ήρωες, το έργο δεν έχει συνοχή και παλαντζάρει χωρίς να ισορροπεί γιατί δεν υπάρχουν ισομερώς οι αντίστοιχοι μηχανισμοί που θα το υποστηρίξουν. Η συναίνεση δεν είναι ποτέ σταθερή και δεδομένη, είναι συνεχώς το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σε ένα σκοτεινό τοπίο που αφήνει έωλα και απειλητικά τα μελλούμενα.
Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση επικοινωνιακά, στο κομμάτι της «ατομικής ευθύνης». Πώς λειτουργεί αυτή η καμπάνια, σε αντιδιαστολή με την κρατική ευθύνη, που φαίνεται να υπολείπεται, και σε τεστ, και σε μονάδες ΜΕΘ, και σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό;
Προφανώς γιατί αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν έχουμε επεξεργαστεί μηχανισμούς διαχείρισής της. Έτσι, ενστικτωδώς σχεδόν, αναζητάμε τον φταίχτη γι’ αυτά που υφιστάμεθα κι έτσι αναδύεται ένα ζήτημα ενοχής, αναζήτησης του ενόχου, που τώρα δεν είναι οι «συνήθεις ύποπτοι» μετανάστες, πρεζόνια, αναρχικοί… Βρίθουν οι θεωρίες συνωμοσίας αλλά κι αυτές είναι αδιέξοδες στον βαθμό που δεν βοηθούν να βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Ένα πρόσφορο έδαφος, λοιπόν, αναζήτησης του ένοχου που να έχει την αναγκαία υλικότητα για να εισπράξει τις συνέπειες, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, είναι ο ένοχος που εμφανίζεται στο πιάτο, έτσι ακριβώς όπως τον θέλουμε: είναι ο γείτονας, ο άμυαλος πιτσιρικάς, ο ηλικιωμένος που δεν προσέχει και αρρωσταίνει και καταλαμβάνει τον ελάχιστο ζωτικό χώρο που μας διαθέτει το σύστημα υγείας. Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτόν, να γίνουμε ένοχοι. Και έτσι αποδεχόμαστε αβίαστα τον ρόλο του θύματος ρίχνοντας το ανάθεμα στον διπλανό μας. Πόσο εύκολο είναι να τα βάλεις μ’ αυτόν που βολτάρει άσκοπα αντί να δεις τις δικές σου αλυσίδες; Και πόσο δύσκολο είναι να δεις ότι πέφτεις χωρίς προστατευτικό δίκτυ γιατί κανείς δεν σ’ αξίωσε με τα μέτρα προστασίας που ήταν δικαίωμά σου αναφαίρετο, να έχεις ένα αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας. Σ’ αυτό το γήπεδο παίζουν τα ΜΜΕ, με αποσιωπήσεις των ευθυνών του συστήματος και έμφαση στην ευθύνη του ατόμου.
Όμως και κάτι τελευταίο: είναι ο πολίτης αυτός που κράτησε σε χαμηλό επίπεδο τον αριθμό των θυμάτων. Είναι οι πολλοί πολίτες που πειθάρχησαν στα μέτρα κι ας μην είναι ορατό το τέλος του εφιάλτη, η ελπίδα. Ας το καταλάβουν οι κυβερνώντες που άδικα πιστώνονται τα χαμηλά ποσοστά κι ας πράξουν το καθήκον τους απέναντι σ’ αυτούς τους πολίτες αντί να τους κουνάν το δάκτυλο.