[η συμμετοχή μου στην παρουσίαση του τόμου, όπως φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Η εποχή στις 4 Φλεβάρη 2018, από όπου και ο τίτλος]
Ο συλλογικός τόμος, σε επιμέλεια Μαρίας
Κομνηνού, Δημόσια σφαίρα σε κρίση. Πώς και γιατί παραβιάζεται η δεοντολογία στα
ΜΜΕ (2009-2016), είναι προϊόν τριετούς έρευνα που διενεργήθηκε από το
Εργαστήριο Οπτικοακουστικών Μέσων του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του
ΕΚΠΑ και περιλαμβάνει πολλές και σημαντικές θεωρητικές και ερευνητικές
μελέτες.
Προκειμένου να μιλήσω γι’ αυτό το έργο,
επέλεξα μια προσέγγιση στην οποία με οδηγεί η ίδια η δομή του και το
περιεχόμενο των κειμένων που περιλαμβάνονται.
Δηλαδή να αναφερθώ στα μείζονα ερευνητικά θέματα τα οποία αποτελούν το
κόκκινο νήμα που συνδέει τα επιμέρους κείμενα και θα αναπτύξω κάποιους δικούς
μου προβληματισμούς, τους οποίους πυροδότησε η ανάγνωσή τους.
Ενόψει αυτής της προσέγγισης, το εισαγωγικό
κείμενο της Μαρίας Κομνηνού ήταν άκρως ενδιαφέρον και βοηθητικό, καθώς καλύπτει
μια μείζονα ανάγκη, δηλαδή την συνάρθρωση του αντικειμένου της θεωρητικής και
εμπειρικής έρευνας με τα ευρύτερα συμφραζόμενα της περιόδου κατά την οποία
διεξήχθη ενώ, ταυτόχρονα, βοηθά τον
αναγνώστη να αντιληφθεί τους λόγους επιλογής των επιμέρους κειμένων και να
παρακολουθήσει την μεταξύ τους συνάφεια.
Ειδικότερα, ποια είναι η δομή της δημόσιας
σφαίρας, ποιες αλλαγές συντελέστηκαν στον χρόνο και πώς αυτές αντανακλώνται στο
δημόσιο λόγο. Οι αλλαγές στη δομή τού ίδιου του τοπίου των ΜΜΕ, ο ρόλος του
διαδικτύου. Οι κυρίαρχοι λόγοι που αναδύθηκαν, οι εναλλαγές τους στο επίπεδο
της πολιτικής αντιπαράθεσης και πώς όλα αυτά συναρθρώνονται με τον ιδεολογικό
λόγο των ΜΜΕ.
Μια παρόμοια προσέγγιση είναι σημαντική, καθώς
η δημοσιογραφική κάλυψη οποιουδήποτε γεγονότος δεν αυτονομείται από τα
συμφραζόμενα αλλά, αντίθετα, αποτελεί μέρος
του δημόσιου λόγου για το γεγονός στο οποίο αναφέρεται. Επηρεάζεται απ’
αυτόν και συνάμα τον επηρεάζει.
Στα κείμενα του βιβλίου, ο ρατσισμός, ο
εκφασισμός, η ξενοφοβία αναλύονται ως ζητήματα που χαρακτηρίζουν τις δυο
βασικές αντιπαραθέσεις στο επίπεδο του δημόσιου λόγου: Μνημονιακός/
αντιμνημονιακός λόγος, φασιστικός-ρατσιστικός/αντιφασιστικός-αντιρατσιστικός
λόγος και φυσικά η εθνικιστική εκδοχή που αποκαλύπτεται ή υπολανθάνει σε διάφορες εκδοχές και του αντιμνημονιακού
λόγου και δεν αναφέρομαι μόνον στην ΧΑ.
Κεντρική φιγούρα σ’ αυτό το περιβάλλον είναι ο
οικονομικός μετανάστης, ως εν δυνάμει εγκληματίας και ο πρόσφυγας ως
υγειονομική απειλή. Συχνά δε, οι δύο κατηγορίες εντάσσονται στον ενιαίο όρο
«λαθρομετάστης», όρο που υποδηλώνει το ξένο, το ανοίκειο, το επίφοβο.
Ένα από τα θέματα που τίθενται σε κείμενα του
τόμου αφορά την συνύπαρξη ποινικού και ιατρικού λόγου στον προσδιορισμό της
απειλής την οποία προσωποποιεί ο Άλλος. Η Σοφία Καϊτατζή πραγματεύεται το θέμα
του ρατσισμού μέσα από μια ιστορική
ανασκόπηση, επισημαίνοντας την αοριστία του όρου ράτσα και αναδεικνύοντας τα
οικονομικά και συστημικά του αίτια, καθώς και τους διαχρονικούς καθορισμούς
του. Αναφέρεται, λοιπόν μεταξύ άλλων και
στον επιστημονικό ρατσισμό του 19ου αιώνα. Αυτό είναι αφορμή για ν’ ανοίξω μια παρένθεση
που αφορά την γέννηση της Εγκληματολογίας ως αυτόνομης επιστήμης, μέσα από τη συνάντηση
του ποινικού και ιατρικού λόγου που συστρατεύονται για ν’ απαντήσουν στο ερώτημα «τί είναι ο
εγκληματίας».
Ληξιαρχική πράξη γέννησης θεωρείται η έκδοση
του βιβλίου του Τσέζαρε Λομπρόζο το 1876, Ο εγκληματίας άνθρωπος. Δηλαδή η διατύπωση της θεωρίας περί του γεννημένου
εγκληματία. Έναυσμα ήταν η μελέτη του κρανίου ενός χωρικού από την
Καλαβρία,ο οποίος καταδικάστηκε ως ληστής και φυλακίστηκε μέχρι τον θάνατό του.
Μια φράση από τη σύνοψη της θεωρίας του:
Πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχουν βρεθεί στους
άγριους, και μεταξύ των έγχρωμων φυλών, εντοπίζονται επίσης και στους
γεννημένους εγκληματίες.
Τα χαρακτηριστικά που περιγράφει είναι κυρίως σωματικά
χαρακτηριστικά αλλά περιλαμβάνει και πολιτισμικά δεδομένα όπως την νωθρότητα…
εύκολη δεισιδαιμονία… και τελικά τη σχετική έννοια του θείου και των ηθών (Lombroso 1876: 435- 36, όπως αναφέρεται στο Melossi, 1999: 29)
Ανατρέχοντας δε στα κοινωνικά συμφραζόμενα της Ιταλίας
του 19ου αιώνα και ειδικότερα στην άνιση ανάπτυξη μεταξύ
εκβιομηχανιζόμενου Βορρά και προσδεδεμένου σε προκαπιταλιστικές δομές Νότου,
παρατηρεί κανείς ότι οι εγκληματίες,
όπως περιγράφονται από τον Lombroso,
διαθέτουν τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του ιταλικού νότου, πληθυσμών, δηλαδή,
οικονομικά και κοινωνικά στιγματισμένων. Στρατιωτικός γιατρός ο Λομπρόζο,
που υπηρέτησε για κάποιο διάστημα στην νότια περιοχή της Καλαβρίας,
εντυπωσιάστηκε σε τέτοιο βαθμό από την διαφορετική κουλτούρα των κατοίκων της,
μία διαφορετικότητα την οποία προσπάθησε να ερμηνεύσει με βάση τη «φυλή».
Έτσι γεννήθηκε
η Εγκληματολογία ως αιτιολογική επιστήμη που
σε γενικές γραμμές αναπτύχθηκε με βάση το
ιατρικό μοντέλο διάγνωση / θεραπεία /πρόγνωση, το οποίο έχει εξαιρετική αντοχή
στον χρόνο, καθώς παραμένει η αντίληψη ότι ο
εγκληματίας είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα που τον διαφοροποιεί από τους
νομοταγείς πολίτες
Ωστόσο, διαπιστώνεται μια μείζων διαφορά τις
τελευταίες δεκαετίες, η οποία μας φέρνει και στα ζητήματα του συλλογικού έργου που
συζητάμε. Δηλαδή το πέρασμα από τα
ατομικά χαρακτηριστικά στα κοινωνικά, φυλετικά, θρησκευτικά, πολιτικά
χαρακτηριστικά ομάδων, το πέρασμα από το άτομο στην ομάδα προέλευσης.
Αυτή η ανασήμανση της έννοιας της επικινδυνότητας, με
σαφή ρατσιστικό προσανατολισμό, μετεγγράφεται και στον λόγο περί δημόσιας τάξης
και ασφάλειας, όπου υποχωρεί η έννοια της σωφρονιστικής μεταχείρισης έναντι της
ασφάλειας και της ανάγκης διαχείρισης του κινδύνου που αποτελούν οι επικίνδυνες
ομάδες διαμέσου της εξουδετέρωσής τους σε κλειστά ιδρύματα. Έτσι, η εγκληματικότητα καθίσταται
βασικός άξονας του Λόγου περί του Άλλου, ο οποίος, στις διάφορες εκδοχές του,
πρωταγωνιστεί στα κείμενα του βιβλίου, αντανακλώντας και την στροφή στον Λόγο
των θεσμών και, κατ’ επέκταση, στις επιδράσεις του στην κοινωνία: Το πέρασμα,
δηλαδή, από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος όπου το πρόταγμα δεν είναι η
πρόνοια αλλά η ασφάλεια. Το περίφημο μοντέλο της μηδενικής ανοχής στις διάφορες
παραλλαγές του.
Παράλληλα, το θεωρητικό και εργαλειακό
οικοδόμημα της μηδενικής ανοχής μετεγγράφει στον δημόσιο λόγο προβλήματα που
εντάσσονται στον χώρο της κοινωνικής πρόνοιας σε ζητήματα ασφάλειας αλλά και
ατομικής ευθύνης. Παράγεται έτσι ένα
πλέγμα νοημάτων, όπου συναρθρώνεται η απενοχοποίηση
της κοινωνίας, η οποία δεν ευθύνεται για τα δεινά των άλλων, και η ενοχοποίηση της φτώχειας. Με δυο λόγια,
το μοντέλο αυτό, τόσο στην ποινική όσο
και στην κοινωνική σφαίρα είναι μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης (οι
φτωχοί, φτωχότεροι, οι εγκληματίες στις φυλακές).
Η περίπτωση της
διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών, με την οποία ασχολείται η Γιάννα
Αθανασάτου, εικονογραφεί κυριολεκτικά και μεταφορικά αυτές τις τάσεις και την
τύχη που επιφυλάσσεται όχι μόνον στους παραβάτες αλλά στους απόβλητους που παράγει
η διαχείριση της κρίσης, τους θεωρούμενους ως κοινωνικά απορρίμματα. Παράλληλα,
η διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών αποτελεί εμβληματικό παράδειγμα
συνάντησης ποινικού και ιατρικού λόγου, εξεικονίζοντας την περίπτωση της γυμνής ζωής.
Θυμάμαι κάτι από
εκείνη την περίοδο, το οποίο μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση. Κάποιος, κατά
δήλωσή του συγγραφέας, είχε χρησιμοποιήσει τις φωτογραφίες των οροθετικών
γυναικών, γράφοντας μια τραγική ιστορία για κάθε μία από αυτές, αφήνοντας να
εννοηθεί ότι είναι η πραγματική τους ιστορία. Και ήταν εντυπωσιακή η απήχηση
αυτής της κατασκευής στα σόσιαλ μίντια, με πολλές κοινοποιήσεις και σχόλια για
την ανθρώπινη δυστυχία. Αυτό ως παράδειγμα από το μιντιακό διαδραστικό πεδίο
τού πώς υποδέχεται η κοινωνία την παραβίαση των δικαιωμάτων, αρκεί η αφήγηση να
την εμπλέκει συναισθηματικά.
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η παραβίαση
κανόνων της δεοντολογίας φυσικοποιείται ως απόρροια και της θεσμικής ακύρωσης
δύο αρχών: Του τεκμηρίου της αθωότητας και του ότι κανείς δεν εξαιρείται από την
προστασία του δικαίου για να αναλάβει τον ρόλο του φοβοσυσωρρευτή. Έτσι, η παραβίαση
κανόνων της δεοντολογίας λειτουργεί με
όρους «κοινής λογικής», καθώς και θεσμικά σπάνια ορίζεται ως τέτοια και
κυρώνεται.
Οι έρευνες που αποτελούν το αντικείμενο του
βιβλίου αποκαλύπτουν κι ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο, δηλαδή το οπλοστάσιο
των επικοινωνιακών οργανισμών να αναδεικνύουν το γεγονός απομειώνοντάς το από το πολιτικό του φορτίο εάν αυτό προκαλεί
εντάσεις ή επιχειρώντας συμψηφισμούς, ανασύροντας για παράδειγμα τη θεωρία των
δύο άκρων.
Παράδειγμα αυτού του τελευταίου είναι η
δολοφονία του Παύλου Φύσσα και δίκη της ΧΑ και εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα
σχετικά άρθρα, με έμφαση στα δημοσιεύματα του Πρώτου Θέματος.
Η κάλυψη της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, όπως
αναλύουν οι Μέμηγκα και Γέρου, δεν σηματοδοτεί μια αλλαγή πολιτικής απέναντι
στην δράση της ΧΑ αλλά εμπλουτίζει την ευπώλητη δημοσιογραφία του αίματος και
του σπέρματος, βασικό άξονα εξάλλου του δημοσιογραφικού λόγου της εφημερίδας.
Έτσι, κατά τις συγγραφείς, το πρωτοσέλιδο με την φωτογραφία του Παύλου Φύσσα να
ψυχορραγεί στην αγκαλιά της συντρόφου του αποτελεί μια δεύτερη δολοφονία.
Ωστόσο η φωτογραφία είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου ή μάλλον ο οδοδείκτης
της συνολικής κάλυψης, η οποία καλύπτει παρενθετικά τα κυρίως ειδησεογραφικά
θέματα [δολοφονία, δίκη] και αναδεικνύει ό, τι συμβαίνει στο περιθώριό τους και
έχει μια δυναμική δραματοποίησης που απευθύνεται αποκλειστικά στο θυμικό του
αναγνώστη, υπακούοντας στην αρχή προσωποποίηση / δραματοποίηση. Μια τεχνική την οποία επισημαίνουν οι
Μέρμηγκα, Γέρου, είναι να μην διαχωρίζεται το ρεπορτάζ απ’ το σχόλιο και να
παράγεται ένα προϊόν το οποίο κοινοποιεί το επιθυμητό μήνυμα συγκαλύπτοντας τα
κενά που θα άλλαζαν το περιεχόμενό του. Με δυο λόγια, από-ιστορικοποιώντας και
από-πολιτικοποιώντας το γεγονός.
Προφανώς, όμως, αυτός ο επιφανειακά
αποστειρωμένος πολιτικά λόγος, με έμφαση στο ανθρώπινο δράμα δεν είναι
α-πολιτικός, απλώς αναδεικνύει την ευελιξία του ιδεολογικού λόγου της
εφημερίδας, καθώς μπαίνει στο παιγνίδι τόσο ο καθεστωτικός λόγος όσο και ο
αντιμνημονιακός, ενώ παράλληλα υπάρχει πλήθος δημοσιευμάτων με καθαρά
ρατσιστικό περιεχόμενο και στόχο τους μετανάστες. Δηλαδή, συνυπάρχουν
αντιθετικά ζεύγη, όπου η διαχείριση του ζητήματος της εγκληματικής δράσης της
ΧΑ συνυπάρχει με την τάση για ευτελισμό και μείωση των, κατά κύριο λόγο,
θυμάτων της. Έτσι κι ο ιδιότυπος αντιμνημονιακός λόγος του ΠΘ, συνομιλεί σε μεγάλο βαθμό με αυτόν της ΧΑ αλλά
με όρους κανονικοποίησής τΗς.
Προσωπικά θεωρώ ότι η πολιτική γραμμή του ΠΘ εξεικονίζει
την επιφανειακή αντίφαση που εμφανίζει η ελληνική κοινωνία. Δηλαδή να δικάζεται
η ηγεσία ενός πολιτικού κόμματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, να
παρακολουθεί αυτό το πήγαινε – έλα των βουλευτών απ’ τα έδρανα της βουλής στα
έδρανα του δικαστηρίου και να διατηρεί η ΧΑ τα ποσοστά της, σαν να μην έχουν
μεσολαβήσει τα γεγονότα που οδήγησαν στη δίκη, σαν να μην εξελίσσεται επί μήνες
η δίκη.
Και λέω
επιφανειακή αντίφαση διότι είναι πεποίθησή μου είναι προϋπήρχε αυτή η πολιτισμική ατμόσφαιρα η
οποία ευνόησε την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Με άλλα λόγια, ότι η ΧΑ είναι η πολιτική έκφραση ενός
ρατσιστικού, ξενοφοβικού μουρμουρητού που διέτρεχε την ελληνική κοινωνία και
στο οποίο διοχετεύτηκε η οργή και η απογοήτευση σημαντικού μέρους του
πληθυσμού, που υπερβαίνει και τα εκλογικά ποσοστά της.
Πιθανόν κάπου εκεί να βρίσκεται και η απάντηση
στο γεγονός ότι ούτε η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ούτε η δίκη υπήρξαν καταλύτης για την
δυναμική της ΧΑ.
Γενικότερα και καθώς τα κείμενα του τόμου
αναφέρονται στους διάφορους ρατσισμούς και την μιντιακή τους διαχείριση, νομίζω
ότι η δεοντολογία παραμένει μια παρένθεση καθώς οι διάφορες παραλλαγές του
ιδεολογικού λόγου των ΜΜΕ που παρουσιάζονται, παρά τις επιμέρους διαφορές τους,
συγκλίνουν σ’ έναν καθησυχαστικό λόγο ο οποίος
χωροθετεί τη βία και την διαφορετικότητα με όρους αυτονόητου που καταπίνουν
τους κανόνες της δεοντολογίας.
Και διατυπώνω την
υπόθεση ότι στους όλο και
διευρυνόμενους πληθυσμούς που βιώνουν
συνθήκες απόλυτης ένδειας και κοινωνικής απαξίωσης πιθανόν να βλέπουμε το
φάντασμα του δικού μας μέλλοντος. Και
εδώ τοποθετείται το συμβολικό κομμάτι της βίας των θεσμών που δεν απευθύνεται
μόνον στον απείθαρχο αλλά κυρίως στον πειθαρχημένο για να του δείξει ακριβώς το
κόστος της ενδεχόμενης απειθαρχίας.
Κυρίως εδώ, πιστεύω ότι εδράζονται οι εκδοχές των
ρατσισμών και το εθνικιστικό ήθος, το Εμείς και οι Άλλοι στην διεκδίκηση με
όρους αναφαίρετων δικαιωμάτων και με τον καλλιεργούμενο φόβο περαιτέρω
συρρίκνωσης ζωτικού χώρου εδαφικού ή άλλου. Και σημειώνω το ενδιαφέρον που
παρουσιάζει το τελευταίο κείμενο του τόμου, Ρατσιστικός και ξενοφοβικός λόγος
στα ελληνικά ΜΜΕ. Η συμφωνία ΕΕ –Τουρκίας και η προσφυγική κρίση, που υπογράφουν η Ελένη Κυριακίδου και ο
Πέτρος Γκόγκας.
Υπ’ αυτό πρίσμα μιλάω για καθησυχαστικό λόγο,
καθώς ρητά, υπόρρητα ή μέσα από εξισορροπητικούς
των διαφορετικών εκδοχών λόγους, τα καθεστωτικά και όχι μόνον μίντια ακόμα κι
όταν δεν αναπαράγουν κυρίαρχους λόγους περί νόμου, τάξης και ασφάλειας, δεν
τους αμφισβητούν ούτε τους υπονομεύουν.