Α. Οι
ανυπεράσπιστες
Η παράσταση που δεν έγινε
Η
Λιούντα είχε έρθει με τη μάνα της απ' την Ουκρανία όταν ήταν δέκα χρόνων. Όταν
τη γνώρισα εγώ, είχε πατήσει τα είκοσι. Τις νύχτες δούλευε σ' ένα μπαρ κάπου
στην πλατεία Βάθης και στις ελεύθερες ώρες της χόρευε. Έτσι την γνώρισα, είμαστε μαζί σε μια ομάδα χορού, λάτρευε τον
μοντέρνο χορό σαν κι εμένα, μόνο που εκείνη είχε και ταλέντο.
Ετοιμάζαμε, λοιπόν, μια
παράσταση στο Γκάζι και είμαστε όλη μέρα μαζί στις πρόβες. Εκείνο το βράδυ η
Λιούντα με είχε συνοδέψει σπίτι μου με τη μηχανή της - μόλις που την είχε
αγοράσει κι ήταν το καμάρι της, όλες της τις οικονομίες είχε διαθέσει.
Μιλούσαμε έξω απ' την πόρτα μου, όταν σταμάτησε λίγο πιο πέρα ένα Xόντα σιβίκ κι
έσβησε αμέσως τα φώτα.
"Δεν ξέρω τι
θέλει" μου είπε η Λιούντα. "Είναι μέρες που με παρακολουθεί, η σκιά
μου έχει γίνει". Και το κοίταζε ανήσυχη. "Άντε να πάω ν' αλλάξω μην αργήσω στο μαγαζί" είπε μετά κι έβαλε μπρος την μηχανή. Τότε
ξεκίνησε ρολάροντας και το Xόντα με τα φώτα πάντα
σβηστά, μετά μαρσάρισε, μας προσπέρασε κι έστριψε στη γωνία.
Φύσαγε πολύ εκείνη το
βράδυ. Ανεβαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, γύρισα και ξανακοίταξα την
Λιούντα. Την είδα να στρίβει κι αυτή και έμοιαζε έτοιμη να πετάξει, έτσι όπως
ανέμιζε πάνω στη μηχανή με τα μακριά της μαλλιά και το φαρδύ φόρεμα της παράστασης - δεν το είχε αλλάξει
μετά την πρόβα.
Εκείνη την ώρα άρχισε κι η βροχή.
Δεν την είδα, άκουσα μόνο
τον ανατριχιαστικό θόρυβο της σύγκρουσης λίγο πιο κάτω. Η βροχή είχε δυναμώσει
και πάνω στην βρεγμένη άσφαλτο η Λιούντα
ήταν μόνη, ξαπλωμένη πλάι στη μηχανή της, με το χέρι ακουμπισμένο στη
γυαλιστερή λαμαρίνα.
Είπαμε να της αφιερώσουμε
την παράσταση στο Γκάζι. Μόνο που τα χαλάσαμε μετά με τους διοργανωτές κι αυτή
η παράσταση δεν έγινε τελικά.
Η
Σβετλάνα και η βροχή
Όταν την έφερε ο άντρας της στο χωριό να ζήσει με την μάνα του, η Σβετλάνα ήταν ήδη έγκυος κι εκείνος υπηρετούσε
τη θητεία του στην Κομοτηνή.
"Από
καλό σόι γυναίκα σπίτωσε ο γιος μου ο προκομμένος. Άμα θέλει, μπορεί να γεννάει
και δυο φορές το χρόνο" έλεγε η μάνα του όταν έμαθε ότι σ' έξι μήνες θ'
αποκτούσε εγγόνι. Δεν το πίστευε ότι ο γιος της είχε παντρευτεί την ξένη - ούτε
κανείς μας, βέβαια, το ήξερε για σίγουρο. Η Σβετλάνα όμως έγινε Φωτεινή με το
που πήγε στο χωριό και από το σπίτι πια δεν έβγαινε παρά για να κάνει βόλτες
στον ελαιώνα, μόνη της.
Όταν την πιάσανε οι πόνοι έτυχε να
είμαι εγώ εφημερία στο νοσοκομείο. Μέχρι ν’ αποφασίσει να το πει και να την
φέρει με τ’ αγροτικό ο κουνιάδος της, είχανε σπάσει τα νερά και τα γατίσια
μάτια της είχανε αγριέψει απ' το φόβο. Το μωρό γεννήθηκε με λαγόχειλο κι εκείνη
έκλαιγε κάθε που το παίρνανε απ’ την αγκαλιά της.
Τη μέρα που ήταν για να φύγουν,
έβρεχε, κατακλυσμό. Καθότανε για ώρα σ' ένα πάγκο πλάι στην έξοδο, με το μωρό
σφιχτά στην αγκαλιά όπως πάντα και κοίταζε το δρόμο που είχε πλημμυρίσει.
«Θα
έρθουν να σε πάρουν;» τη ρώτησα, αλλά κάποιος με φώναξε κι έτσι δεν κατάλαβα αν
εκείνη μου απάντησε. Όμως το βλέμμα δεν το τράβηξε από το δρόμο.
Έπειτα δεν την ξαναείδα.
Είπανε ότι πήγε στην Κομοτηνή να βρει τον άντρα της. Πάντως, εκείνος γύρισε
μόνος του στο χωριό όταν τελείωσε το στρατιωτικό του.
Η θεία από την Αμερική
Το τραπεζάκι στην αυλή
είχε ένα χρώμα έντονο πορτοκαλί, ήταν κακοβαμμένο με λαδομπογιά, αλλά εκείνης
της άρεσε. Έβαζε και μια σκουλάτη άσπρη πετσέτα και το σκέπαζε, το 'χε πάντα
πεντακάθαρο, άστραφτε. Εκεί επάνω ήταν ακουμπισμένη απ' το πρωί η τσάντα με την
φρατζόλα το ψωμί και δυο κουτιά γάλα εβαπορέ. Πάντα εκεί την άφηνε ο Θοδόσης,
παντέρημο παιδί κι άρρωστο, έκανε θελήματα στους χωριανούς κι αυτοί το
φρόντιζαν, να 'χει ένα πιάτο φαΐ και τα τσιγάρα του.
"Μπα που κακή ώρα να μην σ' εύρει, δεν σου 'πα να
μην αφήνεις το ψωμί έξω, να πάνε τα μιαρά να το πειράξουν;" του έλεγε
εκείνη κάθε φορά που άνοιγε την πόρτα και τον έβλεπε.
Μόνο που δεν κοιμότανε στο σπίτι της ο Θοδόσης, όλες τις
άλλες ώρες στα πόδια της τριγύρναγε.
Μόνη της ήταν κι αυτή. Ερχόταν κάθε καλοκαίρι στο χωριό
κι έμενε μέχρι τις ελιές. Να τις μαζέψει και να γυρίσει με τους τενεκέδες το
λάδι στα παιδιά της στην Αμερική, χρόνια ξενιτεμένοι, ο γιος της ο μικρός ούτε
σχολειό δεν πήγαινε σαν έφυγαν. Πέντε παιδιά, τη μάνα τους την έστελναν κάθε χρόνο. Της έκαναν ρεφενέ τα
έξοδα κι αυτή, μετά, όλο μαστόρευε στα δυο δωμάτια του σπιτιού γιατί έλεγε πως
θα 'ρθουν τα παιδόγγονά της κάποτε και
να 'ναι όλα έτοιμα. Φέτος έβαλε και της βάψανε και την κουζίνα κάτασπρη.
Εκείνη τη μέρα όμως η
πόρτα της δεν άνοιγε, βράδιασε και η τσάντα ήταν ακόμα επάνω στο πορτοκαλί
τραπέζι. Καθόταν κι ο Θοδόσης στην αυλή, κατάχαμα, κι είχε γεμίσει τον τόπο
αποτσίγαρα.
"Θειά!" φώναζε κάθε τόσο κι έπειτα
αποξεχνιότανε πάλι καπνίζοντας.
Τη μέρα της κηδείας
στεκότανε ο Θοδόσης από νωρίς στο έμπα του νεκροταφείου. Κι όπως ερχότανε οι
χωριανοί, τους έλεγε εμπιστευτικά:
"Πάει η θειά απ' την Αμερική. Δεν έχει άλλο".
Οικιακή βοηθός
Η Ευτυχιώ του Λιονογιώργη
ήταν κακιά γυναίκα. Χρόνια χήρα, τον έφαγε τον μακαρίτη με τη γκρίνια της, έτσι
τουλάχιστον λέγανε εκείνοι που τους γνώριζαν. Άλλον δεν αγαπούσε από τον γιο
της, μα εκείνος έμενε χρόνια στην Γερμανία, μικρό παιδί ήταν όταν έφυγε και στο
χωριό δεν ξαναγύρισε, σάμπως να μην τον χώραγε κι αυτόν ο τόπος.
Κακιά γυναίκα και
παράξενη. Τα λεφτά δεν της έλειπαν, της έστελνε ο γιος της όσα ήθελε. Μα και
τις ελιές του μακαρίτη του αδελφού της καταπάτησε και από την αδελφή της, τότε
που αρρώστησε βαριά και η Ευτυχιώ πήγε να την φροντίζει, ξεσήκωσε κατσαρόλες και μαχαιροπίρουνα -
μαλλί με μαλλί πιαστήκανε για να τα πάρει πίσω η αδελφή της.
Έπεσε κάποτε η Ευτυχιώ και
τσάκισε τα πόδια της - Θεία Δίκη λέγανε εκείνοι που ξέρανε, γιατί είχε πέσει
μαζεύοντας τις καταπατημένες ελιές. Της έστειλε λεφτά ο γιος της και πήρε μια
μικρή να την φροντίζει. Βουλγάρα ήτανε, λέει, αλλά τ' όνομα της κανείς δεν τ'
άκουσε. "Μωρή πουτάνα" την φώναζε η Ευτυχιώ κι από το σπίτι δεν την
άφηνε να βγαίνει, κατάκοιτη ήταν αλλά την έσπαγε στο ξύλο τη μικρή.
Πέρασε ο καιρός
και σηκώθηκε η Ευτυχιώ απ' το κρεβάτι,
κανένας δεν το πίστευε πως θα έδεναν τα κόκαλά της τόσο σύντομα. Εκείνη όμως
σαν να ξανάνιωσε. Σχεδίαζε να πάρει και κουνέλια για να τα μεγαλώνει και μετά
να τα πουλάει.
Ένα πρωί ξύπνησε
και μαδιότανε, είχε μπει για καλά πια το καλοκαίρι. Έφυγε, λέει η Βουλγάρα και
την κατάκλεψε, της πήρε ό,τι λεφτά είχε κάτω απ' το στρώμα. Μαράζωσε τότε η
Ευτυχιώ, σαν να βαρύνανε ξαφνικά στις πλάτες της τα τόσα χρόνια της μοναξιάς
της, ούτε όταν έφυγε ο γιος της για τη Γερμανία δεν έκλαιγε έτσι.
Τέλειωνε και το
φθινόπωρο όταν την βρήκαν τ’ ανίψια της απ’ τη βρώμα που έβγαινε απ’ το
κατάκλειστο σπίτι. Και το κομπόδεμα άθιχτο κάτω απ’ το στρώμα, πολλά λεφτά.
«Χαράμι πάνε κι αυτά. Να τα ‘παιρνε
τουλάχιστον η Βουλγάρα να πιάνανε τόπο», είπε η αδελφή της και γύρισαν και την
αγριοκοίταξαν οι γιοι της.
Στον υπερθετικό
Το
ξέρανε τα παλιόπαιδα και το κάνανε επίτηδες. Ό, τι σιδερικό είχανε, κέρματα,
κλειδιά, το κουδουνάγανε την ώρα του μαθήματος για να τη βλέπουνε ν’
ανατριχιάζει ολόκορμη, να χάνει τα λόγια της και μετά να ξεσπάει:
«Βρομόπαιδα!
Κακοαναθρεμμένα!», έτσι τους έλεγε.
Και στον
γυμνασιάρχη που το είπε μια-δυο φορές, το’ νιωσε πως την περιγέλαγε, όπως την
περιγελάγανε και για το μαύρο, κατάμαυρο χρώμα που έβαφε τα μαλλιά της, για το
μικρό της ανάστημα και τα 45 κιλά της, τόσα χρόνια σ’ αυτό το σχολειό με
κανέναν δεν κατάφερε να κάνει φιλίες, να μιλήσει για τα προβλήματά της, να πάνε
κάπου, να φάνε ένα γλυκό. «Γεροντοκόρη» τη λέγανε πίσω απ’ την πλάτη της,
κανείς δεν ήξερε πως είχε παντρευτεί κι αυτή, πως τον έζησε τον έρωτα τότε που
τα μαλλιά της ήταν μαύρα από φυσικού τους και πως ήταν τόσο δυνατός εκείνος ο
έρωτας που δεν μπορούσε να τον ξαναζήσει, σαν δαυλί κάηκε όλη της η ύπαρξη.
Και τα παλιόπαιδα
την λέγανε «Ακριβέστατα». Από μικρή την έλεγε αυτήν τη λέξη, την είχε μάθει απ’
τον πατέρα της, μα τώρα της ξέφευγε, δεν μπορούσε να το ελέγξει. «Έτσι δεν
είναι κυρία;», την παγιδεύανε κάθε φορά κι αυτή απαντούσε: «Ακριβέστατα», μέχρι
που άρχισε να νιώθει τη φωνή της να της τρυπάει την ψυχή, ακριβέστατα θα
τέλειωνε η ζωή της στην ίδια, απαράλλαχτη διαδρομή.
«Μέχρι πότε πρέπει να
φέρουμε τις εργασίες, κυρία;» τη ρώτησε η Δανάη, η πιο όμορφη, έτσι θα γινόταν
και η κόρη της αν είχε προλάβει να μεγαλώσει, τόσο όμορφο μωρό που ήταν σου
πόναγε τα μάτια και την καρδιά.
«Μέχρι την Τρίτη. Tο αργότατο!»
είπε κι ένιωσε πως άφηνε την τελευταία λέξη να αιωρείται πίσω της καθώς έβγαινε
απ’ την τάξη μέσα σ’ ένα ορυμαγδό από γέλια και σουρσίματα θρανίων. Σαν να
γκρεμιζόταν ο κόσμος πίσω της κάθε που έφευγε απ’ την τάξη.
Τα
όνειρά της
Χρόνια ήταν που είχε πεθάνει η μάνα
της κι εκείνη άρχισε πάλι να την βλέπει στον ύπνο της, κατάκοιτη στο μέσα δωμάτιο,
εκεί που την πήγε όταν αρρώστησε γιατί λερωνότανε και, μέχρι να την αλλάξουνε,
μύριζε ολόκληρο το σπίτι.
«Πώς γίνεται να είναι ζωντανή;»
σκεφτότανε στον ύπνο της. «Πώς θα τα βγάλω πέρα τώρα εγώ που δεν θα έχω ούτε
την σύνταξή της, έδιωξα και τη γυναίκα που την φρόντιζε». Και ξύπναγε μ’ ένα
βραχνά απ’ το άγχος.
Άλλοτε πάλι τη μάνα της την
ονειρευότανε να είναι καλά, να μαγειρεύει, να της πλένει τα πιάτα. Χρόνια
ολόκληρα, πριν καταπέσει απ’ το εγκεφαλικό, δεν την άφηνε ούτε ένα ποτήρι να
πάει στη θέση του, για όλα εκείνη φρόντιζε. Και για το παιδί της. Της το ‘λεγε
κιόλας όσο ήταν έγκυος. «Εσύ, μόνο απ’ την κοιλιά σου να το βγάλεις» της
έλεγε. «Για τα υπόλοιπα, εγώ είμαι εδώ».
Τότε ήταν που την παράτησε κι ο άντρας της. Σηκώθηκε μια μέρα κι έφυγε κι ούτε
που ξανακούσανε πια γι’ αυτόν, μαύρη πέτρα έριξε πίσω του.
Ούτε 25 χρονών δεν ήταν τότε που
χώρισε κι εγκαταστάθηκε ξανά στο πατρικό της, σαν να μην έφυγε ποτέ της φάνηκε.
Την πήρε κι ο πατέρας της στη δουλειά του, για να μην κάθεται, λέει, στο σπίτι κι
αραχνιάζει. Φοροτεχνικό γραφείο είχε ο πατέρας της, μαζί μ’ έναν άλλο που τον
περιμάζεψε και τον έκανε συνεταίρο. «Άπραγη είναι» του είχε πει, «μα αν της
δείξουμε, θα τα καταφέρει». Μέγας παλιάνθρωπος ο συνεταίρος! Όταν πέθανε ο
πατέρας της, την έβαζε να δουλεύει κανονικό οκτάωρο, ούτε μια ώρα δεν της
χάριζε, μέχρι που τους το ‘φαγε το γραφείο, το αγόρασε και πήρε τα μούτρα του
να της πει να μείνει να δουλεύει σαν υπάλληλος!
Στους σεισμούς του ’99 σηκώθηκε κι έφυγε κι ο γιος της.
Είχε πάθει ζημιές το σπίτι και βρήκε ευκαιρία να της ζητήσει να του το γράψει,
ήταν να παντρευτεί τότε.
«Θα το επισκευάσω εγώ» της είπε. «Εσύ τι θα το κάνεις;
Τέτοια που είσαι, θα το αφήσεις να γκρεμιστεί στο κεφάλι σου».
Δεν τ’ αποφάσισε να ξεσπιτωθεί κι έτσι έφυγε μια μέρα ο
γιος της.
«Εσύ από μένα θα το βρεις» τόλμησε και είπε στην ίδια του τη μάνα, κτυπώντας πίσω
του την πόρτα.
Δεν είχε με ποιόν να μιλήσει κι άρχισε να γράφει τα
όνειρά της σ’ ένα τετράδιο. Για τη ζωή της ήθελε να γράψει, μα δεν της ερχότανε
τίποτα άλλο στο μυαλό, μόνο τα όνειρά της.
Ανάμνηση
Σαν έφυγε απ’ την πόλη της για να σπουδάσει, είχε
ορκιστεί πως δεν θα ξαναγύρναγε ποτέ πίσω, ολόκληρη γυναίκα ήταν και τη δέρνανε
οι δικοί της, η μάνα της την έσερνε απ’ τα μαλλιά, σ’ όλο το δρόμο απ’ το
σχολειό μέχρι το σπίτι
Τον παιδικό της φίλο τον ξαναβρήκε στο Πολυτεχνείο, στα
γεγονότα του ’95. Ο πρώτος της αρραβωνιαστικός. Ούτε τα κορδόνια τους δεν
ξέρανε να δέσουν, στο Δημοτικό πηγαίνανε ακόμα, και της είχε πει ότι θα την
παντρευτεί για να τη σώσει απ’ το ξύλο.
Τους συλλάβανε και τους δυο, περάσανε κι από δίκη κι
αυτόν δεν τον αφήσανε πια ήσυχο. Η ίδια δεν είχε άλλους μπελάδες με την
Αστυνομία, μα σαν να τους γύρευε, σαν να μην της άρεσε που την είχαν ξεχάσει.
«Αυτοί δεν ξεχνάνε ποτέ» της έλεγε κι ο φίλος της. Είχανε πιάσει μαζί σπίτι,
ήταν καλά, ένιωθε πως μαζί του θα στέριωνε κι ας μην τους φτάνανε ποτέ τα
χρήματα να βγάλουν το μήνα. Κι όταν
εκείνος σκοτώθηκε τρέχοντας με τη μηχανή του, ήτανε σίγουρη πως κάπου τον είχανε
στριμώξει, έτσι λέγανε εξάλλου κι οι υπόλοιποι, μα άντε τώρα να το αποδείξεις.
«Να τα μαζέψεις και να ‘ρθεις πίσω. Δεν είσαι εσύ για
Αθήνες, δεν έχεις μυαλά για σπουδές», της έλεγε ο πατέρας της στο τηλέφωνο και,
πράγμα περίεργο, ένιωθε να την πνίγει ο πόνος που δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω -
να κάνει τι;
Ούτε που το κατάλαβε πως πήρε μια μέρα το καράβι του
γυρισμού. Δεν ήταν κανένα μπλέξιμο στη μέση. Είχε βρει και δουλειά, πρώτη φορά
στη ζωή της δεν της λείπανε τα χρήματα. Της λείπανε όμως όλα τα άλλα.
Ούτε που το κατάλαβε κι ότι βούλιαζε, στριμωγμένη πάντα
στο ίδιο αδιέξοδο. Μια μέρα, πηγαίνοντας να κάνει ένα ιδιαίτερο μάθημα
αγγλικών, τον θυμήθηκε. Είχανε δει ένα έργο λίγο πριν σκοτωθεί, «Το τραγούδι
της Κάρλα». Βγήκανε απ’ το σινεμά κι εκείνη έκλαιγε.
«Έτσι είσαι κι εσύ» της είπε κι έμοιαζε θυμωμένος,
προσπαθούσαν να προστατευθούν κι απ’ τη βροχή. «Μια ζωή θα μπερδεύεις το
προσωπικό σου πρόβλημα με το πολιτικό».
Τίναξε το κεφάλι ενοχλημένη καθώς πέρναγε μπροστά απ’ το
πατρικό του - στο δρόμο της ήταν. Και
δεν κοντοστάθηκε στην αυλόπορτα. όπως έκανε πάντα.
Το πνεύμα των Χριστουγέννων
Εκεί, κατά τις 12 το μεσημέρι, είπα να πάω βόλτα με τ'
αυτοκίνητο, να βρω και κανένα βενζινάδικο ανοιχτό - αυτό είναι το ανέκδοτο της
ημέρας: βγαίνω δυο φορές το χρόνο όλες κι όλες. Τι να την κάνω, λοιπόν, τη βενζίνη, που ανησύχησα κιόλας μη μου λείψει;
Βροχή, άδειοι δρόμοι, καλά ήταν, χάζευα και τις σκηνές
του δρόμου. Φέρνεις στο νου σου τα ζευγάρια που πάνε στα πεθερικά για φαγητό; Ο
σύζυγος στο τιμόνι, με αναμμένη τη μηχανή και την έκφραση "Προσέξτε! Σε
λίγο χάνω την υπομονή, μου!", η σύζυγος να παλεύει να χώσει στ' αυτοκίνητο κουτιά με γλυκά, παιδιά, και το μαλλί του ρεβεγιόν πριν βραχεί και καταρρεύσει εντελώς - μ' αυτήν τη σειρά.
Αυτές τις σκηνές τις σάρκαζα και τις προσπέρναγα. Οι
άλλες, όμως, ήταν θάνατος. Τα ηλικιωμένα ζευγάρια. Κουκουλωμένοι με κασκόλ και σκουφιά,
ολομόναχοι στις στάσεις των λεωφορείων, με το τάπερ και το κουτί τα
κουραμπιεδομελομακάρονα ν' ακροβατεί στις άκρες των γαντιών. Φέρνεις στο νου
σου την κίνηση της γιαγιάς που κάνει σήμα στο λεωφορείο; Δεν κρατάει ακίνητο το χέρι, αλλά το κουνάει σα
να γνέφει φιλικό χαιρετισμό στον οδηγό και όχι σήμα για να σταματήσει.
Φαντάζεσαι, βέβαια, τι έκανα. Σταμάτησα σε μια στάση κι
ήμουνα έτοιμη να προτείνω στο ζευγάρι που περίμενε να τους πάω εγώ στον
προορισμό τους, έτσι κι αλλιώς αργόσχολη ήμουνα, κανείς δεν με περίμενε εμένα.
Είδα, όμως, το λεωφορείο που ερχότανε.
Κατέβηκε η γιαγιά στο οδόστρωμα να γνέψει στον οδηγό τον χαιρετισμό της και
ήταν φανερό ότι την είχα εκνευρίσει εκεί που πήγα και στάθηκα και την εμπόδιζα
να κάνει τα πράγματα όπως εκείνη ήξερε.
Τους κοίταζα απ’ το καθρεφτάκι κι έβλεπα τους δικούς μου
γέρους. Τότε που ζούσανε κι ερχόταν κάθε
χρόνο τα Χριστούγεννα στο σπίτι μας, νωρίς το μεσημέρι. Με τα χέρια γεμάτα
σακούλες, ένα κουτί γλυκά απ’ το ίδιο πάντα ζαχαροπλαστείο, κι ένα μπουκάλι
κρασί. Να ευχηθούν «άντε και στους
γάμους σας». Αβάρετα, χρόνια ολόκληρα. Ποτέ δεν τους συνόδευσα στο σπίτι με τ'
αυτοκίνητο, κι έφευγαν πάντα με το λεωφορείο, το απόγευμα - εσύ κοιμόσουνα,
αυτό δεν το άλλαζες με τίποτα. Μάζευα τα φλιτζάνια του καφέ, καθάριζα το
τραπέζι και, κάπου-κάπου, τους κοίταζα απ’ το μπαλκόνι, εκεί απέναντι, στη
στάση, ώρες να περιμένουν το λεωφορείο, με τα άδεια τάπερ στις σακούλες.
Κόντευε απόγευμα όταν γύρισα πια κι εγώ στο σπίτι κι
έφαγα μόνη, μπροστά στην ανοιχτή τηλεόραση. Γεύμα γιορταστικό είχα ετοιμάσει.
Χοιρινό με δαμάσκηνα και πουρέ από κάστανα,
έγλυψα και τις κατσαρόλες.
Πάει κι αυτό. Επιβίωσα με μικρές απώλειες, εντοπισμένες
κυρίως στο πεπτικό σύστημα.
Λοιπόν, ξέρεις τι βλέπω ως μόνη πιθανή διέξοδο απ’ το
πνεύμα των Χριστουγέννων; Να θάψω στα τρίσβαθα της γης τη μου μοναξιά μου. Δεν
ξέρω, όμως, πώς θάβεται η μοναξιά. Επιπλέον, δεν θέλω να γεράσω, αλλά ούτε αυτό
ξέρω πώς γίνεται.
Το κακορίζικο
Ήταν η πιο μικρή από οκτώ αδέλφια και μέχρι που πήγε στο
σχολειό το όνομά της δεν το ξέρανε. Το "κακορίζικο" την λέγανε όλοι,
γιατί τη μέρα που γεννήθηκε πνίγηκε ο πατέρας της στη θάλασσα. Αφρόντιστη
μεγάλωσε, στη γειτονιά, οι χωριανοί την πρόσεχαν γιατί η μάνα και τα μεγάλα της
τ' αδέλφια έπρεπε να δουλεύουν για να ζήσει η οικογένεια.
Ο
άντρας που παντρεύτηκε μετά, την γνώρισε μωρό. Δεμένη με σχοινί κάτω από ένα
δέντρο, πλάι στ' αλώνι που αλωνίζανε οι δικοί της, το πρόσωπό της γεμάτο μύξες
και δάκρια. Της πέταξε μια πέτρα κι
έφυγε τρέχοντας να πάει να βρει την μάνα του, 5-6 χρονών ήταν κι αυτός τότε και
έμενε σ' ένα διπλανό χωριό. Όταν ξαναβρεθήκανε, εκείνος είχε γίνει
ανθυπολοχαγός κι αυτή μάθαινε μοδίστρα. Καμιά απ’ τις δυο οικογένειες δεν της
το συγχώρησε που τον παντρεύτηκε. Ούτε η δικιά του, που θεωρούσε πως το παιδί
τους ξέπεσε μ' αυτόν τον γάμο, ούτε η δικιά της, γιατί το κακορίζικο ήταν η
μόνη από τις αδελφές της που παντρεύτηκε. Κι ας ήταν οι άλλες πιο άξιες και πιο
όμορφες.
Την καταράστηκαν κιόλας όπως φαίνεται, γιατί σε λίγα
χρόνια ξεχάστηκε και πάλι τ' όνομά της. "Αυτή" την έλεγε κι ο άντρας
της, "αυτή έκανε", "αυτή είπε". Κάνανε όμως δυο παιδιά κι
όταν παντρεύτηκαν κι αυτά και φύγανε απ’ το σπίτι, ο άντρας της δεν είχε τίποτα
πια να της πει. Συνήθισε κι εκείνη κι άρχισε να μιλάει μοναχή της.
Κακογέρασε. Αρρώστιες
πολλές, στα τελευταία τα 'χασε κιόλας.
"Εμένα πως με
λένε;" ρώτησε μια μέρα έναν εγγονό της.
"Αννιώ σε λένε"
της είπε αυτός αδιάφορα.
"Πάντα
με λέγανε Αννιώ;" τον ξαναρώτησε και στρογγυλέψανε σαν του παιδιού τα
μαύρα μάτια της.
Β. Οι δυνατές
Η
σύντροφός του
Η
μάνα της πέθανε λίγες μέρες μετά την μεταπολίτευση. Το τελευταίο πράγμα που
έκανε πριν τη χτυπήσει το εγκεφαλικό ήταν να υποδεχτεί στο λιμάνι τον άντρα της
που γύρναγε απ’ τη Γυάρο.
«Μπελάς ήσουνα κάθε που σε
πήγαινα να σε δει ο πατέρας σου» της έλεγε πάλι, καθώς στριμωχνόντουσαν ανάμεσα
στον κόσμο που περίμενε το καράβι με τους εξόριστους. «Μπελάς. Σ’ όλο το ταξίδι
ξέρναγες κι έκλαιγες», πόσες φορές την είχε διηγηθεί αυτήν την ιστορία.
Εκείνη,
χρόνια μετά, την δική της την κόρη δεν την πήγαινε με το καράβι να δει τον
πατέρα της. Μ’ ένα κακοπαθημένο μηχανάκι πηγαίνανε να τον δούνε όταν τον είχανε
στις φυλακές Κορυδαλλού. Για συμμετοχή
σε τρομοκρατικές ενέργειες και για ένοπλη ληστεία τον είχαν πιάσει, μαζί τους
πιάσανε. Μετά, εκείνη την άφησαν, ούτε από δίκη δεν πέρασε, δυο μήνες μόνο
προφυλάκιση. Τρόμαξε όμως μέχρι να συνεφέρει το παιδί. Πήγε να το πάρει απ’ τον
παππού του κι αυτό την κλώτσαγε και της
έλεγε να φύγει. Και το βράδυ ξαφνιαζότανε στον ύπνο του κι έκλαιγε.
«Όταν μας πιάσανε, με τη σύντροφό μου …» τον άκουσε να
λέει στην τηλεόραση, σε μια εκπομπή για τον αντιτρομοκρατικό. Κι έκανε ώρα
μέχρι να καταλάβει τι εννοούσε. Χρόνια είχε να τον δει, στιγμές-στιγμές
σκεφτότανε πως εκείνη την εποχή ήταν σαν να τους ένωσε μόνον ο φόβος της φυλακής, τελείωσε η φυλακή,
τελείωσαν κι εκείνοι. Όταν έγινε η δίκη και αθωώθηκε κι αυτός, μείνανε για
ένα-δυο μήνες μαζί κι έπειτα πήρε το παιδί της και πήγανε να ζήσουνε στο
πατρικό της, στη Σπάρτη. Άλλαζε συνέχεια δουλειές στην αρχή, μέχρι να μεγαλώσει
το παιδί δεν κατάφερνε να στεριώσει πουθενά, από παντού την έδιωχναν. Εκείνον,
αμέσως μόλις βγήκε απ’ τη φυλακή, τον πήρανε σε μια εφημερίδα και τώρα έχει και
δική του εκπομπή στην τηλεόραση.
«Να τον πάρω κανένα
τηλέφωνο» σκέφτηκε όπως τον άκουγε να μιλάει στην εκπομπή του για τότε που τους
πιάσανε. «Αν ζητήσω τον αριθμό του απ’ την εφημερίδα θα μου τον δώσουν. Εμένα
θα με θυμούνται άραγε;»
Σ’
ένα καράβι, τον Αύγουστο
«Γεια σου Χριστίνα. Εγώ είμαι…».
Το τελευταίο της μήνυμα
στον τηλεφωνητή μου. Πάντα έτσι άρχιζε, «εγώ είμαι», ποτέ δεν έλεγε αμέσως τ’
όνομά της, σαν να ‘πρεπε να σου αφήσει λίγο χρόνο για να το χωνέψεις πως σε
ζήταγε.
«Θα ‘θελα να σε ξαναδώ... Μα δεν πειράζει».
Θα πρέπει ν’ άφησε το μήνυμα εκείνη την ίδια ημέρα, λίγο
πριν πεθάνει, και ήταν η μοναδική φορά σ’ όλα τα χρόνια που είμαστε μαζί που
μου είπε: «δεν πειράζει».
Την πρώτη φορά που μου
τηλεφώνησε για να μου ζητήσει να
συναντηθούμε, είχα νιώσει πως μου έκανε χάρη, πως ήταν μεγάλη παραχώρηση από
μέρους της. Με είχε βάλει σε μια έρευνα τότε,
«είσαι η καλύτερη φοιτήτρια που είχα ποτέ» μου είπε αργότερα. «Ξέρεις ν’
ακούς». Ήθελε να με ξαναπλάσει, το πιο μεγάλο της επίτευγμα έλεγε πως ήμουν.
Τίποτα δεν έγινε ερήμην μου. Όλα τα
έζησα με απόλυτη συναίσθηση. Έβλεπα να κλείνει γύρω μου ο κύκλος της μαγείας
της και δεν έκανα τίποτα για να ξεφύγω. Μόνο μετά, όταν είχαν αντιστραφεί πια
οι ρόλοι, μόνον τότε ένιωσα τύψεις. Που την χαράμισα. Που έζησα εγκεφαλικά τον έρωτά μας, σχεδόν χωρίς
συναίσθημα.
Είχαμε ζήσει δέκα
χρόνια μαζί όταν αποφάσισα πως θα χωρίζαμε. Έφυγα και την άφησα στη Νέα Υόρκη
ξέροντας ότι δεν θα την ξαναδώ. Είχα όμως καλή πρόφαση για να φύγω, την εκλογή
μου στο Πανεπιστήμιο και κάναμε κι δυο πως το πιστέψαμε - εκείνη πάντα έλεγε
πως θα γυρίζαμε κάποτε μαζί στην Ελλάδα.
Λίγο μετά μπήκε στο νοσοκομείο.
Την φέρανε να την θάψουν στην Αθήνα. Δεν ξέρω ποιος τα
κανόνισε, το Πανεπιστήμιο μάλλον, εκείνη ήταν πάντα μόνη της. Όλοι ήταν εκεί,
στο Πρώτο Νεκροταφείο. Και τα κανάλια κι ο Υπουργός Παιδείας, τα είδα στην
τηλεόραση.
Εγώ της χρωστούσα να την πάρω μαζί μου.
Σ’ ένα ταξίδι στη θάλασσα.
Αύγουστο μήνα.
Άγνωστη διαδρομή.
Κακοτάξιδη.
Το χάπι της ευτυχίας
Όταν έφυγε για το Λονδίνο, δεν την ήθελε να πάει μαζί του
στο αεροδρόμιο, «δεν μ’ αρέσουν πια οι αποχαιρετισμοί», της είπε. Αμίλητοι
χωρίσανε, ούτε το χέρι δεν του κράτησε. Τον έβλεπε να μαζεύει βιαστικός τα
πράγματά του κι ήθελε μόνο να του πει για τα μάτια του, για την απόγνωση που
δεν έλεγε να καταλαγιάσει στο βλέμμα του, ίδια όπως και τότε – πόσα χρόνια
πριν; - στην πρώτη τους συνάντηση, στον προθάλαμο ενός ιατρείου. Καθισμένοι σε
δυο αντικριστές πολυθρόνες, δεν είχανε ανταλλάξει ούτε μια λέξη περιμένοντας
για. ώρες τη σειρά τους. Μόνο που τότε την κοίταζε εκείνος, δεν έπαιρνε τα
μάτια του από πάνω της. Υγρά μάτια, διψασμένα, μ’ ένα χαμόγελο να δραπετεύει
απ’ τα σφιγμένα χείλη του για να χαθεί πάλι πριν προλάβει να σχηματιστεί. Και
αυτή απόστρεφε αμήχανα το βλέμμα.
Φεύγοντας εκείνο το βράδυ απ’ το ιατρείο, τον βρήκε να
την περιμένει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Κάπνιζε καθισμένος στο πλατύσκαλο
και την παγίδευσε πάλι με το βλέμμα του. Περπατούσανε μετά στους νυχτωμένους
δρόμους, είχε βρέξει κιόλας. Εικοσάχρονα
παιδιά κι οι δυο τους, με τέσσερις μήνες ο ένας και οκτώ η άλλη θεραπεία με Prozac. Και, λίγο
πριν χωρίσουνε στη στάση ενός λεωφορείου, του είπε για τα μάτια του, ότι
γυαλίζανε σαν από κρατημένα δάκρυα ή άσβεστο πυρετό.
«Έτσι θα σε θυμάμαι πάντα», του είπε κι είχε αρχίσει πάλι
η βροχή
Όταν τον έσωσε απ’ τη δεύτερη απόπειρα αυτοκτονίας,
σπάραζε στην αγκαλιά της.
«Κανείς δεν έχει τόση ανάγκη σαν εμένα να είναι
ευτυχισμένος» της έλεγε.
«Κανείς δεν ξέρει σαν εμένα, πως δεν θα το πετύχεις ποτέ»
σκεφτότανε και ένιωθε πως θα έδινε και τη ζωή της αν της το ζητούσε.
Δεν ξαναγύρισε απ’ το Λονδίνο.
Μάθαινε όμως από κοινούς τους φίλους ότι τα πήγαινε καλά. Πήρε το πτυχίο του,
βρήκε δουλειά, ετοιμαζόταν και να παντρευτεί. Πέρυσι ξανάδε τυχαία στο δρόμο
τον ψυχίατρο που τους έδινε τότε το χάπι της ευτυχίας, ίδιος είχε μείνει. Κι η
είσοδος της πολυκατοικίας απαράλλαχτη. Να την διαβαίνει πάλι και, ώρες
ολόκληρες όπως και τότε, να περιμένει τη σειρά της στον προθάλαμο, στην ίδια
καφέ δερμάτινη πολυθρόνα, με το κάψιμο από τσιγάρο στην κόχη του μαξιλαριού να
παγιδεύει τώρα τη ματιά της.
Εισιτήριο για
τον παράδεισο
Θυμόταν τη
διαφήμιση.
«Σας ομιλεί ο
οδηγός του λεωφορείου», το έλεγε και στα αγγλικά, ο μικρός της το εξήγησε,
χαριτωμένη διαφήμιση, γέλασε όταν την είδε. Βρήκε άραγε ο μικρός το φαΐ στο
ψυγείο; Το ζέστανε πριν το φάει, που τον πονάει και το στομάχι του; Κι ο
μεγάλος; Θυμήθηκε να πάρει τα κλειδιά του; Θα γυρίσει απ’ το φροντιστήριο και
δεν θα μπορεί να μπει στο σπίτι, θα τον βρει πάλι να την περιμένει στην πόρτα.
Ένα απότομο φρενάρισμα,
τραντάχτηκε και πάνιασε απ’ τον πόνο.
«Κτυπήσατε; Ελάτε να καθίσετε», ένα κορίτσι ήταν. Όμορφο.
«Όχι, δεν κτύπησα. Πριν μπει ο χειμώνας θα πεθάνω».
Άνοιξε την τσάντα κι έβγαλε τον φάκελο με τις εξετάσεις. «Εδώ το λέει», της
είπε, την χτύπησε φιλικά στον ώμο και της χαμογέλασε.
Το κορίτσι είχε απομείνει άναυδο.
Πλησίασε την πόρτα του λεωφορείου και πάτησε το κουμπί
για τη στάση. Έπειτα μετάνιωσε και πήγε και κάθισε στη θέση που της πρόσφεραν –
το κορίτσι είχε απομακρυνθεί.
Λίγο μετά έμπαινε στο πρακτορείο ταξιδιών.
«Θέλω να πάω στο νησί μου. Χρόνια έχω να πάω. Θα μου
βγάλετε ένα εισιτήριο πρώτης θέσης».
Μάζευε τα πιάτα του βραδινού φαγητού.
«Μήνυση θα του κάνω του αλήτη. Ακούς εκεί να με πει
κλέφτη! Εσένα τι σου είπε ο γιατρός;»
«Ε, τα ίδια. Τι να μου πει; Λέω να πάω ένα ταξίδι στο
νησί. Χρόνια έχω να πάω».
«Μπράβο. Να πας. Καλά θα κάνεις. Ωραία το σκέφτηκες. Με
τον μεγάλο μόνο πες μου τι θα κάνω. Σκοτώνεται στο διάβασμα. Ούτε στο τραπέζι
να φάει δεν έρχεται. Και ο μικρός. Το στομάχι του λέει τον πονάει. Μήπως να τον
πας κι αυτόν στο γιατρό πριν φύγεις; Άντε, εγώ πάω να κάνω μια βόλτα να
ξεζαλιστώ. Θα περάσω κι απ’ το καφενείο».
Σκούπισε τα πιάτα, τα έβαλε προσεκτικά στη θέση τους,
πήρε την τσάντα της και ξαναβγήκε στο δρόμο.
«Μπορούμε ν’ αλλάξουμε το εισιτήριο; Τα Χριστούγεννα λέω
να πάω στο νησί μου. Ίσως και λίγο αργότερα».
Γ. Οι μικρές
Ανάμεσα σ’ εσένα και το αεροπλάνο
Μέχρι πρόταση γάμου κόντεψε να της κάνει
για να την πείσει να μείνει. «Δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις!» της έλεγε. Μετά δεν
μίλαγε πια. Τι ανάγκη είχε αυτός; Από
τους πρώτους πέτυχε στη Σχολή που ήθελε, βάλανε και τη φωτογραφία του στις
εφημερίδες. Μόνο λόγια ήξερε να λέει μετά. «Θα τα καταφέρεις. Του χρόνου θα τα
καταφέρεις σίγουρα», της έλεγε.
Ούτε τις διακοπές
τους δεν χαρήκανε. Μια βδομάδα στη Σύμη και τους ξερίζωσε ο αέρας τα μαλλιά.
Βγήκαν μετά και τ’ αποτελέσματα, μέχρι που να πεθάνει θα το θυμάται αυτό το
καλοκαίρι, είχε και τα γενέθλιά της τον Αύγουστο, έκλεινε τα 18.
«Εντάξει, τι να κάνουμε;» της είχε πει ο πατέρας της όταν
μάθανε ότι δεν πέτυχε πουθενά. Άκου «τι να κάνουμε;»! Απ’ το τηλέφωνο κιόλας,
στο γραφείο του ήταν. Η μάνα της πάλι; Που δεν άνοιξε το στόμα της κι όλο έκλαιγε λες κι είχανε νεκρό στο σπίτι;
«Αι σιχτίρ, θα φύγω κι εγώ», σκέφτηκε.
Σε λιγότερο από ένα μήνα ετοιμάστηκε. Στη φίλη της την
Παναγιώτα θα πήγαινε, που ήταν δυο χρόνια τώρα στο Παρίσι και ήξερε. Θα δούλευε
στην αρχή και του χρόνου θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο, Διαχείριση Πολιτιστικών
Πόρων, αυτό που σπούδαζε κι η Παναγιώτα. Να δουν αυτοί! Και μεταπτυχιακό και
διδακτορικό θα έκανε. Μπορεί και να την κρατούσαν να δουλέψει στο Πανεπιστήμιο,
η πρώτη θα ήταν ή η τελευταία; Κι ούτε θα ξαναγύρναγε να τους μιλήσει. Και τα
λεφτά που θα της έστελναν, όλα θα τους επέστρεφε, μέχρι την τελευταία δεκάρα,
που λέγανε ότι δεν είχαν λεφτά και μετά δεν βλέπανε την ώρα να την ξαποστείλουν
στο Παρίσι να σπουδάσει.
Ξανακοίταξε το ρολόι της, συνέχεια το κοίταζε απ’ όταν
μπήκε στο αεροπλάνο. Έβρεχε όταν φύγανε απ’ την Αθήνα, τώρα θα πλημμυρίσουν
πάλι οι δρόμοι. Καλά που σφάλισε το παράθυρό της, θα θυμηθεί κανείς να το
διορθώσει που γέμιζε νερά το κρεβάτι της με την πρώτη ψιχάλα; Κι εκείνος; Θα
πρόλαβε να γυρίσει σπίτι του; «Δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις» της έλεγε. «Θα μπω
ανάμεσα σ’ εσένα και το αεροπλάνο». Και δεν το έκανε. Κι ας γέλαγαν κάθε φορά που
έβρεχε, πλημμύριζαν οι δρόμοι και σέρνανε το μηχανάκι του στις λακκούβες σαν το
σκυλί, βουτηγμένοι κι οι δυο μέχρι τον αστράγαλο στα νερά.
Ένα
αλβανάκι στη γειτονιά
"Σεντόνια το λένε το
αλβανάκι που μένει δίπλα;"
Όταν το άκουσε αυτό η μαμά μου, την έπιασε άλλο πράγμα.
"Σιντόνια το λένε, ανόητη! Και είναι υπέροχο όνομα.
Και να μην σε ξανακούσω να την λες αλβανάκι" μου απάντησε κι ήταν πολύ
θυμωμένη.
Ήθελε, μετά, να την φέρει
στο σπίτι να παίξουμε, γιατί η μικρή ήτανε, λέει, πάντα μόνη, δεν θέλανε την οικογένεια της στη γειτονιά. Εγώ
δεν καταλάβαινα γιατί έπρεπε να παίξω μ' ένα κοριτσάκι άγνωστο, απλώς και μόνο
επειδή δεν το θέλανε οι άλλοι στη γειτονιά.
Όμως δεν μίλησα, γιατί της μαμάς μου όλο τέτοιες ιδέες της έρχονται και
τότε είναι καλύτερα να μην της πηγαίνεις κόντρα μέχρι να τις ξεχάσει.
Αυτό, πάντως, δεν το ξέχασε, κι έτσι ένα απόγευμα πήγε και
το 'φερε το αλβανάκι στο σπίτι, αφού πρώτα το κυνήγησε, γιατί εκείνο, μόλις την
είδε, έφυγε τρέχοντας. Το 'φτασε όμως, το πήρε από το χέρι και το 'φερε - ο μπαμπάς μου κι εγώ τις κοιτάζαμε απ' το
μπαλκόνι.
Καθίσαμε μετά με τις ώρες,
μουγκές κι οι δυο. Ούτε με τα παιγνίδια μου παίζαμε, ούτε τις σοκολάτες που μας
είχε πάρει η μαμά μου αγγίξαμε. Μέχρι
που εκείνη το ξαναπήρε απ' το χέρι και το
πήγε πίσω στο σπίτι του.
Αυτό ήτανε και τη φωνή της
Σιντόνια δεν ξέρω αν την έχω ακούσει μέχρι τώρα κι ας μένει ακόμα δίπλα μας.
Ξέρω όμως ότι βαφτίστηκε Μαρία, πάει στο σχολειό της γειτονιάς, θα έκανε,
υποθέτω, και καμιά φίλη, αλλά εμένα, όταν
με συναντάει, στρέφει αλλού το βλέμμα και κοκκινίζει.
Δεν φταίω εγώ, μωρέ
Σιντόνια. Εγώ θα σε περίμενα να έρθεις μόνη σου να παίξουμε, τι βιάση είχα;
Τα
παιδιά των φαναριών
Ανάμεσα στον παπά και τον
πανεπιστημιακό την βάλανε να καθίσει. Κι είχε ιδρώσει απ' την αγωνία, τι το
'θελε και το στενό μπλουζάκι; Λεκέδες θα 'χε κάνει στις μασχάλες, ήταν και
δανεικό γιατί η μάνα της την ήθελε καλοντυμένη και βρήκε ρούχα απ' την
γειτονιά.
Ο αστυνομικός διευθυντής
την κοίταζε επίμονα απ' απέναντι, ανεξιχνίαστο βλέμμα, της πάγωνε το αίμα. Η
ξανθιά κυρία όμως δίπλα του της άρεσε. Έμοιαζε καθαρή κι ήταν ωραία ντυμένη,
της είχε χαμογελάσει και δυο φορές μέχρι τώρα. Όμως αυτή η φωνή του δικηγόρου
τη ζάλιζε, μεγάλωνε την σύγχυσή της. Έμοιαζε και με νεκροκεφαλή, τον κοίταζε κι
ήταν αδύνατον να παρακολουθήσει αυτά που έλεγε, όσο κι αν προσπαθούσε.
Ξαφνικά ένοιωσε τα πόδια
της να τρέμουν. Ανεξέλεγκτα. Τα κοίταζε έκπληκτη κι ήταν σαν ξένα, σαν κάποιος
να τα είχε κουρντίσει. Την κοίταζαν κι οι άλλοι. Δηλαδή όχι όλοι, μόνον ο πανεπιστημιακός
και η ξανθιά κυρία - ο πανεπιστημιακός, μάλιστα, είχε γείρει για να την βλέπει
καλύτερα. Κι ο αστυνομικός διευθυντής. Αλλά αυτός δεν μέτραγε γιατί δεν είχε
πάψει απ' την αρχή να την κοιτάζει. "Τώρα θα μου πουν να μιλήσω. Αυτό
ήταν. Την πατήσαμε", σκέφτηκε κι έβριζε την μάνα της και την αστυνομικίνα
που την φέρανε εδώ μέσα.
«Ν' ακούσουμε τι θα μας πει κι η
Ντονίκα" είπε πράγματι ο παρουσιαστής και της χαμογέλασε.
"Καλησπέρα σας
κύριε…"
Πως στα κομμάτια τον λέγανε; Το ξέχασε. Κι όμως έτσι της είχαν
πει ν' αρχίσει, με τ' όνομά του.
"Δεν πούλαγε χαρτομάντιλα ο αδελφός μου",
συνέχισε βιαστικά. "Αυτός ήταν μικρός, πήγαινε σχολείο. Απ' το σχολειό
έβγαινε όταν τον κτύπησε τ' αυτοκίνητο. Εγώ πούλαγα χαρτομάντιλα …"
Τα είπε όλα μαζί,
λαχανιαστά κι είχε μουλιάσει στον ιδρώτα.
"Τώρα θα βάλουν διαφημίσεις" σκέφτηκε. Αλλά,
αμέσως μετά, πήρε τον λόγο ο πανεπιστημιακός.
Το
πάρτι
Βιβλίο δεν άνοιξε όλη τη βδομάδα. Μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τα
σχεδίασε όλα και τώρα το πάρτι κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα γιατί δεν
καταφέρανε να βρούνε ούτε ένα cd των Jethro Tull. Τι θα του πει όταν έρθει, που του είχε υποσχεθεί
ολόκληρη συλλογή;
«Μην κολλάς ρε παιδάκι
μου! Σιγά την μουσική! Ποιος τους ξέρει τους μαλάκες; Μόνο ο δικός σου ακούει Jethro Tull».
Καθισμένη ανακούρκουδα στο πάτωμα η Ζωή, με τα δανεισμένα
cd σκόρπια γύρω της. Κι η Κατερίνα άφαντη. Είχε ξεχάσει το
βλαμμένο να της φέρει και τη μαύρη μπλούζα που της υποσχέθηκε.
«Η μάνα σου έφερε την τούρτα!»
Πάλευε μ’ ένα μάτι μισοβαμμένο κι όλα τα ρούχα ένα σωρό
στο κρεβάτι της.
«Πες της να την πάρει και να εξαφανιστεί! Μήπως θέλει να
βάλουμε και κεράκια να τα σβήσω, να
πούμε και το τραγουδάκι;»
***
Βγήκανε λίγο πριν ξημερώσει και πήγανε στην πλατεία. Οι τρεις τους. Φύγανε
στις μύτες των ποδιών να μην ξυπνήσουν τη μάνα της.
Πώς είχαν γίνει όλα έτσι;
Εκείνη ήταν στο δωμάτιό της με την Αμαλία που είχε μεθύσει. Ήρθε μετά κι
αυτός, κάθισε στο κρεβάτι και την κοίταζε, όλο το βράδυ δεν της είχε πει
κουβέντα.
«Τι θα μου πει τώρα;» σκέφτηκε. «Δεν μ’ αρέσει καθόλου το
ύφος του», κι ήθελε να την πετάξει απ’ το μπαλκόνι την Αμαλία.
«Πολύ ωραίο πάρτι» της είπε ξαφνικά
και, μέχρι εκείνη να καταλάβει πού το πήγαινε, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και
κατευθύνθηκε προς την πόρτα, σα χαζός περπάταγε, σκόνταψε και στην τσάντα της
Αμαλίας που ήταν στο πάτωμα κι έκανε ακροβατικά για να μην πέσει, φοβερό θέαμα!
«Πρέπει να φύγω όμως τώρα» της είπε όταν ξαναβρήκε την
ισορροπία του. Έτσι, χωρίς καμιά δικαιολογία. Κλείστηκε κι αυτή στο μπάνιο κι
έκλαιγε απ’ τα νεύρα της, την βγάλανε οι άλλες δυο όταν πια είχε φύγει και ο
τελευταίος καλεσμένος.
«Ξημερώνει. Κοιτάξτε πώς
φαίνονται τα δέντρα της πλατείας…» Καίγανε τα μάτια της και είχε αρχίσει να
κρυώνει.
«Ξεκόλλα ρε ηλίθιο απ’ τον
μαλάκα!» χασμουρήθηκε η Ζωή.
«Πεινάω» είπε η Κατερίνα. «Να ‘χαμε κι ένα σάντουιτς
τώρα…»
«Να ‘χαμε και λεφτά να το πληρώσουμε…» είπε κι εκείνη,
τυλίχτηκε με τη ζακέτα της κι απλώθηκε καλύτερα στην καρέκλα του Everest.
Ν+2 να ‘ναι οι μέρες σας
(Ιούνιος 2006)
«Κοίτα! Κοίτα πώς έγινα!» σκούνταγε τον Αστέρη και του
έδειχνε το κατακόκκινο δέρμα της, εκεί που το άφηνε γυμνό το μαύρο μπλουζάκι με
τη στάμπα – μια φλεγόμενη μολότοφ ήταν η στάμπα. Δυο καλοκαίρια είχε να τη δει
ο ήλιος και είχε ξεχάσει πώς είναι να σου δαγκώνουν οι καυτές αχτίνες το δέρμα,
να φλέγεσαι και να ιδρώνεις στο δρόμο.
Ένας χοντρός γέρικος
σκύλος είχε βουτήξει στο σιντριβάνι της πλατείας και την κοίταζε βαριεστημένος.
«Κοίτα! Κοίτα τον σκύλο!»
αλλά ο Αστέρης δεν ήταν πια πλάι της. Τον έψαξε τρέχοντας ανάμεσα στο
χρωματιστό πλήθος και τον βρήκε να μοιράζει πικέτες - ένα φλεγόμενο υπουργείο
ήταν η φωτογραφία στις πικέτες. Της έδωσε τη δική της πικέτα κι έπειτα την
παρέσυρε στο μπλοκ της σχολής του.
«Μην απομακρύνεσαι. Κοντά
μας να μένεις».
«Το ποτάμι πίσω δεν
γυρνά», βούιζε το χρωματιστό ποτάμι κι εκείνη ήθελε ν’ αρπαχτεί απ’ την μπλούζα
του Αστέρη για να μην τον χάσει. Περπατούσε κολλημένη πλάι του και χάζευε τον
κόσμο που τους κοίταζε περίεργα, τα μαγαζιά της Σταδίου με τα κατεβασμένα ρολά
– είχε ξεχάσει πώς είναι και να χαζεύεις ανέμελος στα μαγαζιά. Κάπου-κάπου
φώναζε κι εκείνη, «το ποτάμι πίσω δεν γυρνά» κι ένιωθε τη δροσιά του ποταμιού
να χαϊδεύει το φλογισμένο δέρμα της.
Όταν έσκασε το δακρυγόνο, το πρώτο που σκέφτηκε να κάνει
ήταν να σκεπάσει το πρόσωπό της με το μαντήλι. Την πικέτα την έβαλε ανάμεσα στα
γόνατά της και την κρατούσε εκεί σφιχτά, να μην της πέσει. Όταν ξανακοίταξε
γύρω της, είχε απομείνει μόνη στο δρόμο,
από μπροστά έβλεπε να φεύγουν οι
μολότοφ, από πίσω έριχναν τα δακρυγόνα και η πορεία είχε κοπεί στα δυο.
«Αστέρη!» ξεφώνισε τρομαγμένη και την ίδια στιγμή βρέθηκε
γονατισμένη στο οδόστρωμα με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα.
«Ο αδελφός μου. Ο αδελφός μου είναι εκεί μπροστά» είπε
εμπιστευτικά στη σκοτεινή φιγούρα που έσκυβε πάνω της, τσούζανε τα μάτια της κι
έβηχε – της είχαν τραβήξει στο μεταξύ το μαντήλι απ’ το πρόσωπο.
«Στην
Ιατρική θα μπω. Φέτος. Βαθμό 19 και 8 έβγαλα. Είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σας»
δήλωσε πνιγμένη στο βήχα, όπως τη σήκωναν για να τη φορτώσουν στην κλούβα.
Πάσχα
στο νησί
«Μάρθα! Μάρθα!»
Η μάνα της δεν κατέβαινε ποτέ να τη
γυρέψει στο χωράφι - «γεμάτο αγριόχορτα είναι, αδιάβατο, να βάλουμε εργάτη να
το καθαρίσει» - μόνο που τη μάλωνε μετά. Δεν την ένοιαζε. Εκείνη ήθελε να
περπατάει, ν’ ανοίγει μονοπάτια μέσα από τ’ αγριόχορτα, να φτάσει το μακρινό
κυπαρίσσι, να βρει τη σπασμένη καρέκλα του παππού, καθόταν με τις ώρες εκεί ο
παππούς όταν ζούσε, ήτανε η καρέκλα του και δεν την άλλαζε. Πέρυσι ο παππούς
της είχε πάρει μια μεγάλη λαμπάδα με μια Barbie, μα δεν την άφησε η μάνα της να την
κρατήσει στην Ανάσταση, ήταν πολύ φανταχτερή είπε και της έφτιαξε μια άλλη με
ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, δεμένα μ’ ένα κόκκινο κορδελάκι. Έκανε κι αυτή ότι
την ξέχασε και πήγε χωρίς λαμπάδα στην εκκλησία. Νίκο τον λέγανε τον παππού
της, μα εκείνη στα παραμύθια της τον φώναζε Λύπο – ή λείπω; Ήταν μικρή, δεν
ήξερε ακόμα να το ξεχωρίζει.
Μπερδεύτηκε στα βάτα, πιαστήκανε τα
μαλλιά της και πόναγε. Δυο βήματα ήταν το κυπαρίσσι κι έβλεπε και τη μάνα της
στην πίσω βεράντα του σπιτιού.
«Μάρθα! Μάρθα!»
Μα δεν μπορούσε να ξεπλέξει τα
μαλλιά της, ούτε μπροστά να πάει ούτε πίσω κι έβαλε τα κλάματα.
«Παππού Λύπο, ψέματα μου λένε, θα το
σφάξουνε το αρνάκι μου. Ήρθε να το πάρει εκείνος ο Γιάννης που σου πότιζε το
χωράφι για να το σφάξει».
***
«Κοίτα Μάρθα το χωριό μας. Το
βλέπεις;»
Σκαρφαλωμένο στο βουνό – ψηλά που
είναι! - χανότανε σιγά-σιγά απ’ τα μάτια της, έτσι όπως έπαιρνε τη στροφή το
καράβι και έβγαινε απ’ το λιμάνι.
«Δεν τον μελέτησε καθόλου τον πατέρα
μου, εντύπωση μου έκανε. Μα λένε πως τα παιδιά ξεχνάνε εύκολα» γύρισε η μάνα
της και είπε σε κάποιον – αλλού κοιτούσε η Μάρθα και δεν είδε σε ποιον απ’ όλους - καθώς της
μάζευε τα μαλλιά που τα ‘παιρνε ο αέρας. Κι έπειτα πήγανε όλοι μαζί στο σαλόνι,
έκανε ψύχρα στο κατάστρωμα κι ας ήταν προχωρημένος Μάης. Με τα μνημόσυνα
καθυστερήσανε να φύγουν φέτος.
Ξημέρωνε στο μπαλκόνι
Ξύπνησε κι ήταν
ακόμα σκοτάδι.
Ησυχία.
Διέσχισε το
δωμάτιο, μετά το διάδρομο, πουθενά δεν στάθηκε το βλέμμα της. Μόνο τους ένιωσε
ν’ αναριγούν στον ύπνο τους. Στάθηκε ασάλευτη, δίπλωσε τους ώμους, έγινε μια
σταλιά.
Ένας ψίθυρος, πού
πας ψυχή μου;
Κι έπειτα πάλι η
σιωπή.
Βγήκε σαν αέρας
στο μπαλκόνι κι είδε την πρωινή δροσιά να μπαίνει στο σπίτι, ν’ ακολουθεί
αντίστροφα τη δική της διαδρομή για να πάει ν’ ακουμπήσει ένα φιλί στα μέτωπά
τους. Πάνω στο τραπεζάκι ένα πανέρι με ρόδια και καρύδια, άπλωσε το χέρι και
πήρε ένα καρύδι, το κράτησε σφιχτά. Άνοιξε μετά τη χούφτα της κι ήτανε μέσα τα
παιδικά, τα χθεσινά καλοκαίρια, η κατασκήνωση, η γιαγιά, η αδελφούλα με τα
ξανθά μαλλιά, τρυφερά, εύθραυστα καλοκαίρια, τρυφερά, βιαστικά κοριτσάκια.
Στην αλτάνα, ανάμεσα στα πεσμένα φθινοπωρινά
φύλλα, ξεχασμένο ένα κτενάκι. Της μικρής αδελφής. Μην
κλαις κοριτσάκι. Μη φοβάσαι.
Ξημέρωνε στο
μπαλκόνι. Αμφίβολο, μετέωρο φως, σκιές από αντικείμενα, μοναχικά αντικείμενα.
Το ξυπνητήρι στο κομοδίνο της, πολύ μακριά. Σήμερα δεν θα ‘κανε επανάληψη
τα μαθήματά της, σήμερα τα ήξερε όλα, τα θυμόταν όλα.
Είχε σκύψει και
κοιτούσε κάτω το δρόμο, άρχιζε η κίνηση, τα πρώτα αυτοκίνητα, σε λίγο τα
κορίτσια θα μαζεύονταν στην εξώπορτα να την περιμένουν να πάνε μαζί στο
σχολειό. Κι έπειτα θα φεύγανε. Και θα γυρνούσαν πάλι.
Όχι!
Πυρπολήθηκε η
σιωπή.
Παιδί μου!
Αναρίγησε, δίπλωσε
τους ώμους κι έγινε μια σταλιά. Μετέωρη.
Κράτησέ με
Κοντά σας
Θέλω
Εκτινάχτηκε σα βέλος και διέγραψε μια κάτασπρη
τροχιά στον ουρανό.
Αφροδίτη
Κουκουτσάκη
(2001
–2006)