Εισαγωγή
Στο πλαίσιο των παραδοσιακών μελετών περί ποινής μπορούμε να μιλήσουμε για
δύο κυρίαρχες παραδόσεις: μια φιλοσοφική, η οποία απαντά στο ερώτημα «τι
είναι ορθό;» με όρους νομιμότητας μάλλον παρά αποτελεσματικότητας της ποινής
και μια ποινολογική, η οποία απαντά στο ερώτημα «τι λειτουργεί;». (Garland, 1991: 115 κε). Οι δύο αυτές παραδόσεις αντιστοιχούν, grosso modo, στις κλασικές και τις θετικιστικές
αντιλήψεις περί ποινής αντίστοιχα. Γέννημα του Διαφωτισμού οι πρώτες, και
ειδικότερα της σκέψης των Μοντεσκιέ,
Μπεκκαρία, Χόουαρντ, Μπένθαμ,
θεμελιώνονται στην ιδέα ενός ανθρωπιστικού και ορθολογικού
ποινικού συστήματος, το οποίο να επιτρέπει την δίκαιη τιμωρία του
κρινόμενου ως ενόχου εγκληματικής ενέργειας, διαμέσου της αναλογίας βαρύτητας
εγκλήματος και βαρύτητας ποινής. Το ευρύτερο φιλοσοφικό περιεχόμενο του
Διαφωτισμού επηρέασε τόσο το ζήτημα των
νομικών εγγυήσεων υπέρ του εγκληματία, όσο και το είδος και τους
τρόπους έκτισης της ποινής, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Οι θετικιστικές
αντιλήψεις, αντίθετα, εστιάζοντας κατά κύριο λόγο στον εγκληματία,
αντιμετωπίζουν την ποινή ως μέσο για την αναμόρφωση του εγκληματία εκκινώντας
από την υπόθεση ότι «οι εγκληματίες
αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερο σύνολο σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος […] Εφόσον
γίνουν γνωστές οι ιδιαίτερες σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος που χαρακτηρίζουν
τους εγκληματίες, η εγκληματική συμπεριφορά είναι δυνατό να προβλεφθεί και να
ελεγχθεί και οι εγκληματίες να βελτιωθούν» (Michalowski, 1977: 31). Η εξέλιξη δε των ποινικών πρακτικών συναρτάται με τις
μεταβολές των αντιλήψεων περί εγκλήματος και εγκληματία που παράγει η
επιστημονική μελέτη του εγκλήματος.[1]
Στο πλαίσιο των
κοινωνιολογικών και πολιτισμικών προσεγγίσεων των τιμωρητικών συστημάτων, οι
οποίες θα μας απασχολήσουν, η ποινή δεν είναι ένα μόνον νομικό ή φιλοσοφικό
ζήτημα που θεμελιώνεται σε επιχειρήματα αποτελεσματικότητας ή νομιμότητας, αλλά
ένας σύνθετος κοινωνικός θεσμός τον οποίο επηρεάζουν κοινωνικοί, ιστορικοί και
πολιτισμικοί παράγοντες. Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι εκάστοτε εφαρμοζόμενες
ποινικές πρακτικές δεν απευθύνονται μόνον τους παραβάτες των κανόνων αλλά, μέσα
από ένα πλέγμα αποτελεσμάτων και συμβολικών νοημάτων, επενεργούν στο σύνολο του
πληθυσμού. Κλασική είναι, από αυτή την
άποψη, η ανάλυση του Durkheim, σύμφωνα με τον οποίο
η τιμωρία του ενόχου χρησιμεύει μόνο
δευτερευόντως, στο σωφρονισμό του ενόχου ή τον εκφοβισμό των πιθανών μιμητών. H πραγματική της λειτουργία είναι να διατηρεί άθικτη την
κοινωνική συνοχή, επιβεβαιώνοντας τη συλλογική συνείδηση και διατηρώντας τη
ζωτικότητα της (Durkheim 1893: 108- 109).
Θα πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο ότι μέχρι περίπου την δεκαετία του 1970 η Κοινωνιολογία
της Ποινής, με μικρές εξαιρέσεις,[2]
δεν ήταν ένας ιδιαίτερα ανεπτυγμένος τρόπος σκέψης. Ως Κοινωνιολογία
της Ποινής, μπορούμε να ορίσουμε ένα corpus μελετών που
αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ ποινής και κοινωνίας και, θεωρώντας την ποινή
ως ένα κοινωνικό φαινόμενο, έχουν ως στόχο να προσδιορίσουν το ρόλο της στην
κοινωνική ζωή (Garland, 1998: 441). Στον επιστημονικό αυτό χώρο, κλασικό είναι
το έργο του E. Durkheim, χωρίς ωστόσο, η
κοινωνιολογία της ποινής να είναι ένας ιδιαίτερα ανεπτυγμένος τομέας σκέψης.
Πράγματι, με μικρές εξαιρέσεις,[3]μέχρι
τη δεκαετία του ’70 οι μελέτες των τιμωρητικών συστημάτων εντάσσονταν μάλλον σ’
ένα νομικό παρά σ’ ένα κοινωνιολογικό πλαίσιο σκέψης. Ένα από τα γεγονότα τα
οποία έστρεψαν την προσοχή στην κοινωνιολογία της ποινής, είναι η έκδοση του
πολύ σημαντικού έργου του Michel Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρίa, [4] το οποίο επηρέασε
σε τέτοιο βαθμό, ώστε φουκωικές έννοιες όπως πειθαρχία, επιτήρηση,
εξουσία-γνώση κ.ο.κ. να βρίσκονται στην καρδιά των σύγχρονων μελετών που
εντάσσονται στο χώρο της κοινωνιολογίας της ποινής (ό.π. σ. 442)
Ειδικότερο αντικείμενο του μαθήματος θα αποτελέσει η
εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων, με έμφαση στην περίοδο των μεταρρυθμίσεων
του 18ου αιώνα, όταν εμφανίζεται για πρώτη φορά το σύστημα της
φυλάκισης ως αυτόνομης ποινής. Σ’ αυτό
το πλαίσιο, τα ιδρύματα τα οποία προηγήθηκαν της φυλακής (workhouses, houses of correction κλπ.[5]),
θα μελετηθούν ως πρόδρομοι αυτού που αποτέλεσε τον κυρίαρχο τιμωρητικό θεσμό,
με κοινή οργανωτική δομή και κοινές λειτουργίες. Έτσι, εξετάζοντας την περίοδο
που προηγήθηκε της εμφάνισης της φυλακής και, εν συνεχεία, τις περιόδους ηγεμονίας,
υποχώρησης και αναβίωσης του τιμωρητικού συστήματος με άξονα τον
εγκλεισμό, θα διερευνήσουμε το ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζε το είδος (ποιότητα)
[6] των τιμωρητικών
πρακτικών στα εκάστοτε κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα.
Άξονα της ανάλυσης θα αποτελέσει η έννοια της πειθαρχίας,
ως έννοια – κλειδί για την κατανόηση των δεσμών της φυλακής με ζητήματα
κοινωνικής τάξης, φύλου, φυλής και κουλτούρας. Πράγματι, η σημασία της έννοιας
της πειθαρχίας σ’ όλη την ιστορία του κυρίαρχου τιμωρητικού θεσμού,
αναδεικνύεται αν συναρτήσουμε το θεμελιακό στόχο της ποινής του εγκλεισμού
(«ηθική αναμόρφωση» των εγκλείστων) με τα κοινωνικά και φυλετικά χαρακτηριστικά
των ομάδων οι οποίες αποτελούσαν ιστορικά τον συνήθη ποινικό πληθυσμό.
Ισχυρίζομαι
ότι η εφεύρεση της φυλακής μπορεί να περιγραφεί ως η εφεύρεση ενός τύπου
«εισόδου» στο κοινωνικό συμβόλαιο […] Η φυλακή και άλλοι «βοηθητικοί» θεσμοί
μπορεί να γίνουν αντιληπτοί ως μηχανές επεξεργασίας εκείνων που δεν εντάσσονταν
«εκ φύσεως» στους σκοπούς του κοινωνικού συμβολαίου, δηλαδή εκείνων που
γίνονταν ιστορικά αντιληπτοί ως ενσαρκώσεις της «ετερότητας» (εγκληματίες
βεβαίως, αλλά και προλετάριους και όλους εκείνους που είχαν κοινωνικά
κατασκευασθεί ως απομακρυσμένοι από το ισχύον ανθρωπολογικό μοντέλο – ένα
μοντέλο συνήθως ανδρός και «λευκού» με ότι σημαίνει ο όρος «λευκός) (Melossi, 1998: xiv)
Αλλά και τα σύγχρονα δεδομένα σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του ποινικού
πληθυσμού από άποψη φυλετικών και εθνικών χαρακτηριστικών είναι εξαιρετικά
εύγλωττα, καθώς τα ποσοστά έγχρωμων ή φυλετικών και εθνικών μειονοτήτων είναι
συντριπτικά ανώτερα από αυτά των λευκών,[7]
ενώ ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της σταθερής τάσης η οποία
εκδηλώνεται στο επίπεδο των τιμωρητικών πρακτικών στις ΗΠΑ, αντλούμε και από
προγενέστερες εποχές και συγκεκριμένα
από την περίοδο μετά το τέλος του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου:
Κατά
την περίοδο αυτή, το τέλος του καθεστώτος της νόμιμης δουλείας και η απόκτηση
πλήρους ιθαγένειας (νομικής) (ή περίπου) από την αφρο-αμερικανική μειονότητα
σήμανε το τέλος των ποινών «οικιακού» τύπου που είχαν κυριαρχήσει μέχρι εκείνη
τη στιγμή – σύμφωνα με τις οποίες ο αφέντης των δούλων, πραγματικός πατέρας-αφέντης,
pater
familias, ασκούσε σ’ αυτούς ένα είδος
εξουσίας που έμοιαζε με εκείνη που ασκούταν σε άλλα πρόσωπα, θεωρούμενα
«ελάσσονα», δηλαδή τα παιδιά και τις γυναίκες – και την έναρξη, αντίθετα, της
«δυσαναλογίας» στην εμπειρία των (δημόσιων) ποινικών πρακτικών, που παρέμεινε
μετέπειτα σταθερή στην αφρο-αμερικανική εμπειρία. Ακόμα και οι πολιτείες του
νότου είδαν λοιπόν, μετά τον εμφύλιο πόλεμο μια ξαφνική και τεράστια αύξηση της
αφρο-αμερικανικής παρουσίας στις φυλακές, παρόμοια με εκείνη που είχε ήδη
πραγματοποιηθεί στο βορρά, όπου μια ισχνή μειονότητα «ελεύθερων» μαύρων γέμιζε
ήδη, πριν από τον εμφύλιο πόλεμο, τις φυλακές των πολιτειών που ήταν υπέρ της
κατάργησης της δουλείας (Melossi,
2006).
Συνάρτηση των παραπάνω μεταβλητών είναι και η παρουσία της γυναίκας στους ίδιους τους τιμωρητικούς θεσμούς.
Πράγματι, αυτό το οποίο προκύπτει από τη σχετική βιβλιογραφία - ειδικότερα αυτή
που αφορά την κοινωνιολογία της ποινής - ως ιστορικό και διαπολιτισμικό
στοιχείο είναι χαμηλή συμμετοχή της γυναίκας στους τιμωρητικούς θεσμούς, έτσι
ώστε να διατυπώνεται η άποψη ότι τόσο το έγκλημα, όσο και η ποινή είναι
φαινόμενα που αφορούν αποκλειστικά τους άνδρες. Αν μεταφέρουμε, όμως, τη
συζήτηση στο ευρύτερο θέμα του κοινωνικού ελέγχου, όπου η σχετική προβληματική διευρύνεται για να
συμπεριλάβει και πολιτισμικές μεταβλητές, οι απαντήσεις στο ερώτημα δεν είναι
τόσο κατηγορηματικές. Για παράδειγμα δεν θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς σταθερό
ιστορικό δεδομένο τη χαμηλή συμμετοχή της γυναίκας στους τιμωρητικούς θεσμούς,
καθώς έχουν υπάρξει περίοδοι κατά τις οποίες έχουν καταγραφεί ιδιαίτερα υψηλά
ποσοστά καταδικών σε γυναίκες. Ας σκεφθούμε μόνον το μεσαιωνικό «κυνήγι των
μαγισσών», φαινόμενο το οποίο αναπαράχθηκε στην αμερικάνικη κοινωνία του 17ου
αιώνα, ενώ σύμφωνα με έρευνα των Feeley & Little, στην Αγγλία
και τις ΗΠΑ είχε καταγραφεί ένα μεγάλο ποσοστό καταδικών γυναικών για
κακουργήματα (κατά περιόδους έφτανε στο 45%) σε όλη τη διάρκεια του 19ου
αιώνα (Feeley & Little, 1991: 719, όπως
αναφέρεται στο Melossi, 1998: xv). Έστω, λοιπόν, κι αν
θα μπορούσε να πει κανείς ότι η μικρή συμμετοχή της γυναίκας στους τιμωρητικούς
θεσμούς υπήρξε σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της κοινωνικής της θέσης, η οποία την
υπέβαλε σε άλλες μορφές κοινωνικού ελέγχου, αυτών που ασκούνται στη σφαίρα της οικογενειακής
ζωής και των τυπικά γυναικείων ρόλων, δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε τις
κοινωνικο-πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της κάθε περιόδου. Όπως επίσης δεν
μπορούμε να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι, πολύ συχνά, εθνικά ή φυλετικά
χαρακτηριστικά της γυναίκας την εξομοιώνουν απολύτως με τον άνδρα σε ό,τι αφορά
την ποινική μεταχείριση.
Νομίζω
ότι θα πρέπει να εμβαθύνουμε περισσότερο
στο σημείο σύνδεσης του φύλου με αυτά της κοινωνικής τάξης και της
εθνότητας. Στο παρελθόν οι φυλακές προορίζονταν για την εργατική τάξη και
σήμερα, όλο και περισσότερο, για ένα «κοινωνικό-πολιτισμικό περιθώριο» («underclass»). Τόσο η εργατική τάξη του
παρελθόντος, όσο και το σύγχρονο περιθώριο γίνονται αντιληπτά ως συνδεδεμένα με
ανδρικές εικόνες (προσλήψεις σκληρότητας, έλλειψη «πολιτισμένων» τρόπων
κ.ο.κ.). Όπως δείχνει το παραπάνω
παράδειγμα της μίσθωσης εργασίας κρατουμένων,[8] μόνον άλλες γυναίκες – δηλαδή οι
γυναίκες των άλλων – μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ανήκουν σ’ αυτή το
πλαίσιο, ως εκ τούτου μπορεί να στέλνονται στη φυλακή. Οι «δικές μας», όχι.
Ακόμα κι αν κάποια στιγμή εισήλθαν στη σφαίρα της οικονομίας και της πολιτικής,
τις γυναίκες «μας» τις βλέπουμε ακόμα να υπάγονται, ηθικά και συναισθηματικά,
στην ιδιωτική (ιδιοκτησιακή;) σφαίρα της οικογένειας και της οικογενειακής
ζωής. Οι γυναίκες, οι νοικοκυρές, θεωρούνται εντέλει η επιτομή του πολιτισμού
[…] Η διαπαιδαγώγηση των γυναικών, με άλλα λόγια, δεν είναι τέτοια που να
απαιτεί την άγρια τελική επεξεργασία τους στο πλαίσιο του δικαστηρίου και της
φυλακής – εκτός βέβαια από αυτές τις (λίγες) γυναίκες που τοποθετούνται, ή τις
τοποθετούν, καθαρά εκτός του εθνοκεντρικού οικογενειακού πλαισίου: πόρνες,
τοξικομανείς, αυτές που ανήκουν σε αποκλεισμένες εθνικότητες, πολιτικά
εξεγερμένες (Melossi,
1998: xvii).[9]
Συνοψίζοντας, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι, εστιάζοντας στην έννοια
της πειθαρχίας, μπορούμε να μελετήσουμε
τις ποινικές πρακτικές και ειδικότερα το θεσμό της φυλακής, όχι μόνον
στο πλαίσιο της κατασταλτικής υπόθεσης (καταστολή της εγκληματικότητας, ηθική
αναμόρφωση του εγκληματία), αλλά και «ως εργαλείο διακυβέρνησης της κοινωνίας,
ως την εικόνα ενός προγράμματος, μιας συγκεκριμένης αντιμετώπισης του άντρα,
της γυναίκας και της κοινωνίας, ενός τύπου ορθολογισμού ο οποίος έτεινε στον
μετασχηματισμό κάθε όψης της κοινωνίας, της ηθικής και της εργασίας» (Melossi, 2006)
Συναινετικό και συγκρουσιακό μοντέλο του κοινωνικού ελέγχου
Μια βασική διάκριση των προσεγγίσεων του κοινωνικού ελέγχου – η οποία
αντανακλάται και στην μελέτη του εγκλήματος στο πλαίσιο των διάφορων
εγκληματολογικών παραδειγμάτων [10] -
αναφέρεται στο μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, το οποίο μελετάται με όρους
συναίνεσης, σταθερότητας, αρμονίας (συναινετικό μοντέλο) ή, αντίθετα, με όρους
σύγκρουσης και κυριαρχίας (συγκρουσιακό μοντέλο). Ο Ralf Dahrendorf, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της κοινωνιολογίας
της κοινωνικής σύγκρουσης, αναφέρεται στη διπλή όψη της δομικής ανάλυσης.
Δηλαδή σε μια κοινωνιολογική θεωρία η οποία να λαμβάνει υπόψη τόσο τη στιγμή
της ισορροπίας και της ενσωμάτωσης, όσο και αυτή της σύγκρουσης και της
κυριαρχίας:
Για
την ερμηνεία των κοινωνιολογικών προβλημάτων, έχουμε ανάγκη και των δύο
μοντέλων κοινωνίας, και αυτού της ισορροπίας και αυτού της σύγκρουσης. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, από μια
φιλοσοφική άποψη, η κοινωνία έχει δυο όψεις εξίσου πραγματικές: αυτή της
σταθερότητας, της αρμονίας και της συναίνεσης κι αυτή της αλλαγής, της
σύγκρουσης, της κυριαρχίας. Ακριβολογώντας, δεν έχει σημασία αν θα επιλέξουμε
ως αντικείμενο της έρευνας προβλήματα τα οποία μπορεί να γίνουν κατανοητά μόνον
με τους όρους του μοντέλου της ισορροπίας, ή προβλήματα για την ερμηνεία των
οποίων απαιτείται το μοντέλο της σύγκρουσης (Dahrendorf, 1958, όπως αναφέρεται στο Baratta, 1982: 139)
Οι οργανωτικές αρχές καθενός από αυτά τα μοντέλα συναρτώνται και με
διαφορετικές αντιλήψεις περί του κοινωνικού ελέγχου των παρεκκλινουσών
συμπεριφορών και ειδικότερα του εγκλήματος
Συναινετικό μοντέλο
Ο
δεσμός της κοινωνικής αλληλεγγύης στον οποίο αντιστοιχεί το κατασταλτικό δίκαιο
είναι εκείνος του οποίου η διακοπή αποτελεί το έγκλημα. Ονομάζουμε έτσι κάθε
πράξη η οποία, σε οποιοδήποτε βαθμό, προσδιορίζει κατά του δράστη της αυτή τη
χαρακτηριστική αντίδραση που ονομάζεται ποινή […] Μπορούμε άρα, συνοψίζοντας
την ανάλυση που προηγήθηκε, να πούμε ότι
μια πράξη είναι εγκληματική όταν προσβάλει τις ισχυρές και προκαθορισμένες
καταστάσεις της συλλογικής συνείδησης (Durkheim, απόσπασμα από το έργο του Κοινωνικός
καταμερισμός της εργασίας, όπως αναφέρεται στο Φαρσεδάκης, 1990: 347, 350).
Όπως προκύπτει και από το ανωτέρω παράθεμα του Durkheim, το έγκλημα εμφανίζεται ως δράση η οποία διαταράσσει τους όρους της κοινωνικής συμβίωσης, κατά συνέπεια ο ποινικός νόμος λειτουργεί προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης αυτών των όρων. Μ’ αυτήν την έννοια, ο νόμος έχει έναν αναγνωριστικό χαρακτήρα, καθώς επικυρώνει εκ των υστέρων αυτό το οποίο ήδη προσλαμβάνεται κοινωνικά ως έγκλημα. Αν δεν υπήρχε θεσμική (ποινική) απάντηση, η κοινωνική αντίδραση απέναντι σε συμπεριφορές θα εκδηλωνόταν με άλλους τρόπους.
Η υπόθεση, λοιπόν, είναι
αυτή της ύπαρξης μιας καθολικής
κοινωνικής συναίνεσης σε ό,τι αφορά τις αξίες τις οποίες πρέπει να προστατεύει
ο ποινικός νόμος. Οι αξίες αυτές, δηλαδή, είναι κοινές σε όλα τα κοινωνικά
στρώματα και ο ποινικός νόμος εκλαμβάνεται ως μια προστατευτική δομή η οποία
αφ’ ενός μεν λειτουργεί ως άμυνα της κοινωνίας (απευθυνόμενη στους παραβάτες
των κανόνων), αφ’ ετέρου δε οριοθετεί και το πλαίσιο της ομαλότητας
(απευθυνόμενοι στους εν δυνάμει παραβάτες και στους νομοταγείς).
Στο ακόλουθο σχήμα του Raymond Michalowski (1997: 23),[11] συνοψίζονται οι οργανωτικές αρχές του
συναινετικού μοντέλου περί κοινωνικής οργάνωσης και κοινωνικού ελέγχου:
1.
Ο νόμος
αντανακλά τη συλλογική βούληση του λαού. Όλα τα άτομα μιας κοινωνίας συμφωνούν
γύρω από τους βασικούς ορισμούς του σωστού και του λάθους και οι νόμοι είναι
απλώς η γραπτή δήλωση αυτής της συμφωνίας
2.
Οι νόμοι
υπηρετούν εξίσου όλα τα μέλη της κοινωνίας. Λόγω του ότι οι νόμοι αντανακλούν
τη συλλογική βούληση, δεν υπηρετούν ούτε καταστέλλουν τα συμφέροντα
συγκεκριμένων ομάδων ή ατόμων
3.
Αυτοί οι οποίοι
παραβιάζουν τους νόμους αντιπροσωπεύουν μια ιδιαίτερη υποομάδα. Λόγω δε του ότι
η πλειοψηφία συμφωνεί γύρω από τους ορισμούς του σωστού και του λάθους, η μικρή
ομάδα η οποία παραβιάζει τους νόμους θα πρέπει να διαθέτει κάποια κοινά
χαρακτηριστικά, τα οποία τη διαχωρίζουν από τη νομοταγή πλειοψηφία.
Σε ό,τι αφορά δε το σύνολο των αρχών οι οποίες διέπουν τη μελέτη του
εγκλήματος στο πλαίσιο του συναινετικού μοντέλου – κατ’ επέκταση και του
θετικιστικού παραδείγματος στην Εγκληματολογία - το σχήμα το οποίο εισηγείται ο Raymond Michalowski είναι το ακόλουθο:
1.
Η ανθρώπινη
συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα νομοτελειακών σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος.
Καθορίζεται από αυτές τις σχέσεις και, στο βαθμό που αυτές έχουν διερευνηθεί,
είναι προβλέψιμη.
2.
Οι σχέσεις
αιτίου-αποτελέσματος, οι οποίες διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, μπορούν να
ανακαλυφθούν με την ίδια επιστημονική μέθοδο που χρησιμοποιείται για την
κατανόηση του φυσικού κόσμου. Αυτή η επιστημονική μέθοδος θεωρεί το έγκλημα ως
ένα σταθερό αντικείμενο, δίνει έμφαση στα «αντικειμενικά» ποσοτικά δεδομένα και
θεωρείται «αξιολογικά ουδέτερη».
3.
Οι εγκληματίες
αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερο σύνολο σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος. Η
συμπεριφορά τους θεωρείται αντικειμενικά διαφορετική από αυτή των μη εγκληματιών
και, κατά συνέπεια, μπορεί να εντοπισθεί και να μελετηθεί.
4.
Εφόσον γίνουν
γνωστές οι ιδιαίτερες σχέσεις αιτίου-αποτελέσματος που χαρακτηρίζουν τους
εγκληματίες, η εγκληματική συμπεριφορά είναι δυνατό να προβλεφθεί και να
ελεγχθεί και οι εγκληματίες να βελτιωθούν (Michalowski, 1977: 31)
Με βάση τα παραπάνω, γίνεται κατανοητό το ότι κεντρικό μέλημα στο πλαίσιο
του θετικιστικού, αιτιολογικού παραδείγματος της Εγκληματολογίας, είναι η γνώση
του παραβάτη των κανόνων, προκειμένου να εφαρμοσθούν τα κατάλληλα μέτρα
σωφρονιστικής μεταχείρισης. Η σωφρονιστική μεταχείριση δε, αποτελεί
έννοια-κλειδί για το θετικιστικό παράδειγμα, καθώς η ισχύς και η μακροβιότητα
της (όπως αναπαράγεται στα διάφορα νομοθετικά κείμενα που προσδιορίζουν τους
στόχους και τις λειτουργίες της ποινής) υποδεικνύουν την ισχύ και την
μακροβιότητα της αντίληψης ότι ο εγκληματίας είναι μια ιδιαίτερη προσωπικότητα,
ένας επίφοβος «άλλος», ο οποίος θα πρέπει να αναμορφωθεί ή να εξουδετερωθεί
προκειμένου να προστατευθεί η κοινωνία και οι αξίες της.[12]
Θα πρέπει να σημειώσουμε, βέβαια, ότι το ατομοκεντρικό
μοντέλο μεταχείρισης, το οποίο βασίζεται στην αντίληψη περί ιδιαιτερότητας του
εγκληματία, υποχωρεί στο πλαίσιο των κοινωνιολογικών προσεγγίσεων του
εγκλήματος,[13]
οι οποίες πρωτοεμφανίστηκαν στις
αρχές του 20ου αιώνα στις ΗΠΑ και με την ανάπτυξη τους
«αποπαθολογικοποιείται» εν πολλοίς, η έννοια του διαφορετικού, των συμπεριφορών μη
συμμόρφωσης, οι οποίες δεν προσεγγίζονται πλέον με όρους παθολογικού/φυσιολογικού. Είναι προφανές ότι η εμφάνιση και η
εξέλιξη των αμερικάνικων κοινωνιολογικών θεωριών συναρτάται άμεσα με τα
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αμερικάνικης κοινωνίας της περιόδου. Με άλλα
λόγια, αν για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με περισσότερο ομοιογενή
χαρακτηριστικά, στον «πόλεμο κατά της εγκληματικότητας» μπορούσαν ακόμα να
επιστρατεύονται οι θεωρίες περί ιδιαιτερότητας του εγκληματία και οι
παραδοσιακές, ιδρυματικές συνήθως, μορφές καταστολής ή θεραπευτικής
μεταχείρισης, για την αμερικάνικη κοινωνία το βασικό μέλημα ήταν να μελετηθούν
τα προβλήματα ενσωμάτωσης που αντιμετώπιζε, ως συνέπεια της ταχείας
εκβιομηχάνισής της, την οποία δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει με το διαθέσιμο
εργατικό δυναμικό, με αποτέλεσμα να δεχτεί ένα κύμα μετανάστευσης από διάφορες
χώρες. Αυτά τα γεγονότα πυροδότησαν και συνοδεύτηκαν από συγκρούσεις, οι οποίες
έβαλαν σε δοκιμασία το μοντέλο κοινωνίας που είχε διαμορφωθεί από τον 18ο
αιώνα, βασισμένο στην αγροτική οικονομία της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας και
χωρίς σοβαρά κοινωνικά προβλήματα.
Οι κοινωνιολογικές θεωρίες, λοιπόν, για τη μελέτη της παρέκκλισης και του εγκλήματος
είχαν ως βάση ένα μοντέλο πλουραλιστικής κοινωνίας, αποτελούμενης από
ετερογενείς ομάδες (από οικονομική, εθνική, φυλετική, θρησκευτική άποψη). Εξέταζαν,
συνεπώς, την μη-συμμόρφωση στους κανόνες όχι ως αποτέλεσμα παθολογίας, αλλά ως
αποτέλεσμα των προβλημάτων ένταξης στην αμερικάνικη κοινωνία ή ακόμα ως
αποτέλεσμα κοινωνικοποίησης στο πλαίσιο διαφορετικών πολιτισμικών συστημάτων.
Δεν αμφισβητούσαν, ωστόσο, την ουδετερότητα του κυρίαρχου συστήματος κανόνων,
στο βαθμό που δέχονταν ότι, παρά την ύπαρξη αυτών των διαφορετικών και συχνά
αλληλοσυγκρουόμενων συστημάτων κανόνων και αξιών, δεν παύει να υπάρχει
συναίνεση γύρω από τους κανόνες που ρυθμίζουν αυτή τη σύγκρουση προς το γενικό
συμφέρον της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών και όχι προς όφελος ορισμένων
ομάδων.
Συνάρτηση, λοιπόν, των κοινωνιολογικών προσεγγίσεων
είναι η αλλαγή στον τρόπο άσκησης του
κοινωνικού ελέγχου: Ο κοινωνικός έλεγχος δεν ασκείται μόνον στη φυλακή ή το
κλειστό ίδρυμα, αλλά διαχέεται και ακολουθεί τα άτομα στους χώρους στους
οποίους κινούνται, με τρόπους οι οποίοι
άλλοτε έχουν τη μορφή της επιτήρησης κι άλλοτε τη μορφή κοινωνικών
παροχών. Παράλληλα, κοινωνικός έλεγχος
ασκείται με πιο έμμεσους τρόπους οι οποίοι επίσης υπαγορεύουν μοντέλα
συμπεριφοράς και σ’ αυτόν τον τρόπο άσκησης κοινωνικού ελέγχου ιδιαίτερα
σημαντικό ρόλο έπαιξε η κουλτούρα του καταναλωτισμού. Για παράδειγμα, ήδη από
δεκαετία ’30 υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός ο ρόλος των ΜΜΕ και της διαφήμισης σ’
αυτό που λέμε «αμερικάνικο όνειρο» που διαχέει μια ιδεολογία ισότητας σε μια
κατ’ εξοχήν άνιση κοινωνία, το κύρος, η οικονομική επιτυχία κλπ. δεν προβάλλουν
σαν στόχοι περιορισμένων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά οποιουδήποτε επιδείξει την
αναγκαία θέληση και εργατικότητα να τους επιτύχει (Melossi D., 2002: 146 και επ.).
Συγκρουσιακό μοντέλο
Αν στο πλαίσιο του συναινετικού μοντέλου, στο οποίο αναφερθήκαμε,
προβληματοποιείται το έγκλημα και αναγνωρίζεται αξιολογική ουδετερότητα στους
κανόνες που ρυθμίζουν τις συμπεριφορές μη συμμόρφωσης, στο πλαίσιο του
συγκρουσιακού μοντέλου προβληματοποιούνται τα συστήματα κοινωνικού ελέγχου.
Συγκεκριμένα, οι διαδικασίες εγκληματοποίησης (δημιουργίας και εφαρμογής των
ποινικών κανόνων) μελετώνται ως πολιτικές διαδικασίες, οι οποίες εκφράζουν το
συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες και τείνουν στη
συντήρηση και παγίωση αυτού του συσχετισμού.
Προκύπτει, λοιπόν, ότι το έγκλημα δεν έχει οντολογική
υπόσταση, η ιδιότητα του εγκλήματος δεν απορρέει από την ιδιοσυστασία τη πράξης
αλλά πρόκειται για μια κοινωνική κατασκευή, αποτέλεσμα του επίσημου
χαρακτηρισμού ορισμένων πράξεων ως εγκληματικών. Η έννοια του εγκλήματος ως
κοινωνικής κατασκευής απορρέει, λοιπόν, απ' αυτό το οποίο αποτελεί τον
σκληρό πυρήνα των σχετικών θεωριών. Ότι, δηλαδή, η διαδικασία εγκληματοποίησης
προηγείται της εγκληματικής συμπεριφοράς, ο νόμος έχει ένα δημιουργικό ρόλο,
καθώς έγκλημα είναι αυτό που ορίζεται ως τέτοιο από τον ποινικό νόμο.
Παράλληλα, σ' ένα κοινωνικό σύστημα το οποίο μελετάται με
όρους κοινωνικής σύγκρουσης και όχι ισορροπίας και ενσωμάτωσης, ο νόμος δεν
λειτουργεί προς την κατεύθυνση της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στις
κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται σε σύγκρουση, αλλά εξυπηρετώντας τα συμφέροντα
των ομάδων εκείνων που έχουν την εξουσία να παρέμβουν στην νομοθετική
διαδικασία. Συνιστά, με άλλα λόγια, την μορφή πολιτικής διευθέτησης της
σύγκρουσης προς το συμφέρον των ισχυρών. Κατά τον Vold (Vold, G. 1958), στον
χώρο της εγκληματικότητας η σύγκρουση εκδηλώνεται στο επίπεδο της δημιουργίας
των κανόνων και γεννάται από τη στιγμή που υπάρχει επικάλυψη συμφερόντων
ανάμεσα σε διάφορες κοινωνικές ομάδες οι οποίες, διεκδικώντας κοινούς στόχους,
καθίστανται ανταγωνιστικές. Η ομάδα η οποία υπερισχύει επιβάλλει τα συμφέροντα της
υπό μορφή επίσημων κανόνων, κατά συνέπεια, η εγκληματοποίηση μελετάται ως
απόρροια της σχέσης κυριαρχίας μεταξύ χαρακτηρίζουσας ομάδας και των ομάδων από
τις οποίες προβλέπεται ότι θα διαπραχθούν οι χαρακτηριζόμενες ως εγκληματικές
πράξεις.
Το
δίκαιο δεν είναι μόνον κοινωνική δύναμη, είναι και κοινωνικό προϊόν. Είναι η
εκπόρευση του συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων,
διαμορφώνεται κατά περιεχόμενο ενόψει αυτού του συσχετισμού και αποβλέπει στην
παγίωση και συντήρηση αυτού για το μέλλον. Ο ποινικός νόμος είναι το δυναμικό
μέσο με το οποίο επιδιώκεται αυτή η συντήρηση. Στη δημιουργία, λοιπόν, του
ποινικού νόμου συμβάλλουν οι διάφορες
κοινωνικές ομάδες κατά λόγο συμμετοχής τους στην εξουσία και κατά την ίδια
αναλογία εκπροσωπούνται τα συμφέροντα και οι αξίες τους στην παρεχόμενη απ’
αυτόν προστασία (Δασκαλάκης, 1985: 63)
Είναι προφανές,
λοιπόν, ότι στο πλαίσιο των θεωριών της κοινωνικής σύγκρουσης δεν μελετώνται οι
παράγοντες εγληματογένεσης, αλλά οι μηχανισμοί εγκληματοποίησης. Με άλλα λόγια,
σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό του Η. Becker, ο παρεκκλίνων ή ο εγκληματίας δεν
μελετάται ως παραβάτης των κανόνων στο πλαίσιο μιας αιτιολογικής προσέγγισης,
καθώς η παραβίαση του κανόνα δεν αποτελεί καν όρο εκ των ουκ άνευ (περίπτωση
δικαστικής πλάνης). Παρεκκλίνων είναι
αυτός στον οποίο εφαρμόστηκε επιτυχώς ο χαρακτηρισμός του παρεκκλίνοντα, ενώ και η
παρέκκλιση δεν είναι ιδιότητα της πράξης αλλά αποτέλεσμα χαρακτηρισμού (H. Becker, 1963/1973). Άρα, οποιαδήποτε
συμπεριφορά μπορεί να αναχθεί σε
έγκλημα, χωρίς αυτό να εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά αυτής της συμπεριφοράς.
Μια από τις βασικές κριτικές που ασκούνται στο ποινικό
σύστημα αφορά, κατά συνέπεια, τον επιλεκτικό του χαρακτήρα, ο οποίος
εκδηλώνεται τόσο στο επίπεδο πρωτογενούς εγκληματοποίησης (δημιουργία των
κανόνων), όσο και στο επίπεδο της δευτερογενούς εγκληματοποίησης (εφαρμογή των
κανόνων).
H επιλεκτική λειτουργία του νόμου στο επίπεδο της
πρωτογενούς εγκληματοποίησης εκδηλώνεται κατά διάφορους τρόπους.
α) Με τη μη ποινικοποίηση κοινωνικά βλαπτικών
συμπεριφορών, χαρακτηριστικών των ισχυρότερων κοινωνικών ομάδων.
β) Με την πρόβλεψη ποινικών ή αστικών κυρώσεων,
των οποίων, όμως, το είδος και η βαρύτητα είναι αντιστρόφως ανάλογα με το
μέγεθος της κοινωνικής βλάβης που προκαλεί η συμπεριφορά.
γ) Με τον ίδιο
τον προσδιορισμό της τυπικής υπόστασης του εγκλήματος. Για μεν τις συμπεριφορές
που χαρακτηρίζουν την εγκληματικότητα των ανώτερων τάξεων, ο προσδιορισμός
είναι τέτοιος που να αφήνει περιθώρια διαφυγής. Αντίθετα, για τις συμπεριφορές
των κατώτερων τάξεων, το πλέγμα των αυτικειμενικών στοιχείων του εγκλήματος
είναι εξαιρετικά πυκνό.
Στο επίπεδο της δευτερογενούς
εγκληματοποίησης, είναι ακόμα πιο εμφανής η λειτουργία διατήρησης και
αναπαραγωγής της κοινωνικής πραγματικότητας, της κάθετης δομής της κοινωνίας
και των σχέσεων ανισότητας. Κατά τον Baratta δε, έναν από τους πιο σημαντικούς
εκπροσώπους της μαρξιστικής εγκληματολογίας, η επιλεκτική εφαρμογή των
στιγματιστικών ποινικών κυρώσεων και, κυρίως, των στερητικών της ελευθερίας ποινών,
αποτελεί ένα αναγκαίο υπερδομικό στοιχείο για τη διατήρηση αυτής της ανισότητας
και της κάθετης δομής της κοινωνίας:
α) Παρεμβαίνοντας αρνητικά στο ήδη χαμηλό
κοινωνικό status των κατώτερων κοινωνικών
στρωμάτων, σε τρόπο ώστε να παρεμποδίζει ακόμα περισσότερο την κοινωνική τους
άνοδο, και
β) Με την
τιμώρηση ορισμένων μόνο συμπεριφορών, χαρακτηριστικών των κατώτερων τάξεων, η
εγκληματικότητα ταυτίζεται μ' αυτές τις συμπεριφορές, μ' αυτές τις τάξεις κι
έτσι παρέχεται ιδεολογική κάλυψη στην ίδια την επιλεκτική λειτουργία του νόμου (Baratta, 1982: 164 κ.ε.).
Ο ίδιος συγγραφέας
επισημαίνει και αναλύει την λειτουργική σχέση ανάμεσα στο εκπαιδευτικό και το
ποινικό σύστημα, τα οποία βλέπει να χαρακτηρίζονται από ανάλογους μηχανισμούς
διακρίσεων, επιλογών, περιθωριοποίησης. Με βάση την αξιολόγηση ενός πλήθους
ερευνητικών δεδομένων, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τόσο το ποινικό όσο και το
εκπαιδευτικό σύστημα επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες αναπαραγωγής των
κοινωνικών σχέσεων και διατήρησης της κάθετης δομής της κοινωνίας,
δημιουργώντας αποτελεσματικότατες αντωθήσεις στη δυνατότητα ενσωμάτωσης των
ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία, αντίθετα, ωθούνται στην
περιθωριοποίηση. Μεγαλώνουν, λοιπόν, την ήδη υπάρχουσα κοινωνική απόσταση (Baratta, 1982: 172). Έτσι:
Το
Ποινικό Σύστημα δεν είναι ένα στατικό σύστημα κανόνων, αλλά ένα δυναμικό
σύστημα λειτουργιών. Μ’ αυτήν την έννοια, η κριτική ανάλυση της λειτουργίας του
ποινικού συστήματος δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνον στο επίπεδο της
φαινομενολογίας της κοινωνικής ανισότητας, αλλά να εστιάζει, αντίθετα, στην
ερμηνεία και την εμβάθυνση της λογικής των επιλεκτικών μηχανισμών
εγκληματοποίησης. Δεν αρκεί, λοιπόν, να πούμε ότι το Π.Σ. αντικατοπτρίζει απλώς τις κοινωνικές σχέσεις
ανισότητας, αλλά να εμβαθύνουμε στους μηχανισμούς διαμέσου των οποίων συντηρεί
και αναπαράγει την κοινωνική ανισότητα. Κατά συνέπεια, η βασική κριτική
απέναντι στο Π.Σ. αφορά τον μύθο της ισότητας απέναντι στο νόμο. Η ιδεολογία
της ισότητας απέναντι στο νόμο είναι ο μύθος ο οποίος συγκαλύπτει την
πραγματική κοινωνική ανισότητα: το ποινικό δίκαιο είναι το κατ’ εξοχήν δίκαιο
ανισότητας (Baratta A.,
1982)
H
μεταχείριση του εγκληματία. Ποινικός
και κοινωνικός στιγματισμός