Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Μικρή Ανδρομάχη [δεύτερο μέρος]

Study of the head of Andromache, Pierre-Narcisse Guerin
Στη σελίδα Εκδόσεις ελευθέρας βοσκής – Pecora nera, θα δημοσιεύονται, σταδιακά, βιβλία μου των οποίων θα ανακτώ από τους εκδότες τα πνευματικά δικαιώματα, καθώς και κείμενα τα οποία δε θέλησα να εκδώσω, όπως το θεατρικό: Η ταράτσα. Γυναικεία γεωμετρία σε πέντε ασύμμετρες πράξεις.
Αυτό σημαίνει ότι η χρήση τους θα είναι πλέον ελεύθερη με τον όρο να αναφέρεται η πηγή


Νικημένοι


Το θήραμα

Rimpianto

Η φυγή

Η αγρύπνια

Η επιστροφή της Ανδρομάχης

Η αυλόπορτα

Ο θάνατος

Ο έρωτας


Το Θήραμα


Είχε αλλάξει η Μάχη, το έβλεπε ο Μανόλης πως κάτι την έτρωγε. Φαινόταν στεναχωρημένη, την πέτυχε και κάμποσες φορές να τον κοιτάζει ανήσυχη. Μάλιστα τώρα πια δεν το έκρυβε ότι τον απέφευγε. Μόλις τον έβλεπε γύρναγε την πλάτη της κι έφευγε, έτσι, χωρίς να νοιάζεται να δικαιολογηθεί, να επικαλεστεί ένα λόγο για τη στάση της.

«Στην Αθηνά πηγαίνει και κεντάει. Της μαθαίνει καινούργια σχέδια για τα προικιά της» έλεγε η μάνα του κάθε που σκοτείνιαζε το βλέμμα του, καρφωμένο στην πόρτα που έκλεινε πίσω της η Μάχη. Κι έπειτα του θύμωνε.

«Τι να κάτσει να κάνει εδώ;» του έλεγε. «Να βλέπει τα μούτρα σου, που είναι σα να θες να μας δείρεις όλους;»

«Δεν ξέρει τίποτα η μάνα» σκεφτόταν ο Μανόλης και το μυαλό του δεν ησύχαζε. Πάντα είχε αγάπες με την Αθηνά η Μάχη κι αν ήταν άλλοι οι καιροί μπορεί και να μην του έκανε εντύπωση το φέρσιμό της. Μα τώρα κάτι του έλεγε πως δεν ήταν η ιδέα του, πως είχε λόγους να φοβάται για τη Μάχη – από τη Μάχη; Και λύσσαγε απ’ το κακό του που, είτε με το καλό την έπαιρνε, είτε με το άγριο, κουβέντα δεν μπορούσε να της βγάλει απ’ το στόμα.

Απ’ όταν μπήκε στη Χωροφυλακή ο Μανόλης είχε ξεκόψει από τον θείο του τον Αργύρη και την Αθηνά και ήταν ο Λουκάς η αιτία. Κακό δεν ήθελε να πάθει ο Λουκάς, μα και στο σπίτι του να μπαίνει το θεωρούσε προσβολή για τη στολή του - εθνικόφρονας μέχρι το κόκαλο, αυτές ήταν οι συστάσεις του για τη Χωροφυλακή.

Έπειτα ήταν και το μικρό, το Μιχαλιό, ακουγόταν πράγματα και γι’ αυτόν.

«Φωτιά στο σπίτι του έβαλε ο θείος σου με το μικρό του Δράκου που πήγε κι αναμάζεψε. Με τους συμμορίτες φαίνεται πως είναι μπλεγμένο, έτσι άκουσα να λένε μα δεν ξέρω κιόλας…» του είπε μια μέρα ένας κοντοχωριανός του.

Δεν τον άφησε να συνεχίσει ο Μανόλης κι ας καιγότανε να μάθει. Κλέφτης διαβόητος ήταν ο άλλος και δεν θέλησε να του δώσει θάρρος, να έρχεται μετά να του ζητάει κι αντάλλαγμα για την εκδούλευση. Γύρισε όμως στο σπίτι κι άρπαξε τη Μάχη απ’ την κοτσίδα πριν προλάβει πάλι να το σκάσει.

«Κομμένες οι επισκέψεις στην Αθηνά» της είπε. «Και να μην σε ξαναδώ με το Δρακάκι γιατί θα σου κόψω τα πόδια».

Έσκυψε το κεφάλι η Μάχη κι έφυγε αμίλητη.

«Ακούς τι σου λέω;» της φώναξε και ένιωθε να σφίγγεται η καρδιά του όπως την έβλεπε να χάνεται στην πίσω αυλή. Ούτε με την αγριάδα δεν μπορούσε να επικοινωνήσει πια με την αδελφή του, όσο περνούσε ο καιρός τίποτα δεν τους έδενε. Ούτε ο φόβος.

Γίνανε πολλά μετά, φτάνανε συνεχώς στα βουνά τους κυνηγημένοι από την πόλη και τον Μανόλη δεν τον έβλεπε πια το σπίτι του. Κάτι ένιωθε να γίνεται κάτω απ’ τη μύτη του, κάποιος φαίνεται πως κρυβόταν στο χωριό τους μα, ό, τι κι αν έκανε, λέξη δεν έπαιρνε από κανένα κι έτσι δεν είχε πια δουλειά και σχόλη, ο Μανόλης ήταν σαν τον κυνηγό που παραμονεύει το θήραμα και δεν μετράει το χρόνο.

Ξέχασε, λοιπόν, τη Μάχη και κοίταζε τα δικά του. Ώσπου ένα βράδυ που γύριζε σκοτωμένος στο σπίτι, ίσα για ν’ αλλάξει τα ρούχα του και να ξαναφύγει, την πήρε το μάτι του από μακριά. Με το Μιχαλιό ήτανε και του φάνηκε κιόλας πως παίρνανε μέτρα για να μην τους δούνε. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, μόνο του πήγε το χέρι κι άρπαξε το όπλο, μια ανάσα τον χώριζε απ’ το κακό και για να μην γίνει έκανε μεταβολή κι έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Όταν αποφάσισε πια να γυρίσει στο σπίτι, το βρήκε ολοσκότεινο, ανάσα δεν ακουγόταν. Μπήκε σαν τον κλέφτη στο δωμάτιο που κοιμόταν η Μάχη με τη μάνα, πλησίασε το κρεβάτι της, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά κι άρχισε να τη σέρνει στο πάτωμα.

«Μη μιλείς και τους ξυπνήσεις» της έλεγε πνιχτά και τη χτύπαγε μουλωχτά, όπου μπορούσε. «Δεν σου ‘πα μωρή να μαζευτείς; Θα σε σφάξω στο γόνατο σαν το τραγί και κανείς δεν θα βρεθεί να με καταδικάσει».

Είχε κολλήσει το πρόσωπό του στο δικό της, την έπνιγε με την πίκρα της ανάσας του – πηχτή μυρωδιά, μπόχα από κρασί και τσιγάρο. Η Μάχη έτρωγε το ξύλο και δεν μίλαγε. Μα όταν την πήραν τα αίματα, δεν άντεξε και έβαλε τις φωνές. Ξύπνησε τότε κι η Πολύμνια και σηκώθηκε παραπατώντας, ούτε ένα ρούχο δεν έριξε επάνω απ’ τη μακριά της νυχτικιά.

«Θα τη σκοτώσεις βρε αγριάνθρωπε την αδελφή σου; Τι σου ‘καμε το δόλιο το ορφανό και το κτυπάς να το ξεκάνεις;» και πάλευε να τραβήξει το κορίτσι της απ’ τα χέρια του Μανόλη.

«Εσύ να μη μιλείς, γιατί πρώτα θα τη σκοτώσω αυτή και μετά όλους τους άλλους….»

Σκοτείνιασε το δωμάτιο. Το ψηλό κορμί του παππού μπροστά στην πόρτα έκρυψε το λίγο φως απ’ το καντηλάκι που άναβε στη διπλανή κάμαρα.

«Άκουσε να σου πω Μανόλη» ακούστηκε ανταριασμένη η φωνή του. Βρήκε κι η Μάχη την ευκαιρία κι έτρεξε να κρυφτεί στη μεγάλη του αγκαλιά, έτρεμε ακόμα σαν το ψάρι. «Όσο ζω εγώ, χέρι δεν θα ξανασηκώσεις πάνω στο κορίτσι».

Άκουσε επιτέλους τη φασαρία κι ο Νικολής και πρόβαλε έκπληκτος στην πόρτα τρίβοντας τα μάτια του.

«Ας σας έλειπα εγώ, και να σας έβλεπα τι θα κάνατε» είπε ο Μανόλης και η Μάχη, έτσι όπως ήταν ασφαλισμένη στην αγκαλιά του παππού, ένιωσε πως είχε πιο πολύ παράπονο παρά θυμό η φωνή του.

«Ό,τι κάνει όλος ο κόσμος θα κάναμε» πετάχτηκε η μάνα τους. «Με τη βοήθεια του Θεού θα ζούσαμε κι εμείς όπως όλος ο κόσμος. Στον παππού σου βρε τα λες αυτά που στάθηκε σ’ όλους μας κερί αναμμένο απ’ όταν πέθανε ο πατέρας σας; Άντε να μου χαθείς, που σ’ έκανε η Χωροφυλακή να νομίζεις πως εσύ είσαι κι άλλος δεν είναι…».

Και πάλευε ν’ ανάψει τη λάμπα, να δει από πού τρέχανε τα αίματα που είχαν βάψει κατακόκκινη τη νυχτικιά της κόρης της. Γύρισε και στον μεγάλο, να δει τι εντύπωση του κάνανε τα λόγια της, μα εκείνος δεν την κοιτούσε, άνοιγε την πόρτα να φύγει.

«Έλα δω!» τον σταμάτησε η φωνή του παππού. «Όταν είμαι εγώ μπροστά, δεν θ’ ανοίγεις την πόρτα να φεύγεις. Έλα μέσα που σε θέλω». Και έσπρωξε μαλακά τη Μάχη απ’ την αγκαλιά του.

Μπροστά ο παππούς, πίσω ο Μανόλης βγήκανε απ’ το δωμάτιο. Ο Νικολής κοιτούσε ακόμα σα χαμένος, κι η μάνα – είχε στο μεταξύ ανάψει τη λάμπα που κάπνιζε ακόμα – καθάριζε το ματωμένο πρόσωπο της Μάχης, κρατώντας το κεφάλι της γερμένο πίσω για να μην τρέξει κι άλλο αίμα από τη μύτη της.

«Πήγαινε βρε να μου φέρεις ένα λεκανάκι με νερό κι ένα καθαρό πανί, που κάθεσαι και κοιτάς σαν τον αποσβολωμένο».

Έτρεξε αυτός προς την κουζίνα, αλλά μπροστά στην πόρτα κοντοστάθηκε, τους άκουγε μέσα που μιλούσαν και φοβότανε να μπει και να τους διακόψει.

«Τι θες να πεις μωρέ για το Λουκά; Από πότε έγινες άνθρωπος για να μπορείς να τον προστατεύεις όπως μας λες; Ας ήσουνα ικανός να τον βρεις και τότε θα βλέπαμε τα κουράγια σου να κρύψεις τον ξάδελφό σου. Μόνο άσε τώρα τον Λουκά ήσυχο εκεί που κάθεται. Το κορίτσι πες μου τι σου έφταιξε;».

Δεν φώναζε ο παππούς, σιγανά μιλούσε, μα είχε τόσο θυμό η φωνή του που ο Νικολής περίμενε ν’ ακούσει και την ξανάστροφη που θα του γύρναγε στα μούτρα του Μανόλη, όπως όταν ήταν μικρός.

«Εσύ να μου πεις τι μου έφταιξε! Τι δουλειά έχει να τριγυρνάει με το συμμοριτάκι του Δράκου, που αν το πιάσω στα χέρια μου θα το ξεκοιλιάσω!»

«Για το Μιχαλιό λες μωρέ; Τι σου ‘φταιξε τ’ ορφανό;»

«Να σου πω εγώ τι κουμάσι είναι τ’ ορφανό! Ακούστηκε πως τριγυρνάει στα βουνά και βοηθάει τους συμμορίτες. Γι’ αυτό σου λέω. Κι όσο για την εγγόνα σου την παραχαϊδεμένη, δεν ξέρω τι σκαρώνει, μα πού θα μου πάει, θα το μάθω. Κι αλίμονο τους αν την έχουν μπλέξει σε τίποτα ιστορίες. Ούτε η ίδια η μάνα του δεν θα τον γνωρίζει τον φταίχτη όταν θα έχω τελειώσει μαζί του…».

Για λίγο δεν ακουγόταν παρά οι βαριές τους ανάσες. Τόλμησε τότε ο Νικολής να μπει μέσα για να πάρει το λεκανάκι με το νερό κι έψαχνε βιαστικά στο ντουλάπι με τα πανιά να βρει τι θα πήγαινε στη μάνα του.

«Τι κάνεις εσύ εδώ;» άκουσε πίσω του τη φωνή του μεγάλου κι τινάχτηκε.

«Μου είπε η μάνα να πάρω αυτά... Για να καθαρίσει τη Μάχη μας… Από τα αίματα».

Τον έτρεμε τον αδελφό του τον μεγάλο, κι ας ήταν πια ολόκληρο παλικάρι κι αυτός.

Έφευγε προσεκτικά για να μην χύσει το νερό, αλλά κοντοστάθηκε πάλι στην πόρτα όπως άκουσε τον παππού να λέει:

«Στο κορίτσι χέρι δεν θα ξαναπλώσεις γιατί θα στο κόψω απ’ τη ρίζα. Εμάς το σόι μας δεν έβγαλε φονιάδες για να σε έχω να απειλείς ότι θα σφάξεις ανήλικα και να σακατεύεις την αδελφή σου στο ξύλο…»

Αυτά μπόρεσε ν’ ακούσει ο Νικολής, γιατί μετά τον κατάλαβε ο μεγάλος ότι στεκόταν και κρυφάκουγε, έριξε μια κλωτσιά στην πόρτα να την κλείσει και, από τον βρόντο και το ξάφνιασμα, κόντεψε να του πέσει του Νικολή το λεκανάκι απ’ τα χέρια.

«Τι έγινες μωρέ αφορεσμένο τόσες ώρες; Στην κουζίνα σ’ έστειλα, δεν σ’ έστειλα στη μαδάρα…»

Πάλευε ακόμα η μάνα να ηρεμήσει το κορίτσι της που έκλαιγε απαρηγόρητα. Βγήκε μετά απ’ την κάμαρα να πάει να της φέρει καθαρή νυχτικιά και τότε την πλησίασε ο Νικολής και ίσα που πρόλαβε να της ψιθυρίσει στ’ αυτί:

«Πρόσεχε. Θα σας σκοτώσει λέει ο Μανόλης…»

Άνοιξε δυο μάτια τεράστια η Μάχη και κόπηκε μαχαίρι το κλάμα.

Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε κι ας πόναγε όλο της το κορμί απ’ το ξύλο. Περίμενε μόνο να κοιμηθούν οι άλλοι, να ησυχάσει το σπίτι. Ήταν ακόμα σκοτάδι βαθύ όταν άνοιξε σιγά-σιγά την πόρτα και πήρε τους δρόμους. Την άκουσε η Πολύμνια να φεύγει και είπε να την πάρει από πίσω, αλλά δεν την κρατάγανε τα πόδια της, σα να ‘χαν γίνει από ζυμάρι, πήγαινε να σταθεί όρθια και σωριαζόταν πάλι στο κρεβάτι, ξέπνοη. Χρόνια της φάνηκε πως πέρασαν μέχρι να ακούσει πάλι την πόρτα να ανοίγει και τη Μάχη να έρχεται και να χώνεται στο κρεβάτι της.

«Δόξα σοι, Κύριε» σταυροκοπήθηκε, μα το πλάκωμα απ’ την καρδιά της δεν έφευγε, τουναντίον. Αργότερα - ξημέρωνε πια - πλησίασε νυχοπατώντας το κρεβάτι της Μάχης. Ξεσκέπασε το πρόσωπό της απ’ την μπατανία που ήταν κουκουλωμένη και το κοίταξε στο λίγο φως που έμπαινε απ’ το παράθυρο. Είδε τα ξεραμένα αίματα, κάθισε λίγο κι άκουγε την ανήσυχη αναπνοή της κι έπειτα έσκυψε και τη φίλησε – «Μη φεύγεις μονάκριβή μου μέσα στη νύχτα, γιατί δεν ξέρω πού να έρθω να σε βρω για να σε φέρω πίσω».

Ούτε ο Μανόλης κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Είχε βάλει από μέρες ένα κρεβάτι στο παράσπιτο, να πηγαίνει να κοιμάται και να μην τον βλέπει κανείς πότε φεύγει και πότε έρχεται. Εκεί πήγε και κλείστηκε μετά από τον καυγά με τον παππού του. Δεν είδε, λοιπόν, τη Μάχη να φεύγει. Την άκουσε όμως να έρχεται. Είχε πλαντάξει στο παράσπιτο και βγήκε να ρουφήξει λίγο κρύο αέρα, να καθαρίσουν τα πνευμόνια του απ’ το τσιγάρο. Ακούμπαγε στο μπεντενάκι και κοίταζε προς το χωριό όταν την είδε να ανεβαίνει τρέχοντας την ανηφόρα κι άκουσε την αυλόπορτα ν’ ανοίγει. Το ένστικτο του κυνηγού του έλεγε ότι, με δυο χαστούκια ακόμα, θα μάθαινε ό,τι ήθελε, δεν θ’ άντεχε η Μάχη να μην μιλήσει, όλα θα τα ‘λεγε, πού πήγε μες στη νύχτα, τι έκανε, ποιον είδε. Το διαισθανότανε - μια γνώση υποσυνείδητη, αδιάψευστη – πως ένα βήμα να έκανε κι όλα θα παίρνανε το δρόμο τους. Αμετάκλητα. Και δε σάλεψε απ’ τη θέση του. Οργή φονική γι’ αυτούς που τού ‘κλεβαν τη Μάχη αλλά, συνάμα, θλίψη, φόβος, λαχτάρα γι’ αυτό το πλάσμα το πολυαγαπημένο που ήταν η ζωή του όλη. Όλα μαζί είχαν γίνει ένας κόμπος να του κλείνει το λαιμό και ένιωθε πως ήτανε τα πόδια του καρφωμένα στο χώμα.

Ξημέρωνε πια όταν πλάγιασε να κοιμηθεί. Άκουγε τα περιστέρια να φτεροκοπάνε έξω από το παράσπιτο και βασίλευαν τα μάτια του έτσι όπως έβλεπε στον τοίχο τις σκιές τους να περνάνε βιαστικά. Λίγο πριν παραδοθεί στον ύπνο, ένα πιο κοντινό φτεροκόπημα τον έκανε να στρέψει το βλέμμα προς στο παράθυρο κι από εκεί στην καρέκλα που είχε απλωμένη τη στολή του. Τινάχτηκε όρθιος, ντύθηκε βιαστικά και βγήκε τρέχοντας απ’ το σπίτι, άνιφτος.

Λίγες μέρες μόνο του πήρε. Αυτή τη φορά ρώτησε τους σωστούς ανθρώπους – έχθρες αρχαίες με τους Δρακάκηδες - στρίμωξε και κάποιους άλλους και έμαθε πολλά, τόσα που πέτρωσε η καρδιά του. Σαν το ζαρκάδι ξέφευγε η Μάχη, μα εκείνος δεν θα άφηνε να του να του την πάρουν. Καλύτερα να τη σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια και μαζί της να ξεκάνει και τους φταίχτες.


Rimpianto


Δεν καταλάβαινε από εμφύλιο η Πολύμνια. «Δεν είναι πράγματα του Θεού αυτά. Αδέρφια να σκοτώνουνε αδέλφια» σκεφτότανε κι έκλεινε αυτιά και μάτια στο χαμό που ο αντίχτυπός του είχε φτάσει πια και στον τόπο τους, κάμποσα παλικάρια απ’ το χωριό είχαν ανέβει στα βουνά. Το σπίτι της την ένοιαζε εκείνη, όμως κι εκεί είχε χαθεί η γαλήνη. Μέρα δεν πέρναγε που να μην την ταράξει ο γιος της ο Μανόλης και το κορίτσι δεν το άφηνε πια σε ησυχία, όλο κλαμένη ήταν η Μάχη, τα μάτια της δεν στεγνώνανε.

«Τι έχεις παιδί μου; Τι σου κάνανε;». Μα έφευγε εκείνη αμίλητη – η Μάχη που όλα τα χρόνια της κελάηδαγε σαν το πουλάκι! Όμως η Πολύμνια το ένιωθε πως ο Μανόλης σήκωνε χέρι επάνω της και έτρεμε μην το καταλάβει ο πεθερός της και ξαναρχίσουν οι ιστορίες μεταξύ τους.

Όλος ο κόσμος άρχιζε και τέλειωνε στην αυλή της Πολύμνιας. Ο πόλεμος έμενε απ’ έξω, τα βουνά ήταν ψηλά, τον χώραγαν και περίσσευαν, αυτή έδωσε τον άντρα της στον άλλο πόλεμο, ετούτο τον καινούργιο δεν είχε λόγο να τον βάλει στο σπίτι της. Μέχρι και η χωροφυλακίστικη στολή του γιου της την τρόμαζε, κρύο πράγμα, τον έβλεπε να μπαίνει στο σπίτι και τον ξεμνίστευε κρυφά - «Μη φέρεις εσύ παιδί μου τον πόλεμο στην αυλή μας». Την κοίταζε ο γιος της κι εκείνη αποτραβούσε το βλέμμα. Κι έπειτα ένιωθε άσχημα, δεν ήξερε πώς να το εξηγήσει που αλάφρωνε η καρδιά της κάθε που έφευγε ο μεγάλος απ’ το σπίτι. Ν’ αποδιώχνει το ίδιο το παιδί της; Μεγάλη αμαρτία. «Συγχώρησε με Παναγιά μου τη δούλη σου και μη με τιμωρήσεις» έλεγε και σταυροκοπιότανε.

Έπειτα άρχισαν τα όνειρα. Έβλεπε τη Μάχη της νυφούλα και, ξαφνικά, γινόταν ολόμαυρο το φουστάνι της και η μικρή νυφούλα σωριαζότανε στο χώμα. Άλλοτε πάλι έβλεπε ότι γύρναγε ο άντρας της απ’ το μέτωπο. Νεκρός. Κι εκείνη τον περίμενε στο νυφικό κρεβάτι. Κυλιόντουσαν ξετρελαμένοι απ’ τον πόθο στο στρώμα κι απέξω έπαιζαν τα όργανα και γλένταγαν οι καλεσμένοι το γάμο που τελούσαν στην κλειστή κάμαρα, αυτή κι ο πεθαμένος της άντρας.

Το επόμενο σημάδι ήταν ο μεγάλος. Δεν κούναγε πια απ’ το σπίτι, σαν το θεριό τριγύρναγε, δεν τον χωρούσε ο τόπος. Μέχρι κι ο Νικολής φαινότανε αναστατωμένος, αλλά κι αυτού κουβέντα δεν του έπαιρνες.

Τότε έπεσε στο κρεβάτι κι ο πεθερός της, πνευμονία λέγανε ήταν κι ήθελε πολύ φροντίδα για να μην τον χάσουνε κι αυτόν, το στήριγμά τους. Έτσι, σταμάτησε η Πολύμνια να προσέχει τα σημάδια κι ανασκουμπώθηκε να φροντίσει τον γέροντα. Μα οι ώρες της μοναξιάς ήταν πολλές και τότε ένιωθε ένα κρύο στην ψυχή της, την έπνιγε ο τόπος, σαν να ‘χε λιγοστέψει το σπίτι, να είχαν μικρύνει τα ντουβάρια και να κλείνανε γύρω της, σαν τάφος της φαινότανε η κάμαρα.

Δεν το κατάλαβε πώς το ‘σκασε εκείνο το πρωί η Μάχη, της είχε πει να προσέχει τον παππού της μέχρι να πάει στη γειτονιά να βρει οινόπνευμα για τις εντριβές που είχε συστήσει ο γιατρός. Γυρνούσε στο σπίτι με το οινόπνευμα και είδε από μακριά τον μεγάλο, χωρίς στολή, να αγναντεύει το μονοπάτι για το βουνό. Δεν της άρεσε η όψη του. Σαν τον κυνηγό που παραμονεύει το θήραμα της φάνηκε.

«Μανόλη!» του φώναξε.

Μιλιά αυτός.

«Μανόλη παιδί μου, δεν δουλεύεις σήμερα; Να πας καλό μου τότε να πάρεις τα φάρμακα του παππού σου γιατί τελειώνουνε…»

Δεν είχε αποσώσει τη φράση της και τον είδε να γυρνάει βολίδα προς το δρόμο, σαν αστραπή πέρασε από μπροστά της, μέχρι ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια της είχε χαθεί.

«Παρθένα μου κακοσημαδιές!» σκέφτηκε και δεν την κρατούσαν τα πόδια της να πάει στο σπίτι.

«Μάχη!» φώναξε την κόρη της απ’ την πόρτα, μα έπειτα θυμήθηκε ότι είχε φύγει κι η Μάχη και τότε το ένιωσε πως είχε γίνει το κακό – ποιο κακό; Δεν ήξερε να πει. Ήξερε μόνο πως είχαν βγει αληθινοί οι φόβοι της, πως κλείνανε τα ντουβάρια του σπιτιού για να τους θάψουν όλους μέσα.

Ξέχασε τον γέροντα κι έκατσε απελπισμένη στο μπεντενάκι της αυλής. Σκούπιζε το πρωί κι είχε ξεχάσει τη σκούπα κάτω απ’ την καρυδιά. Πήγε να την μαζέψει και, έτσι όπως έσκυψε, ήρθε η καρδιά της στα μάτια της και κύλησε από ‘κει στο χώμα, «Παρθένα μου!».

Πόσες ώρες πέρασαν; Εκεί που βρισκότανε η Πολύμνια δεν υπήρχε χρόνος για να τον μετράει. Είδε την κόρη της να μπαίνει, φορούσε μαύρο φουστάνι η Μάχη, σκισμένο, ματωμένο μαύρο φουστάνι και σκέφτηκε πως έβλεπε πάλι όνειρο, πως τώρα θα σωριαζότανε στη γη η Μάχη όπως τις άλλες φορές.

Κι έπειτα της φάνηκε πως γέμισε η αυλή κόσμο. Πως είχαν έρθει να κηδέψουνε κάποιον – τη Μάχη, την Πολύμνια;

Κάτι της έλεγε ο Νικολής, ήταν και η Αγγέλα μαζί του, κάτι της λέγανε, πως αγαπούσε η Μάχη έναν αντάρτη που σκοτώθηκε – ποιος τον σκότωσε; Ο Μανόλης; - μα νόμιζε πως τα άκουγε κι αυτά στο όνειρο.

«Πρέπει να βρω το Μανόλη» έλεγε ο Νικολής. «Να του πω να κρυφτεί μην τον σκοτώσουνε κι εκείνον». Τελείωνε τη φράση και άντε πάλι απ’ την αρχή, «να βρω το Μανόλη», μα σα να είχαν καρφωθεί τα πόδια του στη γη και δεν μπορούσε να σαλέψει.

Ένα κουβάρι κι η Μάχη στο χώμα, να σκίζει την καρδιά ο θρήνος της. Κι έπειτα πήδηξε σαν το ελάφι, δεν την προλάβανε και βγήκε στην πίσω αυλή.

«Νικολή!» ξεφώνισε η Αγγέλα – η Πολύμνια να την κοιτάζει – «Νικολή, τρέχα, η Μάχη θα πέσει στο πηγάδι να πνιγεί».

Πώς το μαζέψανε το κορίτσι της, πώς το σηκώσανε και το βάλανε στο παράσπιτο - «ζεις παιδί μου; Ζεις μονάκριβή μου;» - νόμιζε πως συνεχιζόταν το όνειρο, στο όνειρο ήταν και τα χέρια της που τα ‘βλεπε γεμάτα αίματα.

Την τράνταξε ο Νικολής.

«Ξύπνα μάνα! Σύνελθε! Δεν προλαβαίνουμε! Ο άλλος τριγυρνάει στα βουνά και θα τον φάνε!»

Ξέσπασε τότε η Πολύμνια.

«Τρισκατάρατε! Που μάγεψες το κορίτσι μου κι έκανες το παιδί μου φονιά! Που να σαπίσεις άθαφτος! Που να σου φάνε τα μάτια τα όρνια!».

Έτσι τα είχε καταλάβει, ότι ήταν κάποιος ξένος, τρισκατάρατος, αυτός που έφερε τον πόλεμο στο σπίτι της. Και τον καταράστηκε από τα βάθη της καρδιάς της.

Η Αγγέλα έτρεξε να φέρει ρούχα καθαρά, στρωσίδια και νερό να πλύνουνε τη Μάχη. Σαν κούκλα άψυχη την καθαρίσανε, την ντύσανε και την βάλανε στο κρεβάτι. Και έτσι όπως την ακουμπήσανε, βρέθηκε το κεφάλι της πλάι στην καρέκλα που ήταν απλωμένη η χωροφυλακίστικη στολή του Μανόλη. Ρίγησε ολόκορμη και πάλεψε να ξεφύγει απ’ τα χέρια που την κρατούσαν.

«Θα τον σκοτώσω Μιχαλιό! Σ’ ορκίζομαι να τον σκοτώσω!». Σαν κρώξιμο ετοιμοθάνατου πουλιού ακούστηκε η φωνή της πριν σωριαστεί λιπόθυμη, μισή στην αγκαλιά της μάνας της και μισή στο κρεβάτι του Μανόλη.

Είχε νυχτώσει πια όταν θυμήθηκε η Πολύμνια τον γέροντα που χαροπάλευε. Μπήκε στις μύτες των ποδιών και τον είδε να ‘χει τα μάτια και το στόμα ανοιχτό.

«Παρθένα μου, μη μας το φυλάς κι αυτό» κι έσκυψε για ν’ ακούσει την αναπνοή του. Σιγανή σαν του πουλιού ήτανε, μα ανάπνεε ακόμα.

«Πατέρα» του ψιθύρισε κοντά στ’ αυτί.

«Μάχη! Πού είναι η Μάχη;». Όλη του την ψυχή έβαλε ο γέροντας για να φωνάξει την εγγονή του. Έσκυψε να του φτιάξει τα σκεπάσματα και τότε άκουσε την αντάρα έξω απ’ το σπίτι, φωνές, τρεχαλητά. Πετάχτηκε σαν την τρελή στο δρόμο και είδε μακριά τις φλόγες.

«Το μοναστήρι καίγεται!».

Έδεσε τα χέρια της στο στήθος και παραδόθηκε – «Αυτό ήταν, τελειώσαμε, ένας-ένας τώρα θα πηγαίνουμε γραμμή στον τάφο».

Έτσι την βρήκε ο Νικολής και δεν τολμούσε να της πει ότι δεν ξέρανε τι έγινε ο Μανόλης, ήταν στη μάχη, δεν ήτανε, ζει, πέθανε;

Πέρασε καιρός μέχρι να πάρουν νέα του. Καλά ήταν, λέει, μα δεν θα γύρναγε ακόμα στο χωριό, γιατί έμαθε ότι τον περιμένανε να τον σκοτώσουν. Θα ξεκαθάριζαν, λέει, πρώτα τον τόπο και μετά θα γύρναγε να περιλάβει και την αδελφή του την πουτάνα.

«Μονάχα αν περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου θα ξαναγγίξεις το κορίτσι» του παράγγειλε η Πολύμνια και τον περίμενε.

Και πήρε εκείνη το τιμόνι του σπιτιού στα χέρια της κι ας ήταν άπραγη σ’ αυτά με όλα τα χρόνια που έζησε κάτω απ’ τη σκέπη του άντρα της και ύστερα του πεθερού της.

Στον πεθερό της είπε πως έστειλε τη Μάχη στην αδελφή της στην Αθήνα μέχρι να ησυχάσουν τα πράγματα. Γέμισε στρατιώτες ο τόπος, του είπε, και φοβόταν να κρατήσει το κορίτσι στο χωριό. Την πίστεψε, δεν την πίστεψε; Πάνω από μήνα χαροπάλευε για να μπορέσει να της το πει. Κι έπειτα έβγαινε σιγά-σιγά απ’ το σπίτι, καθόταν στην καρέκλα του κάτω απ’ την καρυδιά – μήνες τού πήρε μέχρι να το κάνει κι αυτό – και στην πίσω αυλή δεν πλησίαζε. Έτσι, δεν είχε το φόβο του η Πολύμνια, μην πάει, δηλαδή, να μπει στο παράσπιτο και καταλάβει.

Το κορίτσι ήταν ο πόνος ο αβάσταχτος. Αμίλητη, κουβαριασμένη στο στρώμα, άφηνε η Μάχη να τη φροντίζουν σα να ‘ταν ξένο το κορμί της. Και τα μάτια της, ορθάνοιχτα μέρα και νύχτα, να μη κοιτάζουνε κανέναν τους και τίποτα απ’ τα δικά τους. Κάνανε βάρδιες με το Νικολή και την Αγγέλα, μην την αφήσουν μόνη της, την τρόμαζε την Πολύμνια εκείνο το βλέμμα, έτρεμε τι της έδειχνε της Μάχης η ψυχή της, ποιοι δρόμοι την καλούσαν.

Έπειτα άρχισε να παραμορφώνεται το λιγνό κορμάκι. Το έβλεπε η Πολύμνια και δεν ήθελε να το πιστέψει.

«Πες μου μωρή» τη ρώταγε και την κοίταζε η Μάχη αμίλητη, μ’ εκείνο το βλέμμα το απόμακρο. Μα πέρναγε ο καιρός και τα σημάδια ήταν αδιάψευστα, ούτε απ’ το Νικολή μπορούσε πια να το κρύψει, ούτε από την Αγγέλα.

«Και τώρα;» τη ρώτησε μια μέρα ο Νικολής. «Πώς θα την κρύψουμε τη γκαστριά και τι θα λέμε, που θα πέσουν όλοι επάνω μας να μας φάνε ζωντανούς;»

«Θεέ μου πάρε με, να μην το ζήσω κι αυτό» έλεγε η Πολύμνια.

Κι άξαφνα, μια μέρα, έτσι όπως κοίταζε το κορίτσι, κουβαριασμένο κι αμίλητο με ορθάνοιχτα πάντα τα γαλάζια του μάτια, σάλεψε ο νους της κι άρχισε να το κτυπάει, να το κτυπάει αλύπητα. Έτρεξε μετά, πήρε ένα ψαλίδι και της κούρεψε σύρριζα τα μαλλιά, εκείνα τα μαλλιά τα μοσχομυριστά, τις μαύρες πλεξούδες της κόρης της. Κι έπειτα έπεσε στα γόνατα, χάιδευε και φιλούσε το κορμί το λατρεμένο κι έκλαιγε μέχρι να βγει η ψυχή της.

Την άλλη μέρα, έβαλε τη μαντίλα της και πήρε την κατηφόρα - δεν είχε βγει απ’ το σπίτι απ’ όταν έγιναν τα γεγονότα. Στάθηκε έξω απ’ την πόρτα της Αθηνάς και τη φώναξε.

«Στο Θεό και στα χέρια σου ξαδέλφη» της είπε. «Άλλον δεν έχω να πάω να προσπέσω».

«Έλα μέσα. Μη στεκόμαστε στο δρόμο και μας βλέπουν».

Τράβηξε η Πολύμνια τη μαντίλα, σήκωσε τα μάτια κι έμεινε άναυδη. Ποια είναι αυτή η ξένη που της μιλάει; Τι έγινε η Αθηνά;

«Έλα, μη στέκεσαι. Δεν με γνώρισες κακορίζικη κι εσύ. Σάματις γνωρίζω κι εγώ τον εαυτό μου;»

«Τι σου κάνανε ξαδέλφη;»

«Μέρες με πιλατεύανε κι ακόμα δεν μ’ έχουν αφήσει σε χλωρό κλαρί. Τρέμω να βγω απ’ το σπίτι μου μην γυρίσω και δεν το βρω ούτε αυτό. Μα καλά, δεν πήρες είδηση τι έγινε;»

Έσκυψε το κεφάλι η Πολύμνια.

«Είναι καιρός που είμαι κλεισμένη μέσα και νέα δεν μου λέει κανείς…»

«Ναι, ξέρω» είπε η Αθηνά. «Ξέρω τι τραβάς κι εσύ με το γιο σου. Ποιος θα μας το ‘λεγε, όμως, κακορίζικη! Ποιος θα μας το ‘λεγε! Μαζί τα μεγαλώσαμε τα παιδιά μας και τώρα να κυνηγάει το ένα να σκοτώσει τ’ άλλο».

Άνοιξε η Πολύμνια δυο μάτια πελώρια.

«Τα παιδιά μας; Ο Μανόλης μου κι ο Λουκάς σου;»

«Και το Μιχαλιό. Χάθηκε και το Μιχαλιό μετά απ’ το φονικό στο μοναστήρι. Το σκότωσε κι αυτό ο Μανόλης; Σκοτώθηκε μετά, στη μάχη; Κανείς δεν ξέρει να μου πει…»

«Ο Μανόλης; Το Μιχαλιό; Συγχώρα με ξαδέλφη, στα πόδια σου να πέσω να τα φιλήσω. Ο Μανόλης μου σε κατάντησε έτσι;»

«Έλα, άσε τα τώρα αυτά». Κι όπως την είδε ν’ ασπρίζει σαν το χαρτί και να ‘ναι έτοιμη να σωριαστεί, την πήρε απ’ το χέρι και την κάθισε σε μια καρέκλα.

«Πού να το φανταστώ ότι δεν ήξερες τίποτα; Εδώ χαλάει ο κόσμος. Περίμενε. Ένα ποτήρι νερό να σου φέρω…»

Άπλωσε η Πολύμνια το χέρι ν’ αρπάξει το φουστάνι της, να την κρατήσει. Κι έτσι όπως έγειρε, έμεινε κιόλας. Όταν συνήλθε, της έβρεχε η Αθηνά με κρύα πανιά το μέτωπο και της έτριβε με ξύδι τα χέρια.

«Είσαι καλύτερα τώρα;» της είπε όταν την είδε ν’ ανοίγει τα μάτια. «Έλα κυρά μου, κουράγιο πρέπει να κάνεις, έτσι όπως κάνουμε όλοι μας. Μετά, όταν κοπάσει η καταιγίδα, θα ‘χουμε όλον τον καιρό να καταλάβουμε και να συγχωρέσουμε αν είναι μπορετό. Έλα και θέλω να σου μιλήσω για το κορίτσι. Δεν έχουμε καιρό, πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε. Γι’ αυτό δεν ήρθες να με βρεις; Το ήξερα, θα ‘ρχόμουνα κι εγώ να σου μιλήσω μα δεν τόλμαγα. Είχα και τα δικά μου. Κομμάτια μου τον στείλανε πίσω τον άντρα μου και τώρα είναι στου αδελφού του μέχρι να συνεφέρει. Κοντέψανε να τον σκοτώσουνε για του πάρουν λόγια. Και τι να τους πει ο κακορίζικος που τίποτα δεν ήξερε; Γι’ αυτό σου λέω. Χίλιες φωτιές έχουν ανάψει και ποια να πρωτοσβήσω. Μα το ζήτημα του κοριτσιού βιάζει. Δεν μπορεί να μείνει άλλο εδώ, πρέπει να τη διώξουμε. Μέχρι να γεννήσει και μετά βλέπουμε…»

«Ξέρεις για τη Μάχη;!…». Δεν πίστευε στ’ αυτιά της η Πολύμνια.

«Όλα τα ξέρω».

«Εσύ λοιπόν… Το κορίτσι μου… Τι ήξερε απ’ αυτά το κορίτσι μου;…».

Άνοιγαν, γίνονταν πελώρια τα μάτια της, δυο μάτια που φλεγόντουσαν όλο της πρόσωπο, ξύπναγε βίαια η Πολύμνια.

«Κι εγώ που ήρθα να σου ζητήσω να με βοηθήσεις… Η σκύλα! Που κοιμόμουνα κι ονειρευόμουνα και δεν έβλεπα τι έφτιαχνες στο παιδί μου. Απ’ το Θεό να το βρεις! Να σε κάψει ο Θεός έτσι όπως μ’ έκαψες εσύ εμένα!»

Δεν έβλεπε πού πατούσε κι έπεσε δυο φορές μέχρι να φτάσει στο σπίτι της. Και έτσι όπως μπήκε στην αυλή με το μυαλό της θολωμένο, δεν είδε το Μανόλη που στεκότανε στην πόρτα της κουζίνας και κάπνιζε και πήγε κι έπεσε επάνω του.

«Παρθένα μου!» ξεφώνισε κι έφερε έπειτα τα χέρια της στο πρόσωπο και τράβαγε τα μάγουλά της. «Άγιοί μου Πάντες!».

«Άσε ήσυχους τους αγίους κι έλα να σου μιλήσω. Την κόρη σου θα την παντρέψω μ’ ένα συνάδελφό μου απ’ τη Χωροφυλακή. Καλό παιδί είναι, μα και να μην ήτανε πάλι θα του την έδινα. Λαμιώτης είναι και έφυγε σε λίγους μήνες με μετάθεση για την πατρίδα του. Να γκρεμιστεί κι αυτή να φύγει απ’ το σπίτι. Να μην τη βλέπω και μου ανεβεί καμιά ώρα το αίμα στο κεφάλι να την πιάσω και να τη σφάξω σαν το τραγί. Αυτό αποφάσισα κι αυτό θα γίνει κι άλλη κουβέντα δεν έχει. Πήγαινε τώρα να της το πεις, γιατί εμένα δεν μου ανοίγει. Κλειδώθηκε και κάνει πως δεν μ’ ακούει».

Έστρεψε η Πολύμνια τα μάτια για βοήθεια – πώς να του πει για τα καινούργια; Μα ο Νικολής έλειπε και ο γέρος ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του, του είχε ανέβει πάλι ο πυρετός αποβραδίς, φοβόταν και γι’ αυτόν, για όλους φοβόταν, σήκωσε το κεφάλι, τράβηξε τη μαντίλα της σα να τραβούσε μαχαίρι κι έμπηξε τις φωνές:

«Να φύγεις απ’ το σπίτι μου φονιά! Να φύγεις, δεν σε θέλω. Ακούς τι σου λέω;» κι όρμησε επάνω του να του βγάλει τα μάτια. Της άρπαξε αυτός το χέρι και την κράτησε ακίνητη.

«Τι έπαθες; Τι είναι; Τι μου κρύβεις; Μίλα, τ’ αποθαμένα σου, γιατί θα σε σκοτώσω να γίνω για τα καλά φονιάς. Μίλα!»

«Πολύμνια» ακούστηκε αδύναμη η φωνή του πεθερού της στην ησυχία που ακολούθησε. Τράβηξε ο Μανόλης το χέρι του και της έκανε νεύμα με το κεφάλι, «πήγαινε».

Έμεινε ώρες με τον γέροντα, δεν ήταν καλά, έβγαινε σφυριχτή η ανάσα του κι έκαιγε πάλι απ’ τον πυρετό. Του δρόσιζε η Πολύμνια το κεφάλι κι έκλαιγε, «μην μου φύγεις κι εσύ και τι θα κάμω», χίλια κομμάτια η καρδιά της.

Βραδιασμένα βγήκε απ’ την κάμαρα και μπήκε στην κουζίνα να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπό της. Εκεί τους είδε και τους δυο να κάθονται και νόμιζε πως τη γέλαγαν τα μάτια της.

«Νικολή! Πότε ήρθες;» γύρισε κι είπε στον μικρό.

«Μη φοβάσαι μάνα. Του τα ‘πα, όλα του τα ‘πα και χέρι δεν θ’ απλώσει στη Μάχη μας».

«Αλήθεια λέει μωρέ; Έτσι είπες; Πως δεν θα το πειράξεις το κορίτσι;»

Την κοίταξε εκείνος κι ένιωσε πάλι η Πολύμνια της παγώνει την ψυχή το βλέμμα του – «πώς έβγαλα εγώ τέτοιο τέρας;», πρώτη φορά αποτόλμησε να δώσει όνομα τόσο βαρύ στους φόβους της.

«Μόλις τελειώσουμε με το μούλικο, θα φύγει η κόρη σου και θα πάει στη Λαμία να παντρευτεί. Κι από το σπίτι δεν θα βγει μέχρι τότε. Ούτε ο γέρος θα τη δει. Κανείς! Κλειδωμένη ήθελε να ‘ναι; Ε, δεν θα δει το φως του ήλιου μέχρι να φύγει. Αυτά να πας να της πεις» και στράφηκε προς την πόρτα.

«Τι έχεις στο νου σου να κάνεις; Τι θα το κάνεις το μωρό που θα γεννήσει;» ούρλιαξε αλαφιασμένη η Πολύμνια και άπλωσε το χέρι του ο Νικολής να την αγκαλιάσει και να της κλείσει το στόμα.

Γύρισε θεόρατος ο Μανόλης και τους κοίταξε όπως καθόταν αγκαλιασμένοι, κρατώντας την ανάσα τους. Φωτιές πετάγανε τα μάτια του.

«Για ποιο μωρό μιλάτε; Υπάρχει κανένα μωρό; Η φύτρα του συμμορίτη μόνο υπάρχει κι εσείς μου λέτε να την έχω να ζει;». Και έφυγε βροντώντας πίσω του την πόρτα, κόντεψε να την ξεστελιώσει.

Ξετρελαμένη κοίταζε η Πολύμνια πότε την πόρτα, πότε τον Νικολή. Χαμήλωσε εκείνος το κεφάλι, δεν άντεξε το βλέμμα της.

«Θα δούμε μάνα. Μέχρι τότε θα δούμε τι θα κάνουμε» ψιθύρισε.

Κατάλαβε τότε η Πολύμνια, όλα τα κατάλαβε, τα παρελθόντα και τα μελλούμενα κι ότι ήταν ανήμπορη και να τα διορθώσει, και να τα προλάβει. Βγήκε σκουντουφλώντας απ’ την κουζίνα, έτρεξε στο παράσπιτο κι ακούμπησε ολόκορμη στην κλειδωμένη πόρτα.

«Κόρη μου! Μονάκριβή μου!», από τα φύλλα της καρδιάς της βγήκε ο λυγμός.




Η φυγή


«Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα».

Μήνες ολόκληρους είχε να μιλήσει ο παππούς. Απ’ όταν έφυγε η Μάχη λιγόστεψαν οι κουβέντες του μέχρι που σφάλισε για τα καλά το στόμα του. Πέρναγε ώρες ακίνητος στην καρέκλα του κάτω απ’ την καρυδιά και, όταν κρύωνε ο καιρός, ο τελευταίος ήταν που έμπαινε στο σπίτι, να κάτσει πάλι αμίλητος στο μαγερειό, στο πεζουλάκι πλάι στην πυροστιά. Ήτανε μέρες που ούτε στο κρεβάτι του δεν πήγαινε και τις λιγοστές ανάγκες του έπρεπε να τις προλαβαίνει η μάνα.

«Ικανός είναι να κάτσει να πεθάνει από δίψα για να μη ζητήσει νερό, να το πιει και να ξεδιψάσει» έλεγε καμιά φορά ο Νικολής κι έτσι έδειχνε το θυμό του για τον παππού, το στήριγμά του, που είχε καταντήσει ένα γεροντάκι ανήμπορο.

«Ανεμομαζώματα, διαβολοσκορπίσματα» ακούστηκε πάλι, πιο δυνατή τώρα, η φωνή απ’ το μαγερειό.

«Τι είπες πατέρα;»

Γύρισε και κοίταξε έκπληκτη η Πολύμνια τους γιους της, σαν για να της επιβεβαιώσουν κι εκείνοι ότι άκουσε σωστά, ότι μίλησε ο πεθερός της. Ο Νικολής της αντιγύρισε το βλέμμα, έκπληκτος κι αυτός. Ο Μανόλης, γονατιστός στο πάτωμα, πάλευε από ώρα να δέσει μια καρέκλα ξεχαρβαλωμένη. Δεν σάλεψε ούτε το βλέφαρό του, αλλά η ένταση που ανάδινε το σώμα του, από τις τρίχες του κεφαλιού μέχρι τις άκρες των ποδιών του, τους διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.

«Τι χολοσκάς που έχασες τα κτήματα; Την προίκισες τη Μάχη, δεν την προίκισες; Ποια άλλη είχε τέτοια προίκα να τη δώσει στο γαμπρό;» - αγνώριστη ακουγόταν η φωνή του γέρου μετά από τόσους μήνες. Σηκώθηκε έπειτα απ’ το πεζούλι και πήγε προς την πόρτα. Περπατούσε στητός, σταθερό το βήμα του – άλλο θαύμα και τούτο.

«Αύριο θα βάλω να γκρεμίσουν το παράσπιτο. Κανείς δεν θέλω να ‘ναι εκεί. Μακριά να είσαστε να μη σας πνίξει το αίμα του κοριτσιού».

Και βγήκε απ’ την κουζίνα χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει κανένα τους. Τότε μόνο σηκώθηκε ο Μανόλης. Κάρφωσε στο τραπέζι το μαχαίρι που έκοβε την ψάθα της καρέκλας, με τόση μάνητα, σα να ‘χε το τραπέζι καρδιά που παλλότανε και ήθελε να την αφανίσει.

«Τι ξέρει ο γέρος; Ποιος τού μίλησε;»

«Νύχτες και νύχτες τώρα τριγυρνάει το κορίτσι μου στα όνειρά μου. Τίποτα δεν μου λέει. Με κοιτάζει μόνο και κλαίει» είπε η Πολύμνια και σφούγγισε τα μάτια με τη μαντίλα της. «Θα τον ονείρεψε και τον παππού της, ποιος άλλος να του το ‘πε;».

«Κάτι μου κρύβετε εσείς οι δυο και άφησε εσύ τα όνειρα και τις αηδίες». Γύρναγε αγριεμένο το μάτι του Μανόλη, από τον ένα στην άλλη.

«Ποιος μίλησε; Τι του ‘λεγε η Αγγέλα χθες βράδυ; Ώρες μείνανε μαζί…»

«Θα φύγω για την Αυστραλία» είπε ο Νικολής και μείνανε άφωνοι κι οι δυο απ’ το ξάφνιασμα. «Αυτό του έλεγε η Αγγέλα, μήπως και καταφέρει εκείνος να μου αλλάξει τη γνώμη. Μα εγώ την πήρα την απόφασή μου. Δεν αντέχω άλλο εδώ μέσα. Θα πέσει το σπίτι να μας πλακώσει. Έβγαλα τα χαρτιά μου, σε κανένα σας δεν το ‘χα πει, μα τώρα, έτσι κι αλλιώς, θα το μαθαίνατε. Φεύγω την άλλη βδομάδα. Μια στάση μόνο θα κάνω. Στη Λαμία, να δω την αδελφή μου, να της ζητήσω συγγνώμη κι ας μην με συγχωρέσει».

«Πού θες να πας αγόρι μου και να μου ξενιτευτείς; Που λέγαμε να σας παντρέψουμε με την Αγγέλα, να μπει λίγη χαρά στο σπιτικό μας που θα πέσουν στ’ αλήθεια τα ντουβάρια του να μας πλακώσουν…» έβαλε τα κλάματα η Πολύμνια.

«Με τόσο αίμα που έχυσε αυτός εδώ;» είπε ο Νικολής κι έδειξε τον μεγάλο. «Κανείς μας δεν θα ξαναδεί χαρά σ’ αυτό το σπίτι, αυτό έχω να πω εγώ…»

«Σκασμός, τ’ αποθαμένα σου!» ξέσπασε ο Μανόλης κι άρπαξε το μαχαίρι απ’ το τραπέζι. Πήγε να μπει η Πολύμνια ανάμεσά τους, αλλά δεν πρόλαβε να κάνει βήμα και σωριάστηκε ξέπνοη στο πάτωμα, σαν να τη χτύπησε αστροπελέκι. Πέθανε στο νοσοκομείο που την πήγανε, χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις της, αμίλητη έφυγε και την ίδια μέρα της κηδείας της έβαλε ο παππούς και γκρεμίσανε το παράσπιτο.

Δεν ήρθε η Μάχη στην κηδεία, το κουκουλώσανε όπως-όπως, έγκυος είπαν ότι ήταν κι ότι είχε άσχημη εγκυμοσύνη. Κάνανε και τα σαράντα κι έπειτα έφυγε κι ο Νικολής στην Αυστραλία, στον αδελφό της μάνας του που του ‘χε κάνει την πρόσκληση. Κι απ’ τη Λαμία δεν πέρασε.

Στο χρόνο της Πολύμνιας ήρθε μόνο ο γαμπρός στο σπίτι – κουκουλώσανε πάλι όπως-όπως την απουσία της Μάχης. Έγινε το μνημόσυνο, μίλαγε το χωριό, τότε ακούστηκε για πρώτη φορά πως είχε πεθάνει κι η Μάχη και το κρατούσανε κρυφό για να μην βγούνε και όλα τ’ άλλα στα φόρα. Κανείς δεν μίλαγε καθαρά, ήταν ο φόβος ακόμα να σφαλίζει τα στόματα κι αυτών που ξέρανε τι είχε γίνει, τότε, στο μοναστήρι και τι ακολούθησε μετά από το φονικό.

Τη μέρα που θα ‘φευγε ο γαμπρός για να γυρίσει στη Λαμία, πρωί ήταν, καθότανε κι οι τρεις τους στην αυλή. Ο παππούς στην καρέκλα του κάτω από την καρυδιά, ο γαμπρός κατάχαμα, στο σκαλάκι που έβγαζε στο χωράφι με τις ελιές κι ο Μανόλης στο μπεντενάκι πλάι του. Κανείς δεν μίλαγε.

«Χαραλάμπη, πάω να ντυθώ και μετά θα φύγουμε» είπε σε μια στιγμή ο Μανόλης και μπήκε στο σπίτι να φορέσει τη στολή του – μόνο μια μέρα άδεια είχε πάρει απ’ την υπηρεσία για το μνημόσυνο της μάνας του.

«Κακή χρονιά είχατε φέτος» άρχισε να λέει ο Χαράλαμπος στον παππού. «Ούτε τα έξοδά σας δεν βγάλατε, έτσι μου είπε ο Μανόλης».

Δεν αποκρίθηκε ο παππούς, σα να μην άκουγε κιόλας με το κεφάλι γερτό και το βλέμμα στυλωμένο στο χώμα

«Δουλεύει πολύ ο Μανόλης» ξαναπροσπάθησε ν’ ανοίξει κουβέντα ο Χαράλαμπος. «Δεν τα καταφέρατε όμως να πάρετε πίσω τα κτήματα, ε; Μυστήριο πράγμα! Όλο το χωριό να ‘χει βεντέμα κι εσείς να πουλάτε χωράφια για να πληρώσετε τα χρέη. Πέθανε κι η κυρα-Πολύμνια βέβαια, έφυγε κι ο Νικολής … Αλλά και πάλι …»

«Αν πάθει τίποτα το κορίτσι, να το ξέρεις, θα σηκωθώ εγώ και θα ‘ρθω στην άκρη του κόσμου να σε βρω, να σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια».

Δεν σάλεψε απ’ τη θέση του ο παππούς, δεν γύρισε το βλέμμα να κοιτάξει το Χαράλαμπο που είχε απομείνει άναυδος, με το στόμα ανοιχτό, σα να ήθελε ακόμα να τελειώσει την αρχινισμένη κουβέντα. Τι λέει τούτος ο γέρος; Πού ζει; «Αν πάθει τίποτα το κορίτσι»! Τι παραπάνω να πάθει, δηλαδή, που απ’ όταν την πήρε έμοιαζε πιο πολύ νεκρή παρά ζωντανή; Όμορφη ήταν, πεντάμορφη, κανείς δεν λέει όχι. Κι όταν την πρωτογύρεψε απ’ τον αδελφό της, με τα ρούχα που φορούσε θα την έπαιρνε, τι προίκα να ζητήσει για τη νεράιδα; Μα τότε του έπεφτε λίγος του Μανόλη, κι ο βασιλιάς ο ίδιος να του τη ζήταγε, πάλι λίγος θα του έπεφτε του Μανόλη για τη χαϊδεμένη τους, κοντέψανε να τσακωθούν άσχημα για τα λόγια που του είπε, που τον περιγέλασε σα να ‘ταν κανένας κακομοίρης. Έφυγε μετά για τη Λαμία κι εκεί ήρθε και τον ξαναβρήκε ο Μανόλης, το βάρος της Μάχης σε χρυσάφι του ‘ταξε για να την πάρει γυναίκα του και να καλύψουν τις πομπές τους. Και τώρα, που πάνε να του φάνε την προίκα, να έχει και το γέρο να τον απειλεί;

«Ε, δεν το θέλει ο Θεός ν’ ακούω τέτοια πράγματα, αντί για συγγνώμη…» άρχισε να λέει, μα πάγωσε πάλι η φράση στα χείλια του κάτω απ’ το τρομερό βλέμμα του γέρου.

«Τρελός για δέσιμο είναι αυτός. Θα με βρει κανένα κακό στα καλά καθούμενα» είπε στον εαυτό του και σηκώθηκε να μπει στο σπίτι, να βρει το Μανόλη, να τον πάρει να φύγουνε, να πάνε κάπου και να κουβεντιάσουνε σαν άντρες τα συμφωνημένα.

Στην πόρτα τον πρόλαβε, έβγαινε ήδη ο Μανόλης και, όπως τον είδε ντυμένο με τη στολή του, μαζεύτηκε ο Χαράλαμπος, του κόπηκε η φόρα, από παλιά τον τρόμαζε ο Μανόλης – «πού πήγα κι έμπλεξα με το τρελόσογο;»

«Πάμε στη Χωροφυλακή να δεις και τους άλλους; Να θυμηθούμε τα παλιά;» τον ρώτησε ο Μανόλης και τράβηξε προς την αυλόπορτα, χωρίς να περιμένει απάντηση.

«Μια στιγμή να πάρω τα πράγματά μου, θα φύγω κατευθείαν, δεν θα ξανάρθω από εδώ» είπε ο Χαράλαμπος και, μπαίνοντας στο σπίτι, σκεφτότανε πώς θα τα καταφέρει να ξεμοναχιάσει το Μανόλη, παγίδα του ‘μοιαζε η ιστορία με τους άλλους στη Χωροφυλακή, τι να μιλήσεις και τι να πεις με τόσο κόσμο μπροστά; Επίτηδες να δεις που το έκανε για ν’ αποφύγει την κουβέντα.

Δεν του πήρε πάνω από δυο λεπτά να φτιάξει το σάκο του, βγήκε μετά στην αυλή και δεν βρήκε κανέναν, άδεια η καρέκλα του γέρου κι ο Μανόλης, στη μέση του δρόμου, να καπνίζει και να κοιτάει με βλέμμα ανυπόμονο το σπίτι. Έτρεξε να τον προλάβει - «Κοίτα τον πούστη μαεστρία! Πώς τα κατάφερε πάλι με κάνει να νιώθω παρακατιανός;» - και κατηφόρισαν αμίλητοι το μονοπάτι για το χωριό.

Φτάσανε στην πλατεία και τότε το πήρε απόφαση ο Χαράλαμπος. Πήγε και κάθισε στο μπεντενάκι της εκκλησίας και φώναξε τον Μανόλη που είχε ξεμακρύνει.

«Τι είναι; Τι στρώθηκες στην εκκλησία;»

«Θέλω να μιλήσουμε…»

«Ε, θα μιλήσουμε, μουγκοί θα μείνουμε; Πάμε κι έχω αργήσει…»

Δεν σάλεψε ο Χαράλαμπος κι αναγκάστηκε ο Μανόλης να πάει να κάτσει κι αυτός πλάι του, έτσι κι αλλιώς τέτοια ώρα άδεια ήταν η πλατεία, δεν θα τους έβλεπε κανείς.

«Άκουσε να σου πω Μανόλη» άρχισε ο Χαράλαμπος. Απόφευγε να τον κοιτάξει, σκάλιζε με τη μύτη του παπουτσιού του σχέδια στο χώμα κι ένιωθε τη βαριά ανάσα του άλλου δίπλα του. «Εγώ δεν θα σε πίεζα. Αλλά είναι η μάνα μου που έβαλε χρέος για να παντρέψει την αδελφή μου. Βασιστήκαμε στο λόγο σου κι ανοιχτήκαμε. Τι να της πω τώρα; Βασανισμένη γυναίκα κι αυτή, μόνη της μας μεγάλωσε, τα ξέρεις, τι να στα λέω πάλι; …»

«Αυτό ήθελες να μου πεις και μ’ έβαλες να κάτσουμε σαν τις γυναικούλες έξω απ’ την εκκλησιά;»

Κοκκίνισε το μούτρο του Χαράλαμπου. «Ε, όχι δα! Αυτή τη φορά δεν θα σ’ αφήσω να με κάνεις ό,τι θέλεις» σκέφτηκε καθώς ξυπνούσε μέσα του ο φόβος ο παλιός που, χρόνια τώρα, τον έκανε να μην τολμάει να σηκώσει τη φωνή στο Μανόλη. Κι όσο ξυπνούσε ο φόβος, τόσο φούντωνε και η οργή – «Ποιος είναι αυτός και ποιος είμαι εγώ;».

«Αυτό ήρθα να σου πω και δεν θα φύγω αν δεν μου δώσεις απάντηση» είπε και έτρεμε η φωνή του, ανάκατη η οργή με το φόβο.

Γέλασε ο Μανόλης – γέλιο σκοτεινό, δυσοίωνο.

«Και δεν λυπήθηκες μωρέ κακομοίρη τον κόπο σου να έρθεις μέχρι εδώ για να μου πεις ότι βασίστηκες στο λόγο μου κι ανοίχτηκες; Και τι είμαι εγώ για να τον πάρω πίσω το λόγο μου; Κανένας άτιμος είμαι; Λίγο χρόνο σου ζήτησα μόνο, αυτό είναι όλο. Σε δυο, τρεις μήνες, θα έρθω εγώ ο ίδιος στη Λαμία να σου φέρω τα συμφωνημένα. Μέχρι δεκαράκι. Πάμε τώρα κι άργησα».

Δεν κούνησε απ’ τη θέση του ο Χαράλαμπος.

«Είναι και τ’ άλλο» είπε, αλλά δεν τόλμησε να σηκώσει το βλέμμα να τον κοιτάξει. «Θα πρέπει να τα ξαναδούμε τα συμφωνημένα. Δεν μπορούμε πια να μένουμε στο ίδιο σπίτι με τη μάνα μου. Δεν τα πάει καλά με τη νύφη κι εγώ δεν μπορώ να μπω στη μέση…».

Ο Μανόλης, που νόμιζε την κουβέντα τελειωμένη, είχε ήδη σηκωθεί και στεκόταν δυο βήματα πιο μακριά με γυρισμένη την πλάτη. Και όσο μιλούσε ο Χαραλάμπης έμοιαζε να έχει πετρώσει το σώμα του σ’ αυτή τη στάση. Κι άξαφνα γύρισε μονοκόμματος, έτοιμος να του ριχτεί.

«Τι είπες;» βρόντηξε η φωνή του.

Μάζεψε όλα του τα κουράγια ο Χαράλαμπος.

«Ποιος άλλος θα την έπαιρνε την αδελφή σου στα χάλια που μου την έδωσες; Τι ήθελες να πω στη μάνα μου;» είπε με μια ανάσα και πήρε αυτόματα το κορμί του τη στάση του αγριμιού που το στριμώξανε. Την είδε την κίνηση του Μανόλη που πήγε να πιάσει το περίστροφο κι έπειτα έφερε τα χέρια στο κεφάλι του και το ‘σφιγγε σαν να ήθελε να σταματήσει το αίμα που ανέβηκε να τον πνίξει. Τον είδε έπειτα να παίρνει το μονοπάτι για το χωριό κι έτρεξε πάλι να τον προλάβει, να του μιλήσει, φοβήθηκε να μείνει μόνος του στην ερημιά και να μην ξέρει τι σχεδιάζει ο άλλος.

«Μανόλη!» του φώναξε κι εκείνος σταμάτησε να τον περιμένει.

«Μανόλη» ξανάπε πιο σιγά ο Χαραλάμπης όταν τον έφτασε.

«Προχώρα!» διάταξε ο Μανόλης και ήταν το βλέμμα του κρύο σαν το σίδερο. «Δεν είναι κουβέντες αυτές να τις κάνουμε στη μέση του δρόμου. Θα έρθω στη Λαμία και θα τα πούμε. Κάνε γρήγορα γιατί άργησα».

Και κίνησαν μαζί για τη Χωροφυλακή.

Γύρισε νυχτωμένα ο Μανόλης στο χωριό. Ολοσκότεινο το σπίτι, άδεια η αυλή. Πλησίασε κουρασμένος την καρέκλα του παππού του, αλλά δεν κάθισε, ακούμπησε στο τοιχάκι πλάι της και την κοίταζε, είχε σαραβαλιάσει, μέρες το σκεφτότανε, κάποια στιγμή έπρεπε να του πει να τον αφήσει να την φτιάξει πριν τον ρίξει κάτω και τον σκοτώσει. Όταν ζούσε ακόμα ο πατέρας του, είχε κι αυτός τη θέση του ανάμεσα στους άντρες της οικογένειας. Ο παππούς, ο πατέρας κι ο Μανόλης. Κανείς δεν πήγαινε να καθίσει στις θέσεις τους, ούτε τα μικρά, μόνο στα παιγνίδια τους καθόταν καμαρωτός ο Νικολής στην καρέκλα του παππού, «φέρε μου αυτό, φέρε μου εκείνο», μέχρι που θύμωνε η Μάχη, «είσαι ζαβολιάρης, δεν κάνει έτσι ο παππούς», και τον έπαιρνε στο κυνήγι.

«Πώς την κατάντησες τη ζωή σου κακορίζικε Μανόλη». Έβγαλε το πηλήκιο, τ’ ακούμπησε πλάι του στον τοίχο, σα να ήταν αυτό που τον εμπόδιζε ν’ αφήσει το κορμί του να κυλήσει στο χώμα. Και πλάνταξε σ’ ένα βουβό κλάμα.

Εκείνο τ’ απόγευμα, όταν συνόδεψε τον Χαραλάμπη στο καράβι, είχε καθίσει λίγο στην προβλήτα να μιλήσει με κάτι συναδέλφους του που βρέθηκαν εκεί. Κοίταζε αφηρημένος τους λιγοστούς ταξιδιώτες που ανεβαίνανε τη σκάλα του καραβιού κι έτσι τον είδε. Είχε μεγαλώσει, είχε μεστώσει, φόραγε κι ένα καπέλο που του ‘κρυβε το πρόσωπο.

«Βγάλε το!» ήθελε να του πει. «Τραβάς την προσοχή μ’ αυτό το καπέλο».

Ανταμώσανε για μια στιγμή τα βλέμματά τους κι είδε το Μιχαλιό να κοντοστέκεται, να κάνει ένα βήμα προς τα πίσω.

«Φεύγα!» του είπαν τα μάτια του Μανόλη κι εκείνος αποφάσισε να προχωρήσει και ν’ ανεβεί τη σκάλα του καραβιού. Γύρισε κι ο Μανόλης στους δικούς του κι αρχίνησε μια κουβέντα για τις εκλογές, να τους τραβήξει την προσοχή μέχρι που να χαθεί ο Μιχάλης ανάμεσα στους ταξιδιώτες.

«Κι όμως ασυγχώρητος θα πάω στον άλλο κόσμο» γέλασε πνιχτά, σφουγγίζοντας τα μάτια του, καθώς σκεφτόταν πάλι τη σκηνή στο λιμάνι. Σε κανέναν δεν θα μίλαγε για εκείνη τη συνάντηση, ας πάει στον αγύριστο το τρισκατάρατο, αυτός ό,τι ήταν να κάνει, το έκανε, δεν είναι καρφίτσα να χαθεί ο Μιχάλης όπου κι αν πάει. Αν είναι, λοιπόν, να τον πιάσουνε, ας αναλάβουν άλλοι το έργο.

Άκουσε το βήχα του παππού του απ’ το σκοτεινό σπίτι - «κοιμάται άραγε ο γέρος;». Μόνοι τους είχαν απομείνει παππούς και εγγονός, λίγες οι κουβέντες τους, μα κάθε βράδυ έμπαινε νυχοπατώντας ο Μανόλης στο δωμάτιο του γέρου, τον κοίταζε στο λίγο φως του καντηλιού κι έπειτα πήγαινε να κοιμηθεί κι εκείνος. Κάθε βράδυ.

«Μανόλη!» άκουσε τη φωνή του και τινάχτηκε έτσι όπως ήταν χαμένος στις σκέψεις του. «Έλα μέσα που σε θέλω».

«Όρεξη που την έχεις κι εσύ για κουβέντες βραδιάτικα» μουρμούρισε ο Μανόλης, μα έτρεξε στο δωμάτιο, όπως όταν ήταν μικρός και ο παππούς δεν σήκωνε καθυστέρηση όταν τον καλούσε.

«Κάθισε κάτω» του είπε όταν τον είδε να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας. Τράβηξε ο Μανόλης μια καρέκλα, την πήγε κάτω απ’ το παράθυρο, μακριά απ’ το κρεβάτι του γέρου, και κάθισε.

«Τι φοβάσαι μωρέ μαυροκακομοίρη και τραβιέσαι μακριά; Τι έχουμε πια να φοβηθούμε ο ένας τον άλλο;» άρχισε να λέει εκείνος και πνίγηκε η φωνή του στο βήχα. Έκανε ο Μανόλης να σηκωθεί, να τον βοηθήσει μα τον κράτησε μακριά το απλωμένο χέρι του γέρου.

«Κάτσε εκεί που κάθεσαι, καλά είσαι κι εκεί, ήρθε η Αθηνά σήμερα να σε δει» του είπε μονομιάς σα να φοβόταν μην τον πνίξει πάλι ο βήχας και δεν προλάβει να πει αυτά που έπρεπε. «Μη με κοιτάς σαν το ζωντόβολο. Ναι, ήρθε η Αθηνά» συνέχισε, αφού πρώτα πήρε ανάσα, κάτω απ’ το αποσβολωμένο βλέμμα του εγγονού του.

«Τι ήθελε;» ρώτησε ο Μανόλης κι ακόμα δεν ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει καλά ή ότι δεν παραληρούσε ο γέρος.

«Ήθελε να σου μιλήσει, μα μετά το μετάνιωσε. Δεν κάθισε να σε περιμένει, μόνο μου άφησε εμένα παραγγελιά να σου δώσω. Μου είπε να σου πω πως η Άννα ζει, δεν ήταν τότε στο καράβι και κατάφερε μετά να φύγει για την Παλαιστίνη. Αυτό μόνο».

Αν άνοιγε μια τρύπα κάτω απ’ τα πόδια του Μανόλη και τον κατάπινε η γη, λιγότερο θα ξαφνιαζότανε. Η Αθηνά, ο παππούς του, η Άννα, σταμάτησε το μυαλό του, δεν ήξερε πώς να τα συνταιριάξει όλα αυτά.

«Η Άννα ζει; Τι ξέρεις εσύ για τη Άννα;» κατάφερε να πει.

«Περισσότερα απ’ όσα αντέχεις να μάθεις ξέρω. Και για τη Άννα και για τους δικούς της και για τα έργα σου».

Σηκώθηκε όρθιος ο Μανόλης και πάλευε με την λαχτάρα του να φύγει, να το σκάσει, να μην ακούσει τίποτα απ’ όσα άντεχε κι όσα δεν άντεχε να μάθει. Πήγε και στάθηκε στην πόρτα, η πλάτη γυρισμένη στο κρεβάτι του γέρου, κι ένιωθε σαν να ξαναζούσε τον εφιάλτη, η Άννα, το μικρό αγόρι με το κουτσό του ποδαράκι, το καράβι να το ρουφάει η θάλασσα, το μαγαζί στο λιμάνι να το καταβροχθίζουν οι φλόγες.

«Πώς σώθηκε; Πώς δεν ήταν στο καράβι;» ψιθύρισε σα να μιλούσε στον εαυτό του. Τον άκουσε, όμως, ο γέρος.

«Την έσωσε ο αρραβωνιαστικός της. Τον αγαπούσε ο κόσμος και τον βοήθησε να τη στείλει στο βουνό. Όταν εσύ έκανες τις βρωμιές σου, εκείνος προσπαθούσε να σώσει κόσμο. Έτσι δεν πρόλαβε να φύγει κι αυτός και τον πιάσανε. Αυτά μου είπε η Αθηνά να σου μηνύσω. Φεύγα τώρα κι άσε με» έκλεισε την κουβέντα ο γέρος και γύρισε το πρόσωπό του να κοιτάει τον τοίχο.

Βγήκε παραπατώντας απ’ το δωμάτιο ο Μανόλης. Αυτός που την αγαπούσε δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα για την Άννα, άλλοι τη σώσανε, πάλι το βουνό και οι συμμορίτες και η Αθηνά να τα συνδέει όλα αυτά, να δίνει ψίχουλα τα μυστικά της, να συνδαυλίζει τον πόνο του.

«Παλιογύναικο, που ο διάολος σ’ έφερε στη ζωή μου για να με αφανίσεις» βόγκησε κι άξαφνα απόμεινε άφωνος και σαστισμένος. Πώς ήξερε η Αθηνά ότι αγαπούσε την Άννα; Τι σχέση είχαν οι δυο τους; Πήγαινε να του φύγει το κεφάλι, κοιτούσε το δρόμο σα να περίμενε να έρθει από εκεί η απάντηση, δακρύζανε τα μάτια του απ’ την ένταση.

«Καλησπέρα Μανολιό, ….μό … έ… ά…να », ο πατέρας της Αγγελικής που, όπως πάντα, χαιρέταγε χωρίς να σταματήσει το τρίκυκλο να μην τον πάρει πίσω η κατηφόρα. Και χάνονταν τα λόγια του στο θόρυβο της μηχανής.

«Άμε στο γέροντα διάολο κι εσύ» πήγε να πει ο Μανόλης, τον τρέλαινε απόψε ο θόρυβος της μηχανής του. Μα αντί γι’ αυτό ξανάπε την κουβέντα που είχε πάρει ο αέρας:

«Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανα».

Τα βάσανα, η Αθηνά, η Σάρα, ξεθόλωσε το μυαλό του Μανόλη και τα είδε όλα καθαρά. Η Άννα του μίλαγε συχνά για μια θεια που είχε μαλώσει με τον πατέρα της κι αυτή πήγαινε κρυφά και την έβλεπε γιατί την αγαπούσε. Την είχε δει κι ο ίδιος από μακριά αυτή τη θεία, κάτι του θύμισε μάλιστα. Πώς δεν το σκέφτηκε τότε ότι η Άννα ήταν ανιψιά της Σάρας; Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι η Σάρα μπορεί να είχε οικογένεια. Μόνη την έβλεπε πάντα, δεν είχαν και πολλές κουβέντες για να του λέει τα οικογενειακά της. Και τι τον ένοιαζαν, εξάλλου, τα οικογενειακά της αγαπητικιάς του αφεντικού του για να ρωτάει; Αυτός τότε κόντευε να ξεχάσει και πως η Σάρα ήταν εβραία.

Μετά βούιζε ο τόπος ότι ο λαδέμπορος αγόραζε για ένα κομμάτι ψωμί περιουσίες εβραίων. Όμως τότε ο Μανόλης είχε ήδη αρχίσει να ξεκόβει απ’ αυτόν γιατί έμαθε ότι ακουγόταν και το δικό του το όνομα, ότι είχε ανακατευτεί κι αυτός με τις βρωμιές του αφεντικού του. Κοιτούσε, λοιπόν, να μην δίνει αφορμές και να μην μπλέκεται σε συζητήσεις. Τυχαία άκουσε για τη Σάρα. Ότι εμπιστεύτηκε στον αγαπητικό της την περιουσία της γιατί δεν είχε άλλον να την εμπιστευθεί όταν άρχισε να μαθαίνει για τους εβραίους στις άλλες πόλεις και να καταλαβαίνει πως δυσκολεύανε τα πράγματα και ότι θα χρειαζόταν κάποια στιγμή να φύγουν με τα ρούχα που φορούσαν. Και τη λυπήθηκε για την αφέλειά της. Τόσο μόνο.

Τη Σάρα την κατάπιαν τα κύματα - πάντα τυφλά τον αγαπούσε τον παλιάνθρωπο, πρόλαβε άραγε μέχρι το τέλος να καταλάβει; - και τον Μανόλη τον κατάπιαν τα φίδια όταν μαζέψανε τους εβραίους και τους κλείσανε στη φυλακή. Είδε και το μαγαζί του πατέρα της Άννας στο λιμάνι άδειο, λεηλατημένο, να το ζώνουν οι φλόγες. Δεν πρόλαβε να φοβηθεί για ό,τι του μέλλεται – είχε ακουστεί πια για πολλά το όνομά του - γιατί έμαθε για το καράβι που βουλιάξανε και πάγωσε από τη φρίκη. Πήγε σαν τον τρελό να βρει τον λαδέμπορο και να τον πνίξει με τα ίδια του τα χέρια. Μα εκείνος είχε εξαφανιστεί και ο Μανόλης αναγκάστηκε ν’ αλλάξει πόλη για να χαθούν και τα δικά του ίχνη. Πολύ καιρό μετά έμαθε ότι τον άλλο τον βρήκαν σκοτωμένο σαν το σκυλί, πετσοκομμένο. Και λυπήθηκε που δεν τον βρήκε εκείνος πρώτος, να τον σκοτώσει όπως σχεδίαζε, όπως ονειρευότανε μήπως και καταλάγιαζε μέσα του ο πόνος.

«Άραγε πώς να ζει τώρα η Άννα; Τι τον έκανε τόσο πόνο; Τον πήρε μαζί της στην πατρίδα της ή την τραβάει αυτός εδώ, να μην ξεφύγει, να μην ξεχάσει την πόλη που τη σκότωσε;»

Και από τη Άννα, πήγαινε το μυαλό του στη Μάχη κι από τη Μάχη στην Αθηνά. Για χρόνια η Αθηνά ήταν το θήραμα κι ο εφιάλτης του συνάμα. Στην αρχή ήταν το μίσος που της είχε απ’ όταν έμαθε το ρόλο της στην ιστορία της αδελφής του με το συμμορίτη. Τότε το δίκιο του το ένιωθε αδιαμφισβήτητο. Δεν ήταν μόνο ο αδελφός της ατιμασμένης και η υποχρέωση του να ξεπλύνει την ατίμωση με αίμα. Ήταν και ο χωροφύλακας που τη στολή την είχε ασπίδα και τιμή του. Μετά ανέβηκε το αίμα, θάλασσα αγριεμένη, να τον πνίξει. Και όταν πέθανε και ο Λουκάς, ένιωσε ο Μανόλης να χάνεται, να μην έχει τόπο να σταθεί, ένα μέτρο γη να την πατήσει και να τη νιώθει δικιά του, δικαιωματικά δικιά του. Ο θάνατος του Λουκά τον αποτέλειωσε κι η Αθηνά έγινε ο καθρέφτης που έβλεπε μέσα τον εαυτό του και τον φοβότανε. Και δεν την άφηνε πια σε χλωρό κλαρί, σα να ‘ταν μόνον έτσι που θα μπορούσε να λυτρωθεί, αν αφάνιζε την Αθηνά.

«Παλιογύναικο!» ξέσπασε πάλι κι έριξε μια κλωτσιά στην καρέκλα του παππού του. Αποδιαλύθηκε η καρέκλα, σκορπίσανε τα κομμάτια της στο χώμα, κάτω απ’ την καρυδιά.

«Στο διάολο κι εσύ!» μούγκρισε κι έριξε άλλη μια κλωτσιά στα σκόρπια ξύλα.

Δεν τον χώραγε ο τόπος, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε να ροβολάει το μονοπάτι για το χωριό, όλο και κάποιο αυτοκίνητο θα ‘βρισκε, καμιά μηχανή να τον πάει στην πόλη.

«Καλή σου ώρα Μανόλη».

Έτσι όπως έτρεχε δεν είδε την Αθηνά, που είχε σταθεί στην πόρτα του σπιτιού της και τον περίμενε. Δεν της απάντησε κι έκανε να την προσπεράσει, μα αυτή του έκλεισε το δρόμο. Σήκωσε το χέρι να τη σπρώξει, μα εκείνη δε σάλεψε, δεν το φοβήθηκε το σηκωμένο χέρι.

«Ήρθα σπίτι σου να σε βρω» του είπε ήσυχα.

«Κακό του κεφαλιού σου!» αγρίεψε ο Μανόλης μα, δίχως να το καταλάβει, αφέθηκε να τον τραβήξει η Αθηνά στο σπίτι της. Έστρωσε άσπρο πετσετάκι στο τραπέζι κι έβαλε επάνω την καράφα με το κρασί και ένα ποτήρι. Τρέμανε πολύ τα χέρια της, κακή αρρώστια την είχε κτυπήσει και την τυράνναγε.

«Είναι μέρες που ήθελα να σου μιλήσω, αλλά δεν έβρισκα την ευκαιρία» του είπε όταν τον τακτοποίησε και στάθηκε όρθια αντίκρυ του. Τη λοξοκοίταξε ο Μανόλης, αμίλητος πάντα και σκοτεινός.

«Πού είναι ο άντρας σου;» τη ρώτησε.

«Κοιμάται ο άντρας μου και δεν ακούει, μην γνοιάζεσαι γι’ αυτόν. Όμως μην με κοιτάζεις έτσι» του είπε και είχε ένα τόσο λυπημένο τόνο η φωνή της. «Δεν σε φοβάμαι πια. Απ’ όταν σκοτώθηκε ο γιος μου τον ξεπέρασα τον φόβο, τι παραπάνω έχω να πάθω; Ψυχή δεν έχω πια να δώσω σε κανένα. Μόνο στο χάρο».

«Δεν φταίω εγώ για τον Λουκά, το ξέρεις. Άλλοι τον δώσανε, αυτούς να καταριέσαι» αγρίεψε ο Μανόλης. «Αν το ‘ξερα…» ταπείνωσε έπειτα τη φωνή, μα δεν απόσωσε τη φράση του.

Στα τελειώματά του ήταν ο εμφύλιος όταν φέρανε τον Λουκά νεκρό στο χωριό. Ήταν τότε που είχαν φανεί τα πρώτα σημάδια της αρρώστιας της Αθηνάς, παρέλυε ξαφνικά κι έμενε ξερή σαν το ξύλο. Φαίνεται, λοιπόν, πως ο Λουκάς είχε κατέβει κι άλλες φορές να δει τη μάνα του, μέχρι που τον καρφώσανε κάτι μακρινοί συγγενείς του Αργύρη, βουνίσιοι κτηνοτρόφοι που είχαν παλιούς λογαριασμούς με την οικογένειά του και βρήκαν την ευκαιρία να τους κλείσουνε με το αίμα του παιδιού. Ειδοποιημένοι απ’ αυτούς οι χωροφύλακες στήσανε ενέδρα στον Λουκά σ’ ένα γεφυράκι έξω απ’ το χωριό. Τους πήρε είδηση εκείνος κι έτρεξε να φύγει, αλλά δεν πρόλαβε.

Αδάκρυτη έφερε η Αθηνά το ματωμένο σώμα στο χωριό και τότε κανείς δεν τόλμησε να την πειράξει. Κι όταν τον κήδεψαν, ολόκληρο το χωριό το έκλαψε το παλικάρι, τι ήταν εκείνος ο θρήνος!

«Άσε τα τώρα αυτά» τον έβγαλε η Αθηνά απ’ τις σκέψεις του. Είχε ακόμα τα χέρια της σταυρωμένα σφιχτά, στο στήθος, για να μην φαίνεται η τρεμούλα που τα συγκλόνιζε.

«Κάτι θέλω να σου ζητήσω…» συνέχισε.

«Δεν αλλάζεις εσύ. Τι μαγειρεύεις πάλι;» της είπε κι ακούστηκε σχεδόν τρυφερή η φωνή του. Κι αυτή η τρυφεράδα τον τρόμαξε, ένιωσε πως τον αδυνάτιζε, τον απογύμνωνε – από τι; Πετάχτηκε όρθιος και πήγε προς την πόρτα.

«Όχι! Να μη μου πεις τίποτα! Δεν θέλω να ξέρω! Δεν σου χρωστάω τίποτα. Όπως έστρωσες κοιμήθηκες. Δεν φταίω εγώ για ό,τι πάθατε».

Τραύλιζε απ’ την ταραχή, κατάπινε τις λέξεις.

«Αχ μωρέ Μανόλη!» πικρογέλασε η Αθηνά. «Αν δεν είχα τόσους πόνους να παλεύω, θα σου απαντούσα όπως ξέρω εγώ. Τίποτα δεν κατάλαβες τόσα χρόνια; Τίποτα; Τέλος πάντων. Εγώ τελείωσα, ξοδεύτηκα, δεν ξέρω κι αν θα με βρει ζωντανή το ξημέρωμα με τις αρρώστιες που σέρνω. Δεν είναι, λοιπόν, γι’ αυτό που σε φώναξα. Μια χάρη θέλω να σου ζητήσω για τη Μάχη. Ακούω πως δεν είναι καλά. Δεν ήθελα να ρωτήσω το γέρο για να μην τον πικράνω παραπάνω, το βλέπω πως ο καημός της θα τον φάει».

Έσπασε η φωνή της σ’ ένα λυγμό, δάκρια γέμισαν τα μάτια της και τα σκούπισε με ένα μαντήλι που έβγαλε με κόπο απ’ την τσέπη της, τρέμανε πολύ τα χέρια της. Ο Μανόλης είχε μείνει αποσβολωμένος με το χέρι στην πόρτα, σα να μην πίστευε στ’ αυτιά του.

«Για τη Μάχη; Τρελάθηκες;»

Σήκωσε το κεφάλι η Αθηνά και τον κοίταξε κατάματα.

«Θέλω να της στείλω ένα μήνυμα, ένα χαιρετισμό. Μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις να το στείλω…».

Σαν να τον έκαψαν με πυρωμένο σίδερο τινάχτηκε ο Μανόλης, κύμα ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι του, κοκκίνισαν τα μάτια του.

«Αυτή τη φορά δεν θα σε λυπηθώ! Θα σου τα κόψω τα πόδια αν τολμήσεις να πλησιάσεις τη Μάχη! Που σε πήρε ο πόνος αν είναι άσχημα! Δεν έχεις κι εσύ το μερτικό σου για ό,τι τραβάει; Όλοι σας! Μικρό κορίτσι ήταν η Μάχη, τι ήξερε απ’ αυτά που πήγατε και την μπλέξατε;».

Κι έφυγε χτυπώντας πίσω του την πόρτα, τραντάχτηκε το σπίτι. Μα όσο κι αν έτρεχε, δεν τα κατάφερνε να ξεφύγει. Τον κυνηγούσε η μυρωδιά απ’ τα νυχτολούλουδα και τ’ αγιόκλημα, η εικόνα της μάνας του με τη Μάχη και το Νικολή στην αγκαλιά, να κάθονται σ’ εκείνη την αυλή που άφησε πίσω του. Θυμήθηκε τα τρεμάμενα χέρια της Αθηνάς να ψάχνουν το μαντήλι στην τσέπη της. Θα πέθαινε κι αυτή. Όχι η μάνα του αντάρτη, αλλά η μάνα του ξάδελφού του, του Λουκά. Η θεία Αθηνά των παιδικών του χρόνων, που τον περίμενε κάθε πρωί μπροστά στην ελιά, να του εμπιστευτεί - σαν πιο μεγάλου - τον Λουκά και να του γεμίσει τις τσέπες κουλουράκια να έχουν να τα τρώνε στο δρόμο για το σχολείο. Θα πέθαινε και δεν θα έμενε τίποτα πια από εκείνα τα χρόνια τα ήμερα, τα ευτυχισμένα. Μόνο ο γέρος του και η σιωπή να συνδαυλίζουν τον πόνο για τα όσα έγιναν και λυτρωμό να μην βρίσκει η ψυχή του.

«Αμέτε στο διάολο όλοι σας!» βόγκησε σαν το αγρίμι και συνέχισε να τρέχει μέχρι που βρήκε τον ξάδελφό του τον Κωστή με τη μηχανή, πήγανε στο λιμάνι και ξημερωθήκανε μπεκροπίνοντας.


Η αγρύπνια


Μόλις είχαν κηδέψει τον Αργύρη το Μυλωνάκη, ξαφνικά πέθανε, στον ύπνο του, σταμάτησε η καρδιά του, τον βρήκε η Αθηνά νεκρό πλάι της το πρωί.

Έφευγε σιγά-σιγά ο κόσμος απ’ το κοιμητήρι και ο Μανόλης δεν είχε αποφασίσει ακόμα. Καθόταν στο μνήμα των γονιών του, απόμακρα απ’ τους άλλους, και δεν έπαιρνε τα μάτια του από την Αθηνά. Εκείνη στεκόταν στητή στην έξοδο της εκκλησιάς – αρνήθηκε πολλές φορές την καρέκλα που της πρόσφεραν. Πέρναγε και τη χαιρετούσε ο κόσμος που συγχωρούσε το μακαρίτη κι εκείνη ίσα που έσκυβε το κεφάλι, τα χέρια σφικτά δεμένα στο στήθος της για να μην φαίνεται η τρεμούλα.

«Τι κατάλαβες τώρα;» τη ρώταγε σιωπηλά.

«Τι κατάλαβες κι εσύ Μανολιό; Παντέρημοι και κυνηγημένοι είμαστε κι οι δυο. Ποια η διαφορά λοιπόν;» του απαντούσε από μακριά, χωρίς να τον κοιτάζει, σιωπηλά κι εκείνη, σφραγισμένα είχε τα χείλια της όσο κρατούσε η λειτουργία, μιλιά δεν έβγαλε και στην ταφή.

Κατάλαβε απ’ την κίνηση έξω απ’ την εκκλησία πως ήταν έτοιμη η Αθηνά να φύγει. Την φώναζαν κάποιες γυναίκες, χωριανές, συγγένισσες του Αργύρη. Πήρε, λοιπόν, την απόφαση, σηκώθηκε απότομα απ’ το μνήμα και προχώρησε να την ανταμώσει.

«Εδώ ήσουνα Μανολιό; Δεν σε είδαμε. Ο παππούς σου προχώρησε, γυρνάει στο σπίτι. Α, όχι, να, εκεί είναι, στην πόρτα. Τρέχα να τον προλάβεις!».

Έκανε μια κίνηση με το χέρι, σα να χαιρετούσε και ν’ απόδιωχνε συνάμα τη μάνα της Αγγέλας που του μίλησε. Τότε τον είδε η Αθηνά και δεν τον άφησε κι αυτή απ’ τα μάτια της, μέχρι που την πλησίασε και στάθηκε απέναντί της. Μόνοι, οι δυο τους. Όσοι είχαν απομείνει στο κοιμητήρι κάτι μάζευαν, κάτι τακτοποιούσαν για να κλείσουν την εκκλησιά και να φύγουν πια.

«Εσύ που τα ξέρεις όλα… Το Μιχαλιό έφυγε με το καράβι… Πάνε δυο μήνες τώρα. Εγώ το αποχαιρέτησα. Τέτοιος αποχαιρετισμός…»

Άπλωσε η Αθηνά το χέρι, σχεδόν ακούμπησε το κεφάλι του Μανόλη – να τον χαϊδέψει όπως όταν ήταν μικρός; Μα το είδε πόσο έτρεμε και δεν απόσωσε την κίνηση, το έκρυψε πάλι σφικτά στο στήθος της. «Ξέρω» του είπαν, όμως, τα μαύρα μάτια της, πελώρια πάνω στο πανιασμένο πρόσωπο και κάτι σα χαμόγελο ξέφυγε απ’ τα σφιγμένα της χείλη.

Λίγους μήνες μετά συναντήθηκαν στα μνήματα πάλι. Όταν έφεραν τον Μανόλη νεκρό απ’ τη Λαμία – φονιά και σκοτωμένο - και τον έθαψαν πλάι στους γονείς του.


***

«Κουμπάρε Μανόλη! Έλα και σου φέρνω ένα γράμμα απ’ την Αυστραλία. Δεν τον άκουσες, λέει, ο ταχυδρόμος και το άφησε σ’ εμένα να στο φέρω. Του Νικολή θα είναι, σε θυμήθηκε πια ο έγγονάς σου».

Στεκόταν έξω απ’ την πόρτα της κουζίνας η μάνα της Αγγέλας και δεν ήξερε τι να κάνει, να προχωρήσει μέσα ή να φύγει, ορθάνοιχτη ήταν η πόρτα. «Κι αυτό το ευλογημένο το παιδί, μαύρη πέτρα είχε ρίξει πίσω του τόσα χρόνια» σκεφτότανε και την έτρωγε η περιέργεια να δει τι είναι το γράμμα.

«Κουμπάρε Μανόλη!» ξαναφώναξε. Μιλιά από μέσα, έτσι έκανε ο γέρος, δεν φοβήθηκε λοιπόν πως κάτι έπαθε και ήταν ανήμπορος ν’ απαντήσει. «Κακορίζικε κι εσύ» μονολόγησε. «Απόκανες να κλείνεις τάφους. Ποιος να σε ξεσυνεριστεί, λοιπόν, που κρύβεσαι και δεν θέλεις να βλέπεις άνθρωπο;».

Μπήκε στο σπίτι κι ακούμπησε το γράμμα στο τραπέζι. Δεν αποφάσιζε, όμως, και να φύγει. Ήθελε να μάθει τι γράφει ο Νικολής, έλπιζε πάντα πως θα γυρνούσε να πάρει την κόρη της. Σαν έφυγε ο Νικολής, η Αγγέλα έκλαψε, κτυπήθηκε μα στο τέλος το πήρε απόφαση, ούτε μιλιά, ούτε γραφή δεν έφτανε απ’ την Αυστραλία, τι να σκεφτεί, λοιπόν, το κορίτσι; Εκείνη όμως σα μάνα, έλπιζε ακόμα. Καλό παιδί ήταν ο Νικολής και την αγάπαγε την Αγγέλα. Δεν θα την άφηνε, λοιπόν, έτσι.

Περίμενε λίγο ακόμα και όπως δεν άλλαζε τίποτα στο σπίτι, σηκώθηκε πια να φύγει.

«Μαθαίνονται τα νέα, τα φέρνει τ’ αεράκι» σκεφτότανε και απ’ το μυαλό της δεν ξεκόλλαγε η εικόνα του έρημου γράμματος, που ακούμπαγε τα μυστικά του επάνω στο τραπέζι, εκεί, όπως το άφησε.

Σαν άκουσε την αυλόπορτα να κλείνει, τότε μόνο σηκώθηκε ο γέρο Γιούνης απ’ το κρεβάτι και μπήκε στην κουζίνα να πάρει το γράμμα. Γύριζε για ώρα ανάμεσα στα δάκτυλά του τον φάκελο με τα χρωματιστά γραμματόσημα και τις σφραγίδες, τον έφερνε κοντά στα μάτια του, στην μύτη του σα να ήθελε να τον μυρίσει.


Σεβαστέ μου παππού

Έρχομαι να ρωτήσω για την καλή σου υγεία. Εγώ είμαι καλά και το αυτό επιθυμώ και δι’ εσέ. Άργησαν τα νέα παππούλη μου, εμένα κανείς δεν μου είπε τίποτα, τώρα έμαθα για το θάνατο του Μανόλη μας από το γράμμα της Αθηνάς. Παράξενα πράγματα μου γράφει παππούλη μου, δεν βγάζω άκρη, πώς έγινε, γιατί σκοτώθηκαν ο Μανόλης με τον Χαραλάμπη; Και η Μάχη μας; Πού είναι τώρα η Μάχη μας; Τι κάνει; Μήπως πέθανε κι αυτή και δεν μου το λέτε; Θέλω να γυρίσω, να πέσω στην αγκαλιά σου, στα γόνατά σου μα δεν μπορώ. Σου γράφω και κλαίω, πώς να στο πω αγαπημένε, πολυαγαπημένε μου παππού ότι εγώ ήθελα μόνο να ζήσω. Να ξεχάσω και να ζήσω. Και το θέλω ακόμα. Πώς να στο πω και να μην ρίξει ο Θεός φωτιά να με κάψει; Κλαίω και τρέμουν τα χέρια μου, φοβάμαι. Αυτή είναι λοιπόν η Θεία Δίκη; Αυτό μας περιμένει όλους μας που βγήκαμε απ’ τη σκέπη σου και δεν σε αφήσαμε να μας φροντίσεις έτσι όπως ήξερες εσύ; Και τώρα πώς να σου ζητήσω να με συγχωρήσεις που δεν χωράνε στο χαρτί τα κρίματά μου; Μόνοι μας μείναμε παππού μου. Θα έρθω όμως και θ’ ακουμπήσω το κεφάλι μου στα γόνατά σου. Περίμενέ με, θα δυναμώσω και θα έρθω.

Φιλώ την χείρα σου, ο εγγονός σου Νικολής Γιουνάκης



Έτσι τον βρήκε η Αθηνά, που μπήκε στην κουζίνα, κρατώντας στα χέρια ένα κατσαρολάκι σκεπασμένο με άσπρη πετσέτα.

«Λίγο τραχανά σου έφερα ξάδελφε. Αφού δεν κοιμάσαι, κάτσε να τον φας τώρα που είναι ζεστός». Κι έπειτα είδε το γράμμα στα χέρια του.

«Τι είναι αυτό που κρατείς; Γράμμα; Από το κορίτσι;», κι έσπασε η φωνή της απ’ τη λαχτάρα. Δεν μίλησε ο γέρος, μόνο άπλωσε το χέρι και της έδωσε το γράμμα.

«Ο Νικολής! Γράμμα από τον Νικολή! Και τι σου γράφει;»

Κούνησε το κεφάλι του ο γέρο Γιούνης και δεν μίλησε. Κράτησε η Αθηνά για λίγο γράμμα στα χέρια της και μετά το άφησε στο τραπέζι. Χωρίς να το διαβάσει. Ο γέρος συνέχιζε να κάθεται ασάλευτος στη θέση του στο μαγερειό, με τις παλάμες ακουμπισμένες στα γόνατα, κλεισμένος στον δικό του κόσμο, μακριά απ’ τα ανθρώπινα, δεν ήξερε η Αθηνά κι αν δεν άκουγε τη φωνή του εγγονού να του μιλάει τα δικά τους πράγματα.

Έμειναν ώρα σιωπηλοί κι οι δυο κι απρόσμενα ρώτησε ο γέρος χωρίς να γυρίσει το κεφάλι να την κοιτάξει:

«Τότε. Στην κηδεία του συχωρεμένου του Αργύρη. Το ήξερες. Πήγες να τον αποχαιρετήσεις τον Μανόλη μα δεν απόσωσες την κίνησή σου. Σε είδα».

«Τίποτα δεν ήξερα ξάδελφε. Τι θαρρείς πως είμαι; Μάγισσα, Θεέ μου συγχώρεσέ με;…»

«Το ήξερες» ξανάπε με πείσμα ο γέρος κι έμεινε πάλι αμίλητος με ένα τρέμουλο να διαπερνάει το κορμί του κάθε τόσο.

«Παραλογίζεται Θεέ μου, τον τρέλαναν τα βάσανα» σκέφτηκε η Αθηνά. Δεν είχε όμως και τι άλλο να κάνει και σηκώθηκε να φύγει, την σφάζανε κι αυτήν οι πόνοι.

«Μην ταράζεσαι και πάθεις τίποτα» του είπε, όρθια κοντά στην πόρτα. «Να ζούμε να τους θυμόμαστε τους πεθαμένους μας. Όλα για τους ανθρώπους είναι».

Μα αμέσως το κατάλαβε πως δεν μπορούσε να μιλάει έτσι άκαρδα, αυτή, στο γέρο Γιούνη. Έσκυψε και τον αγκάλιασε, του φίλησε τα άσπρα μαλλιά, τα ρυτιδιασμένα μάγουλα. Έμεινε απαθής εκείνος στο αγκάλιασμά της, μα όταν τραβήχτηκε η Αθηνά τον διαπέρασε καινούργιο τρέμουλο, πιο δυνατό.

«Έλα να σε βάλω να ξαπλώσεις» του είπε και δεν είχε λόγο πια κανένα να συγκρατεί τα δάκριά της. Σήκωσε το κεφάλι εκείνος και την κοίταξε – ένα βιβλίο ολόκληρο δεν θα χώραγε να περιγράψει εκείνο το βλέμμα.

«Χάλαρο γίνηκε η ζωή μας Αθηνά» της είπε κι έπειτα της έγνεψε να φύγει. Δεν έφυγε εκείνη, μόνο πήγε κι έκατσε σε μια καρέκλα, μακριά του.

«Του είχα πει να μην πάει. Πρώτη φορά μιλήσαμε μετά από μήνες» άρχισε ν’ αφηγείται ο γέρο Γιούνης. «“Τι θα πας να κάνεις στη Λαμία; Για καλό θα πας ή για κακό;” Μιλιά εκείνος. “Να μην πας! Ακούς τι σου λέω;” του είπα. “Και τι θες να κάνω;” μου έβαλε τότε τις φωνές. “Να κρύβομαι σα τη γυναικούλα;” Είχε γυρισμένη την πλάτη και δεν τον έβλεπα. “Να τον αφήσω να μας ατιμάζει; Να λέει ότι τον γελάσαμε; Άλλο δρόμο δεν έχω. Θα πάω να τον βρω και θα λογαριαστούμε σαν άντρες” κατάληξε κι άκουγα το αίμα του να χοχλακίζει. “Τη Μάχη δεν τη σκέφτεσαι;” τον ρώτησα, έτοιμος να σηκώσω χέρι να τον κτυπήσω. “Λίγα είναι τα πάθη της για της φορτώσεις κι άλλα;” “HΜάχη όπως έστρωσε θα κοιμηθεί” αποκρίθηκε και πήρε δρόμο προς την πόρτα. Όμως πριν την ανοίξει να βγει στο δρόμο γύρισε και με κοίταξε. Με κοίταξε για ώρα πριν διαβεί το κατώφλι. Και δεν τον ένιωσα εγώ τον πόνο του ξαδέρφη. Δεν τον ένιωσα, μόνο τον καταράστηκα. “Χάσου απ’ τα μάτια μου” του φώναξα. “Κι αν πάθει τίποτα το κορίτσι να μην τολμήσεις να γυρίσεις γιατί θα σε κόψω κομμάτια”. Αυτά ήταν τα τελευταία μου λόγια».

«Έχω κι εγώ ένα μυστικό να σου πω ξάδερφε. Κάποτε είπα στο Μανόλη πως θέλω να στείλω ένα μήνυμα στο κορίτσι και του ζήτησα να της το πάει αυτός. Κόντεψε να με φάει. Τρόμαξα τότε ότι θα σηκώσει χέρι επάνω μου. Γι’ αυτό σου λέω. Τι άλλαξε μετά; Ήρθε μόνος του και με βρήκε και μου είπε, πού είναι εκείνο το γράμμα που ήθελες να στείλεις στη Μάχη. Δώσε μου να της το πάω εγώ. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου και στα μάτια μου. Μ’ αγκάλιασε ο Μανόλης και με φίλησε. Γεια σου θεια, μου είπε, κι αν μπορέσεις ποτέ συγχώρησέ με. Έτσι μου είπε κι έφυγε. Δεν ήθελα να σου το πω μην σε ταράξω».

Την κοίταζε ο γέρος Γιούνης και δάκρια αυλακώνανε τα μάγουλά του.

«Τον βλέπω ακόμα εκεί στην αυλόπορτα. Να με κοιτάζει και να μην αποφασίζει να την ανοίξει και να βγει. Αν τον φώναζα, αν του μίλαγα καλά εκείνη την ώρα, θα γύρναγε πίσω, τον ξέρω εγώ τον Μανόλη, έτσι θα έκανε. Μα δεν του μίλησα καλά. Μόνο του έδωσα την κατάρα μου κι εκείνος έφυγε, ούτε το κεφάλι δεν γύρισε πίσω να κοιτάξει. Πήρε τρέχοντας την κατηφόρα, έτσι θα έχω να τον θυμάμαι. Να τρέχει στο χαμό, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι πίσω».

«Μην βασανίζεσαι ξάδελφε. Ό,τι έγινε, έγινε. Αυτό το μακαρίτικο ήταν άτυχο. Αυτό πήρε όλες τις αμαρτίες επάνω του. Δεν μπορούμε πια να διορθώσουμε τίποτα απ’ όσα κάναμε κι όσα δεν κάναμε. Εσύ τώρα να σκέφτεσαι το Νικολή, που να δεις, τον κόσμο ανάποδα θα φέρει να έρθει να σε βρει και να σε παρηγορήσει. Και το κορίτσι. Είναι σε καλά χέρια πια η Μάχη, θα συνεφέρει κι αυτή και θα την ξαναδείς. Θα δεις και δισέγγονα. Αυτά να σκέφτεσαι εσύ και να κάνεις υπομονή».

«Ασυγχώρητος θα πάω στο άλλο κόσμο. Έτσι έλεγε ένα βράδυ και έκλαιγε» συνέχισε ο γερο Γιούνης τα δικά του. Δεν άκουγε τι του έλεγε η Αθηνά, ο νους του κι η ψυχή του ήταν φυλακισμένα στο έρημο σπίτι, παρέα με τους νεκρούς του, από πολύ μακριά φτάνανε τα λόγια της παρηγοριάς για να τ’ ακούσει και να τους δώσει σημασία. «Μόνος του ήταν στην αυλή, αποσπέρας είχαμε το μνημόσυνο της μάνας του. Τότε αποφάσισα να του πω για τη Άννα, πως σώθηκε. Δεν θα του το ‘λεγα αλλιώς. Τον λυπήθηκα όμως. Γι’ αυτό τον φώναξα. Μα όπως τον είδα να με κοιτάζει μ’ εκείνο το βλέμμα του το σκοτεινό, θύμωσα πάλι. Άγριο θεριό είναι, σκέφτηκα. Δεν υπάρχει έλεος γι’ αυτόν. Και του μίλησα για τη Άννα, μα τον δίκασα και τον καταδίκασα πάλι. Με τα λόγια μου, με τη σιωπή μου. Κι έγινε όπως το έλεγε. Ασυγχώρητο πήγε το κακορίζικο στον άλλο κόσμο».

Κάτι πήγε να πει η Αθηνά, μα πνίγηκαν τα λόγια στα χείλια της. Για τη συγχώρεση πήγε να πει, αλλά θυμήθηκε την κηδεία του Μανόλη. Πιο παράξενη κηδεία δεν είχε δει το χωριό. Γεμάτη η εκκλησία από χωροφύλακες, μα οι χωριανοί έξω. Όλοι είχαν έρθει. Άλλοι από υποχρέωση στο γέρο Γιούνη κι άλλοι από φόβο, μην τύχει και λείψουν και τους βάλει κανείς στο μάτι. Ένας νεκρός, δυο κόσμοι.

Δεν μίλησε, λοιπόν, και περίμενε. Πέρναγε η ώρα κι ο γέρο Γιούνης ήταν κλεισμένος πάλι στη σιωπή του. Και είπε να φύγει πια, να τον αφήσει στην ησυχία του κι ας τον πονούσε η ψυχή της, παντέρημο στο άδειο σπίτι.

«Και να ‘ξερε κανείς πώς έγινε… Πώς σκοτωθήκανε κι οι δυο τους στη Λαμία…» μουρμούρισε καθώς σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της.

«Όνειρα βλέπω. Παράξενα όνειρα.. Τη Μάχη…» άκουσε το γέρο να λέει και τον είδε να σηκώνεται κι αυτός και να διαβαίνει με προσοχή το κατώφλι για την καμάρά του. Μόνο το καντηλάκι έφεγγε εκεί, το είχε ανάψει η Αθηνά όταν ήρθε.



Η επιστροφή της Ανδρομάχης

Η αυλόπορτα

Βράδυ έφτασε η Μάχη στην Αθήνα. Στο σταθμό των τραίνων την περίμενε η Μαρίκα με τον άντρα της που είχε ταξί. Κάνανε μεγάλο γύρο μέχρι να φτάσουν στο σπίτι στο Βοτανικό γιατί, με την ευκαιρία, πήραν και άλλους δυο επιβάτες που είχαν έρθει απ’ τη Λαμία, μη χάσει το μεροκάματο ο Δημήτρης.

Μιλιά δεν βγάλανε οι δυο γυναίκες σ’ όλη τη διαδρομή. Ήταν κι οι ξένοι βέβαια, μια γρια με τον γιο της. Ζαλιζότανε η γριά και άνοιγε κι έκλεινε ο Δημήτρης τα παράθυρα μην του ξεράσει στο αυτοκίνητο και έχει να το καθαρίζει κιόλας.

«Άρρωστη την έφερα. Δεν μπαίνει και συχνά σ’ αυτοκίνητα…» προσπαθούσε να δικαιολογηθεί ο γιος της.

«Μην νοιάζεσαι. Μαθημένος είμαι» απαντούσε ο Δημήτρης και σε λίγο ξεχάσανε τη γριά και πιάσανε κουβέντα για τα πολιτικά. Στην αρχή τους άκουγε η Μαρίκα γιατί φοβόταν για τον άντρα της που δεν είχε μυαλό και ανοιγότανε σε συζητήσεις κι ας μην ήξερε το ποιόν του άλλου. Μετά αλλάξανε κουβέντα και συγκεντρώθηκε πάλι η Μαρίκα στο δικό της πρόβλημα, κοιτούσε τη Μάχη και τρόμαζε έτσι όπως ήταν κάτασπρη σαν φάντασμα και ούτε ένα δράμι κρέας δεν είχε κάτω απ’ τα φαρδιά της ρούχα.

Όταν της μήνυσε η Αθηνά να πάρει το κορίτσι στο σπίτι της να το φροντίσει γιατί ήταν άσχημα, η πρώτη της αντίδραση ήταν να αρνηθεί.

«Μην με μπλέκεις με τέτοιες ιστορίες» της είπε. «Έχω τα δικά μου με τον προκομμένο τον άντρα μου που τόσα τραβήξαμε και δεν λέει να ησυχάσει. Πάω κι έρχομαι στην κόλαση μέχρι που να τον δω να γυρίζει το βράδυ στο σπίτι».

«Καλά» συγκατένευσε η Αθηνά. «Κάνε μου όμως τη χάρη να πας τουλάχιστον στη Λαμία να τη δεις και να την παρηγορήσεις. Να της πεις ότι δεν θα την αφήσω έτσι, ότι ξυπνάω και κοιμάμαι με την έγνοια της. Είναι ολομόναχο το κακορίζικο κι απελπισμένο. Η πεθερά της δεν θέλει να τη βλέπει στα μάτια της, όλη μέρα την καταριέται. Φοβάμαι μην κάνει καμιά τρέλα. Και δεν θα το αντέξω κι αυτό Μαρίκα. Τόσα άντεξα μα αυτό δεν θα το αντέξω, στέρεψε πια η υπομονή μου».

Την Αθηνά την ήξερε από τα χρόνια τα δύσκολα. Μικρό κορίτσι, πεντάρφανο, την είχε σπιτώσει ένας παλιάνθρωπος που της ρούφηξε το αίμα της καρδιάς της. Δυο φορές πήγε να σκοτωθεί, τη δεύτερη έχασε και το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Η Μαρίκα ζούσε στην ίδια γειτονιά, σ’ ένα δωμάτιο που νοίκιαζαν με τη μάνα της και τις δυο αδελφές της. Η αδελφή της η μεγάλη ήταν νοσοκόμα, η Μαρίκα μάθαινε μοδιστρική και το μικρό πήγαινε ακόμα σχολείο.

Το μικρό γνώρισε πρώτο την Αθηνά που δεν έβγαινε απ’ την πόρτα έξω, παρά μόνο όταν σουρούπωνε άνοιγε το παράθυρο και καθόταν σκυμμένη στο περβάζι να κοιτάει τη θάλασσα. Ένα τέτοιο σούρουπο, καλοκαιράκι ήτανε, στάθηκε το μικρό κάτω απ’ το παράθυρο και την χάζευε. Το φώναξε, τότε, εκείνη και του έδωσε μια χούφτα καραμέλες. Δεν πέρασαν δυο λεπτά και βγήκε η μάνα τους αγριεμένη, πέταξε τις καραμέλες στον κήπο και φώναξε της Αθηνάς να μην ξαναπλησιάσει το παιδί. Εκείνη την ώρα γύριζε η Μαρίκα απ’ τη δουλειά της, είδε τη σκηνή και δεν μίλησε μέχρι που γύρισε η μάνα της στο σπίτι.

«Είσαι χριστιανή εσύ;» την πήρε απ’ τα μούτρα πριν καλά-καλά διαβεί την πόρτα. «Εδώ ο Χριστός συγχώρησε την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα κι εσύ θα πηγαίνεις να ξεφτιλίζεις το κορίτσι; Ποια είσαι εσύ; Η αναμάρτητη;» - τα ήξερε καλά τα θεοτικά η Μαρίκα, όταν ήταν μικρή έψελνε στην εκκλησία τη Μεγάλη Βδομάδα μαζί με τ’ άλλα παιδιά του σχολείου.

Άφησε τη μάνα της να φυσάει και να ξεφυσάει και βγήκε συγχυσμένη κι αυτή στο δρόμο. Το παράθυρο της Αθηνάς κατάκλειστο. Έκοψε τότε δυο κλαράκια απ’ το ανθισμένο γιασεμί της αυλής τους, πλησίασε πάλι το κλειστό παράθυρο και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε:

«Κυρία Αθηνά» - το τόνισε το «κυρία». «Αυτά τα λουλουδάκια σας τα στέλνει το μικρό μας, για να σας ευχαριστήσει για τις καραμέλες».

Δεν άνοιξε το κλειστό παράθυρο, μάλιστα έσβησε και το φως που φαινόταν απ’ τη τζαμαρία της εξώπορτας. Πέρασαν μέρες μέχρι να συναντηθούν τα δυο κορίτσια. Πάλι απόγευμα ήταν και τη φώναξε η Μαρίκα πριν προλάβει η Αθηνά να τραβηχτεί απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Κι από τότε δεν παρέλειπαν να χαιρετηθούν κάθε απόγευμα, πάντα η μια στο δρόμο και η άλλη στο παράθυρο. Μετά ήρθε χειμώνας βαρύς κι έκλεισε το παράθυρο. Η Μαρίκα δεν τόλμαγε να πάει να κτυπήσει την πόρτα της Αθηνάς, δεν ήξερε κι αν θα ήταν μόνη της, αλλά από το μυαλό της δεν την έβγαζε. Τόσο που την νοιαζότανε, ώστε κάθισε και τα είπε όλα στην αφεντικίνα της, τη μοδίστρα.

«Να μπορούσε κανείς να τη βοηθήσει να ξεκολλήσει απ’ τη βρωμιά…» της είπε με προσμονή, αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της.

«Δεν είναι εύκολο παιδί μου, μην νομίζεις» αποκρίθηκε. Απ’ όλα τα κορίτσια που δουλεύανε στο μοδιστράδικο, στη Μαρίκα είχε τη μεγαλύτερη συμπάθεια γιατί ήταν ρόδινη και ζωντανή και δεν σκέβρωνε το αφράτο κορμί της πάνω στο βελόνι. Δεν ήταν παραιτημένη σαν τις άλλες, γι’ αυτό της άρεσε. Της χαμογέλασε, λοιπόν, όταν την είδε να βουρκώνει.

«Καλά, άσε να δω τι θα κάνω. Να ρωτήσω, να μάθω. Άμε τώρα στη δουλειά σου και τα λέμε πάλι».

Δεν πρόλαβε ούτε να ρωτήσει, ούτε να μάθει. Εκείνο το απόγευμα η Αθηνά δεν άνοιξε το παράθυρο, αλλά την πόρτα του σπιτιού και πήρε τους δρόμους. Φύσαγε δυνατά, να σηκώσει ο Θεός τον κόσμο, η θάλασσα έβγαινε κι έφτανε μέχρι τις αυλές των σπιτιών. Περπάταγε η Αθηνά ξεκάλτσωτη, μ’ ένα ζευγάρι παντόφλες και το λεπτό ζακετάκι της ξεκούμπωτο να το ανεμίζει ο αέρας. Το μοδιστράδικο της Σάρας ήταν στο λιμάνι, ετοιμαζότανε να φύγουν εκείνη την ώρα και τα κορίτσια πάλευαν με τον αέρα που δεν άφηνε τα παραθυρόφυλλα να κλείσουν.

«Τι κάνει αυτή; Τρελή είναι; Θα την πάρουν τα κύματα…» φώναξε μια, τρέξανε κι οι υπόλοιπες και φώναζαν μέχρι που τις άκουσε η Σάρα και βγήκε κι αυτή να δει τι συμβαίνει. Είδε την Αθηνά να περπατάει στην προβλήτα και να τη λούζουν τα κύματα και, χωρίς να καταλάβει πώς έγινε, τη γνώρισε.

«Μαρίκα! Τρέξε! Η φίλη σου θα σκοτωθεί!»

Μαύρη απ’ το ξύλο την είχε κάνει ο δικός της, τότε έχασε και το παιδί της. Έστειλε η Σάρα και φώναξε ένα γιατρό, φίλο του αδελφού της, να συνεφέρει το κορίτσι που έτρεμε σαν το ψάρι και μούσκευε στο αίμα του. Κλείστηκαν μετά με το γιατρό και συζητούσαν ώρα πολλή. Έτσι πήρε η Σάρα την απόφασή της.

«Αν θες να μείνεις μαζί μου, εγώ θα σε φροντίσω και θα σου δώσω και δουλειά» είπε στην Αθηνά κι έπεσε εκείνη και της φίλαγε τα χέρια.

Εκείνο τον καιρό, έκανε τη θητεία στο νησί ο Δημήτρης, ο άντρας της Μαρίκας κι έτσι γνωρίστηκαν κι αγαπήθηκαν. Δεν δυσκολεύτηκε καθόλου η Μαρίκα να πάρει την απόφαση ν’ αφήσει τον τόπο της και να τον ακολουθήσει στην Αθήνα, της έταζε λαγούς με πετραχήλια ο Δημήτρης, ζωή χαρισάμενη. Καλοπαντρεύτηκε στο μεταξύ κι η αδελφή της η νοσοκόμα μ’ ένα γιατρό και έτσι δεν είχε την έγνοια για τη μάνα της και το μικρό, που πήγαινε πια στο Γυμνάσιο και θα τη φρόντιζε ο γαμπρός τους μέχρι να το τελειώσει Έτσι, όταν έφυγε, η μόνη της έγνοια ήταν η Αθηνά, που την έβαλε να της ορκιστεί ότι, μόλις βολευότανε κι άρχιζε ν’ αφήνει κέρδος το μοδιστράδικο που σκόπευε ν’ ανοίξει, θα ερχόταν κι εκείνη στην Αθήνα να ζήσουν όλοι μαζί.

Ε, δεν της ήρθαν τα πράγματα όπως τα περίμενε, γέννησε στον χρόνο επάνω και το γιο τους και αυγατίσανε τα έξοδα. Ο Δημήτρης ήταν οικοδόμος, μια δούλευε, δέκα δεν δούλευε και το μοδιστράδικο ήταν ένα δωμάτιο στο σπίτι τους για να μεταποιεί τα αποφόρια της γειτονιάς. Φτωχόκοσμος, δύσκολα πέταγε το ρούχο του πριν λειώσει και γίνει άχρηστο. Είχαν και τα πολιτικά. Συνδικαλιστής ο Δημήτρης και με τη δικτατορία του Μεταξά σε χλωρό κλαρί δεν τον άφηναν, ήρθανε μέρες που δεν είχανε ψωμί να φάνε, μέχρι που τ’ αποφάσισε ο Δημήτρης και πήγε κι έκανε δήλωση. Μετά, λυτούς και δεμένους βάλανε και έβγαλε την άδεια για το ταξί. Πέθανε στο μεταξύ κι η μάνα του και χωρίσανε το πατρικό του σε δωμάτια που τα νοικιάζανε και συμπληρώνανε το εισόδημα.

Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν κόψανε τις σχέσεις με την Αθηνά, κάθε άλλο. Ταιριάξανε και με τον Δημήτρη, από τότε, από παλιά στο νησί. Όταν την ειδοποίησε η Αθηνά ότι παντρεύεται, λίγες μέρες πριν απ’ το γάμο, στεναχωρήθηκε η Μαρίκα που δεν την ρώτησε, δεν ζήτησε τη συμβουλή της, άλλα ονειρευότανε αυτή, να την παντρέψει στην Αθήνα για να την έχει κοντά της. Και όταν γνώρισε και τον γαμπρό σφίχτηκε ακόμα περισσότερο η καρδιά της - είχανε πάει με τον Δημήτρη για το γάμο και τους φιλοξένησε ο Μυλωνάκης στο σπίτι του.

«Τι του βρήκε και τον πήρε γέρο άνθρωπο;» σκεφτότανε, μα δεν ήθελε να την πικράνει και δεν της είπε τίποτα. Δεν μίλαγε κι η Αθηνά, από τη Σάρα έμαθε η Μαρίκα πώς έγινε η γνωριμία.

«Ο Κωστής μου μεσολάβησε» είπε η Σάρα για τον λαδέμπορο.

Ο Μυλωνάκης ήτανε ο καλύτερος πελάτης του, σ’ αυτόν έστελνε όλη την παραγωγή που πέρναγε απ’ το ελαιοτριβείο του. Την Αθηνά τη γνώρισε τυχαία, μια μέρα που πέρασε απ’ το μοδιστράδικο για ν’ αφήσει στη Σάρα μια παραγγελία να την πει του Κωστή που δεν τον έβρισκε. Έδωσε την παραγγελία αλλά ξεκολλημό δεν είχε. Τον κέρασαν καφέ, τσίπουρο, κόντευε πια να νυχτώσει όταν αποφάσισε να φύγει. Κι από τότε έκανε τ’ αδύνατα, δυνατά να συναντάει την Αθηνά, μέχρι που τα κατάφερε να προχωρήσει το προξενιό.

Τη μέρα του γάμου τους, όπως ντύνανε τη νύφη με την αδελφή του γαμπρού και κάτι άλλες συγγένισσες του, βρήκε μια ευκαιρία η Μαρίκα να την ξεμοναχιάσει και τότε μόνο της μίλησε η Αθηνά. Δυο λέξεις. Ίσα για να της πει ότι έτσι έπρεπε να γίνει.

«Δεν είμαι εγώ για έρωτες. Κι εκείνη η πόλη με σκότωνε, δεν μ’ άφηνε να ξεχάσω. Ό, τι έγινε, λοιπόν, καλώς καμωμένο, παραπάνω δεν αξίζω, μ’ αυτόν τον άνθρωπο θα ζήσω από εδώ κι έπειτα. Και ό,τι μου φυλάει ο Θεός».

Έκανε τα πικρά γλυκά η Μαρίκα και δεν μίλησε, μόνο σκούπιζε κρυφά τα μάτια της που το χαμόγελο της Αθηνάς τη μέρα του γάμου της ήτανε πιο λυπημένο παρά ποτέ.

Πώς άλλαξε μετά εκείνη η φοβισμένη, ταπεινή γυναίκα και πήρε στα χέρια της την ευθύνη για τόσες ζωές στον πόλεμο και στο αντάρτικο, η Μαρίκα ήταν αδύνατον να το καταλάβει. Μόνο ο Δημήτρης το έβρισκε φυσικό.

«Ποιος θα σηκώσει το κεφάλι στον κατακτητή; Ο βολεμένος κι ο μοσχαναθρεμμένος ή αυτός ένιωσε το βούρδουλα στο κορμί του;»

«Μα η Αθηνά είναι γυναίκα…» επέμενε η Μαρίκα.

«Κούνια που σε κούναγε! Η Αθηνά είναι θηρίο ανήμερο, κανείς σας δεν την κατάλαβε, έβλεπα εγώ τη φωτιά που την έκαιγε, εσύ ήσουνα τυφλωμένη απ’ το φόβο σου μην τύχει με πιάσουν και χαλάσει η ησυχία σου και δεν έβλεπες πέρα απ’ τη μύτη σου» απαντούσε ο Δημήτρης που της καταλόγιζε την ευθύνη για τη δήλωση που έκανε. Ποτέ δεν θα της το συγχωρήσει της έλεγε κι έκανε εκείνη τη χαζή για να μην του πει πως ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του και δεν του φταίνε οι άλλοι άμα το μετανιώνει μετά. Του κακόπεσε, δηλαδή, το ταξί κι ας κάνει ακόμα τον επαναστάτη; Σ’ όλο τον κόσμο υποχρεώθηκε ο γαμπρός της ο γιατρός για τον αποχρωματίσουν, αυτήν την υποχρέωση ποιος θα την βγάλει;

Δεν του απαντούσε, λοιπόν, μα και την Αθηνά δεν την καταλάβαινε. Μέχρι που βγήκαν αληθινοί οι φόβοι της: σκοτώσανε το παιδί της, χάθηκε ο ανιψιός της που τον λόγιζε για δεύτερο παιδί, αρρώστησε κι αυτή. Και ποιο το κέρδος; Ολομόναχη λιώνει στο άδειο σπίτι. Πώς να της χαλάσει, λοιπόν, το χατίρι και να πει όχι για το ξένο κορίτσι που της φόρτωσε; Έστειλε τον Δημήτρη και τα κανόνισε – δεν πίστευε στ’ αυτιά της με τα όσα της αφηγήθηκε όταν γύρισε! – και το απήγαγε σχεδόν το κορίτσι ένας δικός του, κομμουνιστής κι αυτός, το έβαλε στο τραίνο και τους το έστειλε.

Φτάσανε στα Πετράλωνα κι αφήσανε τη γριά με το γιο της, τον εμετό δεν τον γλιτώσανε, λίγο πριν φτάσουνε στο σπίτι δεν άντεξε η γριά, χάλια έκανε την πόρτα του αυτοκινήτου – έσκυψε η μαύρη το κεφάλι έξω απ’ το παράθυρο για να μην λερώσει το ταξί. Βοήθησε και το παλικάρι, καθάρισαν όπως - όπως την πόρτα και έπιασε πάλι ο Δημήτρης το τιμόνι. Περίμενε η Μαρίκα ν’ αρχίσει την πάρλα, γλώσσα δεν έβαζε στο στόμα όταν ήταν στο τιμόνι, αλλά εκείνος οδηγούσε αμίλητος. Αιώνας της φάνηκε της Μαρίκας η ώρα που κάνανε μέχρι να φτάσουν απ’ τα Πετράλωνα στο Βοτανικό. Όσο και να ‘ναι, άρρωστη, ξε-άρρωστη η γριά, μέχρι που να την αφήσανε στο σπίτι της ήταν η αφορμή να ξεφεύγει λίγο το μυαλό της. Τώρα που μείνανε πάλι μόνοι τους, σα να βάρυνε ξαφνικά ο αέρας, ένιωθε τέτοιο ψυχοπλάκωμα, να σκάσει.

«Αχ βρε Αθηνά μπελάδες που μου άνοιξες» σκεφτόταν όσο πλησιάζανε στο σπίτι τους.

Της Μάχης της είχε ετοιμάσει το μόνο δωμάτιο που είχαν ξενοίκιαστο. Δεν ήταν μεγάλο, αλλά είχε φως, ήταν στην άκρη της αυλής και δεν το σκίαζε το μεγάλο πεύκο που είχε φυτρώσει στη μέση της και σκέπαζε πια όλο σχεδόν το σπίτι. Όταν της συγύριζε το δωμάτιο, σκεφτόταν πως θα βολευτεί καλά εκεί, μπορεί να της αρέσει κιόλας. Μα τώρα την τρόμαζε η μοναξιά που φαρμάκωνε το βλέμμα του κοριτσιού – τι να γλυκάνει το δωμάτιο που της ετοίμασε κι ας είχε και φως;

Φτάσανε πια και όπως έβγαζε ο Δημήτρης τα πράγματα της Μάχης απ’ το αυτοκίνητο και η Μαρίκα την υποβάσταζε να μπει στο σπίτι, έδωσε μια και πετάχτηκε επάνω απ’ την τρομάρα. Έτσι όπως ήταν τεντωμένα τα νεύρα της, της έκοψε την ανάσα το σφύριγμα που τους υποδέχτηκε μέσα στο σκοτάδι.

«Ω εσείς όλοι οι αρχαίοι τραγικοί! Τι μου φυλάγατε να δω απόψε! Ποια είναι αυτή; Πού την πάτε; Σ’ εμένα να την δώσετε!»

Ο Ρούσσος, του σπιτιού κι αυτός, ηθοποιός έλεγε πως ήταν και νοίκιαζε ένα αποθηκάκι που το είχαν μετατρέψει σε δωμάτιο στο αντάρτικο, όταν γέμισε ο τόπος κυνηγημένους απ’ την ύπαιθρο που βολευόντουσαν όπως-όπως στις πόλεις.

«Άντε να χαθείς και με κοψοχόλιασες» του αγρίεψε η Μαρίκα όταν κατάλαβε ποιος είναι. Η Μάχη είχε απομείνει ακίνητη εκεί που την άφησε η Μαρίκα και το βλέμμα της δεν άλλαξε, μοιάζανε ακόμα σαν του τυφλού τα ορθάνοικτα μάτια της.

«Άσε μωρέ κακομοίρη τις κουζουλάδες και βοήθα να την πάμε στο δωμάτιό της. Μια κοπέλα είναι. Μην την πειράζεις. Δεν είναι καλά».

Ο Ρούσσος, όμως, δεν έμοιαζε να ακούει, πλησίαζε τη Μάχη σαν τη νυχτοπεταλούδα που την τραβάει το φως, είχε κι απλωμένα τα χέρια σαν να ήθελε να την αγκαλιάσει.

«Μα τι κάνεις εκεί…» άρχισε να του λέει η Μαρίκα, αλλά την έκοψε η φωνή του άντρα της που βγήκε εκείνη την ώρα απ’ το δωμάτιο.

«Άντε, ελάτε, τι περιμένετε τόσες ώρες στην αυλή;»

Αλλά αντί να τους περιμένει εκείνος στο δωμάτιο, γύρισε και μπήκε στο δικό τους σπίτι κι άναψε όλα τα φώτα κατά τη συνήθειά του.

«Έλα κορίτσι μου, πάμε να σε τακτοποιήσω κι εσένα στο δωμάτιό σου…» άρχισε να λέει η Μαρίκα και σταμάτησε βλέποντας τη Μάχη να μην αντιδρά, εκεί στη μέση της αυλής. Μόνο που έσφιγγε νευρικά στο στήθος της μια μικρή μαύρη τσάντα που δεν είχε αφήσει στιγμή απ’ τα χέρια της, ούτε καν στο ταξί για να μπορέσει να βολευτεί καλύτερα στη θέση της.

«Τι να κάνω τώρα;» σκέφτηκε και έστρεψε το βλέμμα της στο Ρούσσο για βοήθεια, αλλά αυτός στεκόταν ακίνητος και κοίταζε το κορίτσι.

«Άντε λοιπόν! Εκεί θα ξημερωθείτε;» ξανακούστηκε η αγριοφωνάρα του Δημήτρη κι έσπασε σαν κρύσταλλο η σιωπή. Ένα «Αχ!» ξέφυγε απ’ το στόμα της Μαρίκας και ήταν σαν το παράγγελμα που έβαλε σε κίνηση τα πρόσωπα της αυλής. Ο Ρούσσος έκανε λίγα βήματα και πλησίασε τη Μάχη, εκείνη γύρισε και κοίταξε τη Μαρίκα, μετά τον Ρούσσο κι έπειτα κατευθύνθηκε με απρόσμενα αποφασιστικό βήμα προς το δωμάτιο που της είχαν ετοιμάσει.

«Ευχαριστώ για όλα. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ» είπε μπροστά στην ανοιχτή πόρτα, οι λέξεις βγαίνανε δύσκολα απ’ το στόμα της, σκάλωναν σαν το ρηχό νερό στα ποταμολίθαρα.

«Περίμενε! Πώς θα κοιμηθείς νηστικιά; Να σου φέρει η Μαρίκα κάτι να φας» είπε ο Δημήτρης που είχε πλησιάσει κι αυτός και συνάμα σκούντησε τη Μαρίκα που στεκόταν σαν αποβλακωμένη και κοίταζε το κορίτσι.

«Άντε! Τι κάθεσαι;» της είπε και την σκούντησε πάλι.

«Συγχωρείστε με» ξανακούστηκε η φωνή της Μάχης και έστρεψε προς το μέρος τους ένα πρόσωπο γεμάτο δάκρια πριν μπει στο δωμάτιο και κλείσει πίσω της την πόρτα.

Εκείνο το πρώτο βράδυ, ο Ρούσσος ξενύχτησε καθισμένος στο πεζουλάκι κάτω από το μεγάλο πεύκο. Ξημέρωνε πια όταν βγήκε αγουροξυπνημένος ο Δημήτρης στην αυλή και τον είδε. Μπήκε ξανά στην κουζίνα, έψησε καφέ, έφερε δυο φλιτζάνια τακτικά βαλμένα στο δίσκο μαζί με δυο ποτήρια νερό και κάθισε κι αυτός πλάι του.

«Η κυρά Μαρίκα δεν ξύπνησε ακόμα. Άντε στην υγειά μας» είπε και τράβηξε με θόρυβο μια ρουφηξιά καφέ.


***


Έτσι έφτασε η Μάχη στο Βοτανικό και ο Ρούσσος άφησε τις μυστηριώδεις ασχολίες του κι έγινε η σκιά της. Οι άλλοι ένοικοι της αυλής, μια μακρινή συγγένισσα του Δημήτρη και ένας τσαγκάρης με τη γυναίκα του, άργησαν να τη συνηθίσουν - αν την συνήθισαν και ποτέ. Η Μάχη έμενε ώρες κλεισμένη στο δωμάτιό της ή χανότανε ξαφνικά χωρίς να πει σε κανέναν που πάει, ούτε στη Μαρίκα που, τον πρώτο καιρό, είχε χάσει τη λαλιά της απ’ το φόβο μήπως φύγει το κορίτσι και δεν ξαναγυρίσει.

«Την είδα να τριγυρνάει στις γραμμές του τραίνου. Θεός φυλάξει. Σαν παραλογισμένο ήταν. Κακό μπελά έβαλες στο κεφάλι σου» γύρισε και είπε μια μέρα στη Μαρίκα η κυρά Ελένη, η συγγένισσα του Δημήτρη, κι εκείνη αγρίεψε.

«Δουλειά σου εσύ» την αποπήρε – δεν το ‘ξερε κι η ίδια ότι είχε βάλει κακό μπελά στο κεφάλι της; Όμως εκείνο το βράδυ περίμενε τη Μάχη να γυρίσει για να της παραπονεθεί.

«Μάχη παιδάκι μου, όταν νυχτώνει να μαζεύεσαι στο σπίτι. Μη δίνουμε δικαιώματα να μιλάει ο κόσμος…» άρχισε να της λέει, αλλά κατάπιε τη γλώσσα της βλέποντας το λυπημένο χαμόγελο του κοριτσιού.

Μια ευθεία από το σπίτι ήταν οι γραμμές του τραίνου, μόλις έστριβες απ’ τη γωνία τις έβλεπες στο βάθος του δρόμου. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε δικό της στο Βοτανικό η Μάχη ήταν οι γραμμές του τραίνου. Εκεί περπατούσε κι άφηνε το μυαλό της ν’ αδειάζει, ώρες ολόκληρες να μην σκέφτεται, να μην ζητάει και να μην της ζητάνε τίποτα, σκοτείνιαζε και ξεχνούσε να γυρίσει στο σπίτι. Κομμάτι αυτής της μοναξιάς ήταν κι ο Ρούσσος, η σιωπηλή του παρουσία, τα φλογισμένα μάτια του καρφωμένα επάνω της εκείνα τα βράδια που την ακολουθούσε κρυμμένος στο σκοτάδι. Και όταν αποφάσιζε πια να πάρει το δρόμο για το σπίτι, τότε μόνο εμφανιζότανε, μπροστά στην αυλόπορτα, να την καληνυχτίσει και να την κοιτάζει πάλι μέχρι να μπει στο δωμάτιό της και να σβήσει το φως.

Αυτόν πήγε να ρωτήσει η Μαρίκα τι συμβαίνει με το κορίτσι, αλλά άκρη δεν έβγαλε, αχόρταγη η ανάγκη του Ρούσσου να φτιάχνει ιστορίες ακατανόητες.

«Κάτι θέλει να κρύψει αυτό» σκεφτότανε. Στο Δημήτρη δεν ήθελε να μιλήσει μην την αποπάρει και βρήκε την κυρά Ελένη να της εκμυστηρευθεί τους φόβους της.

«Κάτι πάει να κρύψει αυτό το νεραϊδοπαρμένο» της είπε ένα απόγευμα που πίνανε το καφεδάκι τους στο τραπεζάκι κάτω από το πεύκο.

«Θεογνωσία θέλει για να το καταλάβεις; Τις πομπές του θέλει να κρύψει ο γυναικωτός!» απάντησε εκείνη στρίβοντας με αηδία τα χείλια της. Ο Ρούσσος ήτανε, λέει, το μπάσταρδο μιας κακομοίρας που την είχε διαφθείρει το αφεντικό της και, όταν έμαθε πως ήταν έγκυος, την πέταξε στο δρόμο. «Γι’ αυτό βγήκε έτσι, τι θαρρείς;» κατέληξε η κυρά Ελένη, αλλά η Μαρίκα της έκανε νόημα να σωπάσει, κοίταξε γύρω-γύρω μην είναι κανείς στην αυλή και τους ακούει κι έπειτα έσκυψε στο αυτί της κυρά Ελένης.

«Άσε τα τώρα αυτά. Άλλα φοβούμαι εγώ. Μην έχει μπλέξει με τίποτα πολιτικά και παρασύρει και το κορίτσι. Πού χάνονται τις νύχτες και δεν ξέρει κανείς πού πάνε; Φωτιές μας έχει ανάψει κι εμείς κοιμόμαστε. Δεν βλέπεις που γέμισε πάλι η γειτονιά μυστικούς; Κουράστηκα να φοβάμαι μωρέ Ελένη…»

Όμως για άλλον κτυπούσε η καμπάνα. Το βράδυ εκείνης της ίδιας μέρας που είχανε την κουβέντα – τι βράδυ; ξημέρωμα – ήρθαν και πιάσανε τον τσαγκάρη. Μάζεψε κι η γυναίκα του τα πράγματά της και πήγε στους δικούς της, στη Θήβα.

«Καλά που δεν είχανε παιδιά» σκεφτότανε η Μαρίκα καθαρίζοντας το δωμάτιο τους για να το νοικιάσει πάλι. Τον λυπήθηκε τον τσαγκάρη, δεν μπορείς να πεις ότι δεν τον λυπήθηκε. Και περισσότερο τη γυναίκα του που έμοιαζε σαν μωρό παιδί παρατημένο στο δρόμο. Όμως και την έκπληξή της δεν μπορούσε να την κρύψει. Ήσυχο ανθρωπάκι ο τσαγκάρης, αφορμές δεν έδινε όσο καιρό έμεινε μαζί τους – από τα μέρη της Θήβας ήταν κι εκείνου η καταγωγή – ποιος να το φανταστεί ότι ήταν κυνηγημένος, που αυτός άκουγε για αντάρτικο κι άλλαζε κουβέντα; Μετά, όταν τον είχαν πιάσει πια, ακούστηκε ότι ο αδελφός του ήταν καπετάνιος του ΕΛΑΣ και ότι του είχαν παλουκώσει το κεφάλι στην πλατεία του χωριού τους.

Ένα κουβάρι ήταν πάλι όλα.

Ένα βράδυ, όπως είχαν στρωμένα στην αυλή και τρώγανε, άνοιξε η πόρτα και μπήκε η Αθηνά.

«Καλέ εσύ…» άρχισε να λέει η Μαρίκα κι έπειτα πετάχτηκε απ’ την καρέκλα της, έτρεξε και την έκλεισε στην αγκαλιά της, να την πνίξει.

«Γιατί δεν με ειδοποίησες να έρθω να σε πάρω; Πώς ήρθες; Αδυνάτισες! Έλα κάτσε» όλα μαζί κουτρουβαλούσαν απ’ τη γλώσσα της και τα μάτια της τρέχανε ποτάμι.

Άντεξε με υπομονή τις διαχύσεις της Μαρίκας η Αθηνά και πήγε να γνέψει από μακριά στον Δημήτρη που κοίταζε αποσβολωμένος τη σκηνή. Δεν απόσωσε την κίνηση κι έσφιξε πάλι το χέρι στο στήθος της να μην φανεί η τρεμούλα που το συγκλόνιζε. Τότε κατάλαβε η Μαρίκα γιατί δεν ανταποκρινόταν τόση ώρα στο αγκάλιασμά της και άρχισε θρήνο πραγματικό.

«Αθηνά μου! Εγώ θα σε φροντίσω! Εγώ. Δεν θα σ’ αφήσω να ξαναφύγεις» της έλεγε και κοβόταν η φωνή της απ’ τους λυγμούς.

«Τι ανάγκη έχει η Αθηνά; Θεριό ανήμερο είναι» απάντησε ο Δημήτρης, που είχε συνέλθει πια απ’ την έκπληξη και πλησίαζε γελαστός το σύμπλεγμα των δυο γυναικών. Του χαμογέλασε κι η Αθηνά πάνω απ’ τον ώμο της Μαρίκας και κατάφερε επιτέλους να ξεφύγει απ’ τον παθιασμένο εναγκαλισμό που της είχε κόψει την ανάσα για να τον χαιρετήσει κι εκείνον.

«Η Μάχη; Πού είναι η Μάχη;» ρώτησε μετά τα καλωσορίσματα, προσπαθώντας να διακρίνει στο σκοτάδι της αυλής – μόνον ο χώρος γύρω απ’ το πεύκο φωτιζότανε, από μια λάμπα που είχε κρεμάσει ο Δημήτρης στα κλαδιά.

Δεν πρόλαβε να απαντήσει κανείς στην ερώτησή της, γιατί άνοιξε η αυλόπορτα και μπήκε η Μάχη. Στάθηκε ακίνητη για μια στιγμή και έπειτα άνοιξε τα χέρια σαν το πουλάκι που φτεροκοπάει και δεν καταφέρνει ακόμα να πετάξει. Αργά, αργά την πλησίασε η Αθηνά και την έκλεισε στην αγκαλιά της.

«Γιατί μ’ εγκατέλειψες;…»

«Όχι κυρά μου…»

«Τότε… Που ήμουνα πεθαμένη… Γιατί μ’ εγκατέλειψες… Γιατί δεν ήρθες να με δεις… Να μου πεις…»



Ο θάνατος

«Θυμάσαι μωρέ Αθηνά πώς τα πετύχαινα πάντα τα γεμιστά; Όλο εμένα έβαζε η μάνα μου να τα μαγειρεύω κι ας γύρναγα σκοτωμένη απ’ τη δουλειά. Θυμάσαι που ήθελε να μου δίνει να κρατάω και στην κυρία Σάρα; Καλή γυναίκα η κυρία Σάρα, τη θυμάσαι; Και όμορφη. Ψηλή, θεωρητική. Ακόμα την κλαίω. Και όλους τους δηλαδή τους κλαίω. Ούτε στο σκύλο να μη φυλάει ο Θεός τέτοιο θάνατο. Μόνο εκείνη η μικρή, η Άννα μου είπες ότι γλίτωσε. Να ζει άραγε ακόμα; Ποιος την ξέρει κι αυτή. Δεν έβαλα πιπεριές. Δεν τις θέλει ο Δημήτρης μου, τον χαλάνε. Εσένα θα σου βράσω και λίγο κρέας να πιεις το ζουμάκι που είναι δυναμωτικό».

Κι απ’ το ένα θέμα πέρναγε στον άλλο η Μαρίκα, τυλίγοντας τα ντολμαδάκια και τοποθετώντας τα τακτικά ανάμεσα στις γεμιστές ντομάτες και τις μελιτζάνες. Η Αθηνά την άκουγε αφηρημένη. Το πρόσεξε η Μαρίκα.

«Ε, Αθηνά, πού τρέχει ο νους σου;»

«Αύριο θα με πάει ο Δημήτρης σε κάποιον που μπορεί να ξέρει να μου πει τι απόγινε το Μιχαλιό. Αυτό σκέφτομαι. Κανείς δεν είχε νέα του από όταν ήρθε στην Αθήνα, λες κι άνοιξε η γης και το κατάπιε. Φοβάμαι πως το σκότωσαν κι αυτό. Αν ήταν ζωντανό θα είχε φροντίσει να το μάθω. Δεν θα με άφηνε έτσι το Μιχαλιό, τι λες κι εσύ;»

Αλλά η Μαρίκα δεν μιλούσε, συνέχιζε να τυλίγει τα ντολμαδάκια και άφηνε να τρέχουνε τα ζουμιά της γέμισης μέχρι τον αγκώνα της κι από εκεί στο τραπέζι.

«Ε, Μαρίκα, τι λες κι εσύ;» ξαναρώτησε η Αθηνά.

«Σε ποιον θα σε πάει; Σου είπε ποιος είναι;»

Είχε σφίξει τα χείλια της κι η φωνή της ακούστηκε αγνώριστη. Παράτησε και τα ντολμαδάκια, πήρε μια πατσαβούρα και έτριβε με μανία τα λάδια απ’ το τραπέζι.

«Όχι, δεν τον ρώτησα. Κάπου στον Πειραιά είπε θα με πάει… Γιατί κάνεις έτσι; Τι συμβαίνει;» απάντησε η Αθηνά και την κοιτούσε έκπληκτη.

«Τι να σου πω μωρέ Αθηνά;».

Παράτησε η Μαρίκα την πατσαβούρα, τράβηξε μια καρέκλα κοντά στο τραπέζι και κάθισε. Γύριζε απ’ τη μια μεριά στην άλλη το βλέμμα της και μόνο την Αθηνά δεν κοιτούσε.

«Θέλω να ξεκόψει πια απ’ αυτούς. Απόκαμα πια τόσα χρόνια να φοβάμαι τι μου ξημερώνει η κάθε μέρα. Έχω κι εκείνον το γιο μου να με πιλατεύει. Μια καλή κουβέντα δεν έρχεται να μου πει. Μόνο να μαζέψω τον πατέρα του μου λέει, για να μην τον εκθέσει και χάσει τη δουλειά που τον έβαλε ο πεθερός του…».

Σηκώθηκε αμίλητη η Αθηνά και βγήκε απ’ την κουζίνα. Το ήξερε πως δεν ήταν να της κρατάει κακία της Μαρίκας, αλλά αυτό δεν την εμπόδιζε να νιώθει σαν δαρμένος σκύλος.

«Δεν έπρεπε να ‘ρθω εδώ» σκεφτότανε, αλλά και πάλι έλπιζε και πως θα βγει κι η Μαρίκα να της ζητήσει συγγνώμη που την αποπήρε για την επίσκεψη στον Πειραιά. Αλλά οι θόρυβοι στην κουζίνα άλλα προμηνύανε και πράγματι σε λίγο ακούστηκε σαματάς από κατσαρόλια που κατρακυλούσανε κι αμέσως μετά η φωνή της Μαρίκας:

«Άμε στο γέροντα διάολο για κατσαρόλα, να ξέρει κανείς πού σ’ έχει!»

«Κακορίζικη κι εσύ, δίκιο έχεις να ταράζεσαι» μουρμούρισε η Αθηνά και μπήκε στο δωμάτιο να δει τι κάνει η Μάχη. Πράγμα περίεργο. Η Μάχη που ήταν νυχτοπούλι, όπως της λέγανε, που δεν κοιμόταν πριν χαράξει και πάλι μόνο για λίγες ώρες, απ’ όταν ήρθε η Αθηνά έμοιαζε να μην τον χορταίνει τον ύπνο.

Πλησίασε το κρεβάτι, κάθισε και άπλωσε το χέρι να χαϊδέψει τα μαλλιά του κοριτσιού.

«Πουλάκι μου εσύ. Παρηγοριά μου μόνη» ψιθύρισε.

Άνοιξε τα μάτια η Μάχη.

«Δεν κοιμάμαι θεία. Σε περίμενα» είπε κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι. «Θυμάσαι όταν ήμουνα μικρή κι ερχόμουνα να σου λέω τα όνειρά μου να τα ξεδιαλύνεις; Θύμωνε η μάνα μου. Αμαρτία, μου έλεγε, είναι. Τα όνειρα τα στέλνει ο Θεός και μόνον αυτός ξέρει να τα ξεδιαλύνει».

«Θυμάμαι κορίτσι μου. Όλα τα θυμάμαι, που να μου ‘παιρνε ο Θεός το μυαλό να πάψω να θυμάμαι και να βασανίζομαι…»

«Τότε έβλεπα πολλά όνειρα. Κι αργότερα, όλα τα χρόνια που δεν κοιμόμουνα, έβλεπα όνειρα ξυπνητή. Με ανοιχτά τα μάτια. Τρομακτικά όνειρα. Κάποτε ονειρεύτηκα ότι σκότωσα τον Μανόλη μας…»

Ανατρίχιασε σύγκορμη η Αθηνά κάτω απ’ το βλέμμα του κοριτσιού που σαν μαχαίρι πάλευε να της τρυπήσει την ψυχή.

«Όνειρο ήταν Μάχη μου…»

«Όχι. Αυτό δεν ήταν όνειρο. Έμοιαζε με όνειρο γιατί μετά ξύπνησα σ’ ένα κρεβάτι και ήταν κόσμος πολύς γύρω μου κι η μάνα του Χαραλάμπη πάλευε να μου βγάλει τα μάτια. Την κρατούσανε, αλλά αυτή τους ξέφευγε και μου ξέσκιζε τα χέρια με τα νύχια της. Δεν ξαναμίλησα από τότε. Πέρασαν μήνες μέχρι να ξαναμιλήσω. Φοβόμουνα τι θα πω, τι θα αποκαλύψω, φοβόμουνα αυτά που έκρυβε η ψυχή μου…».

Έστρεψε ξαφνικά το βλέμμα προς την πόρτα, γυαλίζανε τα μάτια της απ’ τα κρατημένα δάκρια.

«Τι σου λέει για μένα η Μαρίκα; Με φοβάται νομίζω. Κρίμα… Όταν ήρθα εδώ δεν είχα άλλη ν’ αγαπάω…»

«Κι αυτή σ’ αγαπάει κορίτσι μου. Δεν το βλέπεις πώς σε φροντίζει;»

«Βάρυνε ο ύπνος μου» τη διέκοψε η Μάχη σα να μην την απασχολούσε πια η αγάπη της Μαρίκας. «Απ’ όταν ήρθες βάρυνε ο ύπνος μου και δεν βλέπω πια όνειρα».

Αναστέναξε κι έστρεψε το κεφάλι προς τον τοίχο.

«Γιατί ήρθες;» ρώτησε σε λίγο. Έσκυψε το κεφάλι η Αθηνά και δεν μίλησε.

«Πέθανε ο παππούς μου, γι’ αυτό δεν ήρθες;» ξαναρώτησε η Μάχη και τώρα την κοιτούσε με τα μεγάλα, λυπημένα μάτια της. «Μη φοβάσαι, το ξέρω» συνέχισε. «Όταν σε είδα το κατάλαβα. Σα να τον είχες φέρει μαζί σου για να με αποχαιρετήσει».

«Σαν το πουλάκι έσβησε» ψιθύρισε κι η Αθηνά, ψάχνοντας στην τσέπη της για μαντήλι να σκουπίσει τα δάκριά της. Έμειναν εκεί, στην ποδιά της, τα χέρια της να τρέμουν και τα δάκρια τρέχανε ασυγκράτητα πια στα μάγουλά της.

«Η μάνα μου… Ο παππούς μου… Όταν με έδιωξε ο Μανόλης μας απ’ το σπίτι το ήξερα ότι δεν θα τους ξαναδώ… Στο γάμο μου τους έκλαψα και τους δυο» είπε η Μάχη κι έστρεψε πάλι το κεφάλι προς τον τοίχο. Έγειρε τότε η Αθηνά πάνω από το κρεβάτι και την έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά της.

«Κλάψε παιδάκι μου. Κλάψε και τώρα να ξαλαφρώσεις. Μην τα φοβάσαι τα δάκρια…» της έλεγε και της χάιδευε τα μαλλιά. «Θα δεις, όλα θα περάσουν, μικρό κορίτσι είσαι ακόμα, όλη η ζωή μπροστά σου είναι. Κι έπειτα, εσένα σε εξασφάλισε ο παππούς σου, κανέναν δεν θα έχεις ανάγκη. Έφερα να σου δώσω τα λεφτά που μου εμπιστεύτηκε».

«Μου έστειλε λεφτά ο παππούς μου;» τινάχτηκε απ’ την αγκαλιά της η Μάχη.

«Ναι, εγώ τα έχω. Τα μάζευε ο κακομοίρης τόσα χρόνια, κανείς δεν το ήξερε. Πούλησε κι όλη σας την περιουσία, ό,τι είχε απομείνει δηλαδή, εκτός απ’ το σπίτι. Όταν πεθάνω να κάνεις τ’ αδύνατα, δυνατά να βρεις το κορίτσι, μου είπε μια μέρα. Αυτό είναι το δώρο του παππού της, να της πεις. Και το σπίτι. Που θα την περιμένει να γυρίσει. Δυο μέρες μετά πέθανε. Περίμενα να του κάνω τα σαράντα και ήρθα…»

«Πολλά λεφτά;» τη διέκοψε η Μάχη.

«Αρκετά είναι» αποκρίθηκε έκπληκτη η Αθηνά, την ξάφνιασε το ενδιαφέρον της Μάχης για τα λεφτά. «Να ρωτήσουμε κιόλας. Εγώ δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι φτάνουν να πάρεις ένα μικρό διαμέρισμα εδώ στην Αθήνα. Απ’ αυτά τα καινούργια…» συνέχισε αμήχανη.

«Όχι» τη διέκοψε πάλι η Μάχη. Είχε ανασηκωθεί απ’ το κρεβάτι κι έψαχνε τα παπούτσια της. «Θα φύγουμε από εδώ. Θα πάμε να βρούμε εκείνη την Άννα. Μας φτάνουν τα λεφτά;»

«Την Άννα; Τι λες κυρά μου; Πώς θα πάμε στην Άννα; Πού θα τη βρούμε;».

Την κοίταζε έντρομη η Αθηνά. «Παραλογίζεται το κακορίζικο. Πώς θα το συνεφέρω πια;» σκεφτότανε.

«Θα τη βρούμε» επέμενε η Μάχη. «Θα ρωτήσουμε και θα τη βρούμε. Αυτή έζησε, έτσι δεν μου είπες; Ε, έτσι θα κάνουμε κι εμείς» και είχε ένα πείσμα παιδικό η φωνή της. Είχε σηκωθεί πια απ’ το κρεβάτι. Το νυχτικό της – ένα παλιό νυχτικό της Μαρίκας – είχε γλιστρήσει απ’ τους ώμους της και σερνότανε στο πάτωμα. Στεκότανε έτσι, μισόγυμνη, στη μέση του δωματίου και βγάζανε φλόγες τα μάτια της. Και ξαφνικά κατέρρευσε. Έπεσε στα γόνατα κι έκρυψε με τις παλάμες το πρόσωπό της.

«Έχω κάτι μέσα μου που με φαρμακώνει. Που θα με σκοτώσει… Ο Μανόλης μας… Δεν το πήρε μαζί του… Θέριεψε το κακό με το θάνατό του, ανεβαίνει στο λαιμό μου και με πνίγει… Βοήθησέ με… Πάρε με να φύγουμε μακριά από εδώ…» σπάραζε πεσμένη στα γόνατα η Μάχη, κοβόταν η φωνή της απ’ τους λυγμούς.

Δεν πρόλαβε να αντιδράσει η Αθηνά. Χτύποι δυνατοί στην πόρτα και οι φωνές της Μαρίκας να σκεπάζουν το κλάμα της Μάχης.

«Αθηνά! Μάχη! Ανοίξτε! Τι πάθατε; Ανοίξτε για όνομα του Θεού!».

Και απ’ την τρομάρα της δεν σκεφτόταν ότι η πόρτα δεν κλείδωνε και ότι αρκούσε να γυρίσει το πόμολο για την ανοίξει.

«Τι πάθανε;» γύρισε και είπε στην κυρία Ελένη που είχε σταθεί κι αυτή στην πόρτα του δωματίου της και παρακολουθούσε τη σκηνή.

«Τι να πάθανε Μαρίκα μου; Άνοιξε την πόρτα να δεις. Τι τους κτυπάς και δεν ανοίγεις την πόρτα;»

Και τότε άνοιξε η πόρτα και φάνηκε η Αθηνά. Τραβήχτηκε ασυναίσθητα στην άκρη η Μαρίκα για να της κάνει τόπο, πνιγήκανε τα λόγια στο λαιμό της έτσι όπως είδε τη μαυροφορεμένη μορφή να κλείνει την είσοδο του δωματίου. Την έπιασε η Αθηνά απ’ το χέρι και η Μαρίκα αφέθηκε χωρίς αντίσταση να την τραβήξει μακριά απ’ το δωμάτιο, πέρασε λίγη ώρα μέχρι να ξαναβρεί το τέμπο της και τότε πήρε βαθιά ανάσα κι έβαλε τις φωνές:

«Γιατί μου το τάραξες το κακορίζικο; Μια χαρά το είχα συνεφέρει εγώ! Σαν μάνα το φρόντιζα. Του είπες για τον παππού του; Τι ανάγκη ήταν να του το πεις;…»

Την κοίταζε έκπληκτη η Αθηνά και δεν πίστευε στα αυτιά της.

«Μαρίκα! Η Μάχη δεν είναι μωρό για το συνεφέρνεις με το μόνο-μόνο. Η Μάχη είναι γυναίκα πονεμένη. Αναλογίστηκες πόσους έχασε; Πιο πολλούς κι απ’ τα χρόνια της ζωής της. Μόνο αν ξαναγεννιότανε θα κλείνανε οι πληγές της…»

Δεν πρόλαβε να της απαντήσει η Μαρίκα καταλλήλως, γιατί άκουσαν την αυλόπορτα ν’ ανοίγει και είδαν τον Ρούσσο να μπαίνει σιγά-σιγά σαν τον γάτο, κρύβοντας κάτι πίσω από την πλάτη του.

«Έλα εδώ μωρέ. Τι είναι αυτό που κρατάς; Ώφου Παναγία μου! Το τραπεζομάντιλο της μάνας μου της συχωρεμένης! Πού το πήγες μωρέ αφορεσμένο το τραπεζομάντιλο;»

«Έλα κυρά Μαρίκα, μην κάνεις έτσι. Το χρειαστήκαμε για μια παράσταση. Ορίστε, το ξανάφερα καθαρό και σιδερωμένο…»

«Το τραπεζομάντιλο της μάνας μου μωρέ άχρηστε; Δεν είχατε τίποτα άλλο να βάλετε στην παράστασή σας; Μόνο άσε και θα σε φτιάξω εγώ. Και τα σεντόνια θα σου πάρω. Στο στρώμα θα κοιμάσαι, να μάθεις να παίρνεις τα πράγματά μου και τα μαγαρίζεις».

Μετά, καθώς ο Ρούσσος, κάνοντας τον λυπημένο, μπήκε στο δωμάτιό του για να κρύψει τα γέλια του, η Μαρίκα θυμήθηκε πάλι τη Μάχη.

«Πάμε να δούμε τι κάνει το κορίτσι. Μην το αφήνουμε μόνο του σήμερα που είναι πονεμένο» γύρισε και είπε στην Αθηνά.

«Μαρίκα άκουσέ με» της είπε η Αθηνά περνώντας το χέρι κάτω από το μπράτσο της για να την παρασύρει στην κουζίνα. Η Μαρίκα την ακολούθησε πειθήνια, σα να τη μάγευε το τρεμάμενο χέρι της Αθηνάς σφιγμένο στο αφράτο μπράτσο της.

«Άκουσέ με» ξανάπε η Αθηνά όταν μπήκανε στην κουζίνα. «Θα ρίξει ο Θεός φωτιά να με κάψει αν δεν το παραδεχτώ ότι το φρόντισες το κορίτσι σαν μάνα κι ακόμα παραπάνω. Σε ξέρω εγώ, γι’ αυτό στο εμπιστεύτηκα. Όμως η Μάχη δεν είναι καλά και θ’ αργήσει πολύ να γιάνει. Μην σου κάνει εντύπωση, λοιπόν, κι ούτε να κακοκαρδίζεσαι αν την βλέπεις να ξεμοναχιάζεται και να μην θέλει να μιλάει σε κανέναν. Η Μάχη έχει να κάνει μεγάλη κουβέντα με τον εαυτό της κι όλοι εμείς της είμαστε βάρος μερικές φορές. Άσε την, λοιπόν, να έρχεται εκείνη σ’ εσένα όταν το έχει ανάγκη. Μην την κυνηγάς. Δεν της κάνει καλό…»

«Μα θα μου πεις τώρα εμένα ότι της είμαι βάρος;» εξανέστη η Μαρίκα και μετά την πήρε το παράπονο. «Εγώ το πονάω το κακορίζικο, ποτάμια δάκρια έχω χύσει για λόγου του. Θαρρείς δεν έχω βάσανα κι εγώ; Μα όλα τα βάζω στην άκρη για της πω έναν καλό λόγο, να της γελάσω κι ας καίγομαι μέσα μου εκείνη την ώρα απ’ τον καημό. Που θα μου πεις εμένα…»

Βαριαναστέναξε η Αθηνά. Πάντα της ήταν πεισματάρα και πληθωρική η Μαρίκα, πώς να την αλλάξει τώρα;

«Καλά Μαρίκα μου. Ξέρεις εσύ» της είπε εντέλει κι εκείνη σκούπισε πάραυτα τα δάκριά της.

«Θα στείλω το ταψί στο φούρνο με την κυρά Ελένη. Δουλειά δεν έχει αυτή, βόλτα θα κάνει» είπε παρηγορημένη. Το ταψί με τα γεμιστά ήταν έτοιμο πάνω στο τραπέζι και τα σκεύη που είχαν λερωθεί στέγνωναν καλοπλυμένα στην πιατοθήκη.

Όταν ήρθε η Μάχη να τις βρει ήταν ντυμένη και είχε χτενίσει προσεκτικά τα μαλλιά της σε κότσο. Όμως το κάτασπρο πρόσωπό της το χαρακώνανε ριπές, σα να φυσούσαν δυνατοί άνεμοι κάτω από το διάφανο δέρμα.

«Κοίτα καλό μου τι σου έφτιαξα. Γεμιστά που σ’ αρέσουν…» άρχισε να λέει η Μαρίκα για να την καλοπιάσει.

«Πότε θα φύγουμε;» ρώτησε όμως εκείνη με τα μάτια καρφωμένα στην Αθηνά.

«Θα φύγουμε. Σύντομα» απάντησε η Αθηνά κι έβαλε κόπο για να μην κατεβάσει τα μάτια της, ν’ αντέξει το αγριεμένο βλέμμα του κοριτσιού.

«Να φύγετε; Να πάτε πού; Δεν μου ‘πες πως θα πας με τον Δημήτρη να μάθεις για το Μιχαλιό;» πετάχτηκε η Μαρίκα κι αμέσως σφάλισε το στόμα με το χέρι της, ζεματισμένη κάτω από το έξαλλο βλέμμα της Μάχης.

«Το Μιχαλιό; Το Μιχαλιό πέθανε. Το σκότωσε ο Μανόλης… Στο μοναστήρι… Έτσι μου είπε… Τι άλλο να μάθεις για το Μιχαλιό;»

Έτρεμε σαν το ψάρι η Μάχη κι έσπρωχνε τη Μαρίκα που πήγε να την αγκαλιάσει, να την ηρεμήσει.

«Μην κάνεις έτσι κορίτσι μου. Μην κάνεις έτσι και μου αρρωστήσεις…» κλαψούριζε η Μαρίκα, αλλά η Μάχη κατάφερε ν’ απαλλαγεί απ’ το αγκάλιασμά της και βγήκε τρέχοντας απ’ την κουζίνα. Βγήκε αργά-αργά κι η Αθηνά πίσω της και γύρισε η Μαρίκα στο νεροχύτη, για να μην βλέπει τα αποτελέσματα που είχαν προκαλέσει τα λόγια της.

Την άλλη μέρα βουτήχτηκαν στο πένθος. Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του στον Πειραιά ο Μιχάλης και χάθηκαν τα ίχνη του, κανείς δικός του δεν ήξερε πού πήγε, ούτε τ’ αδέλφια του. Μετά από καιρό μαθεύτηκε ότι τον έστειλαν στη Μακρόνησο κι εκεί πέθανε. Αυτά τους είπε ο φίλος του Δημήτρη.

Νεκρή και άθαφτη γύρισε στο σπίτι η Αθηνά. Κλείστηκε με τη Μάχη στο δωμάτιο και δεν ακουγόταν από μέσα ούτε φωνή, ούτε κλάμα.

«Πώς μπορούνε;» σκεφτότανε η Μαρίκα σκουπίζοντας τα δάκριά της. «Πώς μπορούνε να μην κλαίνε, να μη σκούζουν;».

Την άλλη μέρα έφυγε η Αθηνά, χρυσή την έκανε η Μαρίκα να μείνει μαζί τους μέχρι να συνέλθει, αλλά αυτή δεν άκουγε κουβέντα. Σιωπηλή μάζεψε τα πράγματά της, μόνη της, η Μάχη είχε χαθεί απ’ το πρωί. Όταν σταμάτησε στη μέση της αυλής για να χαιρετήσει τη Μαρίκα, την κυρά Ελένη και τον Ρούσσο, άνοιξε η αυλόπορτα και χύθηκε σαν την αστραπή η Μάχη στην αγκαλιά της.

«Θα σε περιμένω. Μου το υποσχέθηκες. Θα σε περιμένω να φύγουμε μαζί» έλεγε και είχε καρφώσει τα νύχια της στη λιγνή πλάτη της Αθηνάς.

«Παρθένα μου, θα την ξεματώσει» σκεφτόταν η Μαρίκα, αλλά δεν τόλμαγε να πλησιάσει το αγρίμι, να σώσει τη φίλη της απ’ τα νύχια του.

Και ξαφνικά, έτσι όπως ήρθε, σαν την αστραπή έφυγε πάλι η Μάχη απ’ την ανοιχτή αυλόπορτα.

Όταν ήρθε ο Δημήτρης με το ταξί και κορνάρισε έξω απ’ το σπίτι, άνοιξε τη μεγάλη της αγκαλιά και η Μαρίκα να κλείσει τη φιλενάδα της. Κι όπως την χάιδευε και τη φιλούσε, το ένιωθε ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που έβλεπε την Αθηνά και σπάραζε στο κλάμα.


Ο έρωτας

«Πες μου, ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που υπάρχει;»

«Ο πόλεμος» απάντησε ο Ρούσσος, χωρίς να σηκώσει τα μάτια από τα χαρτιά που είχε απλωμένα μπροστά του.

«Όχι, δεν είναι αυτό» είπε η Μάχη, σκαλίζοντας με το παπούτσι της το χώμα.

Κάθονταν κι οι δύο στο μπακαλικάκι του κυρ Θωμά, απέναντι απ’ τις γραμμές του τραίνου. Τους ήξερε ο κυρ Θωμάς, τους είχε συνηθίσει, μήνες τώρα, στο ίδιο μέρος και, κάπου-κάπου, τους φώναζε να κάτσουν στα τραπεζάκια που είχε απλώσει έξω απ’ το μαγαζί.

«Δεν βγαίνει μόνο με τη μπακαλική το μεροκάματο» είπε μια μέρα και έστησε ένα υποτυπώδες καφενείο με τραπεζάκια στο πεζοδρόμιο για να σερβίρει κανένα καφέ, κανένα ούζο με μεζέ στους γείτονες και τους περαστικούς που γύριζαν απ’ τη δουλειά τους. Η αλήθεια είναι ότι δεν έβγαινε ούτε έτσι το μεροκάματο γιατί πιο πολλά ήταν τα κεράσματα παρά οι πληρωμές, αλλά ο κυρ Θωμάς ψόφαγε για παρέα, του άρεσε να ακούει ανθρώπους να μιλάνε και δεν θα χάλαγε την καρδιά του για δυο κεράσματα παραπάνω.

Έτσι και μ’ αυτούς. Στην αρχή τον είχε παραξενέψει το ζευγάρι. Τον Ρούσσο τον ήξερε, τόσο που να γνωρίζει και ότι δεν τα πήγαινε καλά με τις γυναίκες. Όχι ότι έδινε αφορμές, αλλά η γειτονιά ήταν μικρή, το άπλωσε κάποτε σεντόνι η κυρά Ελένη το μαντάτο, πολύ θέλει; Όταν τον είδε, λοιπόν, να τριγυρνάει με το κορίτσι, άνοιξε μάτια κι αυτιά και ήταν έτοιμος να βγάλει παράρτημα: «Τι λέτε μωρέ για το παλικάρι; Εγώ τον βλέπω με τα μάτια μου που βγαίνει ραντεβουδάκι».

Τι ραντεβουδάκι όμως ήταν αυτό; Όσο κι αν πρόσεχε ο κυρ Θωμάς, τίποτα δεν έβλεπε που να του επιβεβαιώσει την πρώτη σκέψη. Ούτε φιλιά, ούτε αγκαλιές, ούτε χουφτώματα στα σκοτεινά. Αυτοί περπάταγαν και μίλαγαν, όλο μίλαγαν – τι να λέγανε; Έσκαγε από την περιέργεια.

«Ελάτε να καθίσετε στα τραπεζάκια μου να μην σας τρώνε οι δρόμοι. Δεν έχετε υποχρέωση να ψωνίσετε» τους είπε ένα βράδυ.

Και από τότε έγινε συνήθεια να τελειώνει ο περίπατος τους στα τραπεζάκια του κυρ Θωμά.

Έβρεχε με το λάστιχο το χώμα ο κυρ Θωμάς κι όλο γυρόφερνε το τραπεζάκι τους.

«Τι λένε τα παιδιά;» δεν άντεξε και ρώτησε.

«Η Μάχη ρωτάει ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που υπάρχει. Τι λες κι εσύ;» πήγε να τον βάλει στην κουβέντα ο Ρούσσος.

«Ξέρω κι εγώ τι να σου πω; Η φτώχεια» αποκρίθηκε εκείνος, άφησε το λάστιχο και τράβηξε μια καρέκλα να καθίσει κοντά τους.

«Όχι, δεν είναι ούτε αυτό» είπε η Μάχη χωρίς να σηκώσει το κεφάλι απ’ τη λακκούβα που είχε σκάψει με τη μύτη του παπουτσιού της.

«Μα τι σ’ έπιασε τώρα, μου λες; Τι θες να σου πούμε για να ησυχάσεις;» τη μάλωσε ο Ρούσσος και, όπως γύρισε να την κοιτάξει, έσπρωξε μια σελίδα απ’ τα χαρτιά του και την έριξε στο χώμα. «Είδες τι έπαθα; Μες στα νερά έπεσε…» είπε σκύβοντας να τη μαζέψει.

Η Μάχη δεν απάντησε.

«Μάχη! Σου μιλάω! Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε πάλι ο Ρούσσος, παλεύοντας συνάμα να ισιώσει το στραπατσαρισμένο χαρτί και άλλαζε με απίστευτη ταχύτητα εκφράσεις, πότε αγρίευε για τη ζημιά, πότε κοιτούσε ανήσυχος τη Μάχη. Ο κυρ Θωμάς έβαλε τα γέλια.

«Σε καλό σου, μ’ έκανες και γέλασα! Θα ‘ρθω καμιά μέρα να σε δω εκεί που πας και παίζεις θέατρο. …»

Αλλά δεν συνέχισε. Τον κοίταξε περίεργα ο Ρούσσος, κάτι σαν καταφρόνια μάντεψε στο βλέμμα του και μαζεύτηκε, δεν ήταν ώρες για παρεξηγήσεις.

Όμως ο Ρούσσος τον είχε ήδη ξεχάσει.

«Τι θέλεις; Θέλεις να φύγουμε;» ρώτησε τη Μάχη και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. «Έλα, πάμε» απάντησε μετά μόνος του και μάζεψε τα υπόλοιπα χαρτιά του απ’ το τραπέζι. «Πάμε γιατί έχω διάβασμα και πέρασε η ώρα» συνέχισε και της έδωσε το χέρι για να σηκωθεί κι εκείνη. Πάντα έτσι έκανε, σα να ήταν μωρό η Μάχη και δεν μπορούσε να σηκωθεί μόνη απ’ την καρέκλα. Κι εκείνη έπιανε πειθήνια το απλωμένο χέρι και το κρατούσε σφιχτά μέχρι να σηκωθεί. Αυτή τη φορά, όμως, δεν σάλεψε.

«Θέλω να μου διαβάσεις κι εμένα. Αυτό που διαβάζεις. Να το πεις και σ’ εμένα» του είπε και γεμίσανε δάκρια τα μάτια της.

Την κοίταξε έκπληκτος ο Ρούσσος. Η Μάχη να μιλήσει έτσι και μάλιστα μπροστά σε ξένο άνθρωπο; Απ’ όταν έφυγε η θεία της, η Μάχη είχε ξαναπάρει την απόμακρη έκφραση του πρώτου καιρού κι έψαχνε τρόπους ο Ρούσσος να μην την αφήσει να χαθεί πάλι στους εφιάλτες της.

«Έλα μαζί μου» της είπε ξαφνικά και την τράβηξε με δύναμη να σηκωθεί όρθια. Έχασε για μια στιγμή την ισορροπία της η Μάχη αλλά έπειτα τον ακολούθησε πειθήνια κάτω απ’ το έκπληκτο βλέμμα του κυρ Θωμά που τους κοιτούσε ν’ απομακρύνονται.

«Γύρευε τη δουλειά σου Θωμά και μην κυνηγάς μπελάδες» μονολόγησε όταν τους έχασε απ’ τα μάτια του και ξανάπιασε το λάστιχο να ποτίζει.

Έφτασαν αμίλητοι μέχρι τη στάση των λεωφορείων. Άδειασε τις τσέπες του ο Ρούσσος να βρει ψιλά για τα εισιτήρια και όταν ήρθε το λεωφορείο μπήκανε και καθίσανε στο πίσω κάθισμα.

«Δεν θα με ρωτήσεις πού πάμε;»

Η Μάχη κοιτούσε επίμονα ένα αγόρι που στηριζόταν κουρασμένο στη χειρολαβή αφήνοντας το κορμί του αδρανές να κυματίζει με τις κινήσεις του αυτοκινήτου. Κάτι ψέλλισε.

«Τι είπες;» τη ρώτησε ο Ρούσσος, αλλά εκείνη τράβηξε τα μάτια απ’ το παιδί και κλείστηκε πάλι στη σιωπή της.

«Καλά, μην μιλάς. Θα σου πω εγώ πού πάμε. Είναι καιρός που ήθελα να σε πάω να γνωρίσεις και τους άλλους. Εκείνος μου το ζήτησε. Ο δάσκαλός μου. Του μιλάω συχνά για σένα και θέλει να σε γνωρίσει. Αλλά εσύ, απ’ όταν έφυγε η θεία σου, σήκωσες πάλι τα τείχη της Τροίας γύρω σου και με κοιτούσες αγριεμένη απ’ τις πολεμίστρες. Αχ Μάχη, Ανδρομάχη, αν ήξερες τι σπουδαίο δώρο θέλω να σου κάνω…»

Και όσο μιλούσε τον έπνιγε η συγκίνηση και έσφιγγε το λεπτό χεράκι στην παλάμη του, σα να φοβόταν μην αλλάξει γνώμη η Μάχη και το σκάσει.

Κατέβηκαν απ’ το λεωφορείο και κατευθύνθηκαν προς την Ομόνοια. Όταν έφτασαν στο τέρμα της Πανεπιστημίου στάθηκαν στην είσοδο ενός ζαχαροπλαστείου.

«Εδώ είμαστε» είπε ο Ρούσσος χωρίς ν’ αφήνει το χέρι του κοριτσιού που στεκόταν αμίλητο πλάι του.

«Να δούμε μόνο που κάθονται οι δικοί μου» συνέχισε ψάχνοντας με το βλέμμα του στα τραπεζάκια με τους θαμώνες και την άλλη στιγμή κοίταζε έκπληκτος τη Μάχη, που είχε τραβήξει το χέρι της και κατευθυνόταν προς το τραπεζάκι που καθόταν η παρέα του. Τους πλησίασε και στάθηκε όρθια μπροστά στον Καρυτινό. Πήγε να πλησιάσει κι ο Ρούσσος, αλλά τον σταμάτησε ο τρόπος που κοίταζε ο Καρυτινός το κορίτσι. Επίμονο, εξεταστικό βλέμμα που έπειτα χαλάρωσε σ’ ένα χαμόγελο.

«Αυτή είναι, λοιπόν, η Ανδρομάχη!» είπε και της τράβηξε μια καρέκλα να καθίσει πλάι του. Πλησίασε τότε κι ο Ρούσσος για να προλάβει κάποια από τις συνηθισμένες αντιδράσεις της Μάχης. Μην γυρίσει, δηλαδή, την πλάτη μ’ εκείνο το βλέμμα του κυνηγημένου αγριμιού και φύγει χωρίς να δώσει εξηγήσεις. Όμως εκείνη ανταποκρίθηκε αμίλητη στο κάλεσμα και κάθισε στην καρέκλα που της πρόσφεραν. Πολλά χρόνια αργότερα, θα έλεγε στο Ρούσσο ότι τη στιγμή που είδε τον Καρυτινό κατάλαβε γιατί δεν της αρκούσαν οι λέξεις που ήξερε και ρώταγε απελπισμένη, στις γραμμές του τραίνου, ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που υπάρχει, πώς μπορεί να λέγεται αυτό που ένιωθε να της ξεσκίζει τη σάρκα και την ψυχή. Ο Θεόφιλος Καρυτινός θα μπορούσε να είναι πατέρας της, αλλά είχε τα γαλάζια μάτια και τα άσπρα μαλλιά του αγαπημένου της. Τα μαλλιά του Νικηφόρου είχαν ασπρίσει σε μια νύχτα. Τον είχαν για εκτέλεση οι Γερμανοί και σώθηκε τότε από θαύμα.

Την περίοδο που έφερε ο Ρούσσος τη Μάχη στην ομάδα, ετοίμαζαν μια παράσταση της Ερωφίλης, με την οποία θα εγκαινίαζαν τη θεατρική σκηνή που είχαν καταφέρει να αποκτήσουν στο κέντρο της Αθήνας. Παρά την πρώτη αντίδραση της Μάχης, ο Ρούσσος την ένιωθε έτοιμη να κλειστεί πάλι στον εαυτό της και προσπαθούσε να προλάβει, να μην την χάσει. Κι αυτό που σκέφτηκε να κάνει ήταν να βρίσκει τρόπους να τροφοδοτεί το ενδιαφέρον του Καρυτινού για το κορίτσι, ελπίζοντας πως έτσι δεν θα έσπαζε η αλυσίδα που φάνηκε ότι πήγε να δέσει τη Μάχη με την ομάδα. Όμως ο Καρυτινός ήταν χαμένος στις προετοιμασίες του θεάτρου και έτσι ήδη τον έβλεπε σπάνια όταν δεν είχαν πρόβες, πόσο μάλλον να τον πλησιάσει και να του μιλήσει. Ώσπου ένα βράδυ που ξαπόσταιναν μετά από ένα δωδεκάωρο αδιάκοπης δουλειάς, τον άκουσε να λέει αδιάφορα:

«Εκείνο το κορίτσι που έρχεται μαζί σου, λες να μπορεί να βοηθήσει στα κοστούμια;»

Κάπνιζε καθισμένος σε ένα μισοσκότεινο σημείο της αίθουσας και είχε κλειστά τα μάτια του για να τα ξεκουράσει. Ο Ρούσσος τον κοίταξε έκπληκτος, νόμισε κι ότι δεν είχε ακούσει καλά.

«Η Μάχη; Στα κοστούμια;» ρώτησε.

«Ναι. Δεν είναι σπουδαίο. Θα της δείξουν…» είπε και, όταν άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε, παρά το μισόφωτο κατάλαβε ο Ρούσσος ότι η αδιαφορία του ήταν προσποιητή, στο αστραποβόλημα των ματιών του είδε πως είχε στηθεί το δόκανο και πως ήταν πια θέμα χρόνου να πιαστεί το αγριοπούλι. Αναστέναξε βαθιά.

«Θα της το πω. Ναι, θα της το πω και νομίζω ότι θα το δεχτεί».

Σε λίγο καιρό η Μάχη μετακόμισε σχεδόν στη μονοκατοικία της οδού Κωλέττη που ήταν ταυτόχρονα το σπίτι του Καρυτινού, θεατρικό εργαστήρι και χώρος φιλοξενίας για τους κατά καιρούς άστεγους της ομάδας. Πέρναγε ώρες σκυμμένη πάνω από μια αρχαία ραπτομηχανή και άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται ζυμάρι στα χέρια του Καρυτινού, μέσα από τα μάτια του έβλεπε τον κόσμο, μέσα από το μυαλό του τον ερμήνευε. Κανείς από την ομάδα δεν είδε αμέσως το προφανές, μόνον ο Ρούσσος. Και η Μαρίκα που παρακολουθούσε ανήσυχη τα όσα συνέβαιναν και έτρεμε η ψυχή της για το πού θα οδηγούσαν το κορίτσι τα καμώματα του νοικάρη της.

«Ποιος είναι αυτός ο Θεόφιλος; Τι δουλειά έχει μαζί του το κορίτσι;».

Άργησε λίγο ο Ρούσσος να καταλάβει για ποιον μιλούσε η Μαρίκα, την οικειότητα που αποκάλυπτε η επίκληση του μικρού ονόματος του Καρυτινού. Μετά χαμογέλασε με μια πίκρα που ξάφνιασε ακόμα πιο πολύ την Μαρίκα

«Ο δάσκαλός μας είναι» της είπε κι έφυγε αφήνοντας την Μαρίκα να σταυροκοπιέται.

«Ποιος δάσκαλος; Τι τους μαθαίνει;».

Δυο μέρες μετά μάζεψε η Μάχη τα πράγματά της κι εγκαταστάθηκε οριστικά στη μονοκατοικία της Κωλέττη. Προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη η Μαρίκα, της είπε, και τι δεν της είπε, αλλά δεν ήταν και μάνα της για να την πιάσει απ’ το μαλλί και να μην την αφήσει να φύγει. Η Μάχη έτσι κι αλλιώς δεν απαντούσε όσο της μίλαγε, μάζευε σιωπηλή τα πράγματά της και η Μαρίκα περίμενε πια την ώρα του αποχαιρετισμού, σίγουρη πως τότε θα καταλάβαινε η Μάχη το λάθος της ή πως θα έχυνε έστω ένα δάκρυ στην αγκαλιά της. Όμως η Μάχη έφυγε αδάκρυτη, σχεδόν αδιάφορη.

«Σκληρό κορίτσι. Σαν όλες κι αυτή. Της έφτασε ένας άντρας να της ανοίξει τα σκέλια, Θεέ μου συγχώρησέ με, για να τη σέρνει μετά απ’ τη μύτη και να μην έχει μυαλό για κανένα μας» μονολογούσε βλέποντας να κλείνει η αυλόπορτα πίσω απ’ τη Μάχη, όταν κατάλαβε ότι δίπλα της στεκόταν η κυρά Ελένη.

«Τι θες εσύ εδώ;» τη ρώτησε αγριεμένη. «Έφυγε, την είδες; Έφυγε κι ούτε μια λέξη…»

«Γιατί δεν περίμενε τον Ρούσσο; Ξέρει να πάει μόνη της εκεί που πάει; Είναι και φορτωμένη με τα πράγματά της» αναρωτήθηκε κυρά Ελένη.

«Ξέρει. Ξέρουν αυτές» αποκρίθηκε η Μαρίκα χωρίς να μπερδευτεί καθόλου που απέδωσε στη Μάχη εναλλάξ την ιδιότητα του κοριτσιού, της γυναίκας και της πουτάνας. Μόνο το βράδυ, που τα συζητούσε με τον Δημήτρη, έβαλε τα κλάματα. Τύψεις που κακολόγησε το κορίτσι – «τι θέλω πια κι ανοίγω το βρωμόστομά μου;» - πίκρα, παράπονο, ανησυχία για την τύχη της Μάχης, όλα ανάκατα στην ψυχή της.

«Αύριο θα πάω να ανάψω ένα κεράκι στην εκκλησία» είπε μαζεύοντας τα πιάτα του βραδινού φαγητού στον νεροχύτη. «Να μην το βρει πάλι κανένα κακό, το άτυχο, το ξεστρατισμένο. Να μηνύσω και της Αθηνάς – πού χάθηκε κι αυτή η έρημη; - να μην τα βάλει μαζί μου σαν το μάθει…Πως έφυγε το κορίτσι και…»

«Την Αθηνά να την αφήσεις στην ησυχία της» της έκοψε ο Δημήτρης τη φόρα. «Να μην ανακατεύεσαι. Ξέρει η Μάχη τι θα πει στην Αθηνά και πότε θα της το πει. Εσύ να κοιτάς τη δουλειά σου».

Σκούπισε τα χέρια απ’ τις σαπουνάδες η Μαρίκα και γύρισε έτοιμη να του ριχτεί. Την σταμάτησε όμως το βλέμμα του. Λίγες φορές την κοίταζε έτσι ο Δημήτρης, αλλά τότε η Μαρίκα ήξερε ότι έπρεπε να την καταπιεί την γλώσσα της..

«Η Μάχη είναι σαν εκείνα τα πουλιά που κτίζουν τη φωλιά τους στα πιο κακοτράχαλα μέρη» είπε σε λίγο εκείνος και έσταζε η φωνή του πίκρα και νοσταλγία – για τη δική του τη ζωή;

Μέχρι που πέθανε ο Δημήτρης δεν έχανε ευκαιρία να πάει να βρει τη Μάχη, να κουβεντιάσουνε, μόνο όταν έφυγε απ’ το σπίτι τους κατάφερε να τη γνωρίσει, να μπει στον κόσμο της και να μην τον φοβηθεί.

Όμως εκείνη την εποχή κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι ήταν για τη Μάχη η αναχώρησή της απ’ τον Βοτανικό. Ούτε και η ίδια που έβλεπε και πάλι τον κόσμο της να έχει έρθει τα πάνω, κάτω και οι σκέψεις της, σαν τα τρελά πουλιά, δεν καταλάγιαζαν πουθενά, ούτε στον έρωτα που έπρεπε να τον ξαναγνωρίσει κι αυτόν απ’ την αρχή, γιατί ο έρωτάς της με τον Καρυτινό δεν είχε τίποτα κοινό μ’ εκείνο το μυστηριακό ζευγάρωμα με το Νικηφόρο στη σκιά του πολέμου. Στην αγκαλιά του Καρυτινού έσβηνε μαγεμένη από την ένταση των αισθήσεων, αλλά άργησε πολύ να νιώσει ότι ήταν δικές τους οι στιγμές του έρωτα, όταν έκλεινε πίσω τους η πόρτα της κρεβατοκάμαρας, ένιωθε ακόμα χιλιάδες μάτια να τη διαπερνούν, να βλέπουν το γυμνό κορμί της να σπαρταράει απ’ την πρωτόγνωρη ηδονή. Ο Καρυτινός την τύλιγε σαν τη φωτιά, την επιδείκνυε σαν τρόπαιο, έλεγε ότι ήταν η μόνη γυναίκα που κρατούσε σε εγρήγορση τον νου και το κορμί του και η Μάχη προσπαθούσε εναγωνίως να ταυτισθεί μ’ αυτήν την εικόνα, την τόσο ξένη με όσα γνώριζε η ίδια για τον εαυτό της. Ντρεπότανε για τη δημοσιότητα της σχέσης τους, αλλά δεν τόλμησε ποτέ να του το πει, έτσι κι αλλιώς μιλούσε λίγο για τον εαυτό της, ήταν εκείνος ο παλιός ο φόβος που της έκλεινε το στόμα κι ας έρχονταν φορές νόμιζε ότι θα εκραγεί η καρδιά της στην τόση σιωπή.

Με τον Ρούσσο συνέχιζαν να είναι αχώριστοι. Έκαναν ακόμα συχνά την παλιά βόλτα στις γραμμές του τραίνου και μετά τον συνόδευε ως το σπίτι του Βοτανικού, καθόταν στη γωνιά και τον κοίταζε από μακριά ν’ ανοίγει την πόρτα και να μπαίνει στην αυλή. Δεν τολμούσε να τον ακολουθήσει, το ένιωθε πως η Μαρίκα της είχε θυμώσει που έφυγε έτσι ξαφνικά και δεν ήταν έτοιμη να πάει να την δει και ν’ αντέξει τα κλάματα και τις ερωτήσεις της.

«Έλα να πεις στην κυρά Μαρίκα ότι ξανάρχισες το Γυμνάσιο για να ησυχάσει, που νομίζει ότι σε απήγαγε ο Εωσφόρος και ότι θα πας γραμμή στα καζάνια της Κόλασης να βράσεις» της είπε ο Ρούσσος μια μέρα που την έβλεπε να διστάζει να φύγει.

Όταν της ζήτησε ο Καρυτινός να ξαναγραφτεί στο σχολείο και να τελειώσει το Γυμνάσιο, ήταν η πρώτη φορά που δοκίμασε η Μάχη ν’ αντισταθεί. Το σχολείο ανήκε στον διπλοκλειδωμένο κόσμο της, ήταν το χωριό της, ο Νικολής, ο Μιχάλης, τι να αναστήσει πια απ’ αυτόν τον κόσμο; Αρνήθηκε, έφυγε μάλιστα και χάθηκε απ’ το σπίτι μια ημέρα ολόκληρη. Όμως ο Καρυτινός δεν ήταν εύκολος αντίπαλος κι έτσι έπαψε κάποια στιγμή να αντιστέκεται. Φοβισμένη ξεκίνησε κι αυτήν την περιπέτεια, αλλά μετά έβαλε τα δυνατά της να ξεμπερδεύει όσο το δυνατό πιο γρήγορα και με το Γυμνάσιο για να του κάνει κι αυτή τη χάρη. Έτσι το έβλεπε, δεν το έκανε για τον εαυτό της, για εκείνον το έκανε.

«Όλο μιλάς εσύ. Δεν ξέρεις να κρατάς το στόμα σου κλειστό. Δεν θέλω ακόμα να δω τη Μαρίκα και ούτε να πας να της πεις εσύ για το σχολείο» είπε στο Ρούσσο θυμωμένη. Μετά γύρισε κι έφυγε τρέχοντας κι αυτός απόμεινε να την κοιτάζει να χάνεται στο σκοτάδι και βούρκωναν τα μάτια του απ’ τη λαχτάρα.

Ο Ρούσσος, παράφορα ερωτευμένος και με τους δυο τους, δεν ήξερε να κάνει υπομονή. Και η Μάχη, με μια γνώση υποσυνείδητη, βγαλμένη απ’ την αρχαία σοφία του φύλου της, ήξερε πως αυτή ήταν το δώρο, η θυσία που έκανε ο Ρούσσος στην αγάπη του δασκάλου του. Και πάλευε να μην χαθεί στις δαιδαλώδεις διαδρομές της καρδιάς του, ο Ρούσσος δεν ήταν σαν το Καρυτινό που άπλωνε το χέρι κι έπαιρνε αυτό που επιθυμούσε, ο Ρούσσος ήταν βασανιστικός στην ανάγκη του ν’ αγαπάει και ν’ αγαπιέται, το διαισθανόταν η Μάχη και πρόσεχε να μην τον πονέσει.

«Στη γειτονιά με λένε μπάσταρδο, το ήξερες;» της είπε μια μέρα. Καθόταν κατάχαμα στην αυλή και σκάλιζε με το πόδι του τα χώματα.

Τον κοίταξε έκπληκτη εκείνη.

«Ποιος σε λέει έτσι;»

«Ποιος με λέει! Όλοι με λένε. Αλλά να σου πω κάτι; Δεν θα με ένοιαζε να ήμουνα μπάσταρδο αν είχα τον Καρυτινό για πατέρα. Πατέρα και εραστή». Και ξέσπασε σ’ ένα εκκωφαντικό, θεατρικό γέλιο.

«Ρούσσο τρελάθηκες; Τι είναι αυτά που λες;» τον ρώτησε η Μάχη και κοίταξε θορυβημένη γύρω τους μήπως τον άκουσαν. Αλλά γύρω τους ήταν σωστό μελίσσι, κανείς δεν τους πρόσεχε εκεί στην ακρούλα που καθόντουσαν κατάχαμα.

«Πατέρα κι εραστή!» ξανάπε ο Ρούσσος και σηκώθηκε τινάζοντας τα χώματα από πάνω του, γελούσε ακόμα.

«Ελάτε, αρχίζουμε» ακούστηκε η φωνή του Καρυτινού κι ο Ρούσσος έσκυψε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στα μαλλιά πριν τρέξει να βρει τους άλλους στη σκηνή.

Κι όσο περνούσε ο καιρός, έπαψε να αναρωτιέται η Μάχη και έμαθε σιγά-σιγά να αναλαμβάνει αγόγγυστα τους ρόλους που της επέβαλε, πότε σαν μάνα του και πότε σαν ιδανική ερωμένη κι ας μην είχαν αλλάξει ποτέ ερωτικό φιλί. Στο μεταξύ συνέχιζε να βοηθάει με τα κοστούμια, είχε αποκτήσει πια εμπειρία και ο ενδυματολόγος, ένας ζωγράφος, απ’ τους καινούργιους φίλους της ομάδας, ζητούσε συχνά τη γνώμη της, την έπαιρνε και πήγαιναν μαζί να βρούνε τα υφάσματα, ώρες χωμένοι στα σκονισμένα ράφια των πιο απίθανων μαγαζιών στο Μοναστηράκι.

Η έκρηξη έγινε ένα απόγευμα που ο Καρυτινός δίδασκε στο νέο του απόκτημα, μια εντυπωσιακά όμορφη νεαρή ηθοποιό, μια σκηνή της Ανδρομάχης από τις Τρωάδες, το δεύτερο έργο που ετοίμαζε, απτόητος από την μικρή ανταπόκριση που βρήκε η Ερωφίλη στο αθηναϊκό κοινό. Άναβε ένα τσιγάρο όταν πήρε το μάτι του τη Μάχη να κοιτάζει αλαφιασμένη το Ρούσσο που καθόταν πλάι της και την είχε αγκαλιασμένη, κι έπειτα να τον σπρώχνει με δύναμη και να χάνεται γκρεμίζοντας ό,τι βρισκόταν στο δρόμο της. Δεν έδωσε σημασία εκείνη τη στιγμή, απορροφημένος απ’ την πρόβα. Δεν ήταν, εξάλλου, η πρώτη φορά που έβλεπε ταραγμένη τη Μάχη και πάντα περίμενε να καταλαγιάσει η φουρτούνα και να ‘ρθει μόνη της να τον βρει, να κουρνιάσει σιωπηλή στην αγκαλιά του. Πιο πολύ, λοιπόν, τον ξάφνιασε η αντίδραση του Ρούσσου, που παράτησε κι αυτός την πρόβα – πράγμα πρωτάκουστο! – και πήγε σαν τον βρεγμένο γάτο κι έκατσε σε μια σκοτεινή γωνιά.

Η ηθοποιός που έπαιζε την Ανδρομάχη δεν ήθελε να καταλάβει εκείνη τη μέρα τις οδηγίες του δασκάλου της και συνέχιζε να κυματίζει το λυγερό κορμί της σε ένα επιτηδευμένο σπαραγμό που την έδειχνε εξαίσια όμορφη.

«Πάρε επιτέλους αυτόν τον καθρέφτη από μπροστά σου! Σταμάτα πια να ακκίζεσαι» της είπε κάποια στιγμή κουρασμένος, αλλά αυτή άντεξε το σαρκασμό του κοιτώντας τον κατάματα.

«Διάλειμμα» είπε ο Καρυτινός τραβώντας πρώτος το βλέμμα του και ανάσαναν όλοι από ανακούφιση, τους είχε εξαντλήσει η ένταση που υπήρχε ανάμεσα τους σ’ όλη τη διάρκεια της πρόβας.

Πήρε ο Καρυτινός τον καφέ που του ετοίμασε η μικροσκοπική Κασσάνδρα και, όπως πήγαινε να ξαπλώσει στην πολυθρόνα του, θυμήθηκε τον Ρούσσο και πλησίασε προς το μέρος που τον είχε δει να χάνεται.

«Τι έγινε; Τι πάθατε εσείς οι δυο;» τον ρώτησε και όταν πρόσεξε την έκφραση του Ρούσσου αναστέναξε βαθιά, εξαντλημένος.

«Ρούσσο, δεν αντέχω άλλες ιστορίες για σήμερα» του είπε καθιστώντας τον έμμεσα κοινωνό του δράματος που πίστευε ότι θα ξεσπάσει, μετά τις αναμονές που δημιούργησε στη νεοφερμένη καλλονή η νύχτα που πέρασε μαζί του στο κρεβάτι της.

Όμως τον Ρούσσο εκείνη την ώρα δεν τον απασχολούσαν οι ερωτικές ιστορίες του δασκάλου του και συνέχισε να αποφεύγει να τον κοιτάξει για να κρύψει τα δάκρια που γέμιζαν τα μάτια του.

«Όχι κλάματα για το Θεό!» αναφώνησε ο Καρυτινός όταν το κατάλαβε. «Τι συνέβη επιτέλους;»

«Η Μάχη…» άρχισε να λέει ο Ρούσσος και σταμάτησε.

«Η Μάχη; Η Μάχη τι πράγμα;» τον πίεσε εκνευρισμένος ο άλλος.

«Κάτι έγινε… Σας άκουγε στην πρόβα…»

«Και λοιπόν; Πες μου ότι την έπιασε η ζήλια να με κάνεις να γελάσω» τον διέκοψε πάλι ο Καρυτινός, ακόμα πιο εκνευρισμένος.

«Η ζήλια;»

Τον κοίταξε έκπληκτος ο Ρούσσος και πέρασαν λίγες στιγμές μέχρι να καταλάβει τι εννοούσε.

«Όχι, δεν ήταν ζήλια. Εγώ φταίω. Δεν την πρόλαβα. Είναι μέρες τώρα που ξαναζεί ιστορίες που προσπαθούσα να την κάνω να ξεχάσει. Ιστορίες που δεν έχουν σχέση μ’ εσένα» αποκρίθηκε και, έτσι για μια στιγμή, ένιωσε κάτι σαν απέχθεια για το ναρκισσισμό του Καρυτινού που φαντάστηκε ότι μόνον αυτός θα μπορούσε να προκαλέσει τέτοια ταραχή στη Μάχη. Εκείνος, όμως, είχε καταλάβει πια και είχε σηκωθεί ανήσυχος.

«Πού πήγε τώρα; Σου είπε;»

«Τίποτα δεν μου είπε. Έφυγε…» αλλά ο Καρυτινός είχε ήδη ανοίξει την πόρτα και είχε πάρει τους δρόμους κάτω από τα έκπληκτα μάτια των υπόλοιπων που περίμεναν να ξαναρχίσει η πρόβα.

Η Μάχη γύρισε σπίτι μόνη της μόλις είχε κτυπήσει μεσάνυχτα το παλιό ρολόι στη σάλα, και ήταν πάλι κάτασπρη σαν το φάντασμα. Ο Καρυτινός δεν θέλησε να την πιέσει να του μιλήσει, την άφησε να πάει να ξαπλώσει και κάθισε δίπλα της κρατώντας της το χέρι μέχρι που την πήρε ο ύπνος. Την άλλη μέρα της είπε ότι θα πήγαιναν ένα ταξίδι στη θάλασσα κι εκείνη δεν απάντησε, τον ακολούθησε αμίλητη, εξάλλου είχαν μιλήσει ελάχιστα απ’ το προηγούμενο βράδυ.

Πρώτη φορά βρέθηκε με τη Μάχη στη θάλασσα και ο Καρυτινός σχεδόν τρόμαξε με την αντίδρασή της όταν μπήκαν στο καράβι. Σ’ όλο το ταξίδι την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του - ένα κομμάτι πέτρα το κορμί της – κι εκείνη κοιτούσε σιωπηλή τα κύματα, το πρόσωπό της είχε γίνει ένας χάρτης που πάνω του εναλλάσσονταν όλες οι θάλασσες του κόσμου.

«Δεν θέλω να με λες πια Ανδρομάχη. Δεν είμαι η Ανδρομάχη. Γιατί θες να με κάνεις άλλη απ’ αυτή που είμαι;» του είπε κάποια στιγμή και τον ξάφνιασε, σπαρακτικός ψίθυρος η φωνή της που μπερδευόταν με τον ήχο από τα κύματα.

«Σε λέω Ανδρομάχη γιατί μ’ αρέσει το όνομά σου… Δεν έχω άλλο λόγο…» ψιθύρισε ακουμπώντας το στόμα του στ’ αυτί της. Η Μάχη τραβήχτηκε απ’ την αγκαλιά του για να τον κοιτάξει, τα μάτια της άστραφταν στο κάτασπρο πρόσωπό της. Ακούμπησε εκείνος την παλάμη του στο μέτωπό της. Έκαιγε.

«Μίλησέ μου…» της είπε τραβώντας την πάλι στην αγκαλιά του και τη φιλούσε σαν να μην υπήρχε τίποτα άλλο εκτός απ’ τους δυο τους στο κατάστρωμα του πλοίου, συνεχίζοντας να ψιθυρίζει στ’ αυτί της, «μίλησέ μου…».

Έβαλε όλη της τη δύναμη η Μάχη και τραβήχτηκε απ’ την αγκαλιά του, έπεσε με την πλάτη στην κουπαστή, άνοιξε τα χέρια της σα να ήταν έτοιμη να πετάξει, το βλέμμα της αλαφιασμένο πήγαινε απ’ το πρόσωπό του στα κύματα και κάτι μουρμούριζε που το έπαιρνε ο αέρας. Έμεινε ακίνητος κι ο Καρυτινός να κοιτάζει εκείνο το πρόσωπο της Μέδουσας με τα μαλλιά που ανεμίζανε λυτά.

«Ποια είσαι;» του ξέφυγε και έπειτα πήρε βαθιά ανάσα για να συνέλθει, άναψε τσιγάρο, ακούμπησε κι αυτός στην κουπαστή και στύλωσε τα μάτια του στη θάλασσα. Είχε φανεί πια το λιμάνι της Ύδρας, σε λίγο θα έδενε το πλοίο και θα έπρεπε να κατεβούν. Στην Ύδρα ήταν στο πατρικό σπίτι της μάνας του, πρώτη φορά πήγαινε μετά το θάνατό της, χρόνια είχε μείνει ακατοίκητο και είχε βάλει μαστόρους να το συνεφέρουν, τηλεφωνικά έδινε τις παραγγελίες, να μην αλλάξουν τίποτα διέταξε, μόνον τις ζημιές να επισκευάσουν.

Κατέβηκαν αμίλητοι απ’ το καράβι και πήγαν με τα πόδια μέχρι το σπίτι. Η Μάχη περπατούσε σαν υπνοβάτης κι όσες φορές δοκίμασε ο Καρυτινός να της δώσει το χέρι τραβιότανε μακριά του, σαν να το φοβότανε το χέρι του.

«Εδώ είμαστε» της είπε όταν έφτασαν στο σπίτι κι έπειτα την ξέχασε κοιτάζοντας έκπληκτος τα έργα. Την άφησε στην πόρτα να τον περιμένει κι έκανε μόνος του το γύρο του σπιτιού.

«Απίστευτο! Σαν να μην πέρασε ώρα από όταν έφυγαν οι κάτοικοί του…» της είπε όταν ξαναέφτασε στην μπροστινή μεριά και την βρήκε να τον περιμένει ακίνητη στην ίδια θέση. Κι όπως πήγε να βγάλει το κλειδί απ’ την τσέπη του ν’ ανοίξει την πόρτα, τον πλησίασε η Μάχη και κρεμάστηκε απ’ τον λαιμό του. Την ένιωθε να τρέμει και την σήκωσε σαν παιδί στην αγκαλιά του, έτσι μπήκαν στο σπίτι. Είχε συννεφιάσει απ’ το πρωί και μόλις που πρόλαβαν να μπουν πριν ξεσπάσει η βροχή.

«Έλα να δεις πόσο όμορφα είναι» είπε ο Καρυτινός κι άνοιξε το παράθυρο της σάλας. Πλησίασε η Μάχη, ακούμπησε στο περβάζι κοιτώντας τη θάλασσα και ο Καρυτινός την άφησε πάλι μόνη κι άρχισε να τριγυρνάει στα δωμάτια.

«Απίστευτο!» ακουγόταν κάθε τόσο η φωνή του. Η Μάχη δεν έπαιρνε τα μάτια της απ’ τη γκρίζα θάλασσα. Δεν σάλεψε ούτε όταν άκουσε να πλησιάζουν τα βήματά του. Είπε μόνον τόσο σιγά που μόλις ακούστηκε η φωνή της.

«Θέλω να φύγουμε. Σήμερα. Τώρα».

Εκείνος δεν απάντησε και γύρισε η Μάχη να δει αν την άκουσε. Στεκότανε στην είσοδο της σάλας και την κοιτούσε.

«Θέλω να φύγουμε» ξαναείπε έκπληκτη απ’ την έκφρασή του και έκανε να τον πλησιάσει. Σήκωσε εκείνος το χέρι και τη σταμάτησε. Αστραποβολούσαν τα μάτια του, την κοίταζε σαν μαγεμένος.

«Εσύ είσαι η Ανδρομάχη μου. Πώς δεν το έβλεπα τόσον καιρό; Έπρεπε να ταξιδέψουμε στη θάλασσα, έπρεπε να σε φέρω στο σπίτι της μάνας μου για να το καταλάβω. Γυρίζουμε πίσω και ξαναρχίζουμε τις πρόβες».

Εκείνη η παράσταση δεν έγινε ποτέ, ποτέ δεν ανέβασε Τρωάδες ο Καρυτινός. Στην κηδεία του, η Μάχη – από χρόνια πια Ανδρομάχη - έσκυψε στο ανοιχτό φέρετρο, φίλησε τα κλειστά του μάτια και του είπε με την ανεπανάληπτη φωνή της, μόνο μια ιδέα ραγισμένη:

«Χάρις σ’ εσένα κατάφερα να επιζήσω, σ’ ευχαριστώ».

Τη γράψανε όλες οι εφημερίδες αυτή τη φράση και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου