Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Οι σχοινοβάτες [Δεύτερο μέρος Α]

[Το βιβλίο εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2002 από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ. Το καλοκαίρι του 2013, ζήτησα να λυθεί η μεταξύ μας σύμβαση και να μού επιστραφούν τα δικαιώματα του βιβλίου. Υπ' αυτήν την έννοια, επιτρέπεται η αναδημοσίευση του με τον όρο να αναφέρεται η πηγή]

Μέρος δεύτερο 
1. Ένα τζιν σακάκι στην κρεμάστρα 
Καθώς έκανα το γύρο της μικρής πλατείας όπου είναι η αφετηρία των λεωφορείων, είδα το Χριστόφορο να κατευθύνεται προς το σπίτι. Πήγα να του κορνάρω αλλά μετάνιωσα, τι νόημα θα είχε τότε το ότι έφυγα έτσι νωρίς για να μη δώσω εξηγήσεις σε κανένα; Έκανα, όμως, δεξιά, σταμάτησα και τον κοίταζα μέχρι που χάθηκε απ' τα μάτια μου. Αύριο θα σηκωθώ νωρίς να του κάνω για πρωινό τηγανίτες με μέλι που του αρέσουν, σκέφτηκα. Και μετά θα πάω να ζωγραφίσω, ένιωσα ξαφνικά να με πνίγει η επιθυμία να ξαναπιάσω τον πίνακα μου. Αύριο, πρωί-πρωί. Κοίταξα το ρολόι του αυτοκινήτου κι ήταν 10 η ώρα καθώς έβγαινα στην Βενιζέλου. Τρεις ώρες ακόμη. Δεν είχαν πολλή κίνηση οι δρόμοι και μ' άρεσε να οδηγώ, σαν να 'διωχνε η οδήγηση τα παράσιτα απ' τη σκέψη μου. Βγήκα στην Εθνική, μου άρεσε να ταξιδεύω άσκοπα μέχρι να περάσει η ώρα, μ' αρέσει αυτή η εποχή, προχωρημένη άνοιξη, γλυκός καιρός, καιρός για μακρινά ταξίδια. Άφησα την Εθνική στο ύψος της Νέας Κηφισιάς και πήρα το δρόμο για το σταθμό. Μετά από λίγο είδα τις πινακίδες, πολλές πινακίδες, λες κι όλος ο κόσμος έπρεπε να ξέρει με ακρίβεια που ήταν οι εγκαταστάσεις του τηλεοπτικού σταθμού. Έφτασα νωρίς, πήγα στο μπαρ κι είδα το τελευταίο μέρος του δελτίου ειδήσεων πίνοντας μια μπύρα. Έτσι όπως κοίταζα τη Στέλλα να λέει τις ειδήσεις, θυμήθηκα ξαφνικά το όνομα της ηθοποιού που μου θύμιζε, η Όλγα Καρλάτου, τα ίδια σκούρα καστανά μαλλιά που τόνιζαν το άσπρο δέρμα της, τα ίδια γκρίζα μάτια, χρόνια το σκεφτόμουνα, αλλά δεν κατάφερνα να το θυμηθώ τ' όνομα της. Την ώρα που αρχίζανε τ' αθλητικά σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο στο σπίτι μήπως και είχαν ανησυχήσει, αλλά το μετάνιωσα. Βολεύτηκα, λοιπόν, στην καρέκλα μου, πήρα και μια εφημερίδα που βρήκα αφημένη σ' ένα τραπεζάκι και διάβαζα περιμένοντας τη Στέλλα. Ήρθε λίγο πριν απ' τη μιάμιση, μπήκε βιαστική στο μπαρ, μ' έψαξε με τα μάτια της κι όταν με είδε μου έκανε νόημα ότι θα με περιμένει έξω. Πλήρωσα και βγήκα. Την είδα να καπνίζει ακουμπισμένη σ' ένα πεζουλάκι, ήταν πεσμένοι οι ώμοι της μπροστά και τα μαλλιά τής σκέπαζαν το πρόσωπο. Όταν βρέθηκα δίπλα της γύρισε, μ' έπιασε απ' το μπράτσο κι έμοιαζε σαν να κρεμάστηκε από πάνω μου. «Συγγνώμη που άργησα, έβαψες τα μαλλιά σου; Μπράβο! Σου πάνε κι έτσι. Πάμε να φύγουμε από 'δω, το σιχάθηκα πια αυτό το μέρος», μου είπε, όλα με μιας και το χαμόγελο της ήταν σαν γκριμάτσα. Είχε αδυνατίσει κι άλλο από την τελευταία φορά που την είδα και το πρόσωπο της χωρίς μακιγιάζ ήταν κατάχλομο. Κρατώντας με πάντα απ' το μπράτσο με οδήγησε στ' αυτοκίνητο της. «Πάμε εδώ δίπλα», μου είπε. «Είναι ένα συμπαθητικό εστιατόριο που μένει ανοιχτό μέχρι αργά. Ερχόμαστε καμιά φορά και τρώμε μετά τη δουλειά». «Νόμισα ότι ήθελες ν' απομακρυνθούμε απ' το περιβάλλον της δουλειάς σου», της είπα. «Έτσι όπως μου είπες πριν να πάμε να φύγουμε από 'δω…» «Ν' απομακρυνθούμε;… Όχι, μόνο ο σταθμός μ' εκνευρίζει. Δεν ξέρεις τι μπορεί να σου ξημερώσει εκεί μέσα…» Όταν καθίσαμε σ' ένα τραπεζάκι, στο βάθος της αίθουσας, έδειξε να χαλαρώνει κάπως. «Πραγματικά είναι πολύ ωραία τα μαλλιά σου έτσι. Δείχνεις πολύ όμορφη σήμερα», μου είπε κοιτάζοντας με και χαμογελώντας μου κανονικά αυτή τη φορά, μόνο που ήτανε λυπημένο τώρα το χαμόγελο της.


«Στέλλα γιατί χαθήκαμε;» τη ρώτησα. Δεν ξέρω πως μου ήρθε να το πω, δεν ξέρω τι ήτανε αυτό που μ' έκανε να θέλω πάλι να την αγκαλιάσω σαν να μην είχε περάσει ώρα από τότε, στη Ρώμη. Της θύμωνα τότε συχνά, νόμιζα πως το έκανε επίτηδες να δείχνει χαζούλα, πως ήταν ένα παιγνίδι φιλαρέσκειας κι εγώ τότε τη φιλαρέσκεια την θεωρούσα θανάσιμο αμάρτημα. Εκείνη, όμως, όλο πίσω μου έτρεχε, σαν να χανότανε όταν δεν ήμουνα κοντά της. Άργησε πολύ να αυτονομηθεί από μένα, πρέπει να ήταν αρκετά μετά τον ερχομό του Κώστα, μπορεί να μ' έβλεπε κι ανταγωνιστικά τότε. Κι εγώ μετά τη ζήλευα για τον Άρη, τι ανόητες που ήμαστε κι οι δυο!

«Δεν ξέρω», μου απάντησε κι ήταν ακόμα πιο λυπημένο το χαμόγελό της. «Περίεργο δεν είναι; Δεν ξέρω. Δε μου συγχωρούσες πολλά τότε. Ήσουνα υπερπροστατευτική απέναντι μου, αλλά μετά με απέρριψες. Θυμάσαι; Σου είχα θυμώσει πολύ τότε. Σ' εσένα περισσότερο απ' όλους τους άλλους…»

Και τώρα, έτσι όπως τη βλέπω ντελικάτη και κατάχλομη, πάλι νιώθω να είμαι εγώ αυτή που θα πρέπει να την προστατέψω, αν και είναι κάτι στο βλέμμα της που την μπερδεύει αυτήν την εικόνα.

«Έχει ωραίες σαλάτες εδώ, θέλεις να πάρουμε;» με ρώτησε και γύρισε να κάνει νόημα στο σερβιτόρο που μας κοιτούσε ακουμπισμένος στον πάγκο.

«Εντάξει. Ας πάρουμε σαλάτες».

Καταλάβαινα ότι δε θα ήταν εύκολο ν' αρχίσουμε να συζητάμε αυτά που μας απασχολούσαν και τις δυο. Πέρασε πράγματι κάμποση ώρα μέσα σε μια αφάνταστη αμηχανία. Συζητούσαμε για το κανάλι, τις προοπτικές της, της μίλησα για το Χριστόφορο που ήθελε, λέει, να τον γνωρίσει κι ύστερα, ξαφνικά, μου είπε

«Πάμε να φύγουμε; Πάμε σπίτι μου; Εδώ κοντά είναι. Μόνες θα είμαστε, ο άντρας μου είναι στη Θεσσαλονίκη για την εκλογή ενός καθηγητή».

Με πήγε, λοιπόν, μέχρι τ' αυτοκίνητο μου κι οδηγήσαμε για λίγο η μια πίσω απ' την άλλη. Η Στέλλα οδηγούσε άτσαλα, σαν να 'χε αλλού το μυαλό της, κάθε τόσο φρενάριζε και με ξάφνιαζε. Όταν φτάσαμε στο σπίτι της ήταν περασμένες δυόμισι. Φορτωμένο σπίτι, σκέφτηκα. Όμορφο αλλά φορτωμένο. Δεν πρόλαβα να σκεφτώ τίποτ' άλλο γιατί η Στέλλα έπαιρνε τα μηνύματα απ' τον τηλεφωνητή της. Τρεις φορές είχε πάρει ο Σάκης. Ο Άρης τ' απόγευμα ήταν στον ανακριτή κι έπειτα είχε αποφασιστεί η προσωρινή κράτηση του.

«Τι θα πει αυτό;» ρώτησα έντρομη.

«Προφυλακίζεται…. Νομίζω», είπε η Στέλλα και με πλησίασε, φοβήθηκε φαίνεται ότι θα λιποθυμήσω.

«Ο Χριστόφορος. Πρέπει να βρω το Χριστόφορο», είπα και πήγα προς το τηλέφωνο, εκείνη τη στιγμή μόνον αυτό χώραγε το μυαλό μου, πως ο Χριστόφορος θα ήταν μόνος και τρομαγμένος στο σπίτι. Καθώς σχημάτιζα τον αριθμό άκουσα τη Στέλλα να μιλάει στο κινητό.

«Ναι, το άλλαξα χθες, δε σκέφτηκα να σου δώσω τον νέο αριθμό», πρόλαβα ν' ακούσω, γιατί μετά πήγε πιο μακριά και συνέχισε να μιλάει χαμηλόφωνα. Το τηλέφωνο στο σπίτι μου κτυπούσε, αλλά δεν το σήκωνε κανείς. Στο υπνοδωμάτιο μας το τηλέφωνο είναι από τη μεριά που κοιμάται ο Άρης, πάντα αυτός το σηκώνει αν κτυπήσει όταν είμαστε στο κρεβάτι. Κάνει κάτι παράξενο που με διασκεδάζει ακόμη, μετά από τόσα χρόνια. Αν τον ξυπνήσει το τηλέφωνο, σκεπάζει το κεφάλι του με το μαξιλάρι και στο τρίτο, τέταρτο κτύπημα απλώνει το χέρι του ψαχουλευτά για ν' απαντήσει, εγώ ποτέ δεν παρεμβαίνω, είναι κάτι σαν τελετουργικό. «Απόψε ο Άρης δε θα γυρίσει», σκεφτόμουνα, παίρνοντας και ξαναπαίρνοντας τον αριθμό κι ακούγοντας το τηλέφωνο να καλεί στο άδειο σπίτι. Η Στέλλα με κοιτάζει κι είναι ακόμα πιο χλομή, σαν μάσκα είναι το πρόσωπο της.

«Πρέπει να φύγω», είπα. «Το παιδί δεν απαντάει. Θα πάω σπίτι και μετά θα πάω να βρω τον Άρη. Πού είπες ότι τον έχουνε;»

«Στο Μεταγωγών. Περίμενε, θα ξαναπάρω το Σάκη».

Την είδα να παίρνει πάλι τον αριθμό και να περιμένει.

«Δεν απαντάει στο κινητό. Το έκλεισε φαίνεται».

«Καλά, εγώ φεύγω», της είπα. «Θα τον πάρω εγώ απ’ το σπίτι. Μόλις βρω το παιδί».

«Περίμενε. Θα πάμε μαζί». Εγώ, όμως, άνοιγα ήδη την πόρτα και όπως έκανα να βγω έξω μ' ακινητοποίησε η φωνή της. «Περίμενε! Περίμενε σου λέω! Δεν καταλαβαίνεις;»

Μπήκαμε κι οι δυο στ' αυτοκίνητο μου, δεν την άφησα να οδηγήσει εκείνη κι ας χρειαζόταν κάθε τόσο να παίρνω το χέρι απ' το τιμόνι για να σφίξω το μέτωπό μου, ένιωθα πως θα μου φύγει το κεφάλι. Οι δρόμοι δεν είχαν κίνηση κι έτρεχα σαν τρελή, δυο φορές κοντέψαμε να τρακάρουμε. Σ' όλη τη διαδρομή μίλαγε μόνον η Στέλλα κι εγώ έκανα προσπάθεια να την ακούσω, δεν έβλεπα την ώρα να φτάσουμε σπίτι.

«Δεν το ήξερες ότι τον είχε καλέσει ο ανακριτής;» με ρώτησε μόλις μπήκαμε στ' αυτοκίνητο.

«Μου είπε ότι θα ήταν στο γραφείο του. Είχε κάτι ραντεβού, μου είπε. Δε θ' αργούσε. Το έκανε συχνά αυτό, να πηγαίνει και τ' απόγευμα στο γραφείο».

«Τον είχε καλέσει ο ανακριτής. Πήγε κι ο Σάκης μαζί του. Πέντε ώρες κράτησε η ανάκριση. Τον κάλεσαν σαν μάρτυρα και τον μετατρέψανε σε κατηγορούμενο. Πήγε ένας δικηγόρος, φίλος του Σάκη, νομίζω τον ξέρετε κι εσείς, δε θυμάμαι τ' όνομα του. Τώρα πρέπει να βρούμε έναν καλό δικηγόρο. Τον πιο καλό. Του απαγγείλανε κατηγορία. Αποφασίστηκε η προφυλάκιση του. Θα μείνει στο Μεταγωγών μέχρι αύριο το πρωί. Μην ανησυχείς, είναι ο Σάκης μαζί του».

Μίλαγε λαχανιαστά, μπέρδευε τα λόγια της. Την άκουγα και σκεφτόμουνα, τώρα θα μπερδευτεί εντελώς και δε θα την τελειώσει τη φράση. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα πάλι σαν να μη μ' αφορούσαν αυτά που έλεγε, σαν να μην ήταν ο Άρης αυτός που είχε πάει στον ανακριτή και τώρα ήταν στο Μεταγωγών. Φρενάρισα κάποια στιγμή ξαφνικά, ένιωθα σαν να 'χα μόλις συνέλθει από λήθαργο.

«Γιατί τον κατηγορούν;»


Δε μίλησε η Στέλλα. Γύρισα και την κοίταξα, είχε σκυμμένο το κεφάλι.

«Γιατί τον κατηγορούν; Για όνομα του Θεού, τι παριστάνεις και δε μιλάς;»

Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκα. Δεν μπορεί να τον κατηγορούν για φόνο.

«Για τον Κώστα; Πες μου, για τον Κώστα τον κατηγορούν;»

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της και με κοίταξε. Έπιασα με τα χέρια το πρόσωπο μου κι έπεσα πάνω στο τιμόνι, χτύπησε το κλάξον απ' την πίεση και τιναχτήκαμε κι οι δυο.

«Στέλλα είναι δυνατόν να μας συμβαίνουν αυτά;» ψιθύρισα. «Είναι δυνατόν να λένε ότι ο Άρης σκότωσε άνθρωπο; Ότι σκότωσε τον Κώστα;»

Η Στέλλα πάλι δε μίλησε. Δε λέει να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης σκεφτόμουνα καθώς έβαζα πάλι μπροστά τη μηχανή, κι αλήθεια μόνο λόγια ένιωθα πως έλεγα κι ας κτύπαγε η καρδιά μου να σπάσει, μόνο λόγια που δεν είχαν αντίστοιχο στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να συνέβαιναν στ' αλήθεια όλα αυτά. Και ξαφνικά ένιωσα πως θα 'δινα ότι πιο ακριβό έχω αν ήταν να γυρίσω σπίτι και να βρω τον Άρη να με περιμένει και να 'ναι όλα όπως πριν. Είχα ξεχάσει σχεδόν την παρουσία της Στέλλας δίπλα μου και νόμιζα πως μίλαγα μόνη.

«Είναι παράλογο. Γι' αυτό σου λέω. Έναν καλό δικηγόρο και θα 'ναι όλα θέμα ημερών», την άκουσα να λέει και απ' τη φωνή της κατάλαβα ότι έκλαιγε.

«Μην κλαις! Ακούς; Μην κλαις!» της είπα αυστηρά. «Έχουμε δουλειά τώρα».

Με κοίταξε έκπληκτη, την ξάφνιασε ο ήχος της φωνής μου. «Έτσι μου μίλαγες και τότε, θυμάσαι; Θυμάσαι που έβαζα τα κλάματα στα δύσκολα κι εσύ με μάλωνες;» Χαμογελούσε αμήχανη μέσα απ’ τα δάκριά της, σκούπισε τα μάτια με την ανάστροφη της παλάμης της κι ετοιμάστηκε να κατέβει, είχαμε φτάσει πια στο σπίτι.

«Πριν πόσα χρόνια συνέβαιναν αυτά;» της είπα κι άρχισα να μαζεύω αργά-αργά τα πράγματα μου, τώρα το ήξερα, ούτε ο Χριστόφορος θα ήταν μέσα αφού δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και δε βιαζόμουνα πια να μπω στο άδειο σπίτι, ίσως να βρω και το σημείωμα μου στον καθρέφτη της εισόδου. Έβαλα το κλειδί στην πόρτα, το φως της εισόδου το αφήνουμε πάντα αναμμένο, παλιά συνήθεια, απ' τους γονείς μας την πήραμε. Μάταιη προφύλαξη, σκέφτομαι τώρα. Μας έπιασαν στον ύπνο και μας λεηλάτησαν, όχι οι παράνομοι αλλά οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης, τη ζωή μας λεηλάτησαν. Και ήξερα ότι τα χειρότερα ήταν ακόμα μπροστά μας.

Μπαίνοντας σκόνταψα στην τσάντα του Χριστόφορου, εκεί ήταν ριγμένη, πλάι στην πόρτα. Έσκυψα να την μαζέψω κι όπως σηκώθηκα έπεσε το βλέμμα μου στην κρεμάστρα. Έκανε ψύχρα αυτές τις μέρες κι ο Άρης φορούσε ένα σακάκι τζιν όταν ήταν στο σπίτι. Το είχα βρει απόψε, λίγο πριν φύγω, πρόχειρα ριγμένο σε μια καρέκλα και το κρέμασα στην κρεμάστρα για να το βρει ο Άρης αν το χρειαστεί. Κρεμόταν ακόμα στην κρεμάστρα κι ήταν το πιο έρημο πράγμα που είδα στη ζωή μου.

Εκείνη την ώρα, καθώς μπαίναμε στο σπίτι, κτύπησε το τηλέφωνο.

«Άντε, έφτασες επιτέλους;» άκουσα τη φωνή του Σάκη. «Σ’ έπαιρνα συνέχεια για να μην ανησυχήσεις. Ο Χριστόφορος είναι μαζί μου. Δε σε βρήκα στο σπίτι και πέρασα να πάρω μερικά πράγματα για τον Άρη. Ήθελε να 'ρθει κι ο Χριστόφορος μαζί και τον πήρα. Καλά έκανα, έτσι; Μην ανησυχείς, ο Κλεάνθης βρήκε τον Πετρίδη, θ' αναλάβει αυτός την υπεράσπιση, τώρα είναι με τον Άρη… Στέλλα, τι κάνεις, μ' ακούς;»

«Ναι, σ' ακούω. Ο Άρης πως είναι;»

«Μια χαρά. Μην ανησυχείς. Τα κανονίσαμε, θα τον δεις αύριο».

«Είσαι στα καλά σου που θα τον δω αύριο; Έρχομαι τώρα αμέσως. Πες μου μόνον πού ακριβώς είσαστε…»

«Περίμενε Στέλλα, άκουσε με! Και να 'ρθεις τώρα δε θα σ' αφήσουν να μπεις. Κι εμείς που μείναμε τόση ώρα είναι επειδή με ήξεραν εδώ μέσα… Άντε τώρα, μην τα λέμε απ' τα τηλέφωνα…»

«Μα τι μου λες τώρα; Τη γυναίκα του δε θ' αφήσουν να τον δει;»

«Σου λέω, άδικα θα έρθεις. Κάνε υπομονή, θα τον δεις σε λίγες ώρες. Τώρα σε λίγο θα φύγουμε κι εμείς. Θα φέρω το παιδί στο σπίτι και θα τα πούμε. Δε μου λες, σε βρήκε η Σούλα;».

«Η Σούλα;…»

«Ναι βρε παιδάκι μου. Η υπάλληλος στο γραφείο του Άρη…»

«Όχι. Αφού τώρα μπήκα. Τι με ήθελε η Σούλα;»

«Μην τρομάξεις. Κάνανε έρευνα στο γραφείο του Άρη. Ίσως έρθουν κι απ' το σπίτι. Εντάξει, μέχρι τότε πιστεύω να είμαι κι εγώ εκεί».

Όταν έκλεισα το τηλέφωνο ένιωθα σαν να με είχαν περιλούσει μ' ένα κουβά παγωμένο νερό. Η Στέλλα στεκόταν ακόμα στην είσοδο και με κοίταζε.

«Ο Σάκης ήτανε; Τι γίνεται;»

«Θα έρθει σε λίγο και θα μας πει. Καλά είναι ο Άρης. Βάλανε τον Πετρίδη για δικηγόρο. Ο Κλεάνθης τον έστειλε. Στέλλα, κάνανε έρευνα στο γραφείο του. Ο Σάκης λέει ότι μπορεί να έρθουν κι εδώ να κάνουν έρευνα. Αλλά θα έχει έρθει κι αυτός στο μεταξύ, έτσι μου είπε. Έλα, πάμε να καθίσουμε και να τους περιμένουμε», είπα αλλά συνέχισα να στέκομαι ακίνητη πλάι στο τηλέφωνο.

«Πάμε να καθίσουμε εκεί που κάθεσαι συνήθως. Πού κάθεσαι συνήθως;» άκουσα τη φωνή της Στέλλας πίσω μου.

«Πάμε στην κουζίνα», της είπα. «Είναι ένα πολύ μεγάλο δωμάτιο, εκεί κάθομαι συνήθως».

Μπήκαμε στην κουζίνα κι η Στέλλα κάθισε σε μια καρέκλα. Ξαφνικά ένιωσα πάλι σαν να μη με αφορούσαν αυτά που συνέβαιναν, άρχισα να μαζεύω τα πιάτα απ' το τραπέζι και σκέφτηκα πως είχε προλάβει να φάει ο Χριστόφορος, μπορεί και να είχε αρχίσει να διαβάζει πριν μάθει τι έγινε γιατί είδα πως είχε φως στο δωμάτιο του. Όταν πέθανε η μητέρα μου, θυμάμαι, εγώ έπιασα και καθάρισα όλη την κουζίνα. Νεκρή την είχαμε στο σπίτι κι εγώ καθάριζα τα ντουλάπια της, όλα τα πιάτα είχα κατεβάσει κάτω.

«Να βάλω λίγο απ' αυτό το κρασί;»

Η Στέλλα κρατούσε ένα μπουκάλι κρασί που είχα επάνω στην εταζέρα, την παλιά εταζέρα της θειας μου, την έφερα κι αυτή στο σπίτι όταν παντρεύτηκα.

«Βάλε και σ' εμένα λίγο. Εκεί, στο επάνω ντουλάπι είναι τα ποτήρια», της είπα καθώς ξέπλενα τα πιάτα και τα έβαζα να στεγνώσουν.

Πήρα το ποτήρι μου και κάθισα κι εγώ. Κοίταξα την ώρα στο ηλεκτρικό ρολόι του τοίχου, πλησίαζε τρεισήμισι, πόσο θα κρατούσε αυτή η νύχτα, πότε θα ‘ρχόταν ο Σάκης με το παιδί;

«Μου λες πώς έγιναν όλα αυτά; Πώς ξαναβρεθήκαμε; Τρελό δεν είναι να καθόμαστε μετά από τόσα χρόνια εδώ στην κουζίνα μου, τέτοια ώρα, και να περιμένουμε το Σάκη να μας φέρει νέα ή τους μπάτσους να κάνουν έρευνα; Σαν να γύρισε ο χρόνος πίσω. Θυμάσαι τότε με την απαγωγή του Μόρο; Που κόντεψε να μας μπλέξει με την αντιτρομοκρατική ο Γιώργος ο φραπές;»

Κάποτε, πράγματι, αυτός ο Γιώργος κόντεψε να μας ανάψει άσχημη φωτιά κι έτσι απέκτησε και το παρατσούκλι «ο φραπές». Ήταν την περίοδο της απαγωγής του Μόρο, όταν η αστυνομία γάζωνε την πόλη για να ανακαλύψει το κρησφύγετο των Ερυθρών Ταξιαρχιών, το διαμέρισμα που είχαν κρύψει το Μόρο. Μια μέρα, λοιπόν, κτύπησε το κουδούνι του σπιτιού μας, βράδυ ήταν, καθόμαστε και παίζαμε χαρτιά κι ο Γιώργος στην κουζίνα πάλευε με μια μακαρονάδα. «Άνοιξε ρε Γιώργο», του είπαμε κι αυτός επιστράτευσε όλα τα ιταλικά του και είπε, παραδόξως ολόσωστα και στη διάλεκτο της Ρώμης: «μια στιγμή να κρύψω το Μόρο κι ανοίγω». Το επόμενο πράγμα που ακούσαμε ήταν ο θόρυβος που έκανε το σώμα του στο πάτωμα, καθώς σωριάστηκε λιπόθυμος μπροστά στα προτεταμένα όπλα των αστυνομικών. Μόνο τα πατώματα δεν ξηλώσανε εκείνη τη φορά κι ευτυχώς που ήταν εντάξει τα χαρτιά μας και δεν είχαμε παραπάνω μπλεξίματα.

Μ’ έπιασε νευρικό γέλιο έτσι όπως θυμήθηκα εκείνη τη σκηνή, κι από το γέλιο κύλησα σ’ ένα κλάμα σιγανό και σκούπιζα τα δάκρια που έτρεχαν ασυγκράτητα στα μάγουλά μου. Η Στέλλα στριφογύριζε το ποτήρι στα χέρια της και το πρόσωπο της είχε γίνει ακόμα πιο χλομό.

«Νιώθω σαν να ξενυχτάμε πεθαμένο…» μου είπε. «Και σαν να 'μαστε όλοι υποψήφιοι γι' αυτή τη μοίρα…»

«Αυτό λέω κι εγώ. Πώς βρέθηκες εσύ τόσο μπλεγμένη σ' αυτή την ιστορία; Εμείς οι άλλοι, όσο και να 'ναι, βλεπόμαστε, είχαμε μια σχέση. Εσύ όμως; Ούτε το τηλέφωνό σου δε βρίσκαμε τόσα χρόνια…»

Με κοίταξε έκπληκτη. Σηκώθηκε μετά απότομα, άφησε το ποτήρι της στο τραπέζι και πήρε την τσάντα της. Δε με κοίταζε πια, αλλά η φωνή της έτρεμε.

«Νομίζεις ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται είκοσι χρόνια μετά, έτσι; Και ότι είσαι εσύ πάλι που θα μου δείξεις την πόρτα; Εν πάση περιπτώσει, εγώ φεύγω. Αν με χρειαστείς, έχεις το τηλέφωνο μου».

Ένιωσα φρικτά, δεν ήξερα πως να δικαιολογηθώ.

«Στέλλα, μη φύγεις σε παρακαλώ…Δεν ξέρω…Άλλο ήθελα να πω κι ακούστηκα έτσι άδικη».

Με κοίταζε τώρα σαν να μην ήταν σίγουρη πως δεν ετοίμαζα νέα επίθεση.

«Πάμε», της είπα τότε και την έπιασα απ' το χέρι. «Θέλω να σου δείξω κάτι».

Άνοιξα την πόρτα της κουζίνας και βγήκαμε στην αυλή. Η Ροζίνα, που περίμενε κλεισμένη έξω, τρίφτηκε ρονρονίζοντας στα πόδια μου.

«Τι όμορφη που είναι…» είπε η Στέλλα κι έσκυψε να τη χαϊδέψει. Εγώ, στο μεταξύ, είχα ανάψει το φως στο πλυσταριό και την φώναξα να μπει μέσα. Ήρθε η Στέλλα κι η Ροζίνα την ακολούθησε με σηκωμένη την ουρά.

«Κοίτα!» της είπα και γύρισα το τελάρο προς το μέρος της. Έμεινε ακίνητη να το κοιτάζει κι ύστερα γύρισε προς το μέρος μου

«Εμείς είμαστε;» ρώτησε. «Εμείς είμαστε οι σχοινοβάτες; Και η χορεύτρια είναι η Πέτρα, έτσι; Πέθανε πέρυσι, το έμαθα…»

Έσκυψε το κεφάλι, έκρυψε το πρόσωπο της στις παλάμες της κι άρχισε να κλαίει μ' ένα σιγανό κλάμα, σαν παραπονεμένο παιδί.

«Δεν ξέρεις πόσο φοβάμαι», μου είπε. «Δεν έχω ξαναφοβηθεί τόσο πολύ στη ζωή μου. Και δεν έχω κανένα να μιλήσω».

Την αγκάλιασα, όπως είχα κάνει τόσες φορές τότε στη Ρώμη.

«Μη φοβάσαι», της είπα χαϊδεύοντας την πλάτη της και την ένιωσα να τρέμει. «Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά. Στο υπόσχομαι…»

«Στο υπόσχομαι. Έτσι έλεγες και τότε», μου είπε και μπήκαμε αγκαλιασμένες στην κουζίνα.

Καθίσαμε δίπλα-δίπλα στον καναπέ. Έτσι τον λέμε, ένα μπαουλοντίβανο της μάνας μου είναι που μου το χάρισε όταν παντρεύτηκα και με βόλεψε πολύ. Πριν πεθάνει ερχόταν συχνά κι έμενε καμιά μέρα στο σπίτι. Ειδικά όταν ήταν μικρός ο Χριστόφορος, τότε ερχόταν για να με βοηθάει, έλειπα πολλές ώρες απ’ το σπίτι τότε, υπήρχε ακόμα το ατελιέ στο Μετς και κάθε τόσο ετοιμάζαμε εκθέσεις που δεν καταφέραμε ποτέ να κάνουμε. Πάντα εδώ κοιμόταν η μάνα μου, στο μπαουλοντίβανο στην κουζίνα, την βόλευε, της άρεσε πολύ η κουζίνα μου.

«Να βγάλω τα παπούτσια μου;» ρώτησε η Στέλλα και πριν προλάβω να της απαντήσω είχε ανεβάσει τα πόδια στον καναπέ και καθόταν οκλαδόν.

«Μ' αρέσει πολύ το σπίτι σου», μου είπε. «Είναι, πως να το πω, φιλικό. Σε κάνει να νοιώθεις καλά».

«Καλό είναι. Δε μ' αρέσει που έχει είσοδο πάνω στο δρόμο, θα 'θελα να υπήρχε μια πρασιά μπροστά…» άρχισα να λέω και σταμάτησα καθώς με πάγωσε πάλι η σκέψη της σύλληψης του Άρη. Η Στέλλα κάτι έψαχνε στη τσάντα της και μου απέσπασε την προσοχή η κίνηση των χεριών της, γρήγορες, κοφτές κινήσεις που μοιάζανε χωρίς στόχο.

«Αυτός ο Σάκης δε λέει να φανεί, τι κάνουνε τόσες ώρες;». Συνέχισε ν’ ανακατεύει το περιεχόμενο της τσάντας της. «Ψάχνω τα τσιγάρα μου», μου είπε όταν πρόσεξε ότι την κοιτούσα, κρατούσε ήδη το πακέτο στα χέρια της κι η τσάντα είχε μείνει ανοιχτή στα γόνατά της. Άπλωσα το χέρι στο νεροχύτη και πήρα ένα τασάκι, ήταν βρεγμένο ακόμη. Μου έριξε πάλι μια γρήγορη ματιά ανάβοντας το τσιγάρο της και προσπάθησε να χαμογελάσει. Άναψα κι εγώ ένα απ' τα δικά της, χρόνια είχα να καπνίσω, δέκα τσιγάρα θα 'χα καπνίσει όλα κι όλα στη ζωή μου.

«Στέλλα, πες μου, γιατί φοβάσαι; Γιατί λες ότι φοβάσαι τόσο πολύ;»

«Για όλα αυτά που συμβαίνουν…» μου απάντησε διστακτικά.

Κατέβηκα απ' τον καναπέ κι άρχισα να βολτάρω στην κουζίνα, πάνω-κάτω, πάνω-κάτω.

«Δεν είναι αλήθεια. Σ' άλλους συμβαίνουν προς το παρόν… Ο Άρης είναι προφυλακισμένος, όλοι οι υπόλοιποι μοιάζει να ξέρετε πολλά, εσύ είσαι τρομοκρατημένη και μόνον εγώ είμαι στο σκοτάδι και περιμένω να με φωτίσει κάποιος. Ποιος θα με φωτίσει; Η έρευνα που μπορεί να κάνουν στο σπίτι μου; Πέφτω κάθε τόσο απ' τα σύννεφα, από τη μια στιγμή στην άλλη αλλάζουν τα δεδομένα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Και τώρα βγαίνει ότι…Όχι. Δε θέλω να το πιστέψω…Τι λέω Χριστέ μου;»,

Σωριάστηκα σε μια καρέκλα.

«Τι ήξερε ο Άρης; Τι έκανε; Τι ψάχνουν να βρουν; Με τον Κώστα βλεπόντουσαν αυτά τα χρόνια. Τι άλλο μπορεί να έγινε όμως; Πώς βρέθηκε να τον κατηγορούν για το θάνατο του Κώστα;»

Δεν περίμενα να μου απαντήσει, είχα την αίσθηση κι ότι δε με άκουγε, την κοίταξα κι ήταν τρομακτική η χλομάδα της.

«Νομίζω πως κάτι υπήρχε, που τους έδενε από παλιά», είπε μετά από λίγο κι ακούστηκε διστακτική η φωνή της.

«Τι τους έδενε από παλιά και δεν το ξέρω εγώ; Κι εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά;»

Φάνηκε σαν να τα ‘χασε για μια στιγμή. Είχε ακόμα εκείνη την έκφραση που τροφοδοτούσε το άγχος μου, ένοχη και τρομαγμένη συνάμα.

«Ο ίδιος ο Κώστας μου το είχε πει. Θυμάσαι τι σου είπα την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε; Με τον Κώστα είχα ξαναβρεθεί…»

«Λες ψέματα!» τη διέκοψα, όλο το άγχος μου έγινε θυμός που δεν μπορούσα να ελέγξω. «Απ' το μυαλό σου τα βγάζεις όλα αυτά. Δεν ξέρω τι κάνατε με τον Κώστα όταν ξαναβρεθήκατε, αλλά ο Κώστας αποκλείεται να κάθισε να σου πει …»

«Τι; Να μου πει τι;» Είχε σηκωθεί όρθια και με κοίταζε. Μεταμορφώθηκε ξαφνικά, δεν την είχα ξαναδεί έτσι τη Στέλλα. Με πλησίαζε κοιτώντας με στα μάτια και μου φάνηκε πως ήταν έτοιμη να με κτυπήσει.

«Έτσι σ' αρέσει να φαντάζεσαι; Ότι για τον Κώστα ήμουνα μόνο η ευκαιρία για μερικά πηδήματα; Ότι τα σημαντικά πράγματα μόνο μ' εσένα τα μοιραζότανε; Κι ότι απ' όταν σ' έχασε έμεινε μόνος; Αυτό ικανοποιούσε τον εγωισμό σου; Γι' αυτό δεν μπορείς τώρα να βάλεις σε μια τάξη τα πράγματα και κλαψουρίζεις ότι είσαι στο σκοτάδι;»

«Συγγνώμη», ψέλλισα αμήχανη. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα μου, έμοιαζε να ‘χει αδειάσει πάλι από κάθε ίχνος ενεργητικότητας.

«Έγραφε ένα βιβλίο ο Κώστας. Για την πολιτική βία, για την ιστορία της τρομοκρατίας στη Δυτική Ευρώπη. Απ' όταν ήταν στην Ιταλία το έγραφε, μάζευε στοιχεία από τότε. Υπήρχε μια Γερμανίδα φίλη του…»

«Η Νίλντε Μικαλίτζι…»

«Ναι. Την ήξερες; Δε μίλαγε σε κανένα γι' αυτή. Κανείς μας δεν την είχε δει. Δηλαδή, εγώ την είδα κάνα δυο φορές γιατί τον παρακολουθούσα τότε τον Κώστα. Ζήλευα βλέπεις κι είχα γίνει η σκιά του…» Έσπασε η φωνή της κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Αυτή του έβαλε την ιδέα. Του έδινε και στοιχεία. Άγνωστα, αδημοσίευτα στοιχεία. Νομίζω ότι είχαν αρχίσει να το γράφουν μαζί το βιβλίο. Του είχε πει μόνο να μην το εκδώσει πριν τελειώσουν όλα αυτά, πριν κλείσει ο κύκλος. Το ήξερε, το έβλεπε ότι άλλαζαν οι συνθήκες. Την πιάσανε μετά και πέθανε στη φυλακή. Γύρισε στο μεταξύ κι ο Κώστας στην Ελλάδα, αλλά το βιβλίο δεν το άφησε, συνέχισε να μαζεύει στοιχεία, είχε γίνει και γι' αυτόν πια στόχος ζωής…»

Σταμάτησε να μιλάει κι εγώ προσπαθούσα να χωνέψω όλα αυτά που άκουσα. Η Στέλλα η χαζούλα ν' ανασυνθέτει το μυστήριο της ζωής του Κώστα και τη σχέση του με τον Άρη. Αυτό έκανε ακόμα πιο εξωπραγματική την ιστορία που εγώ ακόμα δεν μπορούσα να πιστέψω, να τοποθετήσω στο χρόνο τις λεπτομέρειες της, να τις βάλω σε μια τάξη, να τις συνδέσω με τις δικές μου αναμνήσεις.

«Κι ο Άρης;» ρώτησα. «Τι σχέση έχει ο Άρης μ' όλα αυτά; Τι κάνανε με τον Κώστα; Μου είπες ότι κάτι τους έδενε. Τι ήταν αυτό;»

Τη ρώταγα και μέσα μου ήλπιζα ότι δε θα μπορούσε, ότι δε θα ήξερε να μου απαντήσει. Παράλληλα, όμως, είχα όλο και πιο έντονη την αίσθηση ότι για κάτι άλλο μιλούσε τόση ώρα η Στέλλα κι ότι εγώ έχανα πάλι το κεντρικό στοιχείο, το κεντρικό ερώτημα. Κάποτε, στη Ρώμη, μια εποχή που βλέπαμε όλο πολιτικές ταινίες, με πείραζε ο Άρης. «Καλά, είναι δυνατόν να στέκεις πάντα στα περιφερειακά στοιχεία και να χάνεις το νόημα του έργου;» Αυτή την αίσθηση είχα. Σαν να παρακολουθούσαμε αλλά συνάμα να πρωταγωνιστούσαμε κιόλας σ’ ένα πολιτικό θρίλερ κι εγώ να είχα χάσει πάλι το νόημα του έργου.

«Ο Άρης κι ο Κώστας ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους. Από τότε, απ' την Ιταλία. ήδη μοιραζόντουσαν πράγματα που κανείς άλλος δεν ήξερε», μου είπε η Στέλλα όταν πια κόντευα να ξεχάσω τι την είχα ρωτήσει, χαμένη στον ανεμοστρόβιλο όλων αυτών των ερωτημάτων που αναδύονταν πια με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

«Τι είπες;» τη ρώτησα έκπληκτη. «Πού τα ξέρεις εσύ αυτά;»

«Κι εσύ τα ξέρεις, αλλά δε θες να το παραδεχτείς. Δεν ήσουνα το κέντρο της γης τότε στη Ρώμη, Στέλλα. Υπήρχαμε κι εμείς. Να φτιάχνουμε σχέσεις, να κάνουμε πράγματα…»

«Εντάξει», την διέκοψα. «Το έβλεπα κι εγώ ότι κάνανε πολλή παρέα. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους από τότε στην Ιταλία. Και λοιπόν;»

«Δεν ήταν μόνο στην Ιταλία. Αυτό προσπαθώ να σου πω». Πήρε βαθιά ανάσα. «Το βιβλίο συνέχισαν να το γράφουν μαζί. Απ' όταν τελείωσε ο Άρης το στρατιωτικό του. Αυτά μόνον ξέρω κι εγώ».

Την κοίταζα με γουρλωμένα μάτια. Αυτό ήτανε λοιπόν; Ένα βιβλίο; Και από εκεί και έπειτα τι έγινε; Τι συνέβη εκείνο το βράδυ που βρέθηκε ο Κώστας νεκρός στο γραφείο του με μια σφαίρα στο κεφάλι; «Ψέματα είναι όλα αυτά!», ήθελα να της πω πάλι. Αλλά στο βάθος το ήξερα πια ότι τα ψέματα τα έλεγα εγώ. Και τότε ακούσαμε το θόρυβο ενός αυτοκινήτου που σταμάτησε έξω απ' το σπίτι. Γυρίσαμε κι οι δυο τα μάτια προς την πόρτα της κουζίνας, δεν κουνηθήκαμε, σαν να μας το είχε πει αυτό ο σκηνοθέτης, ακίνητες να μείνουμε κοιτάζοντας την πόρτα.

Ακούσαμε πρώτα τη φωνή του Χριστόφορου.

«Μαμά!» και τους είδαμε να μπαίνουν στην κουζίνα.

«Αγόρι μου!» Έτρεξα να τον αγκαλιάσω, αλλά αυτός είχε κοκαλώσει βλέποντας τη Στέλλα και μ' έσπρωξε απότομα για ν' αποφύγει το αγκάλιασμα μου.

«Γεια σας», είπε αμήχανος και κατακοκκίνισε.

«Γεια σου Χριστόφορε. Χαίρομαι που σε γνωρίζω», του είπε η Στέλλα και, όσο κι αν ήμουνα ταραγμένη, μου έκανε εντύπωση η ένταση στο βλέμμα της έτσι όπως τον κοιτούσε.

«Σάκη, βολευτείτε, έρχομαι αμέσως, μην πεις τίποτα μέχρι να έρθω», είπα κι ακολούθησα το Χριστόφορο στο δωμάτιο του. Τους άκουγα να μιλάνε από μέσα, αλλά το μυαλό μου ήταν τώρα πια μόνον στο παιδί που καθόταν στο κρεβάτι με τα χέρια πεσμένα στα γόνατα και κοιτούσε επίμονα τον απέναντι τοίχο.

«Λοιπόν; Είσαι καλά; Πώς νιώθεις;» του είπα κι άρχισα να διπλώνω μηχανικά τα ρούχα που είχε πεταγμένα στις καρέκλες και στο κρεβάτι χωρίς να παίρνω τα μάτια μου από πάνω του. Εκείνος συνέχισε να κοιτάζει τον τοίχο.

«Μαμά, είμαι πολύ κουρασμένος».

«Κοιμήσου τότε αγόρι μου», του είπα. «Και μη φοβάσαι, θα τα πούμε αύριο».

«Δε φοβάμαι. Είμαι κουρασμένος».

Γύρεψα μάταια το βλέμμα του, με τρόμαζε η παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό του.

«Μη φοβάσαι», του ξαναείπα κι ένιωθα πως το έλεγα στον εαυτό μου. «Είναι πολύ αργά, καλύτερα να κοιμηθείς και να μην πας αύριο σχολείο».

Γύρισε επιτέλους το πρόσωπό του κι είχε μια έκφραση σαν να ξυπνούσε από λήθαργο.

«Μην πάω σχολείο; Δε γίνεται. Έχουμε διαγώνισμα». Κοίταξε έπειτα το πουλόβερ που κράταγα στα χέρια μου για να το διπλώσω, ένα παλιό πουλόβερ του Άρη ήταν που ο Χριστόφορος το είχε πάρει με το έτσι θέλω.

«Μην το φυλάξεις αυτό το πουλόβερ», μου είπε. «Θα το βάλω αύριο. Εκτός αν… Πρέπει να το πας στο μπαμπά;»

«Όχι, δε χρειάζεται να του πάω αυτό το πουλόβερ», είπα κι ήρθε σαν κύμα πάλι να με πνίξει η απουσία του Άρη. Άκουγα το Σάκη με τη Στέλλα να μιλάνε δίπλα κι ήθελα πια να μη χάσω κουβέντα, είχα αργήσει κιόλας πολύ να μάθω τι έγινε κι ο Άρης ήταν στη φυλακή.

«Μαμά…» είπε ο Χριστόφορος, αλλά εγώ έβγαινα ήδη από το δωμάτιο.

«Εδώ δίπλα θα ‘μαι», του είπα. «Φώναξε με αν θες κάτι», κι έκλεισα πίσω μου την πόρτα.

«Έλα κάθισε», μου είπε ο Σάκης βλέποντας με να μπαίνω στην κουζίνα. Κι ένιωσα σαν να ‘μαι εγώ η καλεσμένη, ή μάλλον σαν θεατής που καθυστέρησε να έρθει και το έργο ήταν ήδη στη μέση. Κάθισα αμίλητη σε μια καρέκλα με τις παλάμες ακουμπισμένες στα γόνατα μου.

«Λοιπόν. Κανόνισε ο Κλεάνθης να δεις τον Άρη σήμερα εκτός επισκεπτηρίου, μόνοι σας θα είσαστε. Αν θες, θα σε πάω εγώ μέχρι τον Κορυδαλλό».

Έδειχνε ανυπόμονος, σαν να ‘πρεπε να το κλείσουμε σύντομα αυτό το θέμα της επίσκεψης μου στον Κορυδαλλό. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι και κοίταξα έξω, είχε σκοτάδι ακόμα αλλά σε λίγο θα ‘πρεπε να ξυπνήσω το Χριστόφορο, ούτε τρεις ώρες δε θα προλάβαινε να κοιμηθεί.

«Εντάξει», συνέχισε ο Σάκης. «Λέγαμε τώρα με τη Στέλλα να προσέξουμε λίγο το θέμα των εφημερίδων και των καναλιών. Θ’ αναλάβει αυτή τους αστυνομικούς και τους δικαστικούς συντάκτες, μη δούνε την υπόθεση σαν λαβράκι και σας βγάλουνε στα τηλεοπτικά παράθυρα. Πολύ θέλει; Θα τα καταφέρεις Στέλλα, έτσι;»

Δεν τον κοίταζα και νόμιζα ότι ρωτούσε εμένα. Τι να καταφέρω; Να μην βγω στα παράθυρα; Και σκέφτηκα ότι, πράγματι, δεν είναι καθόλου απίθανο να κτυπήσει ξαφνικά το κουδούνι, ν’ ανοίξω την πόρτα και να βρεθώ μπροστά σε μια τηλεοπτική κάμερα. Μόνον που, προς το παρόν, ο άμεσος κίνδυνος δεν είναι οι κάμερες αλλά αυτοί που θα κάνουν την έρευνα, αυτούς θα δω μπροστά μου ανοίγοντας την πόρτα. Και δεν καταλάβαινα γιατί κανείς δεν έδειχνε να τον απασχολεί αυτό.

«Τα μίντια, λοιπόν, θα τα χειριστούμε εμείς», έλεγε τώρα ο Σάκης. «Θα βγάζουμε εάν και όποτε θέλουμε εμείς στοιχεία στη δημοσιότητα και θα κατεβάζουμε ρολά όταν θα πρέπει να θάβεται το θέμα. Καλά που έχουμε και τη Στέλλα σε πόστο εξουσίας. Και τι εξουσίας!»

Μίλαγε γρήγορα, κατάστρωνε σχέδια, προγραμμάτιζε κινήσεις. Εμένα, όπως πάντα, μου διέφευγε ακόμα το πιο σημαντικό απ’ όλα αυτά που κουβεντιάζαμε. Και το πιο σημαντικό δεν ήταν ούτε καν η επικείμενη έρευνα.

«Σάκη, πως είναι δυνατόν να τον κατηγορούν για το θάνατο του Κώστα;»

Γύρισαν και με κοίταξαν και οι δυο. Έπειτα η Στέλλα έστρεψε δυο μάτια πελώρια στο Σάκη, σαν να το σκέφτηκε κι αυτή εκείνη τη στιγμή.

«Βρέθηκαν και τα δικά του δακτυλικά αποτυπώματα στο όπλο. Ο Άρης ήταν ο τελευταίος που τον είδε. … Φαίνεται πως είχαν τσακωθεί άγρια εκείνο το βράδυ… Κάποιος τους άκουσε. Ο φύλακας του κτιρίου», μας είπε ο Σάκης κι η Στέλλα κρεμάστηκε απ’ το μπράτσο μου.


2. Την ώρα που δυνάμωσε η βροχή


Όταν έφυγαν η Στέλλα και ο Σάκης ήταν περασμένες έξι το πρωί. Λίγο πριν φύγουν κτύπησε το κουδούνι, το ξέραμε κι οι τρεις ποιος θα ήταν. Ήρθαν ένας εισαγγελέας και δυο αστυνομικοί. Παρακάλεσα να μην μπουν στο δωμάτιο του παιδιού. Δεν πίστευα ότι θα μ' άκουγαν, αλλά δεν μπήκαν τελικά. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και η παρουσία του Σάκη, «ένα κομματικό στέλεχος είναι πάντα χρήσιμο στην παρέα», όπως έλεγε κι ο Άρης, όταν μπορούσαμε ακόμα να γελάμε μ' αυτά τα θέματα.

Έμειναν λιγότερο από μια ώρα, δεν πήραν τίποτα μαζί τους φεύγοντας, δεν ξέρω τι έψαχναν, εγώ καθόμουνα στην κουζίνα με τη Στέλλα, ο Σάκης τους συνόδευε.

«Καλό αυτό. Σαν έρευνα ρουτίνας έμοιαζε», μας είπε όταν επιτέλους φύγανε. Έπειτα έβγαλε ημερήσια διάταξη, μοίρασε αρμοδιότητες και συμφωνήσαμε να μιλήσουμε ξανά το μεσημέρι, μετά την επίσκεψη μου στον Άρη.

Μόλις έκλεισα την πόρτα πίσω τους, ξαναγύρισα στην κουζίνα, ετοίμασα το χυλό για τις τηγανίτες, τον έβαλα στο ψυγείο και σωριάστηκα σε μια καρέκλα, καθόμουνα αδρανής και κοιτούσα την ώρα στο ρολόι του τοίχου.

«Φαίνεται πως είχαν τσακωθεί άγρια εκείνο το βράδυ».

Με είχαν κτυπήσει σαν κεραυνός τα λόγια του Σάκη, ακούγοντάς τον ένιωσα να με παραλύει η πρώτη - η πιο τρομακτική, μα φευγαλέα μέχρι τότε - σκέψη σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους θα 'φτανε ο Άρης να πυροβολήσει τον Κώστα. Θυμήθηκα πόσο δύσκολα είχα ζήσει τα πρώτα χρόνια της ζωής του Χριστόφορου. Κοίταζα έκπληκτη τα κατάμαυρα μάτια του, που ήταν σαν λάθος της φύσης σ' εκείνο το κατάξανθο κεφάλι, κι έλεγα πως ίσως δεν ήταν αβάσιμος ο φόβος που έδειξε ο Κώστας όταν του μίλησα για την εγκυμοσύνη μου. Ήρθαν στιγμές που ήμουνα σε πλήρη καταδίωξη, ο Χριστόφορος ήταν μικρός κι ο Άρης έμοιαζε να αδιαφορεί εντελώς γι' αυτόν. «Εγώ απλώς φοβάμαι», σκεφτόμουνα, «αλλά αυτός ξέρει ότι το παιδί δεν είναι δικό του», κι ένιωθα να φτάνει η ώρα που θα αποφάσιζε να μου το πετάξει κατάμουτρα. Πέρασαν χρόνια μέχρι να καταφέρω να λυτρωθώ απ' τις αμφιβολίες, να γίνουν κι αυτές κομμάτι μιας τελειωμένης ιστορίας - όπως νόμιζα ότι ήταν η ιστορία μου με τον Κώστα.

«Έλα, ηρέμησε, ενδείξεις είναι όλα αυτά, τίποτε δεν αποδεικνύουν, δεν μπορεί να σταθούν στο δικαστήριο», έλεγε ο Σάκης και με κοιτούσε ανήσυχος, ποιος ξέρει τι έκφραση είχα πάρει παλεύοντας να αποκαταστήσω μια αίσθηση πραγματικότητας, ο Άρης ήταν προφυλακισμένος στον Κορυδαλλό, ύποπτος για φόνο ή ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. «Αυτό είναι το πρόβλημα, όλα τ’ άλλα είναι εντελώς παρανοϊκά», έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου, αλλά μόνο όταν έμεινα μόνη κατάφερα να ηρεμήσω. Μια αίσθηση ηρεμίας που δεν είχε καμιά λογική, αν σκεφτεί κανείς ότι είμαστε ακόμα στην αρχή, μ’ όλα τα ερωτήματα ανοιχτά μπροστά μας.

Η επίσκεψη είχα κανονιστεί για τις 10, ο Σάκης ήθελε να μου ετοιμάσει σχεδιάγραμμα για τη διαδρομή, αλλά του είπα ότι την ξέρω. Έμενε η γιαγιά μου και τ' αδέλφια του πατέρα μου στον Κορυδαλλό και πηγαίναμε να τους δούμε κάθε Κυριακή, ανελλιπώς. Κόντευα να τελειώσω το Γυμνάσιο μέχρι να καταφέρω τους γονείς μου να μην με παίρνουν μαζί τους, πέθανε βέβαια μετά κι η γιαγιά μου. Είχα ορκιστεί, λοιπόν, τότε ότι αν κάνω παιδιά, δε θα τα πηγαίνω ποτέ τις Κυριακές στους συγγενείς μου, εφιάλτης μου είχαν γίνει εκείνες οι επισκέψεις.

Έβαλα το λάδι για τις τηγανίτες να ζεσταίνεται και πήγα να ξυπνήσω το Χριστόφορο, ήτανε πια επτά και μισή η ώρα, ευτυχώς δε φάνηκε να άκουσε τίποτα απ' την έρευνα. Βρήκα, όμως, την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή και το κρεβάτι άδειο. Έφυγε, λοιπόν, χωρίς να μου μιλήσει. Μπορεί και να μην κοιμήθηκε καθόλου, είδα και το παράθυρο του ανοιχτό, αυτό που βλέπει προς την αυλή. «Δεν έπρεπε να τον αφήσω μόνο χθες το βράδυ», σκεφτόμουνα καθώς έκλεινα το παράθυρο και συμμάζευα τα σκόρπια πράγματά του.

Κατέβασα μετά το λάδι απ' τη φωτιά, είχε κάψει και μύριζε. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω μέχρι να περάσει η ώρα. Ένιωθα εξαντλημένη, σαν να ήμουνα σε ανάρρωση μετά από βαριά αρρώστια, αλλά η αδράνεια με εξαντλούσε ακόμα περισσότερο. Βγήκα στην αυλή κι άρχιζα να ποτίζω. Πήγα μετά να κλείσω την πόρτα στο πλυσταριό, την είχαμε αφήσει ανοιχτή χθες το βράδυ όταν κοιτούσαμε με τη Στέλλα τους Σχοινοβάτες μου. Η Ροζίνα κοιμόταν στο κασόνι της κι όταν με είδε τεντώθηκε, βγήκε νιαουρίζοντας κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια μου, δε μ' άφηνε να περπατήσω.

«Τώρα θα φας κι εσύ, περίμενε, μη με σκοτώσεις», της είπα και γέμισα το κουπάκι της με γάλα, τελείωνε το γάλα, έπρεπε να θυμηθώ ν' αγοράσω, χρειαζόμαστε κι άλλα πράγματα.

Μάζεψα μετά κάτι ρούχα που είχα απλωμένα - στο πίσω μέρος της αυλής ήτανε απλωμένα, δεν τα έβλεπα και τα είχα ξεχάσει. Τα πήγα στο δωμάτιο να τα διπλώσω. Κοίταξα γύρω-γύρω, δε φαινότανε τίποτα ανακατεμένο, όλα έμοιαζαν να είναι στη θέση τους, σαν να μην είχε γίνει η έρευνα. Κι έτσι, όπως καθόμουν στο κρεβάτι, έπαιρνα τα ρούχα ένα-ένα απ' το πανέρι κι έστρωνα με τις παλάμες μου τις ζάρες, άρχισα επιτέλους να κλαίω. Τότε που πέθανε ο πατέρας μου, με βάλανε εμένα να μαζέψω τα ρούχα του για να τα μοιράσω, η αδελφή μου έφυγε για την Πάτρα αμέσως μετά την κηδεία, ζει χρόνια εκεί. Έλεγα πάντα πως η πιο πικρή δουλειά ήτανε να μαζεύω εκείνα τα ρούχα, τότε τον έκλαψα στ' αλήθεια τον πατέρα μου.

Ο Άρης, χθες που έφυγε, φορούσε ένα τζιν πουκάμισο κι ένα γιλέκο, μήπως έπρεπε να ντυθεί πιο καλά αφού το ήξερε ότι θα πήγαινε στον ανακριτή; Θυμήθηκα τα νεύρα του όταν παντρευτήκαμε. Δεν ήταν οι γονείς μας στο γάμο, δεν τους αφήσαμε να έρθουν. Η μάνα του, όμως, τον κυνηγούσε να φορέσει κοστούμι και γραβάτα, πέθανε λίγους μήνες μετά η πεθερά μου, ίσα που πρόλαβε να γνωρίσει το Χριστόφορο. Ένα χρόνο μετά πέθανε κι ο πεθερός μου, ο Άρης είναι μοναχοπαίδι, έτσι δεν έχω κανένα να ειδοποιήσω.

Έχωσα το πρόσωπο μου στο μαξιλάρι του, πιο πολύ τη μάντευα παρά την ένιωθα τη μυρωδιά του. Θα συναντηθούμε, λοιπόν, σε κάποιο γραφείο. Μόνοι. Πως να 'ναι, πως θα νιώσουμε; Αν ήταν σε ταινία, ο σκηνοθέτης θα 'βαζε τον Άρη να περιμένει όρθιος μπροστά σ' ένα παράθυρο με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα, θα είχε ένα παράθυρο ανοιχτό εκείνο το γραφείο. Θα έμπαινα, θα έλεγα τ' όνομα του εκείνος θα γύρναγε και τότε θα 'πεφτα στην αγκαλιά του. Δε θα μιλούσαμε, με τα μάτια θα τον ρωτούσα κι εκείνος με τα μάτια πάλι θα μ' απαντούσε, μόνο η μουσική θ' ακουγόταν.



«Ο Κώστας βρήκε το θέμα της διπλωματικής του», μου είπε ο Άρης. Ο Κώστας δε μιλούσε, άκουγε τον Άρη χαμογελώντας και κάπνιζε.


6. Εύθραυστο υλικό

Τηλεφώνησα στο Σάκη και του ζήτησα να συναντηθούμε αμέσως. Ευτυχώς που τον βρήκα, δε θ' άντεχα να περιμένω ούτε ώρα. Τον άκουσα όταν έφτασε στο σπίτι και του άνοιξα πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι. Κι όταν τον είδα στο πλατύσκαλο αναστατωμένο, μονάχα τότε σκέφτηκα μήπως θα ήταν λάθος να του μιλήσω. Ο Σάκης είναι επιπόλαιος, πάντοτε έτσι τον αντιμετωπίζαμε, αν κάτι έπρεπε να γίνει διακριτικά αυτός θα ήταν απ' τους τελευταίους που θα το μάθαινε. Στεκόμουνα λοιπόν αμήχανη κάμποση ώρα κι ο Σάκης κόντευε να χάσει την υπομονή του.

«Θα μου πεις, λοιπόν, τι συμβαίνει; Έτσι όπως σ' άκουσα στο τηλέφωνο, το λιγότερο που φαντάστηκα είναι ότι ήρθαν να σε συλλάβουνε κι εσένα…»

Κι αν σε λίγο καιρό, κάτι τέτοιο δε θα 'ναι μόνον τρόπος του λέγειν; Αυτό δεν το είχα σκεφτεί καθόλου μέχρι τώρα. Λοιπόν, δε γίνεται διαφορετικά, αυτή η ιστορία έτσι ή αλλιώς με ξεπερνάει, δε θα τα καταφέρω να τα βγάλω πέρα μόνη μου.

«Σήμερα είδα την Στέλλα», άρχισα να λέω κι ο Σάκης τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε απέναντί μου.

«Λοιπόν;» μου είπε, κι έπειτα δεν άνοιξε το στόμα του να με διακόψει όλη την ώρα που εγώ προσπαθούσα να μεταφέρω τη συζήτηση που είχαμε με τη Στέλλα. Δε διέκοπτα κι εγώ την αφήγηση, όσο κι αν μου έκανε εντύπωση που ο Σάκης με άκουγε χωρίς να δείχνει καθόλου έκπληκτος.

«Μια εκδοχή αυτής της ιστορίας την ήξερα κι εγώ», μου είπε όταν σταμάτησα να μιλάω κι όπως τον κοίταζα έκπληκτη, συνέχισε. «Ο Κλεάνθης μου τα είχε πει. Διανθισμένα βέβαια, ξέρεις τώρα πώς είναι ο Κλεάνθης…»

«Πότε στα είπε; Κι εγώ γιατί έπρεπε να περιμένω μια ζωή για να τα μάθω; Τι είμαι εγώ; Ηλίθια;»

Ένιωθα έξαλλη από θυμό, ένιωθα ότι θα ξέσπαγε τώρα όλη η πίεση των τελευταίων ωρών, ευτυχώς που δεν ήταν και το παιδί στο σπίτι.

«Μη θυμώνεις. Τώρα τελευταία μου τα είπε. Απ’ την Στέλλα μου είπε ότι τα έμαθε κι αυτός. Δεν τον πολυπίστεψα κιόλας. Δηλαδή, φαντάστηκα ότι, κατά τη συνήθειά του, είχε διανθίσει πάλι κάτι που μπορεί να του είχε πει η Στέλλα και που, στην πραγματικότητα, ήταν εντελώς διαφορετικό. Ξέρεις τι άλλες αηδίες μου έχει πει τώρα τελευταία ο Κλεάνθης; Δεν ήθελα, λοιπόν, να σε ταράξω…»

«Τι άλλες αηδίες σου έχει πει ο Κλεάνθης; Θα μου τα πεις όλα τώρα, θέλεις δε θέλεις…»

Βημάτιζε πάλι πάνω- κάτω ο Σάκης κι είχε γίνει κατακόκκινος.

«Σε παρακαλώ», μου είπε. «Δεν μπορούμε να τα βάλουμε όλα μαζί στην κουβέντα. Δε θα βγάζουμε πια άκρη, δεν το καταλαβαίνεις;»

«Όχι! Δεν το καταλαβαίνω! Όλα θα τα πούμε τώρα. Ο Άρης είναι στη φυλακή κι εγώ δεν μπορώ πια να είμαι στο σκοτάδι…»

Κι έτσι όπως ούρλιαζα και δεν μπορούσα να ελέγξω τη φωνή μου, άρχισα ξαφνικά να γελάω. «Αν είναι δυνατόν!» σκεφτόμουνα. Πέρασα χρόνια απ' τη ζωή μου πιστεύοντας ότι έκρυβα ένα μυστικό που θα μας τίναζε όλους στον αέρα αν κάποτε το αποκάλυπτε κανείς, ότι ήμουνα η μόνη που έκρυβα κάτι τόσο σημαντικό. Για να αποκαλύψω τώρα ότι ζούσα μεσ’ τα ψέματα και δεν αντέχω πια ν’ αποκαλύπτω όλα αυτά που έκρυβαν οι άλλοι, οι πιο δικοί μου άνθρωποι, ο άντρας μου, οι φίλοι μου. Και πέρασα απ' το γέλιο στο κλάμα με το πρόσωπο κρυμμένο στις παλάμες, καθώς ο Σάκης με αγκάλιασε και προσπαθούσε να με ηρεμήσει.

«Έλα, μην κλαις, μη φοβάσαι… Θα τα καταφέρουμε. Δε θα σας αφήσουμε… Αχ βρε Στέλλες…»

Τινάχτηκα κι ο Σάκης δαγκώθηκε πάλι.

«Τι “αχ βρε Στέλλες”; Τι σχέση έχει η άλλη Στέλλα;»

«Να τα πούμε μια άλλη φορά;» με ρώτησε κι ήταν αξιολύπητος μες στην αμηχανία του. Εγώ, όμως, είχα ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία μου.

«Όχι, καθόλου. Τώρα θα τα πούμε. Έχει σχέση μ' αυτά που σου έλεγε ο Κλεάνθης;»

«Έλα μωρέ Στέλλα! Εδώ πνιγόμαστε και θα καθόμαστε να συζητάμε τις βλακείες του Κλεάνθη;»

«Τι σχέση έχει η Στέλλα με τον Κλεάνθη;» αναρωτήθηκα φωναχτά και μετά γύρισα προς το Σάκη. «Δεν ξέρω τι λες εσύ», του είπα. «Εγώ όμως αρχίζω να σκέφτομαι ότι όλα αυτά συγκλίνουν και έχουν τελικά μια σχέση με το θέμα που μας κάνει και πνιγόμαστε. Πες μου, λοιπόν!»

«Καλά, ας τα πάρουμε όμως απ' την αρχή. Η Στέλλα όντως δεν είχε στενές σχέσεις με τον Κλεάνθη. Είχε, όμως, ο άντρας της. Κι ο πεθερός της. Τον θυμάσαι τον άντρα της; Ήταν τότε στη Ρώμη…»

«Πώς δεν τον θυμάμαι βρε Σάκη; Όταν τα 'φτιαξε μαζί του δεν έφυγε απ' την οργάνωση;»

«Εννοώ θυμάσαι πώς τον λέγανε; Ξέρεις ποιος είναι;»

«Τίποτα δε θυμάμαι. Ούτε πώς ήταν. Καλά που δε χρειάστηκε ν' αναφερθώ σ' αυτόν με τ' όνομα του…»

«Γιώργο Μαριδάκη τον λένε. Δε σου λέει τίποτα αυτό το όνομα;»

«Καθηγητής στο Πολιτικό της Νομικής μου είπε η Στέλλα ότι είναι. Αλλά δεν τον είχα ακούσει. Γιατί; Θα 'πρεπε;»

«Τ' όνομα Μαριδάκης δε σου λέει τίποτα; Ποιος έχει το κανάλι που δουλεύει η Στέλλα;»

«Έλα! Μα αυτός δεν είναι μεγάλος;»

«Ναι, ο Νίκος Μαριδάκης είναι μεγάλος. Ο Γιώργος είναι ο γιος του».

«Άρα γι' αυτό…»

«Ακριβώς. Δεν είναι κακή η Στέλλα στη δουλειά της, αλλά όλος ο κόσμος την βλέπει σαν την νύφη του καναλάρχη, του μεγαλομετόχου του καναλιού».

«Δε μου κάνει εντύπωση αυτό. Πάντα έτσι δε γίνεται; Μέχρι που να βλαστημάς αυτό που κάποτε το θεωρούσες τύχη. Φαντάζομαι ότι κι η Στέλλα θα στεναχωριέται… Αυτά σου είπε ο Κλεάνθης και φοβάσαι να μου τα πεις;»

«Η Στέλλα, λίγα χρόνια μετά που ήρθαμε στην Ελλάδα, τότε περίπου που εσύ έμεινες έγκυος και χαθήκατε απ' τον κόσμο, έκανε απόπειρα αυτοκτονίας. Το ήξερες;»

Απ’ όταν πέθανε ο Κώστας σκέφτομαι συνέχεια ότι μου λείπει ο χρόνος για να επεξεργάζομαι τις πληροφορίες με τις οποίες βομβαρδίζομαι. Αυτό, όμως, ήταν σαν να το ήξερα. Σαν ν' αποκάλυπτε τώρα ο Σάκης, σαν να επιβεβαίωνε, μια παράξενη, υποσυνείδητη γνώση κι ένιωθα μάλιστα ένοχη, σαν να 'φταιγα κι εγώ που δεν κατάφερα να προστατεύσω και τότε τη Στέλλα. Γυρνώντας λίγο πριν απ' το σπίτι της, έβλεπα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου όλη η ζωή μας στη Ρώμη, τότε που ήμαστε σχεδόν παιδιά. Κι είχα αρχίσει να ψάχνω μια άλλη εκδοχή των γεγονότων, μια εκδοχή όπου η πρωταγωνίστρια ήταν η Στέλλα. Μικρή, πανέμορφη, άμαθη, με τα αναγεννησιακά της μπράτσα και τις καστανές της μπούκλες. Κι ένιωθα ότι και τότε την είχαμε όλοι μας κακομεταχειριστεί, κανείς μας δεν της έδωσε χρόνο κι ευκαιρίες. Η Στέλλα ήταν φτιαγμένη από εύθραυστα υλικά κι εμείς τα υποτιμούσαμε με την σκληράδα και την αυτοπεποίθηση αυτού που νομίζει ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια. Πώς πίστευα ότι τα διάβηκε εκείνα τα χρόνια η Στέλλα; Τι κέρδισε, τι έχασε; Ποτέ μου δεν το είχα σκεφτεί ως τώρα. Ήταν αυτός ο φόβος στα μάτια της, που μ' έκανε να δω πόσο ευάλωτη ήταν και πόσο δύστοκα ήταν για εκείνη τα χρόνια που εμείς ισορροπούσαμε επάνω στο σχοινί, προκαλώντας την ιστορία μας με τα πιο δύσκολα νούμερα.

«Τι σκέφτεσαι; Το ήξερες;» ρώτησε πάλι ο Σάκης.

«Όχι, δεν ήξερα τίποτα. Αυτό είναι, λοιπόν, το παραμύθι του Κλεάνθη;» τον ρώτησα.

«Όχι, αυτό δεν είναι παραμύθι. Είναι αλήθεια. Η Στέλλα τότε νοσηλεύτηκε στην κλινική του πατέρα του Κλεάνθη. Έκανε χρόνια να συνέλθει, παράτησε και την αρχιτεκτονική -δούλευε σ' ένα τεχνικό γραφείο τότε- και την έβαλε μετά ο πεθερός της στην τηλεόραση. Δεν τα πήγε κι άσχημα και σε μερικά χρόνια έγινε εκφωνήτρια στο δελτίο ειδήσεων».

«Λοιπόν;»

«Φαίνεται ότι δεν είναι πάλι καλά. Μετά τη σύλληψη του Άρη, ξαναπήγε στον πατέρα του Κλεάνθη, αυτός την παρακολουθεί τόσα χρόνια. Και ξέρεις τι του είπε;»

«Καλό καθίκι είναι ο φίλος μας. Κι ακόμα καλύτερο ο πατέρας του. Τι του είπε λοιπόν μιας κι είναι αστείο πια να μιλάμε για ιατρικό απόρρητο;»

«Μανία καταδίωξης. Αυτό του είπε. Η Στέλλα νομίζει ότι ο άντρας της δουλεύει για την Ασφάλεια, ότι είναι μυστικός σύμβουλος του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, κάτι σαν μυστικός πράκτορας δηλαδή και τρέχα γύρευε. Έβαλε κι έναν ντετέκτιβ να τον παρακολουθεί, αλλά εκεί πια αποτρελάθηκε, γιατί τώρα νομίζει ότι κι αυτός δουλεύει για τον άντρα της. Τώρα, αυτά τα λέει ο Κλεάνθης. Γι' αυτό σου λέω, άσ’ τα καλύτερα, αρκετά μαλλιά έχουμε να ξάνουμε και χωρίς τις βλακείες του Κλεάνθη».

Δεν τα λέει μόνον ο Κλεάνθης, σκεφτόμουνα, αλλά και πάλι δεν άνοιξα το στόμα μου. Την Στέλλα μόνον έβλεπα, μικρή κι ευάλωτη, όπως τότε στη Ρώμη, όταν μας ρώταγε κάθε φορά που ένιωθε ζορισμένη, «τι κάνουμε τώρα;» Και στρογγύλευαν σαν του μικρού παιδιού τα γκρίζα της μάτια.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου