Εργατική Λέσχη Νέας Σμύρνης
Ξεκλειδώνοντας τη γνώση, 1ος κύκλος: Μαθήματα στην Εγκληματολογική Θεωρία
Στις 2 Φλεβάρη 2013 έκλεισε ο κύκλος μαθημάτων στην εγκληματολογική θεωρία. Στη συνέχεια, παραθέτω το σύνολο του υλικού το οποίο χρησιμοποιήσαμε, τα κείμενα τα οποία συζητήσαμε στις τρεις συναντήσεις, μαγνητοφωνημένα τα μαθήματα, καθώς και βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα από το δεύτερο και τρίτο μάθημα. Για την μαγνητοφώνηση και την βιντεοσκόπηση ευχαριστώ θερμά την Φωτώ Κιλουκιώτου και τον Αλέξανδρο Γεωργιάδη, στον οποίο οφείλεται επίσης η οργάνωση του υλικού σε τρόπο ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί on line και τον ευχαριστώ ιδιαίτερα γι' αυτό.
Στους παρακάτω συγκεντρωτικούς συνδέσμους θα βρείτε:
1η Συνάντηση, 12/1/2013
Ντίνα Κακαλή, παρουσίαση της εργατικής λέσχης Ν. Σμύρνης
Α. Κουκουτσάκη, 1η συνάντηση εγκληματολογικής θεωρίας, 12.1.13 (ηχητικό αρχείο)
1. Το νέο πρόγραμμα εστίαζε όχι στο έγκλημα (την πράξη), αλλά στον εγκληματία (το δράστη)… Στο επίκεντρο του εγκληματολογικού εγχειρήματος υπήρχε τώρα η έννοια της αιτιότητας… Είτε το επίπεδο ερμηνείας ήταν βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνιολογικό, ή ένας συνδυασμός αυτών, το Ιερό Δισκοπότηρο ήταν μία γενική αιτιολογική θεωρία: Γιατί οι άνθρωποι εγκληματούν; Αυτή η αναζήτηση έδωσε στο αντικείμενο το συλλογικό αυτοπροσδιορισμό του: "η επιστημονική μελέτη των αιτίων του εγκλήματος" (Cohen, S., 1988: 4, Against Criminology, New Brunswick: Translation Books).
2. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνον σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Εν κατακλείδι, η ποινή συνιστά ένα πολιτισμικό κείμενο – ή, καλύτερα, μια πολιτισμική αναπαράσταση – που μεταδίδει και κοινοποιεί διαρθρωμένα μηνύματα σ’ ένα πλήθος αποδεκτών […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (Garland, D. 1990/ 1999: 295, Pena e societa moderna. Uno studio di teoria sociale, Milano: il Saggiatore)
3. Εξουσία και γνώση αλληλεξαρτώνται άμεσα. Δεν υπάρχει σχέση εξουσίας, χωρίς συσχετισμένη σύσταση ενός πεδίου γνώσης. Ούτε και γνώση που να μην προϋποθέτει και να μην αποτελεί ταυτόχρονα σχέσεις εξουσίας [Φουκώ, Μ., 1989: 40-41, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας, σελ. 40-41]
4. Αντί να αντιμετωπίζουμε την ιστορία του ποινικού δικαίου κι εκείνη των επιστημών του ανθρώπου σαν δυο ξεχωριστές σειρές που η διασταύρωσή τους έχει αποτελέσματα διαταρακτικά ή χρήσιμα, [θα πρέπει] να αναζητήσουμε την κοινή τους μήτρα και να δούμε αν υπάγονται και οι δυο σε μια «επιστημολογικο-δικαστική διαδικασία διαμόρφωσης. Κοντολογίς να τοποθετήσουμε την τεχνολογία της εξουσίας στη βάση και του εξανθρωπισμού της ποινής και της γνώσης του ανθρώπου. Να ερευνήσουμε μήπως η εμφάνιση αυτή της ψυχής στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης – και μαζί της η παρεμβολή στη δικαστική πρακτική μιας ολόκληρης «επιστημονικής» γνώσης – δεν είναι μια αλλαγή στον τρόπο επένδυσης ου ίδιου του σώματος από τους συσχετισμούς της εξουσίας (Φουκώ, Μ. ό.α, σσ 35-36)
5. Ο ρόλος του ψυχίατρου στο ποινικό πεδίο; Όχι βέβαια ρόλος ειδικού για τον καταλογισμό ευθυνών, αλλά συμβούλου για την ποινή. Αυτός θα πει αν το υποκείμενο είναι «επικίνδυνο», πώς πρέπει να προστατευθούμε απ’ αυτό, πώς να παρέμβουμε για να το αναμορφώσουμε, αν είναι προτιμότερο να γίνει κάποια προσπάθεια καταστολής ή θεραπείας. Στις αρχές της ιστορίας της, μόνη υποχρέωση της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ήταν να διατυπώνει «αληθινές» προτάσεις για το ποσοστό ελεύθερης βούλησης του παραβάτη κατά την εκτέλεση της πράξης του. Τώρα πρέπει να υποδείχνει κάποια συνταγή γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ιατρο-δικαστική νοσηλεία του (Φουκώ, Μ. ό.α. 1989, σελ. 35).
6. Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αλλά και γενικότερα η ανθρωπολογία του εγκλήματος και τα ακατάπαυστα αναμασήματα της εγκληματολογίας αποκτούν εδώ τη συγκεκριμένη τους λειτουργία: με την πανηγυρική εγγραφή των παράνομων πράξεων στο πεδίο των αντικειμένων που επιδέχονται επιστημονική γνώση δίνεται στο μηχανισμό της νόμιμης τιμωρίας μια δικαιολογήσιμη επιβολή όχι απλώς πάνω στα αδικήματα, αλλά και πάνω στα άτομα. Όχι μονάχα πάνω στις πράξεις τους, αλλά και πάνω σ’ αυτό που οι ίδιοι είναι, που θα είναι ή που ενδεχόμενα θα γίνουν. (Φουκώ, Μ. 1989, ό.α. ,σσ 29, 30).
7. Για να πολεμήσουμε τον εχθρό που αντιμετωπίζουμε και να έχουμε ελπίδες επιτυχίας, θα πρέπει να τον γνωρίζουμε […] Και η γνώση του θα προέλθει μόνον από μακροχρόνια, συνεχή παρατήρηση στις φυλακές, τα σωφρονιστήρια και τις ποινικές αποικίες (Garofalo, 1914: xxxiii, όπως αναφέρεται στο Garland, 1985:121, “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2).
8. Ο βιολογικός ντετερμινισμός ασκεί μεγαλύτερη γοητεία από τον κοινωνιολογικό ντετερμινισμό επειδή εξαλείφει οποιοδήποτε υπαινιγμό ότι το έγκλημα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών ανισοτήτων: Το έγκλημα είναι κάτι που βρίσκεται στη φύση του εγκληματία και όχι μία δυσλειτουργία της κοινωνίας. Επιπλέον επιτυγχάνει την απόλυτη εξάλειψη της πιθανότητας κάποιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Γιατί ο βιολογικά κατώτερος είναι συνώνυμος με τον α-κοινωνικό. Η ανάλυση εστιάζει στο άτομο που δεν μπορεί να είναι κοινωνικό. με αυτή την εξατομίκευση δεν αποτελεί απειλή για τη μονολιθική πραγματικότητα που αποτελεί το επίκεντρο του θετικισμού (Taylor, I. Walton, P. & J. Young 1973: 40, The new criminology. For a social theory of deviance, London: Routledge & Kegan Paul).
9. Εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και ανακούφιζε τη συνείδηση αυτών που βρίσκονταν στην εξουσία το να θεωρούν τις επικίνδυνες τάξεις ως μια ανεξάρτητη κατηγορία αποκομμένη από τις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες. Περιγράφονταν ως μια ιδιαίτερη φυλή, ηθικά διεφθαρμένη και ακόλαστη που ζούσε παραβιάζοντας το βασικό νόμο της πειθαρχημένης κοινωνίας, που όριζε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει με την τίμια και σταθερή εργασία του (Sir Leon Radzinowicz 1966: 38-39, Ideology and Crime: A Study of Crime in its Social and Historical Context, London: Heinemann, όπως αναφέρεται στο Σεράσης, Τ., 1999: 70, «Η χαμένη τιμή της Εγκληματολογίας», στο Κουκουτσάκη Α (επιμ.) (1999), Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον).
10. «Αυτό δεν υπήρξε απλώς μια ιδέα, αλλά μια αποκάλυψη. Στη θέα αυτού κρανίου μου φάνηκε ότι άξαφνα τα είδα όλα φωτισμένα σαν απέραντο κάμπο κάτω από ένα φλεγόμενο ουρανό, το πρόβλημα της φύσης του εγκληματία – μια αταβιστική φύση που αναπαρήγαγε τα άγρια ένστικτα της πρωτόγονης ανθρωπότητας και των κατώτερων ειδών του ζωικού βασιλείου» (Lombroso, l’ uomo criminale, 1867, όπως αναφέρεται στο Sapsford, R.J., 1981: 311 “Individual deviance: the search for the criminal personality”, στο The “Issues in Crime and Society” Course Team, Crime and Society, London: Routleledge &Kegan Paul σε συνεργασία με το Open University Press).
11. Πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχουν βρεθεί στους άγριους, και μεταξύ των έγχρωμων φυλών, εντοπίζονται επίσης και στους γεννημένους εγκληματίες. Aυτά είναι: αδυνατισμένα μαλλιά, απώλεια δύναμης και βάρους, περιορισμένη κρανιακή χωρητικότητα, μέτωπο με οπίσθια κλίση, υψηλά ανεπτυγμένο εμπρόσθιο ιγμόρειο άντρο, υψηλή συχνότητα μεσο- εμπρόσθιων συρραφών, πρόωρη συνοστέωση, ιδιαίτερα εμπρόσθια, προεξοχή της καμπύλης γραμμής του κροταφικού, απλοϊκότητα των συρραφών… σκουρόχρωμο δέρμα, πυκνότερα, σγουρά μαλλιά, μεγάλα αυτιά ή αυτιά που έχουν το σχήμα λαβής, μία μεγαλύτερη αναλογία μεταξύ των δύο φύλων… νωθρότητα… εύκολη δεισιδαιμονία… και τελικά τη σχετική έννοια του θείου και των ηθών (Lombroso 1876: 435- 36, L’ uomo criminale, Milano: Hoepli).
12. H θέση του Cesare Lombroso δε μπορεί να αποσπαστεί από το ιστορικό πλαίσιο της Iταλικής Eνοποίησης του 1861 και τη συνακόλουθη προσάρτηση, στη δεκαετία που ακολούθησε, μεγάλων επαρχιών, ειδικά Nότιων επαρχιών, όταν Πιεντμοντέζικα («Iταλικά») στρατεύματα ενεπλάκησαν σε μία αιματηρή καταστολή των ληστών χωρικών, οι οποίοι παρουσιάζονταν ως εργαλεία του προηγούμενου καθεστώτος και της Eκκλησίας. Aυτό είναι το υπόβαθρο της ιστορίας του Lobroso, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου άσχετο. O ίδιος ο Lombroso υπήρξε για μία σύντομη περίοδο, το 1862, στρατιωτικός γιατρός, αξιωματικός του Πιεντομοντέζικου στρατού στη Nότια περιοχή της Kαλαβρίας. Eίχε εντυπωσιαστεί με τη διαφορετική κουλτούρα των κατοίκων της, μία διαφορετικότητα την οποία προσπάθησε να ερμηνεύσει με βάση τη «φυλή» (Melossi, 1999: 29, «Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον).
13. Eίναι ευρέως γνωστό τι είδους ιδεολογία έχει διαδοθεί με μυριάδες τρόπους στις μάζες του Bορρά από τους προπαγανδιστές της αστικής τάξης: ο Nότος είναι η σιδερένια μπάλα και η αλυσίδα που εμποδίζουν την κοινωνική ανάπτυξη της Iταλίας από μία ταχύτερη πρόοδο• οι Nότιοι είναι βιολογικά κατώτερα όντα, ημι- βάρβαροι ή ολοκληρωτικά βάρβαροι, από το πεπρωμένο της φύσης τους• αν ο Nότος είναι οπισθοδρομικός, το σφάλμα δεν ανήκει στο καπιταλιστικό σύστημα ή σε κάποια άλλη ιστορική αιτία, αλλά στη Φύση, η οποία έπλασε τους Nότιους οκνηρούς, ανίκανους, εγκληματίες και βάρβαρους- απαλύνοντας αυτή την σκληρή μοίρα μονάχα με την καθαρά ατομική έκρηξη ορισμένων μεγάλων ιδιοφυιών, όπως οι απομονωμένοι φοίνικες σε μία άνυδρη και άγονη έρημο. Tο Σοσιαλιστικό κόμμα ήταν σε μεγάλο βαθμό το όχημα για τη διάδοση αυτής της αστικής ιδεολογίας στο προλεταριάτο του Bορρά. Tο σοσιαλιστικό κόμμα έδωσε την ευχή του στην κλίκα των συγγραφέων που δημιούργησαν τη λεγόμενη Θετική σχολή για όλη τη σχετική με το Nότο συγγραφική παραγωγή τους: στους Ferri, Sergi, Niceforo, Orano και τους λιγότερο σημαντικούς μιμητές τους, οι οποίοι σε άρθρα, ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα, εντυπώσεις και απομνημονεύματα, σε μία ποικιλία μορφών, επανέλαβαν το ίδιο και μοναδικό ρεφραίν. Για άλλη μία φορά, η «επιστήμη» χρησιμοποιήθηκε για να συνθλίψει τους άθλιους και τους εκμεταλλευόμενους• αλλά αυτή τη φορά ήταν ενδεδυμένη με σοσιαλιστικά χρώματα, και διατείνετο ότι ήταν η επιστήμη του προλεταριάτου (Gramsci 1926: 444).
14. Η ποινική ιδεολογία ακόμα και σήμερα δανείζεται από τον ντυρκαϊμιανό μύθο περί μιας κοινωνικής συνείδησης η οποία ενσωματώνει όλα τα μέλη της κοινωνίας, ειδικότερα κατά τη στιγμή της παραβίασης των κανόνων. Δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η πρόσληψη και ο καθορισμός ορισμένων συμπεριφορών ως εγκληματικών ή κοινωνικά αρνητικών στα πλαίσια της κυρίαρχης κουλτούρας ανταποκρίνονται πολλές φορές σε σημαντικά διαφορετικές αναπαραστάσεις (Baratta, 1989: 20, 21, «Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης: Για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου», στο Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 3-4, σσ 9-38)
2. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνον σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Εν κατακλείδι, η ποινή συνιστά ένα πολιτισμικό κείμενο – ή, καλύτερα, μια πολιτισμική αναπαράσταση – που μεταδίδει και κοινοποιεί διαρθρωμένα μηνύματα σ’ ένα πλήθος αποδεκτών […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (Garland, D. 1990/ 1999: 295, Pena e societa moderna. Uno studio di teoria sociale, Milano: il Saggiatore)
3. Εξουσία και γνώση αλληλεξαρτώνται άμεσα. Δεν υπάρχει σχέση εξουσίας, χωρίς συσχετισμένη σύσταση ενός πεδίου γνώσης. Ούτε και γνώση που να μην προϋποθέτει και να μην αποτελεί ταυτόχρονα σχέσεις εξουσίας [Φουκώ, Μ., 1989: 40-41, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας, σελ. 40-41]
4. Αντί να αντιμετωπίζουμε την ιστορία του ποινικού δικαίου κι εκείνη των επιστημών του ανθρώπου σαν δυο ξεχωριστές σειρές που η διασταύρωσή τους έχει αποτελέσματα διαταρακτικά ή χρήσιμα, [θα πρέπει] να αναζητήσουμε την κοινή τους μήτρα και να δούμε αν υπάγονται και οι δυο σε μια «επιστημολογικο-δικαστική διαδικασία διαμόρφωσης. Κοντολογίς να τοποθετήσουμε την τεχνολογία της εξουσίας στη βάση και του εξανθρωπισμού της ποινής και της γνώσης του ανθρώπου. Να ερευνήσουμε μήπως η εμφάνιση αυτή της ψυχής στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης – και μαζί της η παρεμβολή στη δικαστική πρακτική μιας ολόκληρης «επιστημονικής» γνώσης – δεν είναι μια αλλαγή στον τρόπο επένδυσης ου ίδιου του σώματος από τους συσχετισμούς της εξουσίας (Φουκώ, Μ. ό.α, σσ 35-36)
5. Ο ρόλος του ψυχίατρου στο ποινικό πεδίο; Όχι βέβαια ρόλος ειδικού για τον καταλογισμό ευθυνών, αλλά συμβούλου για την ποινή. Αυτός θα πει αν το υποκείμενο είναι «επικίνδυνο», πώς πρέπει να προστατευθούμε απ’ αυτό, πώς να παρέμβουμε για να το αναμορφώσουμε, αν είναι προτιμότερο να γίνει κάποια προσπάθεια καταστολής ή θεραπείας. Στις αρχές της ιστορίας της, μόνη υποχρέωση της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ήταν να διατυπώνει «αληθινές» προτάσεις για το ποσοστό ελεύθερης βούλησης του παραβάτη κατά την εκτέλεση της πράξης του. Τώρα πρέπει να υποδείχνει κάποια συνταγή γι’ αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «ιατρο-δικαστική νοσηλεία του (Φουκώ, Μ. ό.α. 1989, σελ. 35).
6. Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αλλά και γενικότερα η ανθρωπολογία του εγκλήματος και τα ακατάπαυστα αναμασήματα της εγκληματολογίας αποκτούν εδώ τη συγκεκριμένη τους λειτουργία: με την πανηγυρική εγγραφή των παράνομων πράξεων στο πεδίο των αντικειμένων που επιδέχονται επιστημονική γνώση δίνεται στο μηχανισμό της νόμιμης τιμωρίας μια δικαιολογήσιμη επιβολή όχι απλώς πάνω στα αδικήματα, αλλά και πάνω στα άτομα. Όχι μονάχα πάνω στις πράξεις τους, αλλά και πάνω σ’ αυτό που οι ίδιοι είναι, που θα είναι ή που ενδεχόμενα θα γίνουν. (Φουκώ, Μ. 1989, ό.α. ,σσ 29, 30).
7. Για να πολεμήσουμε τον εχθρό που αντιμετωπίζουμε και να έχουμε ελπίδες επιτυχίας, θα πρέπει να τον γνωρίζουμε […] Και η γνώση του θα προέλθει μόνον από μακροχρόνια, συνεχή παρατήρηση στις φυλακές, τα σωφρονιστήρια και τις ποινικές αποικίες (Garofalo, 1914: xxxiii, όπως αναφέρεται στο Garland, 1985:121, “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2).
8. Ο βιολογικός ντετερμινισμός ασκεί μεγαλύτερη γοητεία από τον κοινωνιολογικό ντετερμινισμό επειδή εξαλείφει οποιοδήποτε υπαινιγμό ότι το έγκλημα μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών ανισοτήτων: Το έγκλημα είναι κάτι που βρίσκεται στη φύση του εγκληματία και όχι μία δυσλειτουργία της κοινωνίας. Επιπλέον επιτυγχάνει την απόλυτη εξάλειψη της πιθανότητας κάποιας εναλλακτικής πραγματικότητας. Γιατί ο βιολογικά κατώτερος είναι συνώνυμος με τον α-κοινωνικό. Η ανάλυση εστιάζει στο άτομο που δεν μπορεί να είναι κοινωνικό. με αυτή την εξατομίκευση δεν αποτελεί απειλή για τη μονολιθική πραγματικότητα που αποτελεί το επίκεντρο του θετικισμού (Taylor, I. Walton, P. & J. Young 1973: 40, The new criminology. For a social theory of deviance, London: Routledge & Kegan Paul).
9. Εξυπηρετούσε τα συμφέροντα και ανακούφιζε τη συνείδηση αυτών που βρίσκονταν στην εξουσία το να θεωρούν τις επικίνδυνες τάξεις ως μια ανεξάρτητη κατηγορία αποκομμένη από τις κυρίαρχες κοινωνικές συνθήκες. Περιγράφονταν ως μια ιδιαίτερη φυλή, ηθικά διεφθαρμένη και ακόλαστη που ζούσε παραβιάζοντας το βασικό νόμο της πειθαρχημένης κοινωνίας, που όριζε ότι ο άνθρωπος πρέπει να ζει με την τίμια και σταθερή εργασία του (Sir Leon Radzinowicz 1966: 38-39, Ideology and Crime: A Study of Crime in its Social and Historical Context, London: Heinemann, όπως αναφέρεται στο Σεράσης, Τ., 1999: 70, «Η χαμένη τιμή της Εγκληματολογίας», στο Κουκουτσάκη Α (επιμ.) (1999), Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον).
10. «Αυτό δεν υπήρξε απλώς μια ιδέα, αλλά μια αποκάλυψη. Στη θέα αυτού κρανίου μου φάνηκε ότι άξαφνα τα είδα όλα φωτισμένα σαν απέραντο κάμπο κάτω από ένα φλεγόμενο ουρανό, το πρόβλημα της φύσης του εγκληματία – μια αταβιστική φύση που αναπαρήγαγε τα άγρια ένστικτα της πρωτόγονης ανθρωπότητας και των κατώτερων ειδών του ζωικού βασιλείου» (Lombroso, l’ uomo criminale, 1867, όπως αναφέρεται στο Sapsford, R.J., 1981: 311 “Individual deviance: the search for the criminal personality”, στο The “Issues in Crime and Society” Course Team, Crime and Society, London: Routleledge &Kegan Paul σε συνεργασία με το Open University Press).
11. Πολλά από τα χαρακτηριστικά που έχουν βρεθεί στους άγριους, και μεταξύ των έγχρωμων φυλών, εντοπίζονται επίσης και στους γεννημένους εγκληματίες. Aυτά είναι: αδυνατισμένα μαλλιά, απώλεια δύναμης και βάρους, περιορισμένη κρανιακή χωρητικότητα, μέτωπο με οπίσθια κλίση, υψηλά ανεπτυγμένο εμπρόσθιο ιγμόρειο άντρο, υψηλή συχνότητα μεσο- εμπρόσθιων συρραφών, πρόωρη συνοστέωση, ιδιαίτερα εμπρόσθια, προεξοχή της καμπύλης γραμμής του κροταφικού, απλοϊκότητα των συρραφών… σκουρόχρωμο δέρμα, πυκνότερα, σγουρά μαλλιά, μεγάλα αυτιά ή αυτιά που έχουν το σχήμα λαβής, μία μεγαλύτερη αναλογία μεταξύ των δύο φύλων… νωθρότητα… εύκολη δεισιδαιμονία… και τελικά τη σχετική έννοια του θείου και των ηθών (Lombroso 1876: 435- 36, L’ uomo criminale, Milano: Hoepli).
12. H θέση του Cesare Lombroso δε μπορεί να αποσπαστεί από το ιστορικό πλαίσιο της Iταλικής Eνοποίησης του 1861 και τη συνακόλουθη προσάρτηση, στη δεκαετία που ακολούθησε, μεγάλων επαρχιών, ειδικά Nότιων επαρχιών, όταν Πιεντμοντέζικα («Iταλικά») στρατεύματα ενεπλάκησαν σε μία αιματηρή καταστολή των ληστών χωρικών, οι οποίοι παρουσιάζονταν ως εργαλεία του προηγούμενου καθεστώτος και της Eκκλησίας. Aυτό είναι το υπόβαθρο της ιστορίας του Lobroso, το οποίο δεν μπορεί να θεωρηθεί καθόλου άσχετο. O ίδιος ο Lombroso υπήρξε για μία σύντομη περίοδο, το 1862, στρατιωτικός γιατρός, αξιωματικός του Πιεντομοντέζικου στρατού στη Nότια περιοχή της Kαλαβρίας. Eίχε εντυπωσιαστεί με τη διαφορετική κουλτούρα των κατοίκων της, μία διαφορετικότητα την οποία προσπάθησε να ερμηνεύσει με βάση τη «φυλή» (Melossi, 1999: 29, «Η κοινωνική θεωρία και οι μεταβαλλόμενες αναπαραστάσεις του εγκληματία», στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.), Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον).
13. Eίναι ευρέως γνωστό τι είδους ιδεολογία έχει διαδοθεί με μυριάδες τρόπους στις μάζες του Bορρά από τους προπαγανδιστές της αστικής τάξης: ο Nότος είναι η σιδερένια μπάλα και η αλυσίδα που εμποδίζουν την κοινωνική ανάπτυξη της Iταλίας από μία ταχύτερη πρόοδο• οι Nότιοι είναι βιολογικά κατώτερα όντα, ημι- βάρβαροι ή ολοκληρωτικά βάρβαροι, από το πεπρωμένο της φύσης τους• αν ο Nότος είναι οπισθοδρομικός, το σφάλμα δεν ανήκει στο καπιταλιστικό σύστημα ή σε κάποια άλλη ιστορική αιτία, αλλά στη Φύση, η οποία έπλασε τους Nότιους οκνηρούς, ανίκανους, εγκληματίες και βάρβαρους- απαλύνοντας αυτή την σκληρή μοίρα μονάχα με την καθαρά ατομική έκρηξη ορισμένων μεγάλων ιδιοφυιών, όπως οι απομονωμένοι φοίνικες σε μία άνυδρη και άγονη έρημο. Tο Σοσιαλιστικό κόμμα ήταν σε μεγάλο βαθμό το όχημα για τη διάδοση αυτής της αστικής ιδεολογίας στο προλεταριάτο του Bορρά. Tο σοσιαλιστικό κόμμα έδωσε την ευχή του στην κλίκα των συγγραφέων που δημιούργησαν τη λεγόμενη Θετική σχολή για όλη τη σχετική με το Nότο συγγραφική παραγωγή τους: στους Ferri, Sergi, Niceforo, Orano και τους λιγότερο σημαντικούς μιμητές τους, οι οποίοι σε άρθρα, ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα, εντυπώσεις και απομνημονεύματα, σε μία ποικιλία μορφών, επανέλαβαν το ίδιο και μοναδικό ρεφραίν. Για άλλη μία φορά, η «επιστήμη» χρησιμοποιήθηκε για να συνθλίψει τους άθλιους και τους εκμεταλλευόμενους• αλλά αυτή τη φορά ήταν ενδεδυμένη με σοσιαλιστικά χρώματα, και διατείνετο ότι ήταν η επιστήμη του προλεταριάτου (Gramsci 1926: 444).
14. Η ποινική ιδεολογία ακόμα και σήμερα δανείζεται από τον ντυρκαϊμιανό μύθο περί μιας κοινωνικής συνείδησης η οποία ενσωματώνει όλα τα μέλη της κοινωνίας, ειδικότερα κατά τη στιγμή της παραβίασης των κανόνων. Δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η πρόσληψη και ο καθορισμός ορισμένων συμπεριφορών ως εγκληματικών ή κοινωνικά αρνητικών στα πλαίσια της κυρίαρχης κουλτούρας ανταποκρίνονται πολλές φορές σε σημαντικά διαφορετικές αναπαραστάσεις (Baratta, 1989: 20, 21, «Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης: Για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου», στο Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ. 3-4, σσ 9-38)
2η Συνάντηση, 26/1/2013
Αμερικανική κοινωνιολογική παράδοση
Κριτική εγκληματολογία
Σημασιοδότηση & κοινωνική κατασκευή του εγκλήματος
ηχητικό αρχείο 2ης συνάντησης
κείμενα
1. Οι εκπρόσωποι της Σχολής του Σικάγο, αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους ως «κοινωνικούς μηχανικούς», ανακαινιστές που θέτουν την επιστήμη τους στην υπηρεσία της μεταρρύθμισης: μια επιστήμη η οποία συνίσταται κυρίως στη γνώση της υφής των κοινωνικών σχέσεων και διαντιδράσεων που συγκροτούν την κοινωνική δομή, η οποία αποτελεί τη μοναδική αφετηρία για να παραχθούν αλλαγές […] Το δίκαιο θα πρέπει να προσανατολίζεται και να διαφωτίζεται από τη γνώση της κοινωνίας (Melossi, 2002: 129, Stato, Controllo Sociale, Devianza, Milano: Bruno Mondatori).
2. Το δίκαιο δεν είναι μόνον κοινωνική δύναμη, είναι και κοινωνικό προϊόν. Είναι η εκπόρευση του συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, διαμορφώνεται κατά περιεχόμενο ενόψει αυτού του συσχετισμού και αποβλέπει στην παγίωση και συντήρηση αυτού για το μέλλον. Ο ποινικός νόμος είναι το δυναμικό μέσο με το οποίο επιδιώκεται αυτή η συντήρηση. Στη δημιουργία, λοιπόν, του ποινικού νόμου συμβάλλουν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες κατά λόγο συμμετοχής τους στην εξουσία και κατά την ίδια αναλογία εκπροσωπούνται τα συμφέροντα και οι αξίες τους στην παρεχόμενη απ’ αυτόν προστασία (Δασκαλάκης, 1985: 63, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουλας).
3. Καταδιώκοντας το κακό και παράγοντας μία επιφανειακή όψη του καλού, το κράτος αποκαλύπτει τη μόνιμη μέθοδό του- τη διατήρηση του καλού του ονόματος παρά τις δικές του τάσεις προς τη βία, την κατάκτηση και την καταστροφή. Προστατευμένο από μία συλλογική αναπαράσταση σύμφωνα με την οποία η κλοπή και η βία εντοπίζονται σε μία επικίνδυνη τάξη, ηθικά εξυψωμένο από τον αναμορφωτικό του στόχο, το κράτος επιτυγχάνει τη νομιμοποίηση της ειρηνικής πρόθεσης και τη φαινομενική όψη της νομιμότητας- ακόμη και αν συμμετέχει σε πολέμους και διαπράττει σε μαζική κλίμακα ενέργειες που υποτίθεται ότι έχει απαγορεύσει στον κόσμο (Matza, Becoming Deviant 1969/1976: 302, Come si diventa devianti, Bologna: il Mulino).
4. Η πράξη της ενδοφλέβιας χορήγησης ηρωίνης δεν είναι παρεκκλίνουσα λόγω της ιδιοσυστασίας της. Είναι απολύτως σύμφωνη με τους κανόνες, αν την χορηγήσει μια νοσοκόμα σ’ ένα ασθενή με συνταγή γιατρού. Η πράξη καθίσταται παρεκκλίνουσα μόνον όταν αυτή τελείται κατά τρόπο ο οποίος δεν έχει ορισθεί δημόσια ως προσήκων. Ο παρεκκλίνων χαρακτήρας μιας πράξης εδράζεται στον τρόπο με τον οποίο αυτή χαρακτηρίζεται δημόσια (H. Becker (1971), Sociological Work, London: Allen Lane, σελ. 341, όπως αναφέρεται στο I. Taylor, P. Walton, J. Young (1973: 139), The new criminology. For a social theory of deviance, London: Routledge & Kegan Paul].
5. Οι διαφοροποιήσεις των “παραβατών” από τους “συναινούντες” δεν είναι φυσικά, αλλά κοινωνικά προσδιορισμένες – όπως φαίνεται από τη διαφορετική αντιμετώπιση των καταναλωτών οινοπνευματωδών από τους καπνιστές χασίς. Επιπρόσθετα, ήταν ιστορικά μεταβλητές: οι θεωρητικοί της υποκουλτούρας ήσαν αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται τις μέρες της ποτοαπαγόρευσης και να μπορούν να τις αντιπαραθέτουν με την περίοδο που οι θετικοί ορισμοί της Αμερικανικής αρρενωπότητας φαίνεται ότι απαιτούσαν μια γερή δόση από ποτό και τσιγάρο με φίλτρο. Εκείνο που μετράει ήταν η δύναμη αυτών που έπιναν οινοπνευματώδη να ορίσουν όσους κάπνιζαν χασίς ως παραβάτες [….]Είναι εκείνο που ο Χάουαρντ Μπέκερ, ένας από τους πρώτους ερευνητές που ευαισθητοποιήθηκαν στα ζητήματα της παρέκκλισης, ονόμασε ως “ιεραρχία της αξιοπιστίας” (Χωλ, Σ. et al, 1989: 100, «Η επανανακάλυψη της «ιδεολογίας»: Η επάνοδος του απωθημένου στις μελέτες για τα μέσα», στο Κομνηνού, Μ & Χ. Λυριτζής (εισαγωγή, επιμέλεια) Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης).
6. Πράγματι, η αντίθεση συμφερόντων και η διαφορική κατανομή της δύναμης και της εξουσίας μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων επάγονται διαφορετική για κάθε ομάδα σχέση κόστους-οφέλους που θα προκύψει από την εφαρμογή του κανόνα, καθώς επίσης και διαφορική κατανομή κατά ομάδα των μέσων και δυνατοτήτων τήρησης του κανόνα. Συνεπώς, κάθε κανόνας απηχεί τη διαδικασία αξιολόγησης των ομάδων που τον θέτουν ή των προσκείμενων σ’ αυτές και αντιτίθεται στη διαδικασία αξιολόγησης κάποιων άλλων ομάδων που, προφανώς, είναι αυτές που στερούνται δύναμης και εξουσίας (Δασκαλάκης, Η., 1985: 58, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουκας).
7. Η ιδεολογία είναι πέρα για πέρα ασυνείδητη […] Πραγματικά η ιδεολογία είναι ένα σύστημα αναπαράστασης, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι αναπαραστάσεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη «συνείδηση» - είναι συχνά εικόνες και καμιά φορά ιδέες, όμως πάνω απ’ όλα, ως δομές επιβάλλονται στην τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων και όχι μέσω της «συνείδησής» τους. Αποτελούν αυτονόητα – ήδη αποδεκτά – ήδη βιωμένα πολιτισμικά αντικείμενα και επιδρούν στους ανθρώπους μέσω μιας διαδικασίας που τους διαφεύγει (Althusser, L. 1969, For Marx, Allen Lane, όπως αναφέρεται στο Hebdidge D., 1981: 25, Υπο-κουλτούρα. Το νόημα του στυλ, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση).
8. Η αλλαγή των όρων ενός επιχειρήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη, εφ’ όσον ο κυρίαρχος ορισμός του προβλήματος απαιτεί, με την επανάληψη, το βάρος και την αξιοπιστία εκείνων που τον προτείνουν ή τον αποδέχονται, την επικύρωση της “κοινής λογικής”. Τα επιχειρήματα που επιμένουν σ’ αυτόν τον ορισμό του προβλήματος θεωρούνται ότι αποτελούν “λογικό” επακόλουθο. Τα επιχειρήματα που επιδιώκουν να αλλάξουν τους όρους αναφοράς διαβάζονται “ως απομακρυνόμενα από το θέμα”(Χωλ, Σ. 1989: 133, Η επανανακάλυψη της «ιδεολογίας»: Η επάνοδος του απωθημένου στις μελέτες για τα μέσα», στο Κομνηνού, Μ & Χ. Λυριτζής (εισαγωγή, επιμέλεια) Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης)
1. Οι εκπρόσωποι της Σχολής του Σικάγο, αντιμετωπίζουν τους εαυτούς τους ως «κοινωνικούς μηχανικούς», ανακαινιστές που θέτουν την επιστήμη τους στην υπηρεσία της μεταρρύθμισης: μια επιστήμη η οποία συνίσταται κυρίως στη γνώση της υφής των κοινωνικών σχέσεων και διαντιδράσεων που συγκροτούν την κοινωνική δομή, η οποία αποτελεί τη μοναδική αφετηρία για να παραχθούν αλλαγές […] Το δίκαιο θα πρέπει να προσανατολίζεται και να διαφωτίζεται από τη γνώση της κοινωνίας (Melossi, 2002: 129, Stato, Controllo Sociale, Devianza, Milano: Bruno Mondatori).
2. Το δίκαιο δεν είναι μόνον κοινωνική δύναμη, είναι και κοινωνικό προϊόν. Είναι η εκπόρευση του συγκεκριμένου συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, διαμορφώνεται κατά περιεχόμενο ενόψει αυτού του συσχετισμού και αποβλέπει στην παγίωση και συντήρηση αυτού για το μέλλον. Ο ποινικός νόμος είναι το δυναμικό μέσο με το οποίο επιδιώκεται αυτή η συντήρηση. Στη δημιουργία, λοιπόν, του ποινικού νόμου συμβάλλουν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες κατά λόγο συμμετοχής τους στην εξουσία και κατά την ίδια αναλογία εκπροσωπούνται τα συμφέροντα και οι αξίες τους στην παρεχόμενη απ’ αυτόν προστασία (Δασκαλάκης, 1985: 63, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουλας).
3. Καταδιώκοντας το κακό και παράγοντας μία επιφανειακή όψη του καλού, το κράτος αποκαλύπτει τη μόνιμη μέθοδό του- τη διατήρηση του καλού του ονόματος παρά τις δικές του τάσεις προς τη βία, την κατάκτηση και την καταστροφή. Προστατευμένο από μία συλλογική αναπαράσταση σύμφωνα με την οποία η κλοπή και η βία εντοπίζονται σε μία επικίνδυνη τάξη, ηθικά εξυψωμένο από τον αναμορφωτικό του στόχο, το κράτος επιτυγχάνει τη νομιμοποίηση της ειρηνικής πρόθεσης και τη φαινομενική όψη της νομιμότητας- ακόμη και αν συμμετέχει σε πολέμους και διαπράττει σε μαζική κλίμακα ενέργειες που υποτίθεται ότι έχει απαγορεύσει στον κόσμο (Matza, Becoming Deviant 1969/1976: 302, Come si diventa devianti, Bologna: il Mulino).
4. Η πράξη της ενδοφλέβιας χορήγησης ηρωίνης δεν είναι παρεκκλίνουσα λόγω της ιδιοσυστασίας της. Είναι απολύτως σύμφωνη με τους κανόνες, αν την χορηγήσει μια νοσοκόμα σ’ ένα ασθενή με συνταγή γιατρού. Η πράξη καθίσταται παρεκκλίνουσα μόνον όταν αυτή τελείται κατά τρόπο ο οποίος δεν έχει ορισθεί δημόσια ως προσήκων. Ο παρεκκλίνων χαρακτήρας μιας πράξης εδράζεται στον τρόπο με τον οποίο αυτή χαρακτηρίζεται δημόσια (H. Becker (1971), Sociological Work, London: Allen Lane, σελ. 341, όπως αναφέρεται στο I. Taylor, P. Walton, J. Young (1973: 139), The new criminology. For a social theory of deviance, London: Routledge & Kegan Paul].
5. Οι διαφοροποιήσεις των “παραβατών” από τους “συναινούντες” δεν είναι φυσικά, αλλά κοινωνικά προσδιορισμένες – όπως φαίνεται από τη διαφορετική αντιμετώπιση των καταναλωτών οινοπνευματωδών από τους καπνιστές χασίς. Επιπρόσθετα, ήταν ιστορικά μεταβλητές: οι θεωρητικοί της υποκουλτούρας ήσαν αρκετά μεγάλοι για να θυμούνται τις μέρες της ποτοαπαγόρευσης και να μπορούν να τις αντιπαραθέτουν με την περίοδο που οι θετικοί ορισμοί της Αμερικανικής αρρενωπότητας φαίνεται ότι απαιτούσαν μια γερή δόση από ποτό και τσιγάρο με φίλτρο. Εκείνο που μετράει ήταν η δύναμη αυτών που έπιναν οινοπνευματώδη να ορίσουν όσους κάπνιζαν χασίς ως παραβάτες [….]Είναι εκείνο που ο Χάουαρντ Μπέκερ, ένας από τους πρώτους ερευνητές που ευαισθητοποιήθηκαν στα ζητήματα της παρέκκλισης, ονόμασε ως “ιεραρχία της αξιοπιστίας” (Χωλ, Σ. et al, 1989: 100, «Η επανανακάλυψη της «ιδεολογίας»: Η επάνοδος του απωθημένου στις μελέτες για τα μέσα», στο Κομνηνού, Μ & Χ. Λυριτζής (εισαγωγή, επιμέλεια) Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης).
6. Πράγματι, η αντίθεση συμφερόντων και η διαφορική κατανομή της δύναμης και της εξουσίας μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών ομάδων επάγονται διαφορετική για κάθε ομάδα σχέση κόστους-οφέλους που θα προκύψει από την εφαρμογή του κανόνα, καθώς επίσης και διαφορική κατανομή κατά ομάδα των μέσων και δυνατοτήτων τήρησης του κανόνα. Συνεπώς, κάθε κανόνας απηχεί τη διαδικασία αξιολόγησης των ομάδων που τον θέτουν ή των προσκείμενων σ’ αυτές και αντιτίθεται στη διαδικασία αξιολόγησης κάποιων άλλων ομάδων που, προφανώς, είναι αυτές που στερούνται δύναμης και εξουσίας (Δασκαλάκης, Η., 1985: 58, Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουκας).
7. Η ιδεολογία είναι πέρα για πέρα ασυνείδητη […] Πραγματικά η ιδεολογία είναι ένα σύστημα αναπαράστασης, όμως στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι αναπαραστάσεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη «συνείδηση» - είναι συχνά εικόνες και καμιά φορά ιδέες, όμως πάνω απ’ όλα, ως δομές επιβάλλονται στην τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων και όχι μέσω της «συνείδησής» τους. Αποτελούν αυτονόητα – ήδη αποδεκτά – ήδη βιωμένα πολιτισμικά αντικείμενα και επιδρούν στους ανθρώπους μέσω μιας διαδικασίας που τους διαφεύγει (Althusser, L. 1969, For Marx, Allen Lane, όπως αναφέρεται στο Hebdidge D., 1981: 25, Υπο-κουλτούρα. Το νόημα του στυλ, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση).
8. Η αλλαγή των όρων ενός επιχειρήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη, εφ’ όσον ο κυρίαρχος ορισμός του προβλήματος απαιτεί, με την επανάληψη, το βάρος και την αξιοπιστία εκείνων που τον προτείνουν ή τον αποδέχονται, την επικύρωση της “κοινής λογικής”. Τα επιχειρήματα που επιμένουν σ’ αυτόν τον ορισμό του προβλήματος θεωρούνται ότι αποτελούν “λογικό” επακόλουθο. Τα επιχειρήματα που επιδιώκουν να αλλάξουν τους όρους αναφοράς διαβάζονται “ως απομακρυνόμενα από το θέμα”(Χωλ, Σ. 1989: 133, Η επανανακάλυψη της «ιδεολογίας»: Η επάνοδος του απωθημένου στις μελέτες για τα μέσα», στο Κομνηνού, Μ & Χ. Λυριτζής (εισαγωγή, επιμέλεια) Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης)
3η Συνάντηση, 2/1/ 2012
Η ποινή ως στρατηγικό και πολιτισμικό ζήτημα
Εγκληματολογία: Τεχνολογίες μηδενικής ανοχής
ηχητικό αρχείο 3ης συνάντησης
κείμενα
1. Η ποινή, ως κοινωνική δράση, επιτελεί την άμεση λειτουργία της ρύθμισης της συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, όμως, απευθύνεται και ρυθμίζει έμμεσα τη σκέψη και τις στάσεις του συνόλου, άρα κατ’ επέκταση και πάλι τη συμπεριφορά, διαμέσου ενός άλλου εργαλείου, του νοήματος. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνον σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (D. Garland, 1993 /1999: 291 κ.ε., Punishment and modern society, Chicago: University of Chicago Press. Ιταλική έκδοση: Pena e societa moderna, Milano: il Saggiatore).
2. Με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, λοιπόν, οι φυλακές υποκατέστησαν το ικρίωμα της αγχόνης ή της γκιλοτίνας, όπου το σώμα του καταδικασμένου πρωταγωνιστούσε στο θέατρο της απονομής δικαιοσύνης και αναγόταν σε επίκεντρο μιας τελετουργίας υποταγής προς την όποια εξουσία. Αντί του περιστασιακού ικριώματος, οι φυλακές έδωσαν μια ακόμα πιο επιβλητική αρχιτεκτονική: περίκλειστη, σύνθετη, ιεραρχημένη –ταυτόχρονα ύλη και σύμβολο της κρατικής μηχανής. Και ηθελημένα ή όχι, όλο το παρελθόν της «ποιητικής» των μαρτυρίων καθοδήγησε συστηματικά τον σχεδιασμό τους, χωρίς ποτέ να αίρεται ο συμπαγώς συμμετρικός όγκος. Από τις δημόσιες εκτελέσεις, που γίνονταν συνήθως στους τόπους όπου είχαν τελεστεί τα αντίστοιχα εγκλήματα (με απίστευτες ενδυματολογικές επινοήσεις για τους καταδικασμένους, σταδιακά αυξανόμενους βασανισμούς και χρήσεις των ίδιων οργάνων δια των οποίων είχε διαπραχθεί το αρχικό έγκλημα), η αρχιτεκτονική των φυλακών εμπνεύστηκε μια αντίστοιχη «ποιητική» (Foucault 1975: 134-5). Τα ψηλά τείχη, λ.χ., δεν παρέπεμπαν ούτε στο κάστρο που περιβάλλει και προστατεύει ούτε σ’ εκείνο που συμβολίζει τον πλούτο και το κύρος. Ήταν το μεθοδικά αδιαπέραστο και μυστηριώδες περίβλημα, που στηνόταν στις παρυφές ή κοντά στα κέντρα μεγάλων πόλεων και πίσω από το οποίο συντελείτο το αδιάγνωστο έργο του σωφρονισμού. Σκληρό για όσους διέπραξαν σκληρότητες, καταπονητικό για όσους απέφευγαν τον μόχθο της εργασίας, ατιμωτικό για όσους αφέθηκαν σε έκφυλα πάθη… Πίσω από αυτούς τους κλειστούς τοίχους αναπτύχθηκε μια «ποιητική» νέων μαρτυρίων. Με την ιεραρχία και τις διαβαθμίσεις της, τα προνόμια ή τις επιδεινώσεις της, τα στάδια της ανάνηψης και τις εκτροπές των ομαδικών εξεγέρσεων. Ανάλογα με τις ποινές και οι στολές, ανάλογα με τις στολές και τα δικαιώματα, ανάλογα με τα δικαιώματα οι χώροι κι ανάλογα με τους χώρους το σύστημα επίβλεψης των ποινών. Όποια κι αν ήταν η διευθέτηση των «σωφρονιστικών καταστημάτων» που εγείρονταν από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα, εξαντλώντας τις συμμετρικές διατάξεις καθαρών τετραγώνων, κανονικών οκταγώνων ή εξαγώνων, τέλειων κύκλων και «πανοπτικών» ημικυκλίων, δεν έπαυε να υποθάλπει την μαρτυρική «ποιητική», μεταφράζοντάς την σε ειδικές χωρικές ρυθμίσεις [Μαρτινίδης, Π. «Φυλακές. Οι περιορισμοί μιας περιοριστικής αρχιτεκτονικής», στο Κουκουτσάκη, Α. (2006) (εισαγωγή, επιμέλεια) Εικόνες φυλακής, Αθήνα: Πατάκης].
3. «Είχε την τόλμη να τεμαχίσει το πλάσμα που αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στη ζωή του και δεν θα τολμήσει, όταν βρει άλλες αντίξοες συνθήκες αργότερα, να διαπράξει άλλο βαρύτερο ή ελαφρότερο αδίκημα; Δεν δείχνει η ενέργειά του αυτή μια ροπή προς το έγκλημα; Αυτή τη ροπή εμείς οι νομικοί την ονομάζουμε ιδιαίτερη επικινδυνότητα του δράστη» (από την αγόρευση του Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης του φόνου της Ζωής Φραντζή από το σύζυγό της Παναγιώτη, όπως αναφέρεται στην εφημερίδα Έθνος της 1/10/1988).
4. Οι εγκληματικές ενέργειες παρέχουν άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων με χαμηλό αυτοέλεγχο είναι επομένως μια τάση να απαντούν σε απτά ερεθίσματα του άμεσου περιβάλλοντος, να έχουν ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό προς το «εδώ και τώρα» […] Συγκρατείστε ότι το έγκλημα περιλαμβάνει την επιδίωξη της άμεσης ευχαρίστησης. Συνεπάγεται ότι τα άτομα που στερούνται αυτοελέγχου θα τείνουν επίσης να επιδιώκουν τις άμεσες μορφές ικανοποίησης που δεν είναι εγκληματικές: θα τείνουν προς το κάπνισμα, το ποτό, τη χρήση ναρκωτικών, το τζόγο, την απόκτηση παιδιών έξω από τα δεσμά του γάμου και τη συμμετοχή σε παράνομο σεξ (M.P. Gottfredson, T. Hirschi (1990), A General Theory of Crime, Stanford: Stanford University Press, σελ. 89-90, όπως αναφέρεται στο D. Melossi (1999: 44).
5. Οι τοξικομανείς, συνήθως, έχουν καλή και ευγενική εμφάνιση και συμπεριφορά, μέχρις ότου γίνουν τοξικομανείς […] Μετά την απόκτηση της ιδιότητας του τοξικομανούς, προκαλείται, σιγά-σιγά, αισθητή αλλοίωση όχι, φυσικά, των χαρακτηριστικών, αλλά της όλης εμφάνισης και κυρίως της συμπεριφοράς. Η δυσμενής επίδραση των ναρκωτικών προκαλεί πρόωρο γέρασμα, ασπρίζουν τα μαλλιά πολλών, στην κυριολεξία, παιδιών. Ακόμα και οι ρυτίδες τους προσθέτουν δεκαετίες. Παραμελούν την εμφάνισή τους και κάποιοι και την καθαριότητα του σώματος και των ενδυμάτων τους και των χώρων διαμονής τους (Λ. Καράμπελας, 1991, «Ο σύγχρονος έλληνας τοξικομανής. Πρώτη προσέγγιση από την μελέτη, κυρίως, διακοσίων περιπτώσεων που απασχόλησαν την ελληνική δικαιοσύνη», στο Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία Δασκαλάκη, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, σελ. 243).
6.H εγκληματολογία της περιόδου μεταξύ των δεκαετιών του 1970 και 1990 πήρε φυσικά πολλές μορφές, διαφορετικές μεταξύ τους σε ότι αφορά τη θεωρητική έμπνευση, την πολιτική, τις προτάσεις σχετικά με την αντεγκληματική πολιτική. Παρόλα αυτά, θα υποστήριζα ότι το κοινό τους στοιχείο (και το οποίο τις διαφοροποιούσε από προγενέστερες εγκληματολογίες) ήταν μία στάση απόστασης, αντιπάθειας, ακόμη και περιφρόνησης, για το αντικείμενο της ανάλυσής τους […] Eπομένως, το στοιχείο που κατέστησε την εγκληματολογία αυτής της περιόδου αυτό που αποκαλώ μία εγκληματολογία της εκδίκησης εντοπίζεται στην ιδεολογική αποσύνδεση του ζητήματος του εγκλήματος από αυτές τις συνθήκες, στην επικέντρωση στο τελικό προϊόν του εγκλήματος και στους εγκληματίες, ανάγοντας τα σε φυσική κατάσταση, κατά τρόπο που δε διαφέρει πολύ από ότι είχε κάνει ο Lombroso σχεδόν ένα αιώνα νωρίτερα, δίχως να φωτίζονται οι τρόποι με τους οποίους αυτά τα τελικά προϊόντα έχουν, στην πραγματικότητα, κατασκευαστεί κοινωνικά (Melossi, 1999).
7. Τα αίτια του αποκλεισμού μπορεί να διαφέρουν αλλά, για όλους όσοι τον εισπράττουν, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Αντιμέτωποι με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν τους πόρους για την βιολογική τους επιβίωση (τη στιγμή που τους έχει αφαιρεθεί η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που απαιτείται για να επιβιώσουν κοινωνικά) δεν έχουν κανένα λόγο να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει κανείς εκ προθέσεως και την αθλιότητα κατά παράλειψη […] Οι υπεράριθμοι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, [Bauman, Z. (2005), Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας, Κατάρτι].
8. Είναι κοινή μοίρα για αυτά τα τμήματα της «εργατικής τάξης υπό διαμόρφωση», να περιγράφονται συχνά – από τη δυσφορία των «παλιών» εργατικών ζωνών, συνεπικουρούμενη από διάφορες κατηγορίες πολυπραγμόνων, καθώς και «έγκυρων» σχολιαστών, οι οποίοι αναλαμβάνουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυτής της άποψης – ως «κατακάθια», «επικίνδυνη τάξη», υποπρολεταριάτο, underclass σύμφωνα με τον πρόσφατο βορειοαμερικανικό όρο ή, ακριβώς, όχλος. Αυτές οι περιγραφές βασίζονται και σε «πραγματικά» «γεγονότα», καθώς η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης συντελείται γενικά κατά τρόπο μάλλον άναρχο και παράλογο και η μετακίνηση των μελλοντικών εργατών από την περιφέρεια στις πόλεις δεν είναι ούτε αυτόματη, ούτε ανώδυνη, καθόσον προκαλεί φαινόμενα τόσο ένταξης μερικών από τους νεοφερμένους στις αγορές της λεγόμενης «παρανομίας» (οι οποίες, εξάλλου, αποτελούν μέρος της «πραγματικής» αγοράς, για την οποία χρειάζεται επίσης εργατικό δυναμικό, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία για τα ναρκωτικά και την πορνεία), όσο και απόρριψης και εχθρότητας από τα προγενέστερα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και τα εργατικά. Έτσι λοιπόν τα κατακάθια, η επικίνδυνη τάξη, η underclass θα εγκλειστεί (και «καλλιεργηθεί») στο εσωτερικό του συστήματος της φυλακής το οποίο, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους φιλοξενούμενους που είχε πάντα – πρώην χωρικούς που κατευθύνονται στις πόλεις, αλλά που το χρώμα τους, η ομιλία τους και η θρησκεία τους είναι τώρα διαφορετικά – θα νιώσει να ξαναγεννιέται, αναγνωρίζοντας στους νεοφερμένους τους «αιώνιους φιλοξενούμενούς» του, τη ζωτική λύμφη, θα λέγαμε, με την οποία τρέφεται το σύστημα" [Dario Melossi, «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (2006), (εισαγωγή, επιμέλεια), Αθήνα: Πατάκης].
Η ποινή ως στρατηγικό και πολιτισμικό ζήτημα
Εγκληματολογία: Τεχνολογίες μηδενικής ανοχής
ηχητικό αρχείο 3ης συνάντησης
κείμενα
1. Η ποινή, ως κοινωνική δράση, επιτελεί την άμεση λειτουργία της ρύθμισης της συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα, όμως, απευθύνεται και ρυθμίζει έμμεσα τη σκέψη και τις στάσεις του συνόλου, άρα κατ’ επέκταση και πάλι τη συμπεριφορά, διαμέσου ενός άλλου εργαλείου, του νοήματος. Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνον σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα» (D. Garland, 1993 /1999: 291 κ.ε., Punishment and modern society, Chicago: University of Chicago Press. Ιταλική έκδοση: Pena e societa moderna, Milano: il Saggiatore).
2. Με περισσότερη ή λιγότερη έμφαση, λοιπόν, οι φυλακές υποκατέστησαν το ικρίωμα της αγχόνης ή της γκιλοτίνας, όπου το σώμα του καταδικασμένου πρωταγωνιστούσε στο θέατρο της απονομής δικαιοσύνης και αναγόταν σε επίκεντρο μιας τελετουργίας υποταγής προς την όποια εξουσία. Αντί του περιστασιακού ικριώματος, οι φυλακές έδωσαν μια ακόμα πιο επιβλητική αρχιτεκτονική: περίκλειστη, σύνθετη, ιεραρχημένη –ταυτόχρονα ύλη και σύμβολο της κρατικής μηχανής. Και ηθελημένα ή όχι, όλο το παρελθόν της «ποιητικής» των μαρτυρίων καθοδήγησε συστηματικά τον σχεδιασμό τους, χωρίς ποτέ να αίρεται ο συμπαγώς συμμετρικός όγκος. Από τις δημόσιες εκτελέσεις, που γίνονταν συνήθως στους τόπους όπου είχαν τελεστεί τα αντίστοιχα εγκλήματα (με απίστευτες ενδυματολογικές επινοήσεις για τους καταδικασμένους, σταδιακά αυξανόμενους βασανισμούς και χρήσεις των ίδιων οργάνων δια των οποίων είχε διαπραχθεί το αρχικό έγκλημα), η αρχιτεκτονική των φυλακών εμπνεύστηκε μια αντίστοιχη «ποιητική» (Foucault 1975: 134-5). Τα ψηλά τείχη, λ.χ., δεν παρέπεμπαν ούτε στο κάστρο που περιβάλλει και προστατεύει ούτε σ’ εκείνο που συμβολίζει τον πλούτο και το κύρος. Ήταν το μεθοδικά αδιαπέραστο και μυστηριώδες περίβλημα, που στηνόταν στις παρυφές ή κοντά στα κέντρα μεγάλων πόλεων και πίσω από το οποίο συντελείτο το αδιάγνωστο έργο του σωφρονισμού. Σκληρό για όσους διέπραξαν σκληρότητες, καταπονητικό για όσους απέφευγαν τον μόχθο της εργασίας, ατιμωτικό για όσους αφέθηκαν σε έκφυλα πάθη… Πίσω από αυτούς τους κλειστούς τοίχους αναπτύχθηκε μια «ποιητική» νέων μαρτυρίων. Με την ιεραρχία και τις διαβαθμίσεις της, τα προνόμια ή τις επιδεινώσεις της, τα στάδια της ανάνηψης και τις εκτροπές των ομαδικών εξεγέρσεων. Ανάλογα με τις ποινές και οι στολές, ανάλογα με τις στολές και τα δικαιώματα, ανάλογα με τα δικαιώματα οι χώροι κι ανάλογα με τους χώρους το σύστημα επίβλεψης των ποινών. Όποια κι αν ήταν η διευθέτηση των «σωφρονιστικών καταστημάτων» που εγείρονταν από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα, εξαντλώντας τις συμμετρικές διατάξεις καθαρών τετραγώνων, κανονικών οκταγώνων ή εξαγώνων, τέλειων κύκλων και «πανοπτικών» ημικυκλίων, δεν έπαυε να υποθάλπει την μαρτυρική «ποιητική», μεταφράζοντάς την σε ειδικές χωρικές ρυθμίσεις [Μαρτινίδης, Π. «Φυλακές. Οι περιορισμοί μιας περιοριστικής αρχιτεκτονικής», στο Κουκουτσάκη, Α. (2006) (εισαγωγή, επιμέλεια) Εικόνες φυλακής, Αθήνα: Πατάκης].
3. «Είχε την τόλμη να τεμαχίσει το πλάσμα που αγαπούσε περισσότερο από κάθε τι άλλο στη ζωή του και δεν θα τολμήσει, όταν βρει άλλες αντίξοες συνθήκες αργότερα, να διαπράξει άλλο βαρύτερο ή ελαφρότερο αδίκημα; Δεν δείχνει η ενέργειά του αυτή μια ροπή προς το έγκλημα; Αυτή τη ροπή εμείς οι νομικοί την ονομάζουμε ιδιαίτερη επικινδυνότητα του δράστη» (από την αγόρευση του Εισαγγελέα κατά την εκδίκαση σε πρώτο βαθμό της υπόθεσης του φόνου της Ζωής Φραντζή από το σύζυγό της Παναγιώτη, όπως αναφέρεται στην εφημερίδα Έθνος της 1/10/1988).
4. Οι εγκληματικές ενέργειες παρέχουν άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων με χαμηλό αυτοέλεγχο είναι επομένως μια τάση να απαντούν σε απτά ερεθίσματα του άμεσου περιβάλλοντος, να έχουν ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό προς το «εδώ και τώρα» […] Συγκρατείστε ότι το έγκλημα περιλαμβάνει την επιδίωξη της άμεσης ευχαρίστησης. Συνεπάγεται ότι τα άτομα που στερούνται αυτοελέγχου θα τείνουν επίσης να επιδιώκουν τις άμεσες μορφές ικανοποίησης που δεν είναι εγκληματικές: θα τείνουν προς το κάπνισμα, το ποτό, τη χρήση ναρκωτικών, το τζόγο, την απόκτηση παιδιών έξω από τα δεσμά του γάμου και τη συμμετοχή σε παράνομο σεξ (M.P. Gottfredson, T. Hirschi (1990), A General Theory of Crime, Stanford: Stanford University Press, σελ. 89-90, όπως αναφέρεται στο D. Melossi (1999: 44).
5. Οι τοξικομανείς, συνήθως, έχουν καλή και ευγενική εμφάνιση και συμπεριφορά, μέχρις ότου γίνουν τοξικομανείς […] Μετά την απόκτηση της ιδιότητας του τοξικομανούς, προκαλείται, σιγά-σιγά, αισθητή αλλοίωση όχι, φυσικά, των χαρακτηριστικών, αλλά της όλης εμφάνισης και κυρίως της συμπεριφοράς. Η δυσμενής επίδραση των ναρκωτικών προκαλεί πρόωρο γέρασμα, ασπρίζουν τα μαλλιά πολλών, στην κυριολεξία, παιδιών. Ακόμα και οι ρυτίδες τους προσθέτουν δεκαετίες. Παραμελούν την εμφάνισή τους και κάποιοι και την καθαριότητα του σώματος και των ενδυμάτων τους και των χώρων διαμονής τους (Λ. Καράμπελας, 1991, «Ο σύγχρονος έλληνας τοξικομανής. Πρώτη προσέγγιση από την μελέτη, κυρίως, διακοσίων περιπτώσεων που απασχόλησαν την ελληνική δικαιοσύνη», στο Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία Δασκαλάκη, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, σελ. 243).
6.H εγκληματολογία της περιόδου μεταξύ των δεκαετιών του 1970 και 1990 πήρε φυσικά πολλές μορφές, διαφορετικές μεταξύ τους σε ότι αφορά τη θεωρητική έμπνευση, την πολιτική, τις προτάσεις σχετικά με την αντεγκληματική πολιτική. Παρόλα αυτά, θα υποστήριζα ότι το κοινό τους στοιχείο (και το οποίο τις διαφοροποιούσε από προγενέστερες εγκληματολογίες) ήταν μία στάση απόστασης, αντιπάθειας, ακόμη και περιφρόνησης, για το αντικείμενο της ανάλυσής τους […] Eπομένως, το στοιχείο που κατέστησε την εγκληματολογία αυτής της περιόδου αυτό που αποκαλώ μία εγκληματολογία της εκδίκησης εντοπίζεται στην ιδεολογική αποσύνδεση του ζητήματος του εγκλήματος από αυτές τις συνθήκες, στην επικέντρωση στο τελικό προϊόν του εγκλήματος και στους εγκληματίες, ανάγοντας τα σε φυσική κατάσταση, κατά τρόπο που δε διαφέρει πολύ από ότι είχε κάνει ο Lombroso σχεδόν ένα αιώνα νωρίτερα, δίχως να φωτίζονται οι τρόποι με τους οποίους αυτά τα τελικά προϊόντα έχουν, στην πραγματικότητα, κατασκευαστεί κοινωνικά (Melossi, 1999).
7. Τα αίτια του αποκλεισμού μπορεί να διαφέρουν αλλά, για όλους όσοι τον εισπράττουν, τα αποτελέσματα είναι ακριβώς τα ίδια. Αντιμέτωποι με τον τιτάνιο άθλο να εξασφαλίσουν τους πόρους για την βιολογική τους επιβίωση (τη στιγμή που τους έχει αφαιρεθεί η αυτοπεποίθηση και ο αυτοσεβασμός που απαιτείται για να επιβιώσουν κοινωνικά) δεν έχουν κανένα λόγο να αναλογιστούν και να εκτιμήσουν τη λεπτή διάκριση ανάμεσα στα δεινά που υποφέρει κανείς εκ προθέσεως και την αθλιότητα κατά παράλειψη […] Οι υπεράριθμοι άνθρωποι βρίσκονται σε αδιέξοδο. Αν επιχειρήσουν να συμμορφωθούν με τον ευνοούμενο σήμερα τρόπο ζωής, κατηγορούνται αμέσως για ανήθικη έπαρση, ψευδή προσχήματα και θράσος, [Bauman, Z. (2005), Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας, Κατάρτι].
8. Είναι κοινή μοίρα για αυτά τα τμήματα της «εργατικής τάξης υπό διαμόρφωση», να περιγράφονται συχνά – από τη δυσφορία των «παλιών» εργατικών ζωνών, συνεπικουρούμενη από διάφορες κατηγορίες πολυπραγμόνων, καθώς και «έγκυρων» σχολιαστών, οι οποίοι αναλαμβάνουν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυτής της άποψης – ως «κατακάθια», «επικίνδυνη τάξη», υποπρολεταριάτο, underclass σύμφωνα με τον πρόσφατο βορειοαμερικανικό όρο ή, ακριβώς, όχλος. Αυτές οι περιγραφές βασίζονται και σε «πραγματικά» «γεγονότα», καθώς η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης συντελείται γενικά κατά τρόπο μάλλον άναρχο και παράλογο και η μετακίνηση των μελλοντικών εργατών από την περιφέρεια στις πόλεις δεν είναι ούτε αυτόματη, ούτε ανώδυνη, καθόσον προκαλεί φαινόμενα τόσο ένταξης μερικών από τους νεοφερμένους στις αγορές της λεγόμενης «παρανομίας» (οι οποίες, εξάλλου, αποτελούν μέρος της «πραγματικής» αγοράς, για την οποία χρειάζεται επίσης εργατικό δυναμικό, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ιταλία για τα ναρκωτικά και την πορνεία), όσο και απόρριψης και εχθρότητας από τα προγενέστερα κοινωνικά στρώματα, ακόμα και τα εργατικά. Έτσι λοιπόν τα κατακάθια, η επικίνδυνη τάξη, η underclass θα εγκλειστεί (και «καλλιεργηθεί») στο εσωτερικό του συστήματος της φυλακής το οποίο, ξαναβρίσκοντας τους αγαπημένους φιλοξενούμενους που είχε πάντα – πρώην χωρικούς που κατευθύνονται στις πόλεις, αλλά που το χρώμα τους, η ομιλία τους και η θρησκεία τους είναι τώρα διαφορετικά – θα νιώσει να ξαναγεννιέται, αναγνωρίζοντας στους νεοφερμένους τους «αιώνιους φιλοξενούμενούς» του, τη ζωτική λύμφη, θα λέγαμε, με την οποία τρέφεται το σύστημα" [Dario Melossi, «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (2006), (εισαγωγή, επιμέλεια), Αθήνα: Πατάκης].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου