[απόσπασμα κυοφορούμενου πονήματος με τίτλο ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΗΣΥΧΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ]
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΘΗΜΑ
Παρασκευή
απόγευμα. Προς βράδυ. Παγωνιά. Άδειο σχεδόν το πανεπιστήμιο. Όταν εμφανίστηκε, είχε
αρχίσει να αδειάζει κι η αίθουσα, δεν τον περιμέναμε πια, άλλωστε ήταν καιρός
που δεν ερχόταν στα μαθήματα και παίζανε όλες οι εκδοχές για την απουσία του. Όσοι
είχαν μείνει μέσα, βιαστήκανε να καθίσουν στις θέσεις τους και, για κάμποση ώρα,
συνέχισαν να μπαίνουν στην αίθουσα κι εκείνοι που βρισκόταν στο διάδρομο και
τον είδαν να έρχεται.
Μπήκε και, όπως έκανε πάντα, δεν πλησίασε
καν την έδρα, διέσχισε την αίθουσα χωρίς να μας κοιτάξει κι έφτασε στο παράθυρο.
Ακούμπησε στο περβάζι την τσάντα του και το ποτήρι που κρατούσε στο χέρι και,
βάζοντας το τσιγάρο στο στόμα του για να ελευθερώσει και το άλλο χέρι, έβγαλε
το πανωφόρι του, το δίπλωσε προσεκτικά και το ακούμπησε πάνω από την τσάντα
του. Μάζεψε μετά σε ντάνες ό, τι χαρτιά υπήρχαν ξεχασμένα πάνω στο περβάζι, τα
έριξε πάνω στον προτζέκτορα, που ισορροπούσε με δυσκολία βαλμένος ανάποδα στο
στενό περβάζι και κάθισε στο χώρο που είχε αδειάσει. Κόπηκαν
μαχαίρι τα γελάκια και οι ψίθυροι όταν βολεύτηκε κι έστρεψε το βλέμμα στην τάξη.
«Καλή αρχή», είπε -κάπου στη μέση του εξαμήνου
είμαστε πια.
Έγειρα πίσω το κεφάλι χωρίς να φροντίσω να
κρύψω ένα χαμόγελο που θα ήθελα να είναι ειρωνικό, περιμένοντας ν’ αρχίσει τη
συνηθισμένη του πρόζα, κοιτώντας μας έναν έναν, μία μία, πριν περάσει στην
επόμενη, τη μεγάλη κίνηση διαλέγοντας παρτενέρ.
«Παρακαλώ δεσποινίς, ερχόσαστε κοντά μου;
Εδώ στο παράθυρο εννοώ, όχι πιο κοντά μου. Φέρτε και το μπουκάλι με το νερό που
έχετε μπροστά σας. Μην σας νοιάζει, δεν σιχαίνομαι».
Και διάλεξε σωστά, όπως πάντα. Ξανθούλα,
στρουμπουλή, ξεχείλιζε από σεβασμό, ιδανική παρτενέρ για τη συγκεκριμένη σκηνή.
«Να πάρω και τις σημειώσεις μου Κύριε;».
Ε, ναι, το περίμενα κι αυτό, την ίδια
αντίδραση με μικρές παραλλαγές ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Κοίταξε γύρω του
λοιπόν, «Σε ποιον μιλάτε;», τη ρώτησε και της χαμογέλασε μ’ εκείνο το στραβό
χαμόγελο που άφηνε το μισό του πρόσωπο ανέκφραστο. «Σ’ εμένα μάλλον… Όχι, μόνο
το μπουκάλι σας να πάρετε μαζί σας, το νερό σας», κατέληξε κοιτώντας την τώρα
επίμονα, το κοκκίνισμα, την αμηχανία της, έπαιζε ωμά πια το ρόλο του, τον
χαιρόταν για να χάνει χρόνο κρατώντας τα προσχήματα.
Δεν πέσανε τσάντες, ούτε βιβλία, ευτυχώς η
κοπελιά καθόταν σε ακριανή καρέκλα και τον πλησίασε χωρίς άλλα απρόοπτα –εκτός
εάν θεωρήσουμε απρόοπτο το ότι της ζήτησε να ρίξει λίγο νερό στο ποτήρι με το
ουίσκι που κρατούσε στα χέρια του, «ελάτε, μην διστάζετε, δεν σιχαίνομαι σας
είπα» και πήρε το μπουκάλι απ’ τα χέρια της γιατί έμοιαζε ικανή να το αδειάσει
όλο στο ποτήρι του. «Κοιτάξτε τώρα από το παράθυρο και, παρακαλώ σας, πέστε μου
τί βλέπετε».
Όσα χρόνια είμαι εδώ, αυτό το παράθυρο το
θυμάμαι ανοιχτό, χειμώνα καλοκαίρι, κάπου είχε μαγκώσει ο μηχανισμός και δεν
έκλεινε εντελώς, άφηνε μια παλάμη τουλάχιστον κενή. Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν
ότι η κοπελιά θα πήγαινε να σφηνώσει το κεφάλι στο άνοιγμα, δεν θυμόμουν να το
έχει κάνει άλλος μέχρι τώρα.
«Από πού να κοιτάξω Κύριε;»
Εκείνος έκανε πάλι την πρόζα του
παριστάνοντας ότι ψάχνει να βρει σε ποιον απευθύνεται το Κύριε αλλά μετά της
απάντησε χωρίς να το σχολιάσει: «Από όπου θέλετε, απλώς κοιτάξτε το δρόμο και
πείτε μου τι βλέπετε».
«Τίποτα…»
«Πώς τίποτα; Δεν γίνεται να μην βλέπετε
τίποτα!»
«Περνάει ένα αυτοκίνητο…»
«Πολύ ωραία, περνάει ένα αυτοκίνητο. Άλλο;»
«Την καφετέρια… Απέναντι» και είχε έναν
ερωτηματικό τόνο η φωνή της, σαν να ήταν σίγουρη ότι τα έλεγε λάθος. Εκείνος
έκανε μια μεγάλη κίνηση με το χέρι του για να της δείξει ότι έπρεπε να
συνεχίσει. «Έχει πολύ κόσμο… Όσο μπορώ να δω…»
«Όσο μπορείτε να δείτε! Πολύ σωστά! Πάρα
πολύ σωστά!» και πάλι η κίνηση του χεριού. «Συνεχίστε, τι άλλο βλέπετε».
«Μα… Τα συνηθισμένα… Παρκαρισμένα
αυτοκίνητα, μηχανές… Να, δεν έχει κίνηση τέτοια ώρα αυτός ο δρόμος…»
«Είναι ένας ήσυχος δρόμος; Απόψε είναι
ήσυχος αυτός ο δρόμος;»
«Ναι… Δηλαδή έτσι νομίζω…»
«Έτσι νομίζετε ή θα λέγατε ότι είναι ένα
ήσυχο απόγευμα στο δρόμο έξω από το πανεπιστήμιο;»
Σχεδόν την έβλεπες με τρόπο υλικό την
ανακούφιση που εκβλήθηκε μαζί με την ανάσα της.
«Ω ναι, ένα ήσυχο απόγευμα… Ακριβώς αυτό θα
έλεγα…».
«Πολύ ωραία! Ευχαριστώ! Καθίστε τώρα στη
θέση σας»
Άναψε τσιγάρο, ήπιε λίγο από το περιεχόμενο
του ποτηριού του και περίμενε να καταλαγιάσει η αναστάτωση που προκάλεσε η
επιστροφή της κοπελιάς στη θέση της.
«Λοιπόν», είπε κάνοντας εκείνη την κίνηση,
σαν να ήθελε να σκουπίσει κάτι από τη μύτη του με τον αντίχειρα και που
κατέληγε να σπρώχνει νευρικά την άκρη της μύτης του προς τα επάνω. «Λοιπόν», επανέλαβε, «η συνάδελφός σας είδε
ένα ήσυχο απόγευμα στο δρόμο έξω από το πανεπιστήμιο, σύμφωνοι;». Δεν περίμενε
απάντηση, κατέβηκε απ’ το περβάζι κι άρχισε να μαζεύει τα πράγματα που είχε
στοιβάξει πλάι του.
«Σήμερα είναι 3 Δεκέμβρη, σωστά;» Συνέχισε,
χωρίς να σταματήσει να μαζεύει τα πράγματα. «Σωστά;», Ξαναρώτησε, κοιτάζοντάς
μας τώρα, νομίζω μας κοίταξε όλους, τουλάχιστον αυτή την αίσθηση είχα. Κανείς
δεν κινήθηκε για να επιβεβαιώσει, κοιτάζοντας το κινητό ή το ρολόι του, ότι
ήταν όντως 3 Δεκέμβρη.
«Σωστά λοιπόν εφόσον δεν το αμφισβητεί
κανείς. Όμως δεν είναι ένα ήσυχο απόγευμα. Στον μπροστινό δρόμο του
πανεπιστημίου έχει συγκεντρωθεί αστυνομία και ζητάει να εκκενωθεί το κτίριο και
να παραμείνει κλειστό μέχρι να ελέγξουν εάν όντως τοποθετήθηκε βόμβα, όπως τους
τηλεφώνησαν. Για την ακρίβεια, μου είπαν να σας ενημερώσω».
Και πάλι κανείς δεν κινήθηκε, σαν να μας
είχε παραλύσει η πληροφορία ή ο τόνος της φωνής του, δεν ξέρω. Άδειασε με μια
γουλιά το ποτήρι του, έκανε μια απροσδιόριστη χειρονομία προς το μέρος μας, σαν
να μας καλούσε ή να μας απόδιωχνε, μεγάλη χειρονομία, με σταθμούς στην τροχιά
της που την έκαναν ασαφή.
«Αυτό που λέω λοιπόν είναι ότι η θέα από το
παράθυρο δεν είναι η κατάσταση για την οποία συζητάμε, είναι μόνο ένα μέρος της
κατάστασης. Κι εμείς θα πρέπει να μιλήσουμε για αυτά που ορίζουν και
περιορίζουν την εικόνα της κατάστασης, να αναζητάμε τη συνολική, τη μεγάλη αν
θέλετε εικόνα. Αυτό θα κάνουμε. Στις επόμενες συναντήσεις μας. Τη μεγάλη
εικόνα. Και τώρα σηκωθείτε, φεύγουμε, είναι έξω η αστυνομία. 3 Δεκέμβρη όπως
σας είπα και το πανεπιστήμιο θα μείνει κλειστό γιατί φοβούνται επεισόδια. Ο
Δεκέμβρης… Πάντως τώρα ήταν τηλεφώνημα. Για βόμβα».
Μετά, θυμάμαι, είχε αδειάσει η αίθουσα κι
αυτός καθόταν μπροστά στο παράθυρο και κάπνιζε. Θέλησα να τον πλησιάσω αλλά
δίστασα. Όπως έφευγα τον άκουσα να λέει, «τα μαθήματα θα τα συνεχίσουμε μαζί,
είμαι πάλι εδώ και μάλλον δεν θα φύγω πλέον».
«Εγώ είμαι, δεν υπάρχει κανείς, φύγανε, σ’
εμένα το λες; Το ξέρω…»
Δεν απάντησε. Περίμενα λίγο κι έπειτα βγήκα
απ’ την αίθουσα. Τον είδα μετά από αρκετή ώρα να βγαίνει κι αυτός και ν’
ανεβαίνει τις σκάλες, δεν ήταν από εκεί η έξοδος, στο γραφείο του πήγαινε. Κι
έτσι το ήξερα πια, κανείς δεν θα υπήρχε στον μπροστινό δρόμο και πάντως όχι η
αστυνομία.
Κατέβηκα κι εγώ απ’ τη σκάλα και βγήκα απ’
τη μικρή πλαϊνή πόρτα, η είσοδος του κεντρικού κτιρίου ήταν κλειστή, είχαν
βάλει και τις αλυσίδες. Έκανα ένα γύρο για να σιγουρευτώ ότι δεν ήταν κανείς
στο πανεπιστήμιο. Κανείς, μόνο οι φύλακες στο κουβούκλιο του κεντρικού κτιρίου
με ανοιχτή την τηλεόραση, δεν με είδαν νομίζω, άκουγαν ειδήσεις.
Προχώρησα μέχρι το κάτω στενό, εκεί που
είχα αφήσει τη μηχανή μου, έβλεπα πια το πίσω μέρος του κτιρίου. Κοίταξα ψηλά,
στον πέμπτο όροφο. Είχε φως στο γραφείο του, το μόνο φωτισμένο γραφείο. Ήξερε
λοιπόν. Έστριψα ένα τσιγάρο και το κάπνισα ολόκληρο κι αμέσως μετά έστριψα κι
άλλο. Αυτό δεν πρόλαβα να το καπνίσω, είχα παγώσει, δεν ένοιωθα τα χέρια μου,
το πέταξα σχεδόν ολόκληρο κι έφυγα μαρσάροντας.
Δυο τρία τετράγωνα πιο κάτω
άκουσα την έκρηξη.