Καμιά πρωτοτυπία στο γεγονός ότι, εδώ και δεκαετίες και σε διεθνές επίπεδο, σε προεκλογικές περιόδους κυριαρχεί το ζήτημα του «νόμου και της τάξης» ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα το οποίο τα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία υπόσχονται να αντιμετωπίσουν δραστικά. Καμιά πρωτοτυπία, επίσης, και στον ρόλο τον οποίο έχει διαδραματίσει το μεταναστευτικό ζήτημα σε περιόδους κρίσης, με τους μετανάστες να λειτουργούν ως «φοβο-συσσωρευτής». Δεν είναι για να πέφτουμε, λοιπόν, από τα σύννεφα όταν διαπιστώνουμε ότι και στην Ελλάδα το μεταναστευτικό ζήτημα έχει αναχθεί σε κυρίαρχο θέμα του δημόσιου λόγου περί βίας, διότι είναι κάτι που συμβαίνει εδώ και χρόνια, με περιοδικές εξάρσεις της ρητορικής περί αύξησης της εγκληματικότητας ως αποτέλεσμα της εισροής μεταναστευτικών πληθυσμών. Κι ας μην κάνουμε τις κοκκινοσκουφίτσες που έμαθαν αίφνης ότι στο δάσος κυκλοφορούν και λύκοι μαθαίνοντας ότι στήνονται στρατόπεδα για μετανάστες σ’ όλη την επικράτεια, ήταν θέμα χρόνου να γίνει κι αυτό, το προετοίμαζε η βία, σε θεσμικό και άτυπο επίπεδο, που μετέτρεπε τον μετανάστη από πολίτη, με όλο το φορτίο των δικαιωμάτων που τού αντιστοιχεί, σε μέσο για την άσκηση πολιτικών.
Έτσι σημείο των καιρών θα όριζα τις ναζιστικές δηλώσεις της ΧΑ να ναρκοθετηθεί ο Έβρος, δηλαδή την διατύπωση της πρότασης για μαζικές δολοφονίες, πρόταση η οποία δεν κινητοποίησε κανένα εισαγγελέα! Σημείο των καιρών, λοιπόν, θα όριζα την σιωπηρή μεν αλλά σαφέστατη μετατροπή του μετανάστη σε homo sacer και λίγη σημασία έχει πια εάν θα υιοθετηθεί η πρόταση της ΧΑ, θα έλεγα ότι είναι θέμα χρόνου και πάλι στο βαθμό που παρόμοιες προτάσεις δεν διεγείρουν θεσμικές αντιδράσεις.
Σημείο των καιρών θα όριζα επίσης την καταγραφή στις δημοσκοπήσεις της ανόδου των ακροδεξιών κομματικών σχηματισμών και λίγο με παρηγορεί η επισφάλεια των δεδομένων αυτών των δημοσκοπήσεων, καθώς δεν παύουν να καταγράφουν τάσεις που εκδηλώνονται στην ελληνική κοινωνία.
Να τσακωθούμε με την ελληνική κοινωνία; Να την καταχωρήσουμε συλλήβδην ως ρατσιστική; Εύκολο είναι, το ίδιο παιγνίδι παίζουμε έτσι κι αλλιώς, θα αλλάξουμε λοιπόν απλώς το περιεχόμενο του Εμείς και ο Άλλος, μεγαλύνοντας το Εμείς και αφήνοντας τον Άλλο, τον "ανθρωπάκο", το "ρατσιστή" να μας παρέχει άλλοθι που θα είμαστε για μια φορά ακόμα στο ίδιο έργο θεατές, μονότονα σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μάχης, όταν η μάχη θα έχει πια κριθεί.
Τι κάνουμε, λοιπόν, όταν ήδη την ώρα αυτή οι αποφάσεις έχουν παρθεί και οι εργολάβοι ετοιμάζουν τις προτάσεις τους για τα περίφημα "κέντρα υποδοχής", τους περίφρακτους αποθηκευτικούς χώρους όπου η χωροθεσία και η δομή τους θα συγκροτεί και την υλική εκδοχή της κοινωνικής καραντίνας και θα παγιώνει την αντίληψη ότι η μετανάστευση δεν αφορά πρόσωπα, πολύ λιγότερο δεν αφορά πολίτες, αλλά μια επιδημία που εξαπλώνεται απ' την μια χώρα στην άλλη;
Δεν έχω απαντήσεις, ζοφερές σκέψεις μόνο που συναρθρώνουν αυτές τις εξελίξεις με τα συγκεκριμένα συμφραζόμενα εντός των οποίων υλοποιούνται. Για παράδειγμα, η βία των οικονομικών όρων η οποία παίρνει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις και επηρεάζει ποικιλοτρόπως τον δημόσιο βία -κυρίως γιατί τούτη η κρίση μοιάζει να μην έχει τέλος-, διαμορφώνει ένα σημείο συνάντησης ανάμεσα στους μετανάστες και τους πληθυσμούς των χωρών υποδοχής: ασφυκτική συρρίκνωση του ζωτικού χώρου, για τους μεν ως βίωμα για τους δε ως προοπτική. Έτσι από τη μια μεριά έχουμε τους μετανάστες, σε μεγάλα ποσοστά απογυμνωμένους από την ίδια την ιδιότητα του πολίτη να βιώνουν συνθήκες απόλυτης ένδειας και κοινωνικής απαξίωσης και από την άλλη τους ντόπιους οι οποίοι βλέπουν στους εξαθλιωμένους μετανάστες το φάντασμα του δικού τους μέλλοντος. Από τη στιγμή δε που οι συνεχείς εισροές και μετακινήσεις πληθυσμών, σε αντίθεση με προγενέστερες και σχεδιασμένες μορφές μετανάστευσης, δεν απαντάνε σε κάποιο υποτυπώδη έστω οικονομικό ή κοινωνικό σχεδιασμό, οι μετανάστες πολύ εύκολα ορίζονται και αντιμετωπίζονται ως απόβλητα που κάποιοι αδειάσανε στην ήδη υποβαθμισμένη αυλή μας.
Ενόσω, λοιπόν, διακυβεύεται αυτό που εμείς κατέχουμε [προς το παρόν, έστω] και που εκείνοι διεκδικούν, ο φόβος είναι μοιρασμένος και αφορά, όσο κι αν θέλουμε να το αμφισβητούμε, ακριβώς εκείνους των οποίων οι υλικές βάσεις καταρρέουν ή έχουν ήδη καταρρεύσει, αυτούς απ’ τους οποίους θα περίμενε κανείς να δραστηριοποιηθούν απέναντι στον αφανισμό του Άλλου. Και πώς ν’ αλλάξεις τα λεξιλόγια και να βρεις κοινή γλώσσα μ’ αυτούς που τους καταχωρίζεις ως ανθρωπάκους και ως ρατσιστές; Τι πολιτική να παραχθεί μετά από τόση εξάσκηση στη χάραξη διαχωριστικών γραμμών;