Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο

Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Λοιπόν μολύβι και χαρτί, η απόγνωση άνοιξε λαγούμι
Σκιές που χώθηκαν με λάμψεις μαχαιριού σε πιο στενό κελί
ψηλά με πέπλα αίματος Χλιμίντριζε η Σελήνη
Δεν έχει ελπίδα, ελευθερία δεν ζητά, αλλά δικαιοσύνη

Γεννήθηκε σ' ένα λασπότοπο, κοντά στην Κατερίνη
Σκιές με λάμπες θυέλλης που γλιστρούν στου Άδη το πανί
Ο Νίκος ήταν ο πρωτότοκος, τον άλλον λέγαν Δημοσθένη
Βουβός δεσμός, εικόνα παιδική, σε άλλο χρόνο αναπλεγμένη

Ο γέρος του είχε κρυψώνα το βουνό απ' το '45
Κι οι χωρικοί απ' τον φόβο των Αρχών, μακραίναν κι απ' τον γιο
Κι αυτός τους έβλεπε στρωμένους στην δουλειά και μέσα του άναβε η μανία
του στριμωγμένου ανάμεσα στο πλήθος και την Αστυνομία

Ώσπου μια μέρα χωρίς αποσκευή, τσουλώντας της τρύπας του την ρόδα
Κυλάει απ' την Μακεδονία ως εδώ, κι ακόμα που θα βγει;
Θα τρέχει πάντα για το άστρο που δεν φτάνει καμιά Αστυνομία
Για τους φυγάδες αυτός ο ουρανός είν' η παρανομία
Νίκο, αγγίζω το στοιχείο σας
Νίκο, μες τον υπόκοσμο της γλώσσας
Δυο καταδίκες 6 χρόνια για κλοπή, τον είδα όταν βγήκε
Κρατούσε πλέον μιαν απόσταση απ' την τρέλα, όχι για να σωθεί
Αλλά για να την σώσει αν με νοείς, να λόγου χάρη ήθελε γάμο
Και τότε τού 'παν «έλα σε μάς για να προδώνεις» δεν δέχθηκε στιγμή!

Κι απ' την βαθειά των υπογείων τους την λύσσα, κατέφυγε στην επαρχία
Μα όπου κιαν πήγε, το σήμα είχε σταλεί, στην Σαλλονίκη τον τσακίσαν
Σχεδόν τρεκλίζοντας ξανά 'ρθε στην Αθηνά, και τότε πιάσαν την μνηστή του
Της είπαν λόγια, βοηθήσαν κι γονείς ώσπου διέκοψε μαζί του

Κι ωστόσο ζούσε τελείως σοβαρός, υπνοβατώντας σ' ένα κράτος
Που θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά «διαφυγή καμιά»
Κρατώντας μόνο μια κρυφήν αναπνοή, των μπουζουκτζίδικων το γκέτο
Βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί, ακόμα λειτουργεί
«ν' ακούω» έλεγε «τα λόγια, την φωνή, και τ' αδελφάκι μου υψωμένο
να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω»
Νίκο, σκυλάδικο Σαββάτο
Νίκο, σπασίματα γεμάτο
Παραγγελιά, και περιμέναν καθισμένοι, και τα ηχεία το αναγγείλαν
Κι όλα τα όργανα συλλάβαν το σκοπό για το χορό του Δημοσθένη
Καθώς ανέβαινε, η πίστα ήταν γεμάτη, ακούστηκε να ουρλιάζει
Παραγγελία, γιατί το είδε το κακό με δρασκελιές να πλησιάζει

Η πίστα άδειασε, μονάχα δυο αστυνόμοι, χορεύαν, γυρνώντας του την πλάτη
τότε τους έσπρωξε ο μικρός με μια στριγκλιά «δικό μου το κομμάτι»
Τον ρίξαν κάτω σε γυαλιά κομματιασμένα, ξεφώνιζε όπως τον εσέρναν
Σαν ένα φιλμ ιλιγγιώδες η ζωής τους, του Νίκου έκαψε τα φρένα

Έξω απ' την τρέλα δεν είχε κάτι να πιαστεί, γιατί του το 'χαν διαλύσει
Κατρακυλάει στον προβολέα των σκοταδιών του, στην φρικαλέα ατραξιόν του
Με τόση βία που είναι αδύνατον να πω, τι έγινε εκεί κάτου
Το δράμα όλο συντελέστηκε θαρρώ, στον χώρο του αοράτου

Στον εαυτό του είπε «Νίκο, συγκρατήσου» τραβώντας κιόλας το λεπίδι
Τον πρώτο που την έφαγε τον είδαν, με μια ταυτότητα να σκύβει
Σφαχτήκαν 3 μαχαίρωσε άλλους 6, φωνές, «ανοίχτε θα μας σφάξουν»
Τραβώντας έξω τον μικρό παραμιλούσε «εσένα δεν θα σε πειράξουν»
Νίκο, σόι αλλοπαρμένο
Νίκο, τι έχεις καμωμένο;
Μετά κατέφυγε στο σπίτι ενός γνωστού, μα ένοιωσε ότι θα τον δώσουν
«θα φύγω» είπε «με μια βάρκα ν' ανοιχτώ, φουρτούνες να με πνίξουν, ΝΑ!
Να τρελαθούνε, που Νίκο να γυρεύουν, και Νίκο να μην βρίσκουν»
Μα όπως βγήκε τους είδε σαν βαλέδες, ο ένας με τις χειροπέδες

Τον εκυκλώσαν και από τα γύρω μέρη, κρεμόταν η ζωή του
από ένα νήμα που δεν θα 'δινε σ' αυτούς, και πέταξε μαχαίρι
Να αναγκαστούν να τον σκοτώσουν οι Αστυνόμοι, μα εκείνοι τού 'ριχναν στα πόδια
Σερνόταν κι έβριζε ώσπου ένας ταβερνιάρης, του 'δωσε μια με ένα καδρόνι

Η δίκη του έγινε τον άγριο Νοέμβρη, το ένιωθε άραγε κι εκείνος;
Ο Τύπος πάντως, τον πρόβαλε ανοιχτά σαν αιμοβόρο κτήνος
Τα ίδια λέγαν και πολλοί προοδευτικοί «παράξενο δεν ήταν»
Η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ'αυτόν, μιαν άλλη απειλή

Τό 'παν επίσης λαϊκοί ένα σωρό, στον συνεργάτη ενός εντύπου
Μα ο Μπιθικώτσης τον διώχνει και του λέει «που να σου εξηγώ»
Δεν είχε μάρτυρες εκτός τ' αφεντικό και την νοικοκυρά του
Οι δικηγόροι λέγαν «ανώμαλη ψυχή, κοιτάξτε τα χαρτιά του»
Νίκο, χωριό συσκοτισμένων
Νίκο, ποίοι σ' έχουν κυκλωμένο;
Ο ίδιος ξέγραψε απ' αρχής τον εαυτό του, το είπε «πρέπει να πεθάνω»
Μπήκε στον κόπο δηλαδή τον δικαστών μα αυτοί δεν μπήκαν στον δικό του
Καθώς διηγιόταν την ζωή του, θαρρούσα δεν θ' αντέξω
Η δική εξελισσόταν μέσα μα η δικαιοσύνη ήταν απ' έξω

Στα γράμματά του από την φυλακή, ο βίος δεν διαφέρει
Ασφυκτιούσε σαν ζώο μυθικό, εδώ όσο κι εκεί
Μην είναι τάχα ένα ρίγος παραπέρα, που δείχνει απόσταση από το δράμα
και μεταφέρει σαν ιπτάμενο ένα θαύμα, της δικαιοσύνης την γαλέρα

Η τέχνη μου έζησε παράξενες στιγμές, και από δίκιο ξέρει
Τα κίνητρά του δεν ήταν ταπεινά, τον βλέπω σε αργές στροφές
Σαν μια Θεότητα που λύει τον πανικό της και διαστέλλεται ξεσπώντας
Στ' ανυποψίαστα μπουλούκια του γλεντιού, που βιάζουν το άσυλό της

Η ουρά που αυξάνει φτύνοντάς τον ας λυσσάει, με τον ζουρλό μανδύα
και με τα ηλεκτροσόκ να τον κλονίσει, θα λάβει ότι της αξίζει
Στους λαβυρίνθους του εφιάλτη οδηγημένη, αιώνια, δίχως σωτηρία
Στην τακτική δουλεία του δικαστή, που δεν καταλαβαίνει
Νίκο, ποτέ δεν θά 'ναι έτσι
Νίκο, είν' η αρρώστια που μας σώζει
Καθώς σε φέρνει πιο μακριά κι απ' το κελί σου
Νίκο, στον ουρανό της μουσικής σου

Ελαφρύ νά 'ναι το χώμα που σε σκεπάζει Νίκο Κοεμτζή. Ήταν η εποχή που σ' έκανε μύθο και είναι πάλι η εποχή που σε ξαναδικάζει, έξω από τα δικαστήρια, στο ποινικό μητρώο σου που γράφουν λεπτομερώς οι εφημερίδες, στις παρέες και τα καφενεία οι εύκολοι στα λόγια. 

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Ανοιχτά ή κλειστά πανεπιστήμια: κάποιες σκέψεις για ψευτοδιλήμματα, Της Ξένιας Χρυσοχόου



Αμέσως μετά τις 24 Αυγούστου που ψηφίστηκε ο νέος νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση οι φοιτητές σχεδόν στο σύνολο των σχολών και τμημάτων των πανεπιστημίων της χώρας προχώρησαν σε καταλήψεις. Δεν θα το περίμενε κανείς ότι οι φοιτητές θα έκλειναν τα πανεπιστήμια σε εξεταστική περίοδο Αντέδρασαν όμως στη περαιτέρω συρρίκνωση του μέλλοντος τους. Μετά από τρεις εβδομάδες καταλήψεων γίνονται εκκλήσεις να ανοίξουν τα πανεπιστήμια, κινητοποιούνται όλα τα ΜΜΕ και όποιος αντιδρά στο νέο τερατούργημα πρέπει να τοποθετηθεί στο ερώτημα που του τίθεται επιτακτικά “Ανοιχτά ή κλειστά πανεπιστήμια;”

Το ερώτημα αυτό αποτελεί, όπως και πολλά άλλα που μας τίθενται και θα τεθούν υπό μορφή δημοψηφισμάτων, ένα ψευτοδίλημμα και τίθεται εκ του πονηρού για να μεταθέσει τη συζήτηση από τα πραγματικά ερωτήματα. Το ερώτημα δεν είναι αν τα πανεπιστήμια θα είναι ανοιχτά ή κλειστά αλλά αν, με το νέο νόμο θα συνεχίσουν να είναι πανεπιστήμια.

Αν με ρωτήσει κανείς να απαντήσω σε αυτό το ψευτο-ερώτημα θα πω:

Ναι θέλω να λειτουργεί:
ü  ένα πανεπιστήμιο που δεν θα είναι κολέγιο, που θα δίνει πτυχία με γνωστικά αντικείμενα όπως τα συγκροτούν τα τμήματα (departments) σε όλο τον κόσμο.
ü  ένα πανεπιστήμιο που θα διδάσκει τη γνώση που παράγει μέσω έρευνας μέσα σε πλαίσια ακαδημαϊκής ελευθερίας και θα βγάζει επιστήμονες και όχι απλά καταρτισμένους πτυχιούχους χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα.
ü  ένα πανεπιστήμιο που θα μπορούν να σπουδάζουν οι νέοι ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους, που θα στηρίζει τους πιο αδύναμους με σίτιση και στέγαση.
ü  ένα πανεπιστήμιο, πραγματικά δημόσιο, που θα στηρίζεται οικονομικά σε δημόσιες παροχές ώστε να μην είναι έρμαιο διαπλοκής και οικονομικών συμφερόντων, ένα πανεπιστήμιο που θα το στηρίζει η πολιτεία οικονομικά και ηθικά και δεν θα το απαξιώνει
ü  ένα πανεπιστήμιο που θα διοικείται δημοκρατικά από την κοινότητά του και όχι από την εκάστοτε κυβέρνηση και όσους διαπλέκονται μαζί της.
ü  ένα πανεπιστήμιο που θα στηρίζει τον κόπο των λειτουργών του και των φοιτητών

Αν μιλάμε για ένα τέτοιο πανεπιστήμιο τότε να ανοίξει πάραυτα. Ας σταματήσουμε  όμως την υποκρισία. Δεν ήταν τέτοιο το πανεπιστήμιο μας αλλά για αυτό δεν έφταιγε το θεσμικό του πλαίσιο.  Ο νέος νόμος θα κάνει τα πράγματα χειρότερα σε καθένα από τα σημεία που προαναφέρθηκαν καθώς:

û  Καταργεί τα τμήματα και τα γνωστικά αντικείμενα και ωθεί σε σπουδές κατάρτισης με μειωμένα επαγγελματικά δικαιώματα.
û  Δεν προωθεί την έρευνα αλλά μετατρέπει το πανεπιστήμιο σε μεταλυκειακό διδασκαλείο. Εντεταλμένοι ευέλικτοι εργαζόμενοι θα διδάσκουν σε προπτυχιακό επίπεδο ενώ μόνο λίγοι φοιτητές σε μεταπτυχιακό επίπεδο θα μπορούν ενδεχομένως να κάνουν έρευνα.
û  Λίγοι θα μπορούν να πάρουν αυτό που σήμερα ονομάζουμε πτυχίο αφού το τέταρτο έτος θα μεταφερθεί σε μεταπτυχιακό επίπεδο το οποίο θα έχει δίδακτρα.
û  Η κυβέρνηση με πρόσχημα την αυτοτέλεια των πανεπιστημίων αποποιείται της συνταγματικής της υποχρέωσης να χρηματοδοτεί τα πανεπιστήμια τα οποία θα πρέπει να “βγουν στις αγορές” για να επιβιώσουν. Οι φοιτητές και οι οικογένειές τους θα αναγκαστούν να πληρώσουν, έρευνες θα γίνονται μόνο αν βρεθεί χορηγός και μόνο στα θέματα που βρίσκεται χρηματοδότηση. Η περιουσία του πανεπιστημίου θα μεταφερθεί σε ανώνυμη εταιρεία ώστε να ξεπουληθεί επιτήδεια.
û  Η διοίκηση του πανεπιστημίου θα συσσωρευτεί σε χέρια λίγων των οποίων οι αποφάσεις δεν θα ελέγχονται από κανένα και δεν θα λογοδοτούν σε κανένα και οι πανεπιστημιακοί δεν θα μπορούν να αντιδράσουν καθώς αυτοί οι λίγοι θα ορίζουν απολύτως την τύχη τους.
û  Το πανεπιστήμιο θα γίνει επιχείρηση όπου οι εργαζόμενοι πανεπιστημιακοί θα στερούνται ακαδημαϊκής ελευθερίας και θα ελέγχονται για το παραγόμενο προϊόν ενώ οι φοιτητές θα είναι χρήστες υπηρεσιών εκπαίδευσης.

Ναι, ένα τέτοιο πανεπιστήμιο δεν θέλω να ανοίξει και θα αντισταθώ μαζί με όσους στο πανεπιστήμιο και την κοινωνία θέλουν ένα δημόσιο, δωρεάν και δημοκρατικό πανεπιστήμιο.

Η απάντηση στο ερώτημα ανοιχτό ή κλειστό πανεπιστήμιο εξαρτάται από το όραμα που έχει κανείς για το πανεπιστήμιο. Μήπως το πανεπιστήμιο το οποίο οραματίζονται όσοι επιμένουν να ανοίξει για να γίνουν άμεσα εξετάσεις είναι ένα πανεπιστήμιο-επιχείρηση  που  παράγει προϊόντα-πτυχία-, ένα εξεταστικό κέντρο που αρκεί να λειτουργεί κάπως; Η εφαρμογή του νέου νόμου δεν είναι ένας ακόμα πειραματισμός στην πλάτη διδασκόντων και διδασκομένων που αν αποτύχει μπορεί να αλλάξει. Η εφαρμογή του νέου νόμου συνεπάγεται την κατάργηση του πανεπιστημίου και επί τούτου καλούμαστε όλοι, πανεπιστημιακή κοινότητα και κοινωνία, να πάρουμε θέση.

Σήμερα που η κοινωνία μας περνάει πολιτική, οικονομική και ηθική κρίση  και της ζητούν να υποταχθεί στις επιταγές “των αγορών” ας υπερασπιστούμε συλλογικές αξίες και ας παλέψουμε μαζί για το πανεπιστήμιο και την κοινωνία που θέλουμε.

Ξένια Χρυσοχόου
Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
20 Σεπτεμβρίου 2011

(το κείμενο δημοσιεύτηκε σε πολλές ιστοσελίδες και η αρχική πηγή είναι http://afterhistory.blogspot.com/)

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΘΗΛΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΕΥΚΩΝ ΚΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ. ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΜΕ, ΚΟΙΝΟΠΟΙΟΥΜΕ


http://www.gopetition.com/petitions/%CE%BA%CE%B1%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%B1%CF%81%CE%B3%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CF%89.html


Στην εκδήλωση «Διεκδικώντας τα δικαιώματά μας στο χώρο στη ψυχικής υγείας- χαράζοντας διαδρομές ανάρρωσης», που οργανώθηκε, στις 8-9 Ιουνίου 2011, από τα ΚΨΥ Αγίων Αναργύρων και από Δίκτυο Hearing Voices Αθήνας, πάρθηκε, ως προϊόν μιας συζήτησης που αναπτύχθηκε σε μεγάλο μέρος της διημερίδας, η πρωτοβουλία να ξεκινήσει μια καμπάνια κατά των μηχανικών καθηλώσεων και γενικά της κατασταλτικής λογικής και πρακτικής που διέπει την ψυχιατρική φροντίδα, όπως αυτή ασκείται στην συντριπτική πλειονότητα των υπηρεσιών (στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, νοσοκομειακών και στεγαστικών) , αλλά και την φροντίδα όλων γενικώς των ατόμων με ποικίλα προβλήματα και ανάγκες, παιδιών, ενηλίκων και ηλικιωμένων, που περιθάλπονται στα πάσης φύσεως ιδρύματα.

Αρχικά, στην εκδήλωση, 50 άτομα υπέγραψαν την έκκληση για μια «εκστρατεία κατά την μηχανικών καθηλώσεων». Εν συνεχεία, έγιναν δυο συναντήσεις όπου προσκλήθηκαν όλοι όσοι υπέγραψαν (παρά την καλοκαιρινή περίοδο, προσήλθαν αρκετοί από αυτούς) για να συνταχθεί ένα κείμενο, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση αυτής της καμπάνιας. Το κείμενο αυτό κυκλοφορεί τώρα για περαιτέρω υπογραφές, με κάθε τρόπο - και μέσω διαδικτύου. Η συλλογή υπογραφών αποτελεί μέρος της καμπάνας, πλευρές της οποίας είναι όσα αναφέρονται στο ίδιο το κείμενο. Μια επόμενη στιγμή θα είναι η οργάνωση, το φθινόπωρο, μιας δημόσιας εκδήλωσης με αυτό το θέμα, όπου θα κληθούν να μιλήσουν τόσο αυτοί/τές που υφίστανται την ιδρυματική βία, όσο και αυτοί που λειτουργούν εντός των θεσμών που την ασκούν – όπως, φυσικά, και κάθε άλλος ενδιαφερόμενος.
Petition:
ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΘΗΛΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΕΥΚΩΝ ΚΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

"Είναι γνωστή η εκτεταμένη και άκρως αυθαίρετη χρήση που γίνεται, σε όλες σχεδόν τις μονάδες ψυχικής υγείας, της μηχανικής καθήλωσης και της απομόνωσης (στα ‘λευκά κελιά’) για την αντιμετώπιση περιστάσεων «επικίνδυνης», υποτίθεται, συμπεριφοράς, αλλά, πολύ συχνά και για τον έλεγχο συμπεριφορών ψυχικά πασχόντων ατόμων που δεν παρουσιάζουν καμιά «επικινδυνότητα», όπως κι΄ αν αυτή οριστεί.

Πέραν, όμως, από το χώρο της ψυχικής υγείας, η μηχανική καθήλωση, το δέσιμο του προσώπου πάνω στο κρεβάτι του (ενίοτε του ποδιού του από ένα πάγκο κοκ), είναι μια ευρέως εφαρμοζόμενη πρακτική, εμβληματική μιας απρόσωπης, απάνθρωπης και ανέξοδης διαχείρισης των πολύπλοκων αναγκών και των ποικίλων δυσκολιών των εγκλείστων σε όλο τα φάσμα των τα κλειστών ιδρυμάτων, από αυτά που είναι εντεταλμένα να φροντίζουν παιδιά μέχρι αυτά που φροντίζουν ηλικιωμένους.

Οι μέθοδοι αυτές συνιστούν κατάχρηση και παραβίαση στοιχειωδών ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων ατόμων. Αυτή η παραβίαση των δικαιωμάτων φτάνει μέχρι του σημείου να θεωρείται απολύτως φυσικό, στην κατεστημένη ψυχιατρική του σήμερα, να καθηλώνονται μηχανικά ακόμα και άτομα που προσέρχονται εκουσίως για νοσηλεία.

Οι πρακτικές αυτές αποτελούν, όπως και η χημική καθήλωση, μια κορυφαία στιγμή στην διαδικασία ακύρωσης του προσώπου, μιαν ακραία μορφή του κατασταλτικού χαρακτήρα της κατεστημένης ψυχιατρικής, αυτής που ‘χάνει τον άνθρωπο πίσω από την αρρώστια’, καθώς την αντιμετωπίζει σαν ‘πράγμα’, ξεκομμένο από το όλο της ύπαρξης και το κοινωνικό σώμα. Σηματοδοτούν τον ανεξέλεγκτο χαρακτήρα μιας ψυχιατρικής εξουσίας, που θεωρεί ότι μόνο αυτή μπορεί να γνωρίζει, να αξιολογεί και ν΄ αποδίδει νόημα στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στις επιθυμίες του ‘πάσχοντος άλλου’, μια γνώση/εξουσία (πιο πολύ εξουσία, παρά γνώση) που θεωρεί ότι της δίνει την πλήρη δικαιοδοσία για να κάνει πάνω στο σώμα του άλλου ό,τι στην δεδομένη στιγμή, αυθαίρετα και υποκειμενικά, κρίνει : να το περιορίσει, να το δέσει, να το απομονώσει, να το ναρκώσει - αντί ν΄ αφιερώσει χρόνο, να επικοινωνήσει, να συνομιλήσει, να κατανοήσει.

Σε μια τέτοια ψυχιατρική, οι εκδηλώσεις του ψυχικού πόνου (με όσο ακραίο τρόπο κι΄ αν, ενίοτε, οδηγούνται να εκφραστούν) αντί να κατανοηθούν στην πολυπλοκότητα τους και μάλιστα ως συνέπειες, σε μεγάλο βαθμό, του ίδιου του μηχανισμού λειτουργίας της κατασταλτικής ψυχιατρικής, με την πληθώρα των ακούσιων νοσηλειών και των βίαιων προσαγωγών, ακυρώνονται πλήρως ως προς το νόημά τους και απλώς καταστέλλονται.

Στο βαθμό που ενσαρκώνουν τον τρόπο που η κατεστημένη ψυχιατρική προσλαμβάνει την ψυχική οδύνη, οι λογικές που διέπουν αυτές τις πρακτικές διαχέονται εκτός ψυχιατρείου και γενικά των μονάδων νοσηλείας, μέσα στις υπηρεσίες που υποτίθεται ότι θα το υποκαθιστούσαν, μετατρέποντας σε επιδερμική την όποια ‘μετάβαση στην κοινότητα’.

Αναπαράγουν και διαιωνίζουν τις πρακτικές της φύλαξης και της στέρηση της ελευθερίας στο όνομα της προστασίας και της θεραπείας, εμποδίζοντας την ανάπτυξη νέων και δημιουργικών μεθόδων αντιμετώπισης του ψυχικά πάσχοντος.

Στο βαθμό, μάλιστα, που εφαρμόζονται κατά κόρον και μέσα στις δομές της λεγόμενης ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης (ξενώνες και οικοτροφεία), δεν κάνουν άλλο από τα να μετατρέπουν αυτές τις δομές σε απλό περιτύλιγμα της διαιώνισης του παλιού σκληρού ιδρυματισμού.

Η εφαρμογή «πρωτοκόλλων», που υποτίθεται ότι συνιστούν «εξορθολογισμό» στη χρήση των πρακτικών αυτών, ενάντια στην καταχρηστική εφαρμογή τους, δεν λειτουργούν παρά ως άλλοθι για την ανεμπόδιστη χρήση τους.

Η μηχανική καθήλωση (και η απομόνωση) δεν είναι ιατρική πράξη. Πολύ περισσότερο, δεν είναι μια ουδέτερη ‘διαχείριση του κινδύνου’. Τραυματίζει, συχνά ανεπανόρθωτα, το άτομο που την υφίσταται, ενώ δεν είναι σπάνιοι οι θάνατοι μηχανικά καθηλωμένων ατόμων, συχνά ξεχασμένων για μέρες δεμένων στο κρεβάτι τους - θάνατοι πολύ πιο συχνοί απ΄ όσο συνήθως νομίζεται και που σχεδόν πάντα συγκαλύπτονται από την ‘αλληλεγγύη της συντεχνίας’ και αποδίδονται εντελώς παράνομα σε άλλες αιτίες.

Καλούμε όλους τους φορείς και τις ενώσεις της ψυχιατρικής κοινότητας και όλων των επαγγελματιών ψυχικής υγείας, τις ενώσεις και τα κινήματα των χρηστών και των οικογενειών, να πάρουν ανοιχτή και δημόσια θέση ενάντια στην εφαρμογή της μηχανικής καθήλωσης και της απομόνωσης, παντού και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, για την άμεση κατάργησή τους, τον χαρακτηρισμό τους ως μεθόδων κατάφωρα αντιθεραπευτικών και καταχρηστικών των δικαιωμάτων των ψυχικά πασχόντων και ως εκ τούτου ως ποινικού αδικήματος, που θα τελεί όποιος τις χρησιμοποιεί.

Δεσμευόμαστε στην προσπάθεια δημιουργίας εκείνων των προϋποθέσεων ώστε άτομα που έχουν υποστεί αυτές τις τραυματικές εμπειρίες και /ή άτομα του περιβάλλοντος τους που παρακολούθησαν ανήμπορα να αντιδράσουν την άσκηση αυτής της ιδρυματικής βαρβαρότητας, ή και τον θάνατο των προσφιλών τους προσώπων εξαιτίας αυτών των πρακτικών, να μπορούν να βρουν την αναγκαία στήριξη για δημόσια καταγγελία των όσων υπέστησαν και για νομική συμπαράσταση στις όποιες διεκδικήσεις τους απέναντι σε όσους τους/τις υπέβαλλαν σ΄ αυτή τη βάναυση και απανθρωποποιητική μεταχείριση.

Διεκδικούμε όλους εκείνους τους αναγκαίους όρους (ποσοτικούς και ποιοτικούς, μεταξύ των οποίων και την κατάλληλη προς τούτο εκπαίδευση), που έχουν ανάγκη οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας και, πάνω απ΄ όλα, τη ριζικά εναλλακτική κουλτούρα, για μια διαφορετική προσέγγιση στο πρόβλημα της ψυχικού πόνου και στις αναπάντητες ανάγκες που αυτός εκφράζει, η οποία θα αναδεικνύει τις πραγματικές αξίες και αρχές μιας εναλλακτικής ψυχιατρικής ως άρνησης και ξεπεράσματος των πρακτικών του εγκλεισμού και της ιδρυματικής βίας."

ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΦΝΙ ΣΤΗ ΛΕΡΟ, ΜΕΤΑ ΣΕ ΞΕΝΩΝΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΛΕΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΔΑΦΝΙ


Ο ΞΕΝΩΝΑΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΙΕΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΛΕΩ ΚΛΕΙΝΕΙ. ΟΙ ΕΝΟΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΥΝ ΣΤΟ ΔΑΦΝΙ.
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΦΝΙ ΣΤΗ ΛΕΡΟ, ΜΕΤΑ ΣΕ ΞΕΝΩΝΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΛΕΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΔΑΦΝΙ
[http://psyspirosi.gr/2009-02-22-18-34-08/449-2011-09-17-05-59-21.html]
Οι πρώτες επιστροφές άρχισαν…Με διαδικασίες fast track, κατά την ορολογία και την πρακτική των εγκάθετων της τρόικας, οι 13 ένοικοι του ξενώνα του Κέντρου Ψυχικής Υγιεινής στο Αιγάλεω αποφασίστηκε να μεταφερθούν στο Δαφνί και σε άλλες δομές, μετά το κλείσιμο του ξενώνα, που ακολούθησε το πρώτο κύμα μαζικών απολύσεων από το ΕΚΕΨΥΕ προχτές (70 λειτουργών ψυχικής υγείας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου).
Μέσα σε μια βδομάδα, όπως διέταξε το εκτελεστικό επιτελείο του φον Λοβέρδου, οι ασθενείς θα πρέπει να μεταφερθούν αλλού - ορισμένοι σε οικοτροφείο της ΜΚΟ «Εδρα», άλλοι στον ξενώνα βραχείας παραμονής  της ψυχιατρικής κλινικής του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» (απ΄ όπου είχαν μεταστεγαστεί στον εν λόγω ξενώνα στο Αιγάλεω), ενώ οι περισσότεροι (8) στο Δαφνί, σε κενές θέσεις των στεγαστικών του δομών.
Λίγο πριν τις 2 μμ, στις 15/9, ήλθε η ειδοποίηση από το Υπουργείο και αμέσως συγκλήθηκε επείγουσα συνάντηση για την επομένη το πρωί, των διευθυντών και των επιστημονικών υπευθύνων των στεγαστικών δομών του ΨΝΑ προκειμένου, πρώτον, να υποδεχτούν, θέλοντας και μη, τους εκδιωκόμενους από τον ξενώνα του Αιγάλεω και δεύτερο, για να γίνει η επισήμανση, για πολλοστή φορά, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν 101 κενές θέσεις στις πάνω από 100 στεγαστικές δομές του ΨΝΑ, ξενώνες, οικοτροφεία και προστατευόμενα διαμερίσματα (όπου φιλοξενούνται πάνω από 600 ένοικοι).
Ακούστηκε ότι, μετά το Αιγάλεω, ίσως έπεται η Λειβαδιά (όπου το ΕΚΕΨΥΕ έχει δύο οικοτροφεία), πιθανόν οι στεγαστικές δομές του ΕΠΙΨΥ, ενώ κυκλοφόρησαν και τα ονόματα κάποιων εταιρειών που ετοιμάζονται, μετά τις δραστικές περικοπές, να ξεφορτωθούν κάποιες από τις δομές τους, στέλνοντας τους ασθενείς στα ψυχιατρεία. Ακούστηκε για φορείς όπως το ΕΚΕΨΥΕ, ότι  θα κρατήσει πρωτίστως την δραστηριότητα του ΚΕΚ (‘εκπαίδευση’), ενώ το ΕΠΙΨΥ θα ασχολείται κυρίως με την ‘έρευνα’. Τέρμα η προσφορά υπηρεσιών προς τους χρήστες, τουλάχιστον με τη μορφή των στεγαστικών  δομών.
Για πολλοστή φορά, αυτομομφές από τη μια, και  ‘αποποίηση των ευθυνών’ από την άλλη, των λειτουργών του ΨΝΑ που κρατούν κενές αυτές τις θέσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στη χρόνια ‘δυσλειτουργία’ του ψυχιατρικού κατεστημένου (τις λογικές της επιλογής των πιο ‘λειτουργικών’ και ‘ήσυχων’, την στενά κλινική, κατασταλτική και διεκπεραιωτική λογική, την αδράνεια και την παθητικότητα), έχει, ωστόσο, προστεθεί, τελευταία, η δραστική μείωση του προσωπικού των στεγαστικών δομών, που έχει σπρώξει πολλές από αυτές πέρα από τα όρια των όποιων δυνατοτήτων και επιδιώξεων για θεραπευτική, αποκαταστασιακή και ασφαλή λειτουργία. Ωστόσο, το Υπουργείο, αντί να είχε ήδη φροντίσει να δημιουργήσει τους όρους ώστε το ΨΝΑ και ο κάθε λειτουργός να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς όσους έχουν ανάγκη φιλοξενίας σε στεγαστική δομή (που είναι ήδη πολλοί και διαρκώς αυξάνονται), συνόδευε παθητικά, διαμέσου και των εκάστοτε Διοικήσεων και των αρμόδιων υπηρεσιών του Υπουργείου, αυτή την κατάσταση της αδράνειας, την οποία τώρα, ως ουρά, πλέον, της τρόικας, επιρρίπτει, κατά τον γνωστό λαϊκίστικο τρόπο, αποκλειστικά στους λειτουργούς του ΨΝΑ.
Βρέθηκε, λοιπόν, το επιχείρημα που θα επισείεται και θα δικαιολογεί τις ‘επιστροφές’ από τις δομές των ‘ΜΚΟ’, οι οποίες προβλέπεται ότι θ’  αρχίσουν με γεωμετρική πρόοδο να κλείνουν : στη διάθεση των εκδιωκομένων, πρώτα, οι κενές θέσεις των δομών του ΨΝΑ (του Δρομοκαϊτείου, του ΨΝΘ κοκ), έπειτα, όμως, όταν το πράγμα ‘σοβαρέψει’, το ξανάνοιγμα μερικών κτιρίων στο εσωτερικό των ψυχιατρείων, κλειστών από κάποια χρόνια και μισοερειπωμένων. Με τον ίδιο τρόπο, αντιθεραπευτικό και απάνθρωπο, που άνθρωποι μεταφέρονται, μέσα σε λίγες μέρες,  από τη δομή στην οποία έζησαν για πολλά χρόνια, αλλού, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η παρότρυνση είναι τώρα στο ΨΝΑ «ας τα γεμίσουμε εμείς μέχρι την άλλη βδομάδα, για να μη μας φέρουν από αλλού».
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποια αντίσταση θα προβάλλουν οι λειτουργοί ψυχικής υγείας, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, ώστε να μη μετατραπούν, επίσης με διαδικασίες fast tack, σε εργαλεία μιας χωρίς προηγούμενο παλινδρόμησης. Μια αντίσταση τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο και σε συνάρτηση με την αξιοπιστία της θεραπευτικής δραστηριότητας, δεδομένου ότι αυτή δεν μπορεί κατ΄ ουδένα τρόπο να αναχθεί σε διαδικασία απλής μετακόμισης, ως αντικειμένων, «από εδώ, εκεί» μέσα σε λίγες μέρες.
Η διάλυση του ξενώνα στο Αιγάλεω είναι όχι μόνο η αρχή, αλλά, επιπροσθέτως, και άκρως ενδεικτική. Η κατάληξη που ο φον Λοβέρδος επεφύλαξε σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, είναι άκρως ενδεικτική του αποτρόπαιου κοινωνικού εγκλήματος που επιτελείται  σ΄ αυτή τη χώρα, όπως και σ΄ όλη τη Ευρώπη. Κάποιοι από τους ενοίκους αυτού του ξενώνα νοσηλεύονταν, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 70, στο Δαφνί. Από αυτό μεταφέρθηκαν, με το γνωστό τρόπο (τις γνωστές ‘καραβιές’ με τον αριθμό στο πέτο), στην ευρισκόμενη τότε στην ‘ακμή’ της «Λέρο» (στο ΚΘΛ). Το 1990-91, στα πλαίσια του προγράμματος «Λέρος Ι» (καν. ΕΟΚ 815/84), μεταφέρθηκαν, στα πλαίσια της συμμετοχής του ιδιωτικού μη κερδοσκοπικού τομέα, στον ξενώνα του Αιγάλεω, που ιδρύθηκε ακριβώς γι΄ αυτό το σκοπό (την αποιδρυματοποίηση του ΚΘ Λέρου). Τώρα, 20 χρόνια μετά, καταλήγουν εκεί απ΄ όπου ξεκίνησαν, στο Δαφνί. Δεν υπάρχει πιο αντιπροσωπευτική εικόνα και έκφραση της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης» στην Ελλάδα από την διαδρομή αυτών των ανθρώπων. Και είμαστε μόνο στην αρχή.
Γι΄ αυτό, το να λέμε απλώς ότι η κατάρρευση των υπηρεσιών  ψυχικής υγείας, με την δραστική περικοπή της χρηματοδότησης, τις απολύσεις κλπ, σημαίνει «επιστροφή στη Λέρο», είναι μια εύκολη φράση εντυπωσιασμού και, ως εκ τούτου, ίσως και παραπλανητική. Γιατί είναι πάντα πολύ πιο εύκολο  να κραυγάζει κανείς και να καταγγέλλει έξω από μια ήδη κατασκευασμένη ‘Λέρο’ που όλοι καταδικάζουν (έχοντας μάλιστα συμμετάσχει με ποικίλους τρόπους στην κατασκευή της), από το να επερωτά και έμπρακτα ν΄ αμφισβητεί τις πρακτικές, την κουλτούρα και τις διαδικασίες των οποίων είναι φορέας και εντός των οποίων συμμετέχει η ελληνική (όπως και, στην πλειονότητά της, η ευρωπαϊκή) ψυχιατρική, οικοδομώντας την ‘Λέρο’ της κάθε εποχής. Είναι, για την ακρίβεια, επιστροφή στην προ της ‘Λέρου’ περίοδο, όταν οι πρακτικές και η κουλτούρα της ελληνικής ψυχιατρικής, θεσμικού εντολοδόχου του κράτους, εγκυμονούσαν, προετοίμαζαν και οικοδομούσαν το στρατόπεδο συγκέντρωσης  - για τα οποίο, μάλιστα, μια ψυχίατρος που υπηρετούσε παλιά  εκεί, για χρόνια, είχε πει, την περίοδο του διεθνούς σκανδάλου: ‘γιατί μας κατηγορούν....εμείς τους δεχτήκαμε και τους περιθάλψαμε… αλλού θα τους είχαν κάνει σαπούνι»’, δείχνοντας πολύ παραστατικά τι ήταν η δημιουργία, από τον ελληνικό κράτος και την ελληνική ψυχιατρική, αυτής της αποθήκης εξόριστων ‘ψυχών και σωμάτων’, κατ΄ αναλογία των πιο ξακουστών στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης.
Στην πραγματικότητα, η ‘Λέρος’ (ένα, ας μη το ξεχνάμε, μεταπολεμικό δημιούργημα) δεν ξεπεράστηκε ποτέ στην ελληνική ψυχιατρική, ενώ, ταυτόχρονα, αυτό που εγκυμονείται και έχει ήδη μπει σε τροχιά, είναι κάτι πολύ χειρότερο από την όποια ‘Λέρο’ γνωρίσαμε μέχρι τώρα….

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

K.Marx à A.Ruge (1843)

Sur le coche d’eau, vers D., mars 1843.

Je voyage présentement en Hollande. Comme je le constate d’après la presse locale et française, l’Allemagne s’est enfoncée dans le bourbier et s’y enfonce toujours plus. Je vous assure que sans même ressentir le moindre orgueil national, on éprouve pourtant un sentiment de honte nationale, même en Hollande. Comparé au plus grand Allemand, le moindre Hollandais est encore un citoyen. Et que dire des jugements des étrangers sur le gouvernement prussien! Il règne une unanimité effrayante, personne n’est plus dupe de ce système et de sa nature simplette. Ainsi, la nouvelle école a tout de même servi à quelque chose. L’habit de parade du libéralisme est tombé, et le despotisme le plus répugnant se dresse dans toute sa nudité à la vue du monde entier.

Et cela aussi est une révélation, bien qu’en sens inverse. C’est une vérité qui nous apprend, en tout cas, à connaître le vide de notre patriotisme, la difformité de notre État, et à nous voiler la face. Vous me regardez en souriant et vous dites : la belle affaire ! Ce n’est point par honte que l’on fait une révolution. Je réponds : la honte est déjà une révolution; elle est vraiment la victoire de la Révolution française sur le patriotisme allemand qui en a triomphé en 1813. La honte est une sorte de colère, la colère rentrée. Et si toute une nation avait tellement honte, elle serait comme le lion qui se ramasse sur lui-même pour bondir. Même la honte, je l’avoue, n’existe pas encore en Allemagne; bien au contraire, ces misérables sont toujours patriotes. Mais quel système pourrait exorciser leur patriotisme, sinon ce système ridicule du nouveau chevalier ? La comédie du despotisme qu’on joue avec nous est aussi dangereuse pour lui que le fut jadis la tragédie du despotisme pour les Stuarts et les Bourbons. Et quand on persisterait, longtemps encore, à ne pas voir qu’il s’agit d’une comédie, la comédie serait déjà une révolution. L’État est chose trop sérieuse pour qu’on en fasse une arlequinade. Sans doute pourrait-on, durant un bon moment, abandonner au gré du vent un bateau rempli de fous; il voguerait cependant vers sa destinée justement parce que les fous n’en croiraient rien. Cette destinée, c’est la révolution qui nous attend.

Cologne, mai 1843

Votre lettre, mon cher ami, est une parfaite élégie, un chant funèbre à vous couper le souffle, mais elle n’a absolument rien de politique. Aucun peuple ne désespère, et même s’il doit, longtemps encore, n’espérer que par sottise, viendra pourtant le jour, après de longues années, où, par soudaine intelligence, il comblera tous ses pieux désirs.

Mais vous m’avez passé votre mal; votre thème n’est pas encore épuisé, je vais y ajouter la finale, et quand tout sera terminé, vous me tendrez la main, pour que nous reprenions du commencement. Laissez les morts enterrer leurs morts, et les pleurer. En revanche, il est enviable d’être les premiers à entrer vivants dans la vie nouvelle. Que ce sort soit le nôtre!

Il est vrai, le vieux monde appartient au philistin. Mais nous ne devons pas le traiter en épouvantail dont on se détourne craintivement. Nous devons, au contraire, le regarder bien en face. Ce maître du monde, il vaut la peine de l’étudier.

Maître du monde, il l’est, certes, mais seulement en ce qu’il emplit le monde de sa société, tels les vers emplissant un cadavre. La société de ces messieurs n’a donc besoin que d’un certain nombre d’esclaves, et les propriétaires des esclaves peuvent ne pas être libres. Si, possédant terres et gens, ils sont appelés maîtres au sens éminent du terme, ce n’en sont pas moins des philistins tout comme leurs gens.

Hommes, ce seraient des êtres pensants; hommes libres, des républicains. Les philistins ne veulent être ni ceci ni cela. Que leur reste-t-il à être et à vouloir ?

Ce qu’ils veulent, vivre et se reproduire (et quoi qu’il fasse, nul, dit Goethe, ne réussit mieux), l’animal le veut aussi; un politicien allemand pourrait tout au plus ajouter que l’homme sait qu’il le veut, et que l’Allemand est assez prudent pour ne rien vouloir de plus.

La dignité personnelle de l’homme, la liberté, il faudrait d’abord la réveiller dans la poitrine de ces hommes. Seul ce sentiment qui, avec les Grecs, disparaît de ce monde, et qui, avec le christianisme, s’évanouit dans l’azur vaporeux du ciel, peut à nouveau faire de la société une communauté des hommes, pour atteindre à leurs fins les plus élevées : un État démocratique.

En revanche, les hommes qui n’ont pas le sentiment de leur humanité adhèrent à leurs maîtres, telle une race d’esclaves, un élevage de chevaux. Les maîtres par héritage sont le but de toute cette société. Ce monde leur appartient. Ils le prennent tel qu’il est, tel qu’il se sent. Eux-mêmes, ils se prennent tels qu’ils se trouvent, et ils s’installent là où leurs pieds ont poussé, sur les nuques de ces animaux politiques qui ne connaissent qu’une seule vocation : leur être « soumis et fidèlement dévoués ».

Le monde des philistins est le monde d’animaux politiques, et si nous sommes obligés d’en reconnaître l’existence, il ne nous reste qu’à donner simplement raison au statu quo. Des siècles barbares l’ont produit et façonné, et il se dresse maintenant devant nous, tel un système cohérent, dont le principe est le monde déshumanisé. Le monde philistin le plus parfait, notre Allemagne, devait naturellement rester loin derrière la Révolution française, qui a rétabli l’homme; et l’Aristote allemand qui voudrait déduire sa Politique de nos conditions sociales mettrait en épigraphe : « L’homme est un animal sociable, mais il n’a rien d’un animal politique. » Quant à l’État, il ne pourrait le définir avec plus de justesse que ne l’a déjà fait M. Zôpfl, l’auteur du Droit constitutionnel en Allemagne. C’est, d’après lui, une « réunion de familles » qui, ajoutons-le, appartient par héritage et en toute propriété à une éminentissime famille appelée dynastie. Plus les familles se montrent fécondes, plus les gens sont heureux, plus l’État est grand, plus la dynastie est puissante, et c’est pourquoi, dans la Prusse naturellement despotique, on accorde une prime de cinquante thalers pour le septième garçon.

Les Allemands sont des réalistes tellement circonspects que toutes leurs aspirations et toutes leurs pensées les plus sublimes ne dépassent pas la simple existence. Et c’est cette réalité, et rien de plus, qu’acceptent ceux qui les dominent. Étant, eux aussi, des réalistes, ces gens sont bien éloignés de toute pensée et de toute grandeur humaine, ils sont officiers ordinaires et hobereaux; mais ils ne se trompent pas, ils ont raison : tels qu’ils sont, ils suffisent parfaitement pour exploiter et dominer ce règne animal, car domination et exploitation ne sont qu’une seule et même idée, ici comme partout. Et quand ils reçoivent l’hommage, et contemplent le pullulement de têtes de ces êtres privés de cerveaux, quelle pensée leur vient, sinon celle qui vint à Napoléon sur la rive de la Bérésina ? On raconte qu’il aurait montré du doigt le grouillement des hommes qui se noyaient, et crié à son compagnon : Voyez ces crapauds! Il semble qu’on ait menti en rapportant ce propos, mais il n’en est pas moins vrai. La seule pensée du despotisme, c’est le mépris des hommes, c’est l’homme vidé de son humanité, et cette pensée a sur beaucoup d’autres l’avantage d’être en même temps un fait. Le despote voit les hommes à jamais privés de dignité. Devant ses yeux, et pour lui, ils se noient dans la vase de la vie vulgaire, d’où ils remontent incessamment à la surface, comme font les grenouilles. Si cette opinion peut s’imposer même à des hommes qui, tel Napoléon avant sa folie dynastique, étaient capables de grands desseins, comment se pourrait-il qu’un roi ordinaire fût idéaliste au sein d’une telle réalité ?

Le principe absolu de la monarchie, c’est l’homme méprisé et méprisable, l’homme déshumanisé; et Montesquieu a grand tort d’affirmer que ce principe c’est l’honneur. Il se tire d’affaire grâce à la distinction entre monarchie, despotisme et tyrannie. Mais ce sont là des noms d’une seule et même idée; il s’agit tout au plus d’une différence de mœurs, le principe étant identique. Quand le principe monarchique est majoritaire, les hommes sont dans la minorité; quand il n’est pas mis en doute, il n’y a point d’hommes. Or, pourquoi un individu tel que le roi de Prusse, à qui rien n’indique qu’il soit mis en question, n’obéirait-il pas à son seul caprice ? Et puisqu’il le fait, qu’en résulte-t-il ? Des desseins contradictoires ? Soit, ce ne sera rien. Des velléités Stériles ? Pourtant, elles sont toujours la seule réalité politique. Le rouge de la honte et les situations gênantes ? La seule honte et la seule gêne, c’est la perte du trône. Aussi longtemps que le caprice reste en place, il a raison. Quelque inconstant, insensé et méprisable qu’il soit, le caprice sera toujours assez bon pour gouverner un peuple qui n’a jamais connu d’autre loi que le bon plaisir de ses rois. Je ne dis nullement qu’un système Stupide et la perte de l’estime à l’intérieur et à l’extérieur resteront sans conséquences; je ne garantis pas, quant à moi, la sécurité de la nef des fous; mais je prétends que le roi de Prusse sera un homme de son temps aussi longtemps que le monde absurde sera le monde réel.

Vous le savez, je m’intéresse beaucoup à cet homme. À l’époque où il n’avait pour organe que le Berliner politkches Wochenblatt, je m’apercevais déjà de sa valeur et de sa vocation. Dès la prestation de serment, à Kônigsberg, il justifia mon sentiment que désormais la question allait devenir purement personnelle. Son cœur et son âme, proclama-t-il, seraient la future Constitution du domaine de Prusse, de son État à lui; et vraiment, en Prusse, le roi est le système. Il est la seule personne politique. Sa personnalité détermine le système dans un sens ou dans l’autre. Ce qu’il fait ou ce qu’on lui fait faire, ce qu’il pense ou ce qu’on lui fait dire, c’est ce qu’en Prusse l’État pense ou fait. Il est donc vraiment méritoire que le roi actuel l’ait admis sans réserve.

Il est un seul point sur lequel on s’est trompé un certain temps : on a donné trop d’importance aux désirs et aux pensées que le roi s’apprêtait à révéler. Cela ne pouvait rien changer à l’affaire : le philistin est le matériau de la monarchie et le monarque n’est jamais que le roi des philistins; tant que les deux parties restent ce qu’elles sont, il ne peut changer ni lui-même ni ses gens en hommes libres, en hommes véritables.

Muni d’une théorie qui n’était certainement pas celle de son père, le roi de Prusse a tenté de modifier le système. Le sort de cette tentative est connu. Elle a complètement échoué. Tout naturellement. Une fois qu’on a atteint le monde animal de la politique, impossible de faire un pas de plus dans la réaction; il n’existe plus qu’un moyen d’avancer, c’est de quitter sa base et de passer dans le monde humain de la démocratie.

Le vieux roi ne voulait rien d’extravagant; c’était un philistin sans prétentions intellectuelles. Il savait que l’État de valets et la possession de cet État ne réclamaient qu’une existence prosaïque et calme. Le jeune roi était plus alerte et plus éveillé, et il se faisait une idée bien plus haute de la toute-puissance du monarque, qui ne connaît d’autre frein que son cœur et sa raison. Le vieil État encroûté, celui des valets et des esclaves, lui inspirait de la répugnance. Il voulait le rendre vivant et le pénétrer de ses désirs, de ses sentiments et de ses idées; et cela, il pouvait l’exiger, lui, dans son État à lui : il s’agissait seulement de réussir. De là ses effusions et ses discours libéraux. C’était le cœur débordant et vivant du roi, non la loi morte, qui devait gouverner tous ses sujets. Il voulait mobiliser tous les cœurs et tous les esprits pour ses désirs profonds et ses projets longuement nourris. Il y eut un mouvement ; mais les autres cœurs ne battaient pas à l’unisson du sien, et les gouvernés ne pouvaient ouvrir la bouche sans parler de l’abolition de l’ancien règne. Les idéalistes, ces gens qui, dans leur impudence, veulent faire de l’homme un être humain, prirent la parole et, pendant que le roi délirait en vieil-allemand, ils se croyaient autorisés à philosopher en allemand moderne. Voilà qui, assurément, était inouï en Prusse. Pendant un instant, il sembla que l’ancien ordre de choses était sens dessus dessous; bien mieux, on vit les choses prendre figure humaine, il y eut même des hommes de renom, bien qu’il soit interdit, dans les Diètes, de prononcer des noms; mais les valets du vieux despotisme eurent tôt fait de mettre fin à ces menées peu allemandes. Il n’était pas difficile de provoquer un conflit ouvert entre les désirs du roi, nostalgique d’un grand passé plein de prêtres, de chevaliers et de serfs, et les desseins des idéalistes, uniquement préoccupés des résultats de la Révolution française, qui souhaitaient donc toujours, en fin de compte, la république et un ordre de l’humanité libre, au lieu de l’ordre des choses mortes. Quand ce conflit fut devenu suffisamment aigu et gênant, et quand le coléreux monarque fut assez irrité, les valets, qui avaient jusque-là dirigé si facilement la marche des affaires, s’approchèrent de lui et déclarèrent que le roi avait tort d’inciter ses sujets à des discours inutiles et qu’ils ne pourraient pas gouverner la race des parleurs. Le maître de tous les Russes de l’arrière s’inquiétait, lui aussi, de voir s’agiter les têtes des Russes de devant, et il exigeait le rétablissement du tranquille état de choses de naguère1. On fit une nouvelle édition de l’ancienne mise au ban de tous désirs et de toutes pensées humaines vouées aux droits et aux devoirs de l’homme ; autrement dit, on en revint à l’État encroûté, à l’ancien État des valets, où l’esclave sert en silence et où le propriétaire du pays et des gens gouverne le plus silencieusement possible, par le seul moyen d’une domesticité bien dressée et obséquieuse. Ni les uns ni l’autre ne peuvent dire ce qu’ils veulent, ni les uns qu’ils veulent devenir des hommes, ni l’autre qu’il n’a que faire d’hommes dans son pays. Le silence est donc le seul expédient. Muta pecora, prona et ventri oboedientia.

Telle est la tentative de supprimer l’État des philistins sur sa propre base, et tel en est l’échec : on a rendu évident à tout le monde que le despotisme ne peut se passer de la brutalité et que l’humanité lui est chose impossible. Seule la brutalité peut maintenir un état de choses fait de brutalité. Et me voilà au terme de notre tâche commune, qui était d’examiner de près le philistin et son État. Vous ne direz pas que je surestime le présent, et si pourtant je n’en désespère pas, c’est uniquement parce que sa situation désespérée me remplit d’espoir. Je ne parle pas du tout de l’impéritie des maîtres ni de l’indolence des valets et des sujets qui laissent toutes choses aller comme il plaît au bon Dieu ; et pourtant, les deux réunies suffiraient déjà pour provoquer une catastrophe. Je me borne à vous signaler le fait que voici : les ennemis des philistins, en un mot tous les hommes qui pensent et tous ceux qui souffrent, sont parvenus à une entente, dont les moyens leur manquaient absolument jusqu’alors, et même le système de reproduction des sujets, le système passif d’autrefois, enrôle chaque jour des recrues pour le service de l’humanité nouvelle. Cependant, le système de l’industrie et du commerce, de la propriété et de l’exploitation des hommes conduit, plus rapidement encore que l’accroissement de la population, à une rupture au sein de la société actuelle; et l’ancien système est incapable de guérir cette rupture, parce qu’il ne guérit ni ne crée rien, mais ne fait qu’exister et jouir. Or, l’existence de l’humanité souffrante qui pense, et de l’humanité pensante, qui est opprimée, deviendra nécessairement immangeable et indigeste pour le monde animal des philistins, monde passif et qui jouit sans penser à rien.

C’est à nous d’amener complètement au grand jour l’ancien monde et de former positivement le monde nouveau. Plus les événements laisseront de temps à l’humanité pensante pour se ressaisir et à l’humanité souffrante pour s’associer, et plus achevé viendra au monde le produit que le présent abrite dans son sein.

Kreuznach, septembre 1843

Je me réjouis de ce que votre décision est prise et qu’après ces regards en arrière sur le passé vos pensées se tournent en avant, vers une entreprise nouvelle. À Paris donc, cette vieille et grande école de la philosophie, absit omen! et cette nouvelle capitale du monde nouveau. Nécessité fait loi. C’est pourquoi je ne doute pas que tous les obstacles, dont je ne méconnais pas le poids, pourront être écartés.

Mais que l’entreprise aboutisse ou non, dans tous les cas je serai à Paris à la fin du mois, parce que l’air d’ici rend nos esprits serfs et qu’en Allemagne je ne vois absolument pas de champ pour une activité libre.

En Allemagne, l’oppression brutale est partout; c’est une vraie anarchie de l’esprit; le règne de la bêtise elle-même est advenu, et Zurich obéit aux ordres de Berlin; aussi est-il de plus en plus évident qu’il faut chercher un nouveau point de ralliement pour les esprits réellement pensants et indépendants. Je suis convaincu que notre projet répondra à un vrai besoin, et il doit être possible de satisfaire réellement les besoins réels. Aussi n’ai-je pas le moindre doute quant à l’entreprise, pour peu que l’on s’y mette sérieusement.

Plus grande encore peut-être que les obstacles extérieurs semblent être les difficultés intérieures. Car s’il n’y a pas le moindre doute quant au point de départ, la confusion est d’autant plus grande quant au but. Non seulement l’anarchie générale a éclaté parmi les réformateurs, mais chacun est bien obligé de s’avouer qu’il n’a pas une vue exacte de ce qui doit arriver. Or, l’avantage de la nouvelle tendance, c’est justement que nous ne voulons pas anticiper le monde dogmatiquement, mais découvrir le monde nouveau, en commençant par la critique du monde ancien. Jusqu’ici les philosophes détenaient la solution de toutes les énigmes dans leur pupitre, et ce monde bêtement exotérique n’avait qu’à ouvrir le bec pour que les alouettes de la science absolue lui tombent toutes rôties dans la bouche. La philosophie s’est sécularisée, et la preuve la plus frappante en est que la conscience philosophique elle-même se trouve entraînée dans le tourment du combat de manière non seulement extérieure, mais aussi intérieure. Si la construction de l’avenir et l’achèvement pour tous les temps n’est pas notre affaire, ce qu’il nous faut accomplir dans le présent n’en est que plus certain, je veux dire la critique impitoyable de tout l’ordre établi, impitoyable en ce sens que la critique ne craint ni ses propres conséquences ni le conflit avec les puissances existantes.

Voilà pourquoi je ne tiens nullement à ce que nous arborions un drapeau dogmatique, bien au contraire. Notre tâche, c’est d’aider les dogmatiques à bien comprendre leurs propres thèses. Ainsi, par exemple, le communisme est une abstraction dogmatique, et ici je n’ai nullement en vue un quelconque communisme imaginaire ou possible, mais le communisme réellement existant, tel que l’enseignent Cabet, Dézamy, Weitling et d’autres. Ce communisme n’est lui-même qu’une manifestation particulière du principe humaniste, infectée de son contraire, l’intérêt privé. Par conséquent, abolition de la propriété privée et communisme ne sont nullement identiques, et le communisme a vu naître en face de lui, non pas par hasard, mais par nécessité, d’autres doctrines socialistes, comme celles de Fourier, de Proudhon, etc., parce qu’il n’est lui-même qu’une réalisation particulière, partielle, du principe socialisée. Et tout le principe socialiste n’est, quant à lui, que l’une des faces du problème, celle qui concerne la réalité de l’être humain vrai. Nous devons nous soucier tout autant de l’autre face, de l’existence théorique de l’homme, donc prendre la religion, la science, etc., pour objet de notre critique. Nous voulons en outre agir sur nos contemporains, c’est-à-dire sur nos contemporains allemands. Comment procéder ? — telle est la question. Il y a deux faits incontestables. La religion, d’une part, la politique, d’autre part, sont des objets qui constituent le principal intérêt de l’Allemagne actuelle. C’est par elles, telles qu’elles sont, qu’il nous faut commencer, sans leur opposer tel système tout fait, dans le genre du Voyage en Icarie.

La raison a toujours existé, mais pas toujours sous la forme raisonnable. Le critique peut donc se rattacher à n’importe quelle forme de la conscience théorique et pratique, et déployer, en partant des propres formes de la réalité existante, la vraie réalité comme leur exigence et leur fin ultime. Or, touchant la vie réelle, c’est précisément l’Etat politique — même quand il n’est pas encore empli, de manière consciente, des exigences socialistes — qui renferme dans toutes ses formes modernes les exigences de la raison. Et il ne s’en tient pas là. Partout il suppose la raison devenue réalité. Mais partout aussi, il tombe dans la contradiction entre sa vocation théorique et ses présuppositions réelles.

C’est pourquoi, en partant de ce conflit de l’État politique avec lui-même, on peut dégager partout la vérité sociale. De même que la religion est le sommaire des luttes théoriques de l’humanité, de même l’État politique est le sommaire de ses luttes pratiques. L’État politique exprime donc dans sa propre forme, sub specie rei publicae, comme République, toutes les luttes, tous les besoins, toutes les vérités de la société. Prendre pour objet de la critique la question politique la plus spéciale — par exemple la différence entre le système des ordres et le système représentatif — n’est donc nullement au-dessous de la hauteur des principes. Cette question n’exprime, en effet, que d’une manière politique la différence entre la souveraineté de l’homme et la souveraineté de la propriété privée. Non seulement le critique peut, mais il doit s’intéresser à ces questions politiques (qui, de l’avis des socialistes extrêmes, ne méritent que mépris). En démontrant la supériorité du système représentatif sur le système corporatif, il intéresse pratiquement un grand parti. En élevant le système représentatif de sa forme politique à la forme générale, et en faisant valoir la vraie signification dont il est le porteur, il oblige en même temps ce parti à se dépasser lui-même, car sa victoire est en même temps sa perte.

Par conséquent, rien ne nous empêche de relier notre critique à la critique de la politique, à la prise de parti en la politique, donc à des luttes réelles, et de nous identifier à ces luttes. Nous ne nous présentons pas alors au monde en doctrinaires armés d’un nouveau principe : voici la vérité, agenouille-toi ! Nous développons pour le monde des principes nouveaux que nous tirons des principes mêmes du monde. Nous ne lui disons pas : « renonce à tes luttes, ce sont des enfantillages ; c’est à nous de te faire entendre la vraie devise du combat ». Tout ce que nous faisons, c’est montrer au monde pourquoi il lutte en réalité, et la conscience est une chose qu’il doit faire sienne, même contre son gré.

La réforme de la conscience consiste uniquement à rendre le monde conscient de lui-même, à le réveiller du sommeil où il rêve de lui-même, à lui expliquer ses propres actions. Tout notre but ne peut consister qu’à faire en sorte que les questions religieuses et politiques soient formulées de manière humaine et consciente, comme c’est d’ailleurs le cas dans la critique de la religion chez Feuerbach.

Notre devise sera donc : réforme de la conscience, non par des dogmes, mais par l’analyse de la conscience mystique, obscure à elle-même, qu’elle se manifeste dans la religion ou dans la politique. On verra alors que, depuis longtemps, le monde possède le rêve d’une chose dont il lui suffirait de prendre conscience pour la posséder réellement. On s’apercevra qu’il ne s’agit pas de tirer un grand trait suspensif entre le passé et l’avenir, mais d’accomplir les idées du passé. On verra enfin que l’humanité ne commence pas une œuvre nouvelle, mais qu’elle réalise son œuvre ancienne avec conscience.

Nous pouvons, par conséquent, formuler la tendance de notre revue en un seul mot : examen introspectif (philosophie critique) de notre temps sur ses luttes et ses aspirations. C’est là une tâche pour le monde et pour nous. Ce ne peut être que l’œuvre de forces réunies. Il s’agit d’une confession, voilà tout. Pour se faire pardonner ses péchés, l’humanité n’a qu’à les reconnaître pour tels.

Παρασκευή 16 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ρόλος των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων στην ιδιωτικοποίηση της Ψυχικής Υγείας (Μερικές επισημάνσεις για την πορεία της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης»)*

*Του Θόδωρου Μεγαλοοικονόμου. Είναι γραμμένο το 2007 αλλά εξαιρετικά επίκαιρο και στη σημερική συγκυρία.

Η κρίση που έχει ξεσπάσει με αφορμή την δραστική μείωση και την ασυνέχεια της χρηματοδότησης των ΝΠΙΔ, που έχουν ιδρύσει και λειτουργούν οικοτροφεία και άλλες δομές ψυχικής υγείας, έχει, όπως είναι αναμενόμενο, σοβαρές συνέπειες προς τρεις κατευθύνσεις :
-στην ποιότητα της φροντίδα των ενοίκων,
-στην κανονική καταβολή της αμοιβής, αλλά και της ασφάλειας των θέσεων εργασίας των εργαζομένων σ΄ αυτές,
-στη βιωσιμότητα των δομών αυτών, αλλά και στο χαρακτήρα και στους στόχους του εγχειρήματος που ονομάστηκε «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» και το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, επιχειρήθηκε διαμέσου των μη κερδοσκοπικών εταιρειών (που μερικοί από τους άμεσα ενδιαφερόμενους χαρακτηρίζουν ως «μη κυβερνητικές οργανώσεις»).

Η κρίση αυτή, ως μείωση, πιθανώς και ως ασυνέχεια, της χρηματοδότησης (σε σχέση με τα επίπεδα της περιόδου που ξεκίνησε η υλοποίηση της κάθε δομής, στη βάση της συγχρηματοδότησης), πρόκειται να συνεχιστεί.

Ηδη, πολλές από τις δομές που έχουν συμπληρώσει το αρχικό 18μηνο της συγχρηματοδότησης, δεν είναι σε θέση να καλύψουν τα κενά που έχουν με νέους ενοίκους, ενώ έχουν αρχίσει οι συγχωνεύσεις δομών και προσωπικού με ταυτόχρονη αύξηση του αριθμού των ενοίκων και μείωση του προσωπικού ανά δομή.

Τόσο οι ένοικοι, όσο και οι εργαζόμενοι των ΝΠΙΔ έχουν γίνει θύματα μιας ιδιότυπης ομηρίας, που τείνει να εγκλωβίζει το δίκαιο αίτημα για κανονική καταβολή των μισθών και των χρηματικών μέσων για την, κατά το δυνατόν, πιο ποιοτική φροντίδα, σε μια διεκδίκηση για συνέχιση της χρηματοδότησης των ΝΠΙΔ για τη στήριξή τους ως φορέων παροχή φροντίδας. Για την παγίωση, δηλαδή, ενός πεδίου παροχής υπηρεσιών με όρους και κανόνες «ιδιωτικής πρωτοβουλίας», συνυφασμένου με την επισφαλή φροντίδα των μεν και την εργασιακή ανασφάλεια των δε. Γιατί αυτό που, για τη μια πλευρά, αποτελεί επιδίωξη αυτοσυντήρησης και αναπαραγωγής των ΝΠΙΔ ως τέτοιων, είναι, για την άλλη πλευρά (ενοίκων και εργαζομένων), συνυφασμένο με τη διαιώνιση και αναπαραγωγή των συνθηκών ομηρίας.

Αν μια ορισμένη πολιτική, μια κίνηση προς την «ήπια» (soft) ιδιωτικοποίηση, οδηγείται σε μια (προαναγγελθείσα) αποτυχία, το ερώτημα και η αγωνία δεν μπορεί επ΄ ουδενί να είναι πώς θα διασωθεί αυτή η πολιτική, αλλά τι γίνεται με τους ενοίκους και τι γίνεται με τους εργαζόμενους : αυτό είναι το μόνο που έχει σημασία ν΄ απαντηθεί. Και για να γίνει αυτό δυνατό, προκειμένου, δηλαδή, να γίνει σαφές ποιο πρέπει να είναι το κεντρικό αίτημα για την ταυτόχρονη διασφάλιση, αφενός των δικαιωμάτων και της ποιότητας των φροντίδας των ενοίκων και αφετέρου, των θέσεων εργασίας και της αξιοπρεπούς και σταθερά καταβαλλόμενης αμοιβής των εργαζομένων, πρέπει να εξετασθεί το πρόβλημα, που έχει προκύψει, στην ολότητά του, στο σύνολο, δηλαδή, των σχέσεών του
-με τις πολιτικές που ακολουθούνται στη λεγόμενη «ψυχιατρική μεταρρύθμιση» (τι πραγματικά, δηλαδή, επιδιώκεται μέσω αυτής και όχι τι δηλώνεται ότι επιδιώκεται),
-με τις κατευθυντήριες πολιτικές ως προς το λεγόμενο «κοινωνικό κράτος» και
-με τις προωθούμενες πολιτικές δραστικής συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα,
ραγδαίων ιδιωτικοποιήσεων, ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων. 

Αυτό είναι τόσο περισσότερο αναγκαίο, όσο, από διάφορες πλευρές (εκπροσώπους των ΝΠΙΔ, της ΜΥΠ κλπ), γίνεται προσπάθεια να κατασκευαστεί, με στατιστικά στοιχεία (περιορισμένης εμβέλειας, αφενός και με μονόπλευρη παρουσίασή τους, αφετέρου), μια «ανωτερότητα» του ιδιωτικού τομέα και των δομών που αυτός λειτουργεί, σε σχέση με αυτές του δημόσιου τομέα – ότι, μάλιστα, είναι «πιο αποδοτικές συγκριτικά με παρόμοιες δομές του δημοσίου».

Αυτή η προσπάθεια δεν είναι κάτι καινούργιο ως προς τον γενικό της χαρακτήρα: όλοι οι νεο (σοσιαλ) φιλελεύθεροι με τον ίδιο τρόπο διαφημίζουν την «ανωτερότητα» του ιδιωτικού σε σχέση με το δημόσιο. Είναι πιο «αποδοτικό» – πιο ευέλικτο, λιγότερο γραφειοκρατικό, πιο φτηνό, πιο κερδοφόρο. Απέναντι σ΄ αυτή την ανωτερότητα των ΝΠΙΔ (ενίοτε υπό την πιο ρομαντική και «κοινωνική» αμφίεση του όρου «ΜΚΟ» - «μη κυβερνητικές οργανώσεις») κατασκευάζεται ένα φάσμα «εχθρικών δυνάμεων» («εχθρών της προόδου»), ταιριαστό ως κατασκευή στους σκοπούς των οπαδών της ιδιωτικοποίησης («ήπιας» ή «άγριας»), που εκτείνεται από τους δογματικούς «κρατιστές», μέχρι τους άκρατους νεοφιλελεύθερους, αυτούς που υιοθετούν «πλήρως» τα κριτήρια της αγοράς, «ανεξαρτήτως από την υιοθέτηση κριτηρίων και προτύπων φροντίδας». 

Δεν υπάρχει τίποτα το πρωτότυπο στη δοκιμασμένη, βολική και πονηρή χρησιμοποίηση, και σ΄ αυτή την περίπτωση, της ταμπέλας του «κρατιστή», όπου τσουβαλιάζονται (με καθόλου επιστημονικά «κριτήρια και πρότυπα») κοινωνικές ομάδες και συμφέροντα, συνδικαλιστικές πρακτικές και πολιτικές ιδεολογίες με, συχνά, άκρως διαφορετικές αφετηρίες και επιδιώξεις (από την μάζα των δημοσίων υπαλλήλων, που υπερασπίζεται το καθεστώς εργασιακής μονιμότητας και τις πολιτικές τάσεις, ομάδες και οργανώσεις που μάχονται κατά των ιδιωτικοποιήσεων στη βάση ενός σοσιαλιστικού προτάγματος, μέχρι τις συντεχνιακές κάστες που συγκροτούνται στη βάση της νομής προνομίων, που (συν)διαχειρίζεται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία με την εξουσία και μέχρι τις ομάδες των κρατικοδίαιτων προμηθευτών), με σκοπό τη συσκότιση του καίριου ζητήματος που είναι, ακριβώς, η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών. Ως «κρατιστές» υπονοούνται, προφανώς, όλοι όσοι αντιτάσσονται στην μετατροπή της (ψυχικής) υγείας σε εμπόρευμα και στην άμεση υπαγωγή της στην αγορά (μέσω και των ΝΠΙΔ)

Το ερώτημα είναι, τι ακριβώς είναι πιο αποδοτικό (πιο φτηνό κλπ) και για ποιόν; Για τις ανάγκες της δημοσιονομικής λιτότητας και της κερδοφορίας τω ιδιωτών ή τις ανάγκες των ανθρώπων; Αυτό που είναι «αποδοτικό» (efficient) υπό την έννοια των κανόνων της αγοράς, είναι πιο αποδοτικό και υπό την έννοια της κάλυψης των ανθρώπινων αναγκών, ισότιμα, δωρεάν και στο ανώτερο ποιοτικό επίπεδο;

Ας πούμε, κατ΄ αρχήν, ότι τα ΝΠΙΔ στα οποία ανατέθηκε ένα όχι ευκαταφρόνητο κομμάτι της αποασυλοποίησης των ασθενών χρόνιας παραμονής των δημόσιων ψυχιατρείων (αλλά, βαθμιαία και άλλες υπηρεσίες ψυχικής υγείας), δεν έχουν σε τίποτα να κάνουν με τις λεγόμενες «μη κυβερνητικές οργανώσεις» - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι, αν ήταν, αυτό θ΄ αποτελούσε μια θετική εξέλιξη.

Μια σφαιρική και ενδελεχής διαπραγμάτευση για τη φύση και το ρόλο των ΜΚΟ και
του λεγόμενου «μη κερδοσκοπικού», ή, κατ΄ άλλους, «κοινωνικού» τομέα της οικονομίας, ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος. Μπορούμε, όμως, να πούμε για πολλές από τις ελληνικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες, ιδιαίτερα αυτές που έχουν αναλάβει εργολαβικά μεγάλους τομείς της ψυχικής υγείας, ότι μπορούν να οριστούν καλλίτερα όχι ως «μη κυβερνητικές», αλλά ως «παρα-κυβερνητικές», ως κρατικά κατασκευάσματα (εργαλεία), ενταγμένα στις επίσημες επιλογές για συρρίκνωση και απεξάρθρωση του «κοινωνικού κράτους» και ευρύτερα, του δημόσιου τομέα.

Εύκολα μπορεί να δει κανείς ότι οι εν λόγω μη κερδοσκοπικές εταιρείες δεν είχαν ποτέ μιαν αυτοδύναμη βάση («ίδιους πόρους», που να αντλούνται από την «κοινωνική» τους βάση και δραστηριότητα), γιατί δεν είχαν, ούτε έχουν, καμιά κοινωνική υπόσταση (όπως, πχ, ο φιλανθρωπικός, μη κερδοσκοπικός τομέας στη Βρετανία, ή οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί στη Ιταλία κλπ), δεν εκφράζουν κανένα κοινωνικό κίνημα, ούτε καν «υπόλειμμα» κοινωνικού κινήματος, όπως ορισμένες από τις ΜΚΟ σε ευρωπαϊκές χώρες, με εναλλακτικές (ρεφορμιστικού χαρακτήρα) πρακτικές, απότοκες κινηματικών δραστηριοτήτων - πολλές εκ των οποίων μεταλλάχθηκαν περαιτέρω, τις τελευταίες δεκαετίες, σε «μη κυβερνητικά» εξαρτήματα και άλλοθι των επίσημων κυβερνητικών πολιτικών σε πλείστους όσους τομείς της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.

Πού στηρίζεται, πχ, η «μη κυβερνητική» δραστηριότητα των ΜΚΟ (ανάμεσά τους και κάποιων ελληνικών) στο Ιράκ ή στο Αφγανιστάν, αν όχι στην ανοχή και στις «λόγχες» των κατακτητών, αν όχι στην ένταξη της παρουσίας τους στους σχεδιασμούς και στους στόχους των στρατευμάτων κατοχής;

Τα ΝΠΙΔ, που έχουν αναλάβει δομές και υπηρεσίες ψυχικής υγείας στην Ελλάδα, δεν αποτελούν παρά μορφή ιδιωτικοοικονομικής μετάλλαξης και απεξάρθρωσης του δημόσιου τομέα, ο οποίος, στα πλαίσια των στρατηγικών προσανατολισμών και της εφαρμογής των σχετικών πολιτικών αποφάσεων και «οδηγιών» της ΕΕ, απεκδύεται κάθε ευθύνης για τη λειτουργία και διαχείριση βασικών κλάδων της οικονομίας (επιχειρήσεις «Κοινής Ωφέλειας»-ΔΕΚΟ-τράπεζες κλπ), καθώς και υπηρεσιών και δραστηριοτήτων «κοινωνικής» πολιτικής και προστασίας (Παιδείας, Υγείας, Πρόνοιας), τις οποίες μεταβιβάζει συστηματικά, με ολοένα επιταγχυνόμενους ρυθμούς, σε ιδιωτικούς φορείς. Και εκεί όπου δεν υπάρχουν, όπως στην Ψυχική Υγεία, τους κατασκευάζει.

Βέβαια, υπήρξαν και αξιόλογες (παρά τις αντιφάσεις τους) εμπειρίες, που υλοποιήθηκαν από μη κερδοσκοπικές εταιρείες, όπως, πχ, η Κινητή Μονάδα στη Φωκίδα (που ξεκίνησε σε μια περίοδο που η συντριπτική πλειοψηφία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας ήταν τελείως «ανυποψίαστη» για την κοινοτική ψυχιατρική) και ιδιαίτερα αυτή στην Αλεξανδρούπολη. Ισως και μερικές ακόμη.[1] Αυτό δεν σημαίνει ότι η όποια «καινοτομία» μπορεί να δικαιολογεί ούτε την επισφαλή και απλήρωτη εργασία, ούτε την «πώληση» υπηρεσιών. Γενικά, θα

μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι ένα ΝΠΙΔ, που λειτουργεί σε μια πραγματικά μη κερδοσκοπική βάση, με μια πραγματικά καινοτόμο δράση, που δεν εμπλέκεται σε παιχνίδια εξουσίας και αναπαραγωγής ιδιαίτερων συμφερόντων, που δεν είναι κρατικοδίαιτο, θα μπορούσε να έχει και λόγο ύπαρξης και θετική συμβολή, στο βαθμό που δεν γίνεται όχημα για τη μεταφορά των ευθυνών του κράτους για κοινωνική προστασία, δημόσια και δωρεάν υγεία, σε ιδιωτικά συμφέροντα. Σε κάθε περίπτωση, δεν συνιστά «κοινωνική», «μη κερδοσκοπική» δραστηριότητα ούτε η χρησιμοποίηση «εθελοντικής» (μη πληρωμένης εργασίας), ως υποκατάστατο κανονικών θέσεων εργασίας, ούτε η «πώληση» (σε αδρά και ουδόλως «συμβολική» τιμή) ιατρικών, συνοδευτικών και ψυχοθεραπευτικών υπηρεσιών.

Η ιδιωτικοποίηση στην Ψυχική Υγεία (όχι με την μορφή των ιδιωτικών κλινικών, που προϋπήρχαν, αλλά με την απόφαση της ανάθεσης μεγάλου μέρους του προγράμματος «Ψυχαργώς» σε ιδιώτες) αποκτά σάρκα και οστά με την ψήφιση του νόμου 2716/9, που προβλέπει τη δυνατότητα ανάπτυξης δραστηριοτήτων ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και στεγαστικών δομών (ξενώνων, οικοτροφείων κλπ) από κερδοσκοπικούς και μη κερδοσκοπικούς φορείς. Προβλέπει, επίσης, τη δυνατότητα ανάπτυξης Κινητών Μονάδων Ψυχική Υγείας, μονάδων, δηλαδή, για παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε πρωτοβάθμιο και κοινοτικό επίπεδο, από μη κερδοσκοπικούς φορείς.

Τα εν λόγω ΝΠΙΔ δεν είναι παρά κρατικοδίαιτοι φορείς, που λειτουργούν στην ίδια λογική των φορέων που  αναλαμβάνουν διαφόρων ειδών κρατικές εργολαβίες και οι οποίοι, για να συνεχίσουν να λειτουργούν, έχουν ανάγκη από συνεχή κρατική επιδότηση. Είναι μια μορφή «σύμπραξης δημόσιου με ιδιωτικό», στη λογική των ΣΔΙΤ (Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα), με τη διαφορά ότι, στις δραστηριότητες τύπου ΣΔΙΤ το κράτος παραχωρεί στον ιδιώτη τη χρήση (για εξαιρετικά μεγάλη περίοδο χρόνου) της μονάδας που αυτός, με «ίδιους πόρους» κατασκεύασε και στον οποίο πληρώνει ενοίκιο. Στην περίπτωση των ΝΠΙΔ, το κράτος καλύπτει πλήρως και απευθείας όλα τα λειτουργικά τους έξοδα, μισθούς κλπ, τα οποία, εν συνεχεία, έχει σχεδιαστεί να περάσουν σε χρηματοδότηση από τα ασφαλιστικά ταμεία, τα οποία, σύμφωνα με την Υπουργική απόφαση αρ. Υ5β/Γ.Ποικ. 35724, που θέτει σε εφαρμογή το άρθρο 13 του ν. 2716/99 περί «ειδικού ενοποιημένου (κλειστού) νοσηλείου», θα καταβάλλουν στα ΝΠΙΔ (όπως, αντίστοιχα και στο δημόσιο) το «ειδικό νοσήλειο», ενώ υποτίθεται ότι, στο βαθμό που προκύπτει ανάγκη, αυτή θα καλύπτεται με επιπλέον κρατική επιχορήγηση. Το «ειδικό νοσήλειο» ανέρχεται σε 18 ευρώ ημερησίως κατ΄ άτομο στο προστατευόμενο διαμέρισμα, σε 35 ευρώ για διαμονή σε οικοτροφείο και φτάνει μέχρι τα 47 ευρώ για διαμονή, το πολύ μέχρι 20 μήνες, σε ξενώνα. Εύλογη είναι η πρόβλεψη ότι, στο βαθμό που συνεχίζεται η σφιχτή εισοδηματική πολιτική και οι περικοπές των κοινωνικών δαπανών, η τάση θα είναι για συμπίεση της λειτουργίας των δομών αυτών, συμπεριλαμβανομένων των μισθών και του αριθμού του προσωπικού, στο επίπεδο που θα καλύπτει το «ειδικό νοσήλειο» και για περιορισμό της επιπλέον επιχορήγησης στο ελάχιστο δυνατό. Δεν υπάρχει τίποτα στην τρέχουσα οικονομική πολιτική των περικοπών και της απορύθμισης και στις μεσο-μακροπρόθεσμες προοπτικές της, που να επιχειρηματολογεί πειστικά υπέρ του αντιθέτου.

Υπάρχουν τρία σημεία σχετικώς με το ρόλο των ΝΠΙΔ στην ψυχική υγεία που θεωρούμε ότι χρειάζεται να τύχουν μιας, κατά το δυνατό, διεξοδικής διαπραγμάτευσης, προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς ο ρόλος και η λειτουργία τους εντάσσεται στη διαδικασία «απορύθμισης», ή «αντιμεταρρύθμισης», που μετά από μια περίοδο μεταρρυθμιστικών διακηρύξεων, έχει, πλέον, παγιωθεί στο χώρο της ψυχικής υγείας.

Το πρώτο αφορά τον ισχυρισμό (από εκπροσώπους των ΝΠΙΔ και από τα νομοθετικά κείμενα και τις πρακτικές των διαδοχικών κυβερνήσεων της «δικομματικής διακυβέρνησης» των τελευταίων δεκαετιών) ότι η παροχή υπηρεσιών Υγείας από ιδιωτικούς φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ΝΠΙΔ, δεν επηρεάζει το δημόσιο χαρακτήρα της. Ισχυρίζονται, δηλαδή, ότι ένα «δημόσιο αγαθό» μπορεί εξίσου να υπηρετείται από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς, χωρίς, το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει το «σύστημα παραγωγής» και παροχής της υπηρεσίας, να αλλοιώνει το δημόσιο χαρακτήρα του.

Οι διατάξεις του νόμου για την «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών της Δημόσιας Υγείας»[2] (που ψηφίστηκε από την παρούσα κυβέρνηση της ΝΔ, στο πνεύμα και στην κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων που ξεκίνησαν επί ΠΑΣΟΚ), προβλέπουν τη συμμετοχή στην παροχή της όλων των φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, μέσω των διαφόρων συμπράξεων και συνεργασιών. Η δυνατότητα των συμπράξεων θεσμοθετήθηκε με την ψήφιση του νόμου για τις ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα), ενώ στο νόμο 3329/2005 για τις ΔΥΠΕ, άρθρο 17, θεσμοθετούνται οι «Προγραμματικές Συμβάσεις», που προβλέπουν τη συνεργασία των ΝΠΔΔ μεταξύ τους και με ιδιωτικούς φορείς ή «μη κυβερνητικές» οργανώσεις, με χρηματοδότηση «από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, από τον Τακτικό Προϋπολογισμό και από τους προϋπολογισμούς των ΝΠΔΔ») κλπ.

Πρόκειται για έναν ορισμό της Υγείας ως «δημόσιου αγαθού» που, όπως θα επιχειρήσουμε ν΄ αναλύσουμε παρακάτω, δεν είναι παρά το «φύλλο συκής» της προϊούσας ιδιωτικοποίησης των φορέων που την παρέχουν, όχι μόνο μέσω της επέκτασης και μεγέθυνσης των αμιγώς ιδιωτικών φορέων, αλλά και της ραγδαίας αλληλοδιείσδυσης δημόσιου και ιδιωτικού, με τρόπο ώστε η λειτουργία του δημόσιου να είναι, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, φορέας ιδιωτικών συμφερόντων κάθε είδους. Ένα παράδειγμα, αρκετά κραυγαλέο, αυτής της αλληλοδιείσδυσης είναι η ίδρυση και λειτουργία μη κερδοσκοπικών εταιρειών, που συνδέονται «έμμεσα», μέσω των γνωστών παραθύρων του νόμου, με επαγγελματίες ψυχικής υγείας του ΕΣΥ, οι οποίες ιδρύουν οικοτροφεία και άλλες μονάδες, όπου μεταφέρουν ασθενείς από το ψυχιατρείο όπου οι επαγγελματίες αυτοί εργάζονται ως μόνιμοι υπάλληλοι. Θα ήταν δυνατό αυτό χωρίς να είναι εν γνώσει και με τις ευλογίες των ιεραρχικά ανώτερων εξουσιών;

Το δεύτερο σημείο αφορά το ρόλο των ΝΠΙΔ στην κατάργηση της μονιμότητας και στη δημιουργία επισφαλών σχέσεων εργασίας, σε συνάρτηση με το κόστος συντήρησης των οικοτροφείων και τα προβλήματα «επιβίωσης» των δομών που ανέπτυξαν τα ΝΠΙΔ στα πλαίσια του συστήματος  υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπως αυτό διαμορφώθηκε από την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση».

Το τρίτο σημείο αφορά το ρόλο των ΝΠΙΔ στην «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», σε ποιο βαθμό, δηλαδή, ήταν φορείς «καινοτομίας», με «αποτελεσματικότητα μεγαλύτερη από αυτήν του δημόσιου τομέα», αν και πώς συνετέλεσαν σε μια διαδικασία μετασχηματισμού και αποϊδρυματοποίησης, ή, αντίθετα, απονοσοκομειοποίησης και «μεταστέγασης» σε άλλο ίδρυμα (transinstitutionalization).

Ως προς το πρώτο σημείο, «δημόσια αγαθά», ή «κοινωνικά αγαθά», θεωρείται ότι είναι, κατ΄ αρχήν, τα «φυσικά αγαθά», που είναι συνυφασμένα με την ίδια τη ζωή, όπως νερό, αέρας,  γη κλπ, που έχουν μιαν αυτονόητα παγκόσμια σημασία, κοινή για όλους τους ανθρώπους. Δημόσια αγαθά είναι, επίσης, τα «πολιτιστικά αγαθά» (η πολιτιστική κληρονομιά τη ανθρωπότητας, το σώμα της ανθρώπινης γνώσης, η επιστήμη, η τέχνη κλπ), αλλά και οι δημόσιες υπηρεσίες, όπως τα συστήματα εκπαίδευσης και υγειονομικής περίθαλψης και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις και λειτουργίες, που παράγονται ή παρέχονται στο πλαίσιο της υλικής υποδομής της παραγωγής (αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «γενικές συνθήκες παραγωγής»).  Αυτοί οι ορισμοί προϋποθέτουν μια διάκριση μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών αγαθών, αυτών, δηλαδή, που ανταλλάσσονται στην αγορά αντί χρήματος.

Σ΄ ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα βασισμένο στην παραγωγή ανταλλακτικής αξίας, που πρέπει να πραγματώνεται στη αγορά, δεν μπορεί να υπάρχει κανένα εμπόδιο για την, εν τέλει, μετατροπή όλων των αγαθών σε ιδιωτικά αγαθά, δηλαδή, σε εμπορεύματα για ανταλλαγή στην αγορά έναντι χρήματος. Δημόσια, όπως και ιδιωτικά αγαθά, είναι στοιχεία του «συστήματος αναγκών» των χρηστών (αυτών που τα καταναλώνουν), που συναρτώνται με το «σύστημα εργασίας» των παραγωγών (αυτών που τα παράγουν ή τα παρέχουν).

Σύμφωνα με τον Adam Smith, τον πατέρα της αστικής πολιτικής οικονομίας, ενώ για την παραγωγή/ παροχή ιδιωτικών αγαθών, το κριτήριο είναι το κέρδος που αυτά μπορούν να αποφέρουν, για όσα αγαθά η παραγωγή δεν αποφέρει κέρδος,  αλλά που είναι, ωστόσο, εξαιρετικής σημασίας για την κοινωνία, η παροχή τους μπορεί να είναι υπό τη μορφή «δημόσιων αγαθών». Ο Adam Smith ονομάζει τις δαπάνες για τα «δημόσια αγαθά», «κόστη της κυριαρχίας» (δαπάνες για άμυνα, δικαστικό σύστημα, εκπαίδευση, θρησκευτική καθοδήγηση, δημόσια έργα και κρατικά ιδρύματα), τα οποία, τονίζει, πρέπει να υπηρετούν «την διευκόλυνση του εμπορίου». Και αναφέρει το εξής προφητικό παράδειγμα «συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα» : σε σχέση με τα επωφελή για το εμπόριο δημόσια έργα, όπως  δρόμους, λιμάνια, γέφυρες, πλωτά κανάλια κλπ, λέει ότι, ενώ οι δαπάνες για τη χρηματοδότησή τους πρέπει να καταβάλλονται από τα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να λειτουργούν σε ιδιωτική βάση, με την εκχώρηση, πχ, των δικαιωμάτων για τα διόδια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, των οποίων το συμφέρον θα πρέπει να είναι η διατήρηση της λειτουργίας των καναλιών.

Για τον Μαρξ, τα δημόσια αγαθά είναι οι «γενικές συνθήκες παραγωγής», που τις ορίζει ως τις συνθήκες για την ομαλή διατήρηση της διαδικασίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Ο Μαρξ τονίζει ότι «το κεφάλαιο αναλαμβάνει μόνο θετικές πρωτοβουλίες, θετικές σύμφωνα με τη δική του λογική». Η χρηματοδότηση των έργων που είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη αναπαραγωγική του λειτουργία, αλλά τα οποία δεν είναι κερδοφόρα για το κεφάλαιο, αναλαμβάνεται από το δημόσιο ταμείο, από τα «έσοδα της χώρας» και οι εργάτες που τα παράγουν «δεν εμφανίζονται σαν παραγωγικοί εργάτες, αν και αυξάνουν την παραγωγική δύναμη της χώρας».

Μόνο ο «συλλογικός καπιταλιστής», το κράτος, μπορεί ν΄ ασχοληθεί με τα δημόσια έργα, για τη δημιουργία των «γενικών συνθηκών παραγωγής». Η εργασία που απαιτείται γι΄ αυτό το σκοπό, ενώ αυξάνει την παραγωγικότητα του συνολικού κεφαλαίου, υπό την έννοια της παραγωγής υπεραξίας από τον ατομικό καπιταλιστή, είναι αντιπαραγωγική. Η κυρίαρχη, ωστόσο, τάση του καπιταλισμού είναι η μετατροπή ολόκληρης της εργασίας σε παραγωγική εργασία που αυξάνει την υπεραξία.

Ο Μαρξ είχε προβλέψει ότι, σε συνθήκες ανεπτυγμένου καπιταλισμού, οι «γενικές συνθήκες παραγωγής» μπορούν να παραχθούν σε ιδιωτική βάση.[3] Αυτό μπορεί να γίνει στο βαθμό που έχει συσσωρευτεί μια μεγάλη μάζα κεφαλαίου (πλασματικού κεφαλαίου), το οποίο αποβλέπει όχι στην άμεση εξαγωγή κέρδους από παραγωγικές επενδύσεις, αλλά στην πληρωμή τόκων και ομολόγων, ποντάρει στις συγκριτικές αποδόσεις των αγορών κλπ και είναι σε θέση να εισάγει τα δημόσια αγαθά στην αγορά γιατί του έχει παραχωρηθεί τα ιδιοκτησιακό δικαίωμα.

Η εποχή που γίνεται αυτό, είναι η εποχή της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, αυτού που αποτελεί την πεμπτουσία της σημερινής φάσης της παγκοσμιοποίησης, που, στην απεγνωσμένη αναζήτησή του για κερδοφόρες επενδύσεις, απαιτεί, μέσω της συρρίκνωσης της δημόσιας σφαίρας της οικονομίας και της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, τη μετατροπή τους σε πεδίο για κερδοφόρες  επενδύσεις.

Επομένως, τι είναι δημόσιο και τι ιδιωτικό εξαρτάται όχι από αφηρημένους ορισμούς, αλλά από την ιστορική φάση της εξέλιξης και της κρίσης του καπιταλισμού, που, όσο περισσότερο βαθαίνει, τόσο περισσότερο προωθεί την εμπορευματοποίηση κάθε πτυχής της ανθρώπινης ύπαρξης, από την πιο μακροσκοπική μέχρι την ίδια την βιολογική/γονιαδιακή υπόσταση του ανθρώπου και των πλέον στοιχειωδών φυσικών αγαθών, όπως το νερό, ο αέρας κλπ.



Η ιδιωτικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις και στον τρόπο που παρέχονται τα δημόσια αγαθά και στον τρόπο που μπορούν να καταναλωθούν. Η πρόσβαση σ΄ αυτά μετατρέπεται σε προνόμιο όσων έχουν να πληρώσουν. Όταν μιλάμε για ιδιωτικοποίηση, αναφερόμαστε τόσο σε περιπτώσεις μεταβίβασης στην ιδιωτική ιδιοκτησία αγαθών που πριν προσφέρονταν από το κράτος, όσο και περιπτώσεις εκχώρησης της διαχείρισης της παροχής τους σε ιδιώτες - είτε πρόκειται για ιδιωτικές, κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, είτε ΜΚΟ και ΝΠΙΔ.

Με την ιδιωτικοποίηση, η ποιότητα, η ποσότητα και η αποτελεσματικότητα όχι μόνο δεν βελτιώνονται, αλλά επιδεινώνονται και απορυθμίζονται, ενώ, παράλληλα, αποκτούν μια χωρίς προηγούμενο ταξική διάσταση: όσοι έχουν να πληρώσουν, «αγοράζουν» καλές υπηρεσίες (εκπαίδευσης, υγείας κλπ) στην αγορά. Οσοι δεν έχουν να πληρώσουν, είτε δεν έχουν καμιά πρόσβαση σε οποιαδήποτε υπηρεσία, ή, όταν έχουν, αυτή είναι υποβαθμισμένης ποιότητας και απροσπέλαστη από κάθε είδους «κριτήρια  και πρότυπα φροντίδας».

Αν υποθέσουμε ότι το «κοινωνικό κράτος» (social state) της προηγούμενης περιόδου, προϊόν ενός ταξικού συσχετισμού, ο οποίος επέβαλε τη θεσμοθέτηση εργατικών κατακτήσεων που εκφράστηκαν στον λεγόμενο «κοινωνικό μισθό» (εκπαίδευση, υγεία, συντάξεις, προστασία σε περιόδους ανεργίας κλπ), αποτελούσε μιαν εξασφάλιση απέναντι στην ανασφάλεια που παράγει η αγορά (συντελώντας σ΄ αυτό που ο Z. Bauman ονόμασε «επανεμπορευματοποίηση της εργασίας», τη διατήρηση, δηλαδή, του «εφεδρικού βιομηχανικού στρατού» σε κατάσταση σταθερής ετοιμότητας για ενεργό υπηρεσία), σήμερα είμαστε μάρτυρες του μετασχηματισμού του σε «κράτος ασφαλείας» (security state): ένα κράτος που επιχειρεί να μετατοπίζει το άγχος που προκαλεί η απορύθμιση των βασικών συνθηκών της ζωής, η εξατομίκευση των κινδύνων και η απόσυρση των ασφαλιστικών δικλείδων προστασίας, προς την κατεύθυνση της προσωπικής ασφάλειας: τους φόβους που πηγάζουν από μιαν απειλή στα ανθρώπινα σώματα, από παραβάτες, μετανάστες και πρόσφυγες κλπ. Τα πιο φτωχά στρώματα, για τα οποία δεν έχει παραμείνει παρά ένα αραιό και αχνό «δίχτυ προστασίας», υπάρχει η τάση να επαναταξινομούνται στη βάση μια οπτικής που αφορά όχι ένα ζήτημα «κοινωνικής φροντίδας», αλλά ένα ζήτημα «νόμου και τάξης», καθώς η ανικανότητα των πιο στερημένων για συμμετοχή στο παιχνίδι της αγοράς τείνει όλο και περισσότερο να ποινικοποιείται. Η ευάλωτη συνθήκη και η ανασφάλεια που προκαλεί η ελεύθερη αγορά, επαναπροσδιορίζεται, πλέον, ως ένα ατομικό πρόβλημα, ένα ζήτημα με το οποίο πρέπει ο καθένας να καταπιαστεί ατομικά, με ό,τι πόρους έχει στην διάθεσή του.

Γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα, το κοινωνικό κράτος, που ήταν ανέκαθεν ατροφικό, υποκαθίστατο, κατά κάποιον τρόπο, από την «προστασία» που παρείχε ένας υπερτροφικός δημόσιος τομέας, μέσω της μονιμότητας της σχέσης εργασίας και όσων συνδέονταν με αυτήν, για κοινωνική ανέλιξη και εξασφάλιση των γηρατειών. Αν και κακοπληρωμένες, οι θέσεις εργασίας στο δημόσιο είχαν τουλάχιστον την ασφάλεια της σταθερότητας σ΄ αυτές. Αυτός είναι ο λόγος που ο διορισμός στο δημόσιο διατηρεί ακόμα, παρά τον ολοένα αυξανόμενο περιορισμό των ευκαιριών και των δυνατοτήτων για πρόσβαση σ΄ αυτό, μια πρωτεύουσα θέση μέσα στο φαντασιακό των οικογενειών από τα φτωχά και μεσαία στρώματα, για την κοινωνική ανέλιξη, αλλά προπαντός, την εξασφάλιση μιας ασφαλούς εργασιακής σταδιοδρομίας.

Γι΄ αυτό και η κριτική στο λεγόμενο «δημόσιο» πρέπει να επικεντρώνεται σ΄ αυτές τις πλευρές του που το συναρτούν με τις επιδιώξεις της κερδοφορίας του κεφαλαίου, αυτές που το κάνουν όργανο πελατειακών σχέσεων και κλικών (το έδαφος πάνω στο οποίο ανθίζει η διαφθορά, η αδράνεια, η σπατάλη, η αναποτελεσματικότητα) και όχι (όπως κάνουν τα κάθε είδους, άμεσα ή έμμεσα φερέφωνα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου), στα στοιχεία που ενσαρκώνουν «κεκτημένα», τόσο από την «πλευρά των παραγωγών» (αυτών που παρέχουν τις υπηρεσίες), όπως αυτό της μονιμότητας, όσο και από την «πλευρά των χρηστών», που θα έπρεπε να έχουν μιαν αυξανόμενη – αντί για συρρικνούμενη, όπως συμβαίνει σήμερα - και στο ανώτερο δυνατό ποιοτικό επίπεδο πρόσβαση σε όλα τα «δημόσια αγαθά», τα οποία πρέπει να παρέχονται ισότιμα, δωρεάν και ανάλογα με τις ανάγκες. «Οσο μεγαλύτερες οι ανάγκες, τόσο μεγαλύτερες οι (δωρεάν) παροχές» - και όχι, «όσο μεγαλύτερο εισόδημα έχει κάποιος, τόσο περισσότερες υπηρεσίες να μπορεί ν΄ αγοράσει».

Ποιότητα και αποτελεσματικότητα υπηρεσιών, ασφάλεια «παραγωγών» και «χρηστών», δεν επιτυγχάνονται με τη μετατροπή των «χρηστών» σε καταναλωτές, που πρέπει να αγοράζουν το μέχρι χθες «δημόσιο αγαθό», ούτε με την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των «παραγωγών», αλλά με τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχο των υπηρεσιών και των επιχειρήσεων του δημοσίου από «παραγωγούς» και «χρήστες», στα πλαίσια μιας προοπτικής κοινωνικοποίησης και όχι ιδιωτικοποίησης της παραγωγής.

Ας δούμε, τώρα, την επίπτωση της «απορύθμισης» στο χώρο της ψυχικής υγείας, στην οποία αναφερθήκαμε, στις εργασιακές σχέσεις του «συστήματος των παραγωγών» (ή παροχής) του δημόσιου αγαθού «ψυχική υγεία» και στα μέχρι τώρα αποτελέσματα της «ψυχιατρικής μεταρρύθμισης».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Μονάδας Υποστήριξης και Παρακολούθησης «Ψυχαργώς-Β΄ φάση» (ΜΥΠ), το 2005, επί 383 (απογράφηκαν 377) στεγαστικών μονάδων (ξενώνων, οικοτροφείων, προστατευόμενων διαμερισμάτων), οι 269, ή ποσοστό 69.76%, ανήκαν στο δημόσιο και οι 114, ή ποσοστό 30.24%, στα ΝΠΙΔ.

Για τη λειτουργία αυτών των μονάδων απασχολούνται, στο δημόσιο, 1525 εργαζόμενοι και στα ΝΠΙΔ 1536 εργαζόμενοι. Αν είχε αναλάβει το δημόσιο την υλοποίηση των προγραμμάτων μετάβασης σε ξενώνες και οικοτροφεία, που με ραγδαίους ρυθμούς υλοποιήθηκε στο διάστημα 2000-5 (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΜΥΠ, από το 1988-99 ιδρύθηκαν 106 στεγαστικές μονάδες, ενώ από το 2000-5, ιδρύθηκαν 277 μονάδες), τότε, δεδομένου ότι η αποασυλοποίηση αφορούσε ασθενείς νοσηλευόμενους σε κρατικά ψυχιατρεία, θα έπρεπε να είχαν προσληφθεί αυτοί οι 1536 εργαζόμενοι στο δημόσιο.

Αντί για μόνιμες θέσεις στο δημόσιο, επιλέχθηκε να δημιουργηθούν οι θέσεις αυτές στον ιδιωτικό τομέα. Με αμοιβές πιο χαμηλές και προπαντός, με τον επισφαλή χαρακτήρα που έχει μια θέση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Αυτός ο επισφαλής χαρακτήρας αξιοποιείται τώρα που περιστέλλεται η χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα, πάλι σύμφωνα με στοιχεία της ΜΥΠ για το 2005, να έχουν «παραιτηθεί», από τις στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ, 208 εργαζόμενοι και άλλοι 58 να έχουν απολυθεί, μέσα σ΄ ένα χρόνο. Πρόκειται για παραιτήσεις και απολύσεις σε πρωτοφανώς μαζική κλίμακα, στο χώρο της ψυχικής υγείας, που έγιναν, προφανώς, όχι για άλλο λόγο, αλλά εξαιτίας της μη καταβολής των δεδουλευμένων μισθών και στα πλαίσια των διεκδικήσεων των εργαζομένων για τα πιο θεμελιακά και αναφαίρετα δικαιώματά τους.

Οι συνέπειες στη λειτουργία των θεραπευτικών ομάδων και στα θεραπευτικά προγράμματα των ασθενών (στο βαθμό που αυτά ισχύουν και γίνονται σεβαστά ως αρχές λειτουργίας και ως διαδικασίες) είναι ανυπολόγιστες και υποθέτουμε ότι θα πρέπει να έχουν αντιμετωπιστεί και αξιολογηθεί ως τέτοιες.

Κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατό στο δημόσιο, όπου η είσοδος ή η αποχώρηση από τη θεραπευτική ομάδα (Θ.Ο.) μια δομής, για όποιον λόγο και αν γίνεται (στην καλλίτερη των περιπτώσεων έχει να κάνει με τη συγκρότηση και τη λειτουργικότητα, θεραπευτική/ιδεολογική, της Θ.Ο), δεν συνεπάγεται την μη καταβολή του μισθού και/ή την απώλεια της θέσης εργασίας – επομένως, βασικά δικαιώματα, εν προκειμένω, δεν προσφέρονται για άσκηση εκβιασμών, ομηρίας, πολιτικών περιστολής των χρηματοδοτήσεων.

Αλλωστε, αυτό είναι που το κράτος θέλει ν΄ αποφύγει με την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, τουλάχιστον ως προς το σκέλος του προσωπικού : τις διασφαλίσεις που δίνει η μονιμότητα. Τα ΝΠΙΔ στην Ψυχική Υγεία προσφέρονται ως ένα πεδίο δοκιμασίας, εφαρμογής και εξάπλωσης πολιτικών κατάργησης της προστασίας και ανατροπής των εργασιακών σχέσεων, στο εσωτερικό του ίδιου του δημόσιου- συντελούν, ως καταλύτες, στην μετάλλαξη του δημόσιου σε ιδιωτικό.

Επομένως, η επιλογή της ανάθεσης στα ΝΠΙΔ ενός μεγάλου μέρους των στεγαστικών μονάδων δεν είχε να κάνει μόνο με την ταχύτερη απορροφητικότητα (που μάλλον δεν επιβεβαιώθηκε, τουλάχιστον στο βαθμό που αναμενόταν), αλλά, κυρίως, με τη μόνη σταθερή, αν και μη δεδηλωμένη, πολιτική κατεύθυνση για την ψυχική υγεία (αυτή που τείνει διαρκώς να επιβεβαιώνεται στην πράξη, πίσω από τις όποιες διακηρύξεις), που αφορά στην επίτευξη του χαμηλότερου κόστους, μεταξύ άλλων και με τη δημιουργία ενός εργατικού δυναμικού αναλώσιμου με την πρώτη ευκαιρία –και αυτή η ευκαιρία ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα ερχόταν πολύ σύντομα.

Ηδη, από τον περασμένο Νοέμβριο, ΓΓ του Υπουργείου Υγείας είχε μιλήσει για υπερβολικό αριθμό προσωπικού στις στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ, ο οποίος θα έπρεπε να μειωθεί. Το βέβαιο είναι ότι, αν και όταν αποκατασταθεί μια ομαλή ροή της χρηματοδότησης στα ΝΠΙΔ, αυτή δεν πρόκειται ποτέ πια να είναι στο ύψος που ήταν στο πρώτο 18μηνο της λειτουργίας των δομών και το βάρος των περικοπών (στον ενιαίο και σφαιρικό προϋπολογισμό των ΝΠΙΔ για κάθε οικοτροφείο) θα πέσει ταυτόχρονα στις αμοιβές και στον αριθμό του προσωπικού και στο επίπεδο φροντίδας των ενοίκων.

Οπως είχε προβλεφθεί από την αρχή και παρά τις επισημάνσεις και τις προειδοποιήσεις που έγιναν από πολλές πλευρές, η συγκρότηση των προγραμμάτων των ΝΠΙΔ για στεγαστικά προγράμματα (όπως και των αντίστοιχων προγραμμάτων του δημοσίου), ήταν επικεντρωμένη, πρωτίστως, στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων (το ενδιαφέρον περιοριζόταν στη φάση της «συγχρηματοδότησης») και όχι στην επεξεργασία μιας πολιτικής για την ψυχική υγεία. Στον ισχυρισμό ότι με την κατάρτιση του «Ψυχαργώς» μια τέτοια πολιτική πράγματι υπήρξε, θα απαντούσαμε ότι αυτή η πολιτική, πέρα από μια διακήρυξη γενικών αρχών (από 1999-2000 και ύστερα) για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, δεν προχώρησε ποτέ στην συγκρότηση ενός συγκεκριμένου σχεδιασμού για την υλοποίηση μιας διαδικασίας υπέρβασης του ψυχιατρείου, έτσι ώστε οι στεγαστικές δομές να εντάσσονται σ΄ ένα τομεοποιημένο δίκτυο κοινοτικών υπηρεσιών ψυχικής υγείας και να μη λειτουργούν (ιδιαίτερα αυτές του ιδιωτικού τομέα) ξεκομμένα και αυτοαναφορικά, όπως τώρα, αλλά ν΄ αποτελούν μέρος ενός συστήματος υπηρεσιών.

Αν υπήρχε μια σοβαρή επιλογή για το κλείσιμο των ψυχιατρείων, τότε θα έπρεπε να είχε μελετηθεί η διαδικασία μετάβασης και η συναρτημένη μ΄ αυτήν μεταφορά πόρων από το ιδρυματικό σύστημα στο κοινοτικό, έτσι ώστε να μη παράγονται και λειτουργούν οι νέες δομές συμπληρωματικά προς το παραδοσιακό ψυχιατρικό κύκλωμα, αλλά εναλλακτικά προς αυτό, δηλαδή, να το υποκαθιστούν ολοκληρωτικά  Τέτοιο σχέδιο δεν υπήρξε. Μεταφορά των πόρων δεν σημαίνει εγκατάλειψη των παλιών δομών και υπηρεσιών (ψυχιατρείων) προς όφελος  αυτοαναφορικών νέων δομών, αλλά το ριζικό μετασχηματισμό του ψυχιατρείου και των πρακτικών που συνδέονται με αυτό και έτσι, την ανάδυση μιας νέας ψυχιατρικής κουλτούρας και πρακτικής, που φορέας της θα ήταν, κατ΄ αρχήν, οι λειτουργοί όλων των κλάδων (που μέχρι τώρα διαχειρίζονταν τον εγκλεισμό στο ψυχιατρείο), με τη βαθμιαία μετάβασή τους σ΄ ένα ριζικά νέο πλαίσιο λειτουργίας και αλληλεπίδρασης, όπου οι ίδιοι άνθρωποι, οι ίδιοι οικονομικοί πόροι, «παράγουν υγεία» και συνοδεύουν τους ψυχικά πάσχοντες σε μια διαδικασία χειραφέτησης.

Φυσικά, οι υπάρχοντες πόροι, αυτοί που τώρα διατίθενται για τη νοσοκομειοκεντρική λειτουργία του ψυχιατρικού κυκλώματος, επ΄ ουδενί δεν θα επαρκούσαν για ένα πανεθνικά οργανωμένο, ολοκληρωμένο δίκτυο τομεοποιημένων κοινοτικών υπηρεσιών, με λειτουργία ριζικά εναλλακτική σ΄ αυτή του εγκλεισμού. Η στήριξη των ψυχικά πασχόντων στον «τόπο κατοικίας», στην κοινωνική ενσωμάτωση και στην αξιοπρεπή διαβίωση απαιτεί μια γενναία αύξηση της χρηματοδότησης για την Ψυχική Υγεία. Χρηματοδότηση ανάλογη με τις πολύπλοκες ανάγκες των ψυχικά πασχόντων, βασισμένη στον εθνικό προϋπολογισμό και όχι σε βραχύβια κοινοτικά προγράμματα : αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι σ΄ ένα μεγάλο μέρος της χώρας δεν υπάρχει ίχνος υπηρεσίας ψυχικής υγείας και σ΄ ένα άλλο, εξίσου μεγάλο, υπάρχουν εξαιρετικά ανεπαρκείς υπηρεσίες που αδυνατούν να παράσχουν μια πραγματική στήριξη. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών οδηγούνται συχνά στα ψυχιατρεία του κέντρου, ακόμα κι΄ όταν υπάρχουν στην περιοχή ψυχιατρικές υπηρεσίες (Ηπειρος, Στερεά-Εύβοια, αλλά και Πελοπόννησος κλπ). Η ύπαρξη ενός «ξεκομμένου» οικοτροφείου, δημόσιου ή ιδιωτικού, σ΄ ένα νομό, ή σε μια περιοχή, με τον τρόπο, μάλιστα, της μεταστέγασης από τα ψυχιατρεία, που δημιουργήθηκαν αυτές οι δομές, δεν είναι υπηρεσία ψυχικής υγείας για τον πληθυσμό της περιοχής όπου στεγάζεται η υπηρεσία. Ο ισχυρισμός για το αντίθετο δεν αποτελεί παρά βολικό άλλοθι για την ταυτόχρονη διεκδίκηση χρηματοδότησης (από τους ιδιώτες) και εγκατάλειψη των περιοχών αυτών (από το κράτος).

Η ετεροβαρής δραστηριοποίηση στη μονομερή υλοποίηση προγραμμάτων στεγαστικών δομών ήταν βολική για όλους και για έναν επιπλέον λόγο : δεν προκαλεί, δεν αμφισβητεί το παραδοσιακό ψυχιατρικό παράδειγμα, την κουλτούρα των λειτουργών και όλων των εμπλεκομένων. Όταν φτάνει ο ξενώνας, ή το οικοτροφείο, να θεωρείται και να λειτουργεί ως προέκταση της νοσοκομειακής νοσηλείας, τότε η ίδια η παραδοσιακή κουλτούρα μπορεί, εξωραϊζόμενη, να αγκαλιάσει και τις στεγαστικές δομές – όχι ως αμφισβήτηση του ψυχιατρείου, αλλά ως προέκταση και ως συμπλήρωμά του. Αντίθετα με τις αρχικές τους υποσχέσεις και την αυτοπαρουσίασή τους ως φορέων «καινοτομίας», οι μη κερδοσκοπικές εταιρείες (όπως θα αναλύσουμε περισσότερο παρακάτω), ήταν οι κύριοι φορείς, οι αναντίρρητα διαθέσιμοι στην υλοποίηση αυτών των «μετα-στεγαστικών» (transinstitutionalization) προγραμμάτων του κράτους («εργο-λάβοι»), χωρίς κριτική του υπάρχοντος, χωρίς η παρουσία τους και η πρακτική τους να έχει ένα μετασχηματιστικό χαρακτήρα.

Είναι χαρακτηριστικό της «μεταστεγαστικής» φρενίτιδας που επικράτησε τα τελευταία χρόνια, με την μαζική είσοδο των ΝΠΙΔ στο χώρο τη ψυχικής υγείας, ότι, στη Β΄ φάση «Ψυχαργώς», μέσα σε δύο χρόνια (2003-4), εκ των 25 συνολικά ΝΠΙΔ που εμπλέκονται στη ψυχική υγεία, τα 20 ανέλαβαν την ίδρυση και λειτουργία 51 οικοτροφείων, δηλαδή του 45% του συνόλου των δομών που ίδρυσαν τα ΝΠΙΔ (σ΄ όλη τη διάρκεια της περιόδου, από το 1984 που εκτυλίσσεται η «ψυχιατρική μεταρρύθμιση»), με περίπου 765 ενοίκους (θεωρώντας ότι κάθε οικοτροφείο έχει 15 ενοίκους), επί συνολικής δυναμικότητας 1.183 κλινών, που διαθέτουν όλες οι στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ (στοιχεία ΜΥΠ) – δηλαδή, το 65% των ασθενών, που φιλοξενούνται σε στεγαστικές δομές των ΝΠΙΔ, έχουν μεταβεί σ΄ αυτές (σε οικοτροφεία) τα τελευταία δύο χρόνια. (Από το υπόλοιπο 55%, δηλαδή, 63 δομές, με το 35% των φιλοξενουμένων, οι 19 είναι προστατευόμενα διαμερίσματα που ιδρύθηκαν μια εταιρεία, ενώ άλλα 10 ιδρύθηκαν από μια άλλη).

Την  ίδια περίοδο (2003-4), 34 φορείς ΝΠΔΔ (ψυχιατρεία και γενικά νοσοκομεία) ίδρυσαν και λειτούργησαν 69 δομές, που αφορούσαν, αντίθετα με ό,τι έγινε με τα ΝΠΙΔ, σε όλο το φάσμα των στεγαστικών δομών (ξενώνες, οικοτροφεία, προστατευόμενα διαμερίσματα), ενώ, αν ληφθεί υπόψιν η περίοδος από το 2000 (Α΄ φάση «Ψυχαργώς»), ο συνολικός αριθμός των δομών, που ιδρύθηκαν από ΝΠΔΔ, ανέρχεται στις 125. Παρόλο που ο αριθμός των δομών που ίδρυσαν τα ΝΠΔΔ είναι αισθητά μεγαλύτερος από αυτόν των ΝΠΙΔ (και επομένως, σε πρώτη ματιά, θα φαινόταν ότι τα ΝΠΙΔ παίζουν ένα συμπληρωματικό ρόλο σ΄ ένα εγχείρημα που έχει πρωτίστως ανατεθεί στο δημόσιο) έχει σημασία να προσεχτούν τα εξής στοιχεία.

Πρώτον, ο ρυθμός και τα ποσοστά των αναθέσεων στα ΝΠΙΔ αυξάνονται και μάλιστα με ταχύτερους ρυθμούς - καθώς τα ίδια τα ΝΠΙΔ αυξάνονται διαρκώς σε αριθμό και νέοι «παίκτες» μπαίνουν στο παιχνίδι, μέσα από τους δρόμους που άνοιξαν οι παλαιότεροι «παίκτες».

Δεύτερον, σε αρκετά ΝΠΔΔ και συγκεκριμένα στα μικρότερα ψυχιατρεία που ήδη έκλεισαν, ή πρόκειται σύντομα να κλείσουν, οι νέες δομές δεν απαίτησαν παρά, συγκριτικά, πολύ λίγες νέες προσλήψεις (μικροί σχετικά αριθμοί και μόνο στη πρώτη φάση του «Ψυχαργώς»), καθώς στελεχώθηκαν κυρίως από το μόνιμο προσωπικό που εξ ολοκλήρου μετακινήθηκε από το ψυχιατρείο στις δομές (εδώ υπήρξε μια «μεταφορά πόρων», αν και κυρίως, προς στεγαστικές δομές).

Συγκεκριμένα, στην περίπτωση των δύο ψυχιατρείων  που έκλεισαν, στο μεν ΨΝΠΟ (Πέτρας Ολύμπου), προσλήψεις (αορίστου χρόνου) έγιναν (πολύ λίγες) μόνο στην Α΄ φάση του «Ψυχαργώς», ενώ αντίστοιχες προσλήψεις αορίστου χρόνου έγιναν και σε ορισμένα γενικά νοσοκομεία που ανέπτυξαν ξενώνες για φιλοξενία ασθενών  από το ΨΝΠΟ. Στην Β΄ φάση του «Ψυχαργώς» προσλήψεις έγιναν μόνο για τη στελέχωση των οικοτροφείων των ΝΠΙΔ, ενώ οι δομές του ΨΝΠΟ λειτούργησαν με μετακίνηση των προσωπικού του ψυχιατρείου. Με στοιχεία κατά προσέγγιση, στο διάστημα 2000-5, περίπου 120 νοσηλευόμενοι μετακινήθηκαν σε δομές του ΨΝΠΟ και γενικών νοσοκομείων και 80 σε δομές των ΝΠΙΔ. 

Στο ψυχιατρείο Χανίων, προσλήψεις, και εδώ πολύ λίγες, έγιναν μόνο στην περίοδο της Α΄ φάσης του «Ψυχαργώς», ενώ στη Β΄ φάση (κι΄ αυτό είναι αξιοσημείωτο) μετακινήσεις ασθενών έγιναν μόνο προς δομές του δημοσίου, χωρίς καμιά συμμετοχή των ΝΠΙΔ στο όλο εγχείρημα..

Τρίτον, τα ΝΠΔΔ (ψυχιατρεία, γενικά νοσοκομεία κλπ) δημιούργησαν όχι μόνο οικοτροφεία, αλλά και ξενώνες και προστατευόμενα διαμερίσματα, όπου το προσωπικό είναι συγκριτικά λιγότερο έως ανεπαρκές (τα διαμερίσματα, μάλιστα, καλύπτονται, συνήθως, από το προσωπικό του ξενώνα που τα στηρίζει), ενώ  για τα ΝΠΙΔ, που έκαναν κυρίως οικοτροφεία με ενοίκους τρίτης ηλικίας, με προβλήματα νοητικής καθυστέρησης και με σοβαρά, εν γένει, λειτουργικά προβλήματα (στο βαθμό, βέβαια, που λειτούργησε η δέσμευση που είχε αναληφθεί για φιλοξενία σ΄ αυτές τις δομές αυτών ακριβώς των περιστατικών), χρειαζόταν πολύ περισσότερο προσωπικό σε σχέση με αυτό που υπήρχε στα ψυχιατρικά τμήματα χρόνιας παραμονής, όπου στοιβάζονταν αυτοί οι ασθενείς (των οποίων η πολυπλοκότητα των αναγκών απαιτεί, για απροσδιόριστη περίοδο χρόνου, αναλογίες θεραπευτών προς ενοίκους 1:2 ή και 1:3). Επομένως, θα καθίστατο αναγκαία η πρόσληψη πολύ περισσότερου προσωπικού στη βάση της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας απ΄ όσο τελικά χρειάστηκε για τις αποκαταστασιακές δραστηριότητες του δημόσιου, αν αυτό δεν «ξεφορτωνόταν» προς τον ιδιωτικό τομέα τα πιο βαριά περιστατικά – με την προοπτική, φυσικά, που ζούμε σήμερα, της περιστολής της χρηματοδότησης για την φροντίδα τους, πράγμα που θα ήταν δύσκολο να γίνει αν το έργο αυτό είχε αναληφθεί από το δημόσιο. Αντίθετα, με το είδος των εργασιακών σχέσεων που διέπει τα ΝΠΙΔ, ο στόχος της μείωσης του κόστους και της περιστολής των δαπανών θα ήταν εφικτός.

Υπάρχει και ένα τέταρτο σημείο, που αφορά την προνομιακή ανάθεση, όλο και περισσότερο, μονάδων πρωτοβάθμιας και κοινοτικής φροντίδας (Κινητές Μονάδες) στα ΝΠΙΔ – ένα ζήτημα στο οποίο θ΄ αναφερθούμε παρακάτω.

Για μιαν ακόμη φορά, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Λέρου (βλ. παρακάτω), τα ΝΠΙΔ χρησιμοποιήθηκαν (ανεξάρτητα από τις όποιες προθέσεις από την όποια πλευρά), όχι ως φορείς «καινοτομίας», αλλά για την ταχεία αποσυμφόρηση των ψυχιατρείων, για τη μείωση των κλινών και το κλείσιμό τους με το, κατά το δυνατόν, πιο χαμηλό κόστος. Η συνέχεια έχει, ήδη, προετοιμαστεί με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, που προαναφέρθηκαν.

Η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι για την εφαρμογή της γενικής πολιτικής της στην ψυχική υγεία βρίσκονται μπροστά σ΄ ένα «μεταρρυθμιστικό κατασκεύασμα» (μπροστά σ΄ ένα artefact), που τους φαίνεται μάλλον πολύ «ακριβό» για να το συντηρήσουν - κάτι σαν τις Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, που αποσυντίθενται και σκουριάζουν, μόνο που τώρα πρόκειται για τη ζωή ανθρωπίνων υπάρξεων, των οποίων η αξιοπρεπής φροντίδα αποδείχτηκε πολύ ακριβή για τις προτεραιότητες των νεο (σοσιαλ) φιλελεύθερεων πολιτικών, μέσω των οποίων λειτουργεί η θριαμβεύουσα «οικονομία της αγοράς».

Συμπερασματικά, η ελληνική «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», στο δημόσιο και στον
ιδιωτικό τομέα, εξαντλείται στη «μεταστέγαση» των ασθενών από τα άσυλα σε μικρές δομές μέσα στην κοινότητα. Οι κλίνες εντός, μεταφέρθηκαν εκτός. Υπηρεσίες που να μειώνουν την ανάγκη διάθεσης κλινών στο σύστημα, δεν δημιουργήθηκαν. Όχι, επομένως, αποιδρυματοποίηση (όχι μετασχηματισμός, όχι υπέρβαση του παλιού), αλλά απονοσοκομειοποίηση («εξιτήρια»). Μια ιδιότυπη απονοσοκομειοποίηση, όπου τα «εξιτήρια» είναι «εισαγωγές» σε νέες κλίνες (των στεγαστικών δομών), οι οποίες συστήνονται εν δυνάμει και εν τέλει καταλήγουν, περίπου, νοσοκομειακές κλίνες. Ενας αστερισμός διάσπαρτων δομών (όπου βρισκόταν κτίριο για ενοικίαση, όπου βόλευε, χωρίς σχέδιο, χωρίς σκέψη για Τομέα, χωρίς, χωρίς…).

Παρά τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης (χωρίς αυτό να είναι απόλυτο σε κάθε περίπτωση, ούτε εγγυημένο σε μακροπρόθεσμη βάση), η λογική της ιδρυματικής διαβίωσης (της παροχής φροντίδας μέσα σε «κλειστούς χώρους») των ασθενών ήταν αυτή που κυριάρχησε. Η πρωτοκαθεδρία της «κλίνης», ενάντια στην «ολοκληρωμένη παροχή υπηρεσιών και στήριξη» στον τόπο κατοικίας, σε συνθήκες κατά δυνατόν μεγαλύτερης και υποστηριζόμενης (υλικά, θεραπευτικά, σχεσιακά, κοινωνικά) αυτονομίας, διατηρείται και αναπαράγεται μέσα ακριβώς από το νεοϊδρυματικό μοντέλο που κυριάρχησε σ΄ αυτή την «αλλαγή χωρίς αλλαγή» στο χώρο της ψυχικής υγείας στην Ελλάδα.

Πρακτικά, για τους διαχειριστές του συστήματος, αυτό σημαίνει ότι, μια οικονομική πολιτική που λειτουργεί αναγκαστικά στη λογική της δραστικής συρρίκνωσης των κοινωνικών παροχών, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη, όχι μόνο με την ανάγκη συντήρησης των 383 δημόσιων και ιδιωτικών στεγαστικών δομών (νοίκια, λειτουργικά έξοδα, προσωπικό κλπ), αλλά και με το διαρκώς αυξανόμενο αίτημα για όλο και περισσότερες στεγαστικές δομές, για τις ανάγκες χιλιάδων ασθενών, που εισέρχονται στο ψυχιατρικό κύκλωμα από εδώ και πέρα, οι οποίες μένουν αναπάντητες και στις οποίες το σύστημα δεν μπορεί να δώσει άλλη λύση από τη διαχείρισή τους σε «χώρους εγκλεισμού» (κατ΄ ευφημισμόν κατοικίας και θεραπείας). Εξ’ ου και η συζήτηση για τμήματα «μέσης νοσηλείας» στα εναπομένοντα ψυχιατρεία, που θα καταλήξουν, αναπόφευκτα, τμήματα «μακράς νοσηλείας», δημιουργώντας ένα χωρίς προηγούμενο φαύλο κύκλο – να κλείνουν αυτό που θέλουν να μείνει ανοιχτό και ν΄ ανοίγουν αυτό που έχουν δεσμευθεί να κλείσουν.

Για μιαν ακόμη φορά, όσο δεν αναπτύσσεται ένα ολοκληρωμένο και τομεοποιημένο δίκτυο παροχής υπηρεσιών στην κοινότητα, ριζικά εναλλακτικό στο ψυχιατρείο, που να σχετικοποιεί την ανάγκη νοσοκομειακής νοσηλείας (σε γενικό νοσοκομείο, ή ΚΨΥ) και να δίνει κυριαρχική προτεραιότητα στην ολόπλευρη στήριξη τη ζωής των ανθρώπων μέσα στον κοινωνικό ιστό, το αποτέλεσμα θα είναι η παραγωγή και αναπαραγωγή της χρονιότητας και το αίτημα δεν θα είναι για στήριξη μιας κοινωνικής ζωής με πλήρη δικαιώματα, αλλά θα διοχετεύεται στην αναζήτηση κλίνης, σε μια κατάσταση όπου, επί ελλείψεώς της, το μόνο που θα διατίθεται θα είναι οι δημόσιοι χώροι της πόλης.

Αυτό το κουβάρι αντιφάσεων (μια στρεβλή, νεοϊδρυματική μεταρρύθμιση, που αντί για ένα πιο φτηνό, που επιθυμούσαν, παρήγαγε ένα σύστημα πιο ακριβό απ΄ αυτό που επέβαλλαν οι δεσμεύσεις των νεοφιλελεύθερων επιλογών και των Κοινοτικών «οδηγιών»), δημιουργεί μιαν εκρηκτική κατάσταση, μέρος της οποίας είναι η κρίση που μαστίζει το οικοδόμημα των ΝΠΙΔ. Η ανάδειξη των κινητήριων δυνάμεων πίσω από αυτή την κρίση, δίνει τη δυνατότητα όχι μόνο να κατανοηθούν οι κλυδωνισμοί των ΝΠΙΔ, αλλά, επίσης, το γεγονός ότι, ύστερα απ΄ αυτά, δεν θ΄ αργήσει η κρίση αυτή να εκδηλωθεί μέσα στον ίδιο τον δημόσιο τομέα της ψυχικής υγείας.

Το σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκονται τώρα τα ΝΠΙΔ (στο βαθμό που η κρατική επιχορήγηση, τώρα, ή στο προσεχές μέλλον, δεν θα είναι επαρκής) είναι, από τη μια, να εγκαταλείψουν την προσπάθεια (όπως έχει ήδη επιχειρηθεί από ορισμένες πλευρές), να συρρικνώσουν δραστικά το επίπεδο της φροντίδας που παρέχουν, ή να τους επιτραπεί να εξοικονομούν έσοδα μέσα από μια πιο κερδοφόρα και «προς την αγορά» στραμμένη λειτουργία.

Σ΄ αυτό το τελευταίο είναι πιθανό ότι ελπίζουν πολλοί από τους συμμετέχοντες σ΄ αυτή την «περιπετειώδη» επιχείρηση, προκειμένου ν΄ αντέξουν  την ασφυκτική πίεση που τους ασκείται αυτή την περίοδο. Ολοι γνωρίζουν 

-ότι ο μη κερδοσκοπικός τομέας είναι αυτός που, κατ΄ εξοχήν, έχει αναλάβει, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τη στέγαση αυτών που πήραν εξιτήριο από τα ψυχιατρεία. Αρα πρόκειται για μια ευρωπαϊκή τάση και πρακτική και, επομένως, «έχει μέλλον».

-ότι αυτή η κρίση (όχι για τη μια, ή την άλλη επιμέρους εταιρεία, αλλά για τον ιδιωτικό, μη κερδοσκοπικό, ή κερδοσκοπικό τομέα ως επιλογή και ως εργαλείο του κράτους για την ιδιωτικοποίηση των οικονομικών του λειτουργιών και των προνοιακών του δραστηριοτήτων), θα είναι «περαστική» – στα πλαίσια της συντεταγμένης και αμετάστρεπτης πορείας  προς την ιδιωτικοποίηση των πάντων. Μια ισορροπία, με πιο περιορισμένη χρηματοδότηση, αργά ή γρήγορα, θα βρεθεί.

-ότι σε πολλές χώρες του «Τρίτου Κόσμου», οι στεγαστικές δομές, κερδοσκοπικές και μη κερδοσκοπικές, είναι χώροι («αποθήκες») για την εναπόθεση μελών οικογενειών της μεσαίας τάξης.

Είναι πιθανό και εδώ, αφού επιτελεστεί το έργο της «μεταστέγασης» των ασθενών από τα άσυλα, ν΄ ανοίξει μελλοντικά ο δρόμος για πιο εμπορικές και «αγοραίες» διαδικασίες, τουλάχιστον για ορισμένους από τους «παίχτες» και οι υπηρεσίες, πλέον, να «πωλούνται και να αγοράζονται» με τους τυπικούς τρόπους της αγοράς…

Αν η σχέση ανάμεσα στο κράτος και στις εταιρείες, στη «μεταρρυθμιζόμενη» ψυχική υγεία, παίρνει αυτές τις παλινδρομικού τύπου μορφές (που, όπως προσπαθήσαμε ν΄ αναλύσουμε παραπάνω, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικές), είναι
-γιατί η σχέση αυτή συνδέεται με συμφέροντα που δεν είναι (και γίνονται όλο και λιγότερο) αξιόπιστα (ιδιαίτερα όσον αφορά τα νεοεισερχόμενα ΝΠΙΔ),
-γιατί, ως επί το πλείστον, αυτή η σύμπραξη (απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί «συνέργια») χαρακτηρίζεται από αμοιβαία αποϋπευθυνοποίηση ως προς την ποιότητα των παροχών και την συνάρθρωση των δομών αυτών σε κάποιο δίκτυο υπηρεσιών,
-γιατί συγκροτούνται, εν τέλει, από συμπλεύσεις  εξουσιών, ένθεν κακείθεν, που δεν έχουν ως στόχο την χειραφέτηση των υποκειμένων και
-γιατί ο ρόλος που επέλεξαν οι εταιρείες να παίξουν στο σύστημα  των ψυχιατρικών υπηρεσιών (που επιτείνεται από την ψυχρολουσία των περικοπών), τις οδηγεί σε πρακτικές επιβίωσης και όχι υπέρβασης.

Το τρίτο σημείο αφορά τη συμβολή των ΝΠΙΔ στο μετασχηματισμό του ψυχιατρικού συστήματος. Αυτό που παρατηρούμε, είναι ότι τα ΝΠΙΔ που δραστηριοποιούνται στο χώρο της ψυχικής υγείας, ακόμα και τα παλαιότερα, δεν έβγαλαν τα αναγκαία μαθήματα από μια κομβική εμπειρία μετασχηματισμού ψυχιατρείου στην Ελλάδα, που ήταν αυτή της Λέρου. Εκεί είχαμε μια παρέμβαση των ΝΠΙΔ (1991-92) διάρκειας δύο μηνών για την επιλογή των πιο λειτουργικών ασθενών (cream off the best, όπως έγραψε σε έκθεσή της, το 1991, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων της τότε ΕΟΚ, για την εφαρμογή του καν. 815/84 στη Λέρο).

Τι θα είχε αλλάξει στο Κρατικό Θεραπευτήριο Λέρου, αν δεν είχε ακολουθήσει η παρέμβαση στο εσωτερικό του ψυχιατρείου από δεκάδες και εκατοντάδες επαγγελματίες ψυχικής υγείας, εθελοντές και νέους του νησιού, που, αν και ατελής και ημιτελής (διακόπηκε το 1995, με τον τερματισμό του καν. 815/84), ήταν, ωστόσο, αυτή που μεταμόρφωσε το ψυχιατρείο;

Η Λέρος ήταν η πρώτη ευκαιρία για να εμφανιστούν στο προσκήνιο πρακτικές των ΝΠΙΔ που αξιοποιούν μιαν «από τα έξω» και βραχύτατη επαφή με το ψυχιατρικό ίδρυμα, όχι για να το μετασχηματίσουν (πράγμα αδύνατο υπ΄ αυτούς τούς όρους), αλλά για να επωφεληθούν στην οικοδόμηση υπηρεσιών και δομών, προορισμένων σε μια ξεκομμένη, αυτοαναφορική ύπαρξη, που δεν έχουν καμιά σχέση με τον αρχικά επιδιωκόμενο στόχο, στον οποίο ενεπλάκησαν, με σκοπό την αναπαραγωγή του  «sratus» και της «επιφάνειας» της εταιρείας (πχ, επωφελούμαι από τα προγράμματα επανένταξης των ασθενών της Λέρου για να φτιάξω «κάτι» αλλού). Αυτό καλλιεργεί μια κουλτούρα, ένα τύπο σχέσης με το συνολικό σύστημα των υπηρεσιών, που δεν αναλαμβάνει δεσμεύσεις και υπευθυνότητες, που αδυνατεί να οικοδομήσει και να ενταχθεί σε δίκτυα υπηρεσιών (δίκτυα πραγματικά και όχι των στεγαστικών δομών των ΝΠΙΔ μεταξύ τους).

Στη Λέρο δοκιμάστηκε η αυθεντικότητα, η ανεξάρτητη και μη υποταγμένη στις εξουσίες στάση, η έμπρακτη αμφισβήτηση του ψυχιατρείου και η πραγματική «καινοτομία». Ηταν εδώ που, για πρώτη φορά, προγράμματα μη κερδοσκοπικών εταιρειών, διαφοροποιημένα μεταξύ τους (ως προς τη φιλοσοφία, τον τύπο και τους χρόνους της παρέμβασης κλπ), που είχαν υποβληθεί για «παρέμβαση» στο ΚΘΛέρου, έγινε αποδεκτό, από τους εισηγητές τους, να ομογενοποιηθούν και να αναχθούν σ΄ αυτή την ισχνή, δίμηνη παρουσία (προορισμένη να κατασκευάσει την «εικόνα της υποδοχής», το 1991, στον Πειραιά, των πρώτων εγκλείστων που εγκατέλειπαν το κακόφημο, τότε, ψυχιατρείο), για να μη μείνουν «έξω από το τρένο» της εσπευσμένης προγραμματικής επιχείρησης του κράτους.

Εν συνεχεία, έγιναν (την περίοδο 1993-94) κυρίως επιλογές ασθενών από άλλα ψυχιατρεία και όχι από τη Λέρο (ασθενών πιο «λειτουργικών»), μεταξύ άλλων (αλλά όχι μόνο) για να παρακαμφθούν οι αντιστάσεις στο νησί - ενώ η χρηματοδότηση των ΝΠΙΔ ήταν για την «αποσυμφόρηση» του ΚΘΛέρου. Σύντομα, με τον τερματισμό του καν. ΕΟΚ 815/84, έκλεισε η στρόφιγγα της χρηματοδότησης για μεγάλο χρονικό διάστημα και οι δομές πέρασαν δύσκολες στιγμές, μέρος του προσωπικού αποχώρησε κλπ. Επομένως, οι παλιότερες (και επιστημονικά πιο «έγκυρες») εταιρείες έχουν ξαναζήσει την «κρίση του 2005-6» και πριν μερικά χρόνια και δεν μπορούν να πουν ότι «δεν ήξεραν..»…

Αντίθετα, μαζί με τα καινούργια ΝΠΙΔ, που προστέθηκαν τα επόμενα χρόνια, ο μη
κερδοσκοπικός τομέας της ψυχικής υγείας συνέχισε και τράβηξε στα άκρα αυτή τη μονόπλευρη, εξωτερική και «μη μετασχηματιστική» σχέση με το ίδρυμα (και το σύστημα της ψυχιατρικής φροντίδας γενικότερα), που ξεκίνησε στη Λέρο και συνεχίζεται τώρα στα υπόλοιπα ψυχιατρεία. Ανεξάρτητα αν ορισμένοι σέβονται περισσότερο και άλλοι λιγότερο μια στοιχειωδώς θεραπευτική / αποκαταστασιακή διαδικασία, αυτό που πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι η παρέμβαση των ΝΠΙΔ αποσυμφορεί, συρρικνώνει, αλλά δεν μετασχηματίζει. Όπως έχει συμβεί και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, στο βαθμό που ο ιδιωτικός τομέας καταλαμβάνει ένα όλο και μεγαλύτερο μέρος του θεσμικού/ιδρυματικού πεδίου, κάνει αυτό το πεδίο αδιαπέραστο στις μετασχηματιστικές πρακτικές, στο βαθμό που παγιώνονται διαδικασίες που αγκυροβολούν σε συμφέροντα ξένα προς ένα πραγματικό μετασχηματισμό. 

Στη βάση των ανωτέρω, η παραχώρηση στα ΝΠΙΔ ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού μονάδων κοινοτικής παρέμβασης (όπως είναι οι Κινητές Μονάδες και τα Κέντρα Ημέρας), εκφράζει μια περαιτέρω στροφή στην ιδιωτικοποίηση, αυτή τη φορά στον χώρο της πρωτοβάθμιας κοινοτικής φροντίδας.

Αυτό που αποτελεί διαφαινόμενο κίνδυνο, εν προκειμένω, είναι, εκτός από την ιδιωτικοποίηση και η αδυναμία μιας πραγματικής (πλήρους, σε ολοκληρωμένη βάση, με πραγματική συνέχεια στο χώρο και στο χρόνο) κάλυψης των αναγκών.

Αφήσαμε εκτός, για ανάπτυξη σε άλλη ευκαιρία, το σημαντικό ζήτημα των κερδοσκοπικών φορέων και των ιδιωτικών κλινικών. Σημαντικό,

Πρώτον, λόγω της ακραίας αυθαιρεσίας και της σοβαρής υποβάθμισης των διαδικασιών, των όρων και των συνθηκών φροντίδας και θεραπείας. που επικρατεί σ΄ αυτές.

Δεύτερον, λόγω του γεγονότος ότι ο νόμος 2716/99 προβλέπει τη δυνατότητα για ανάθεση ξενώνων και οικοτροφείων και σε κερδοσκοπικούς φορείς,

Τρίτον, επειδή ορισμένοι εχθροί του κλεισίματος των ψυχιατρείων επωφελούνται από τα φαινόμενα άνθισης της ζήτησης για νοσηλεία και διαμονή σε ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές ορισμένων περιοχών, όπου έχουν κλείσει ή συρρικνωθεί τα ψυχιατρεία (λόγω της έλλειψης κοινοτικών υπηρεσιών που θα υποκαθιστούσαν τα ψυχιατρεία) και σπεύδουν να στιγματίσουν ως μέγα λάθος(!) το κλείσιμο των ψυχιατρείων - γιατί η Ψυχιατρική τους είναι αδιανόητη χωρίς «κλειστά ιδρύματα», που ρυθμίζουν την εναλλαγή αποκλεισμού και εγκλεισμού. Ο λαϊκισμός και η δημαγωγία ποτέ δε περίσσεψαν από όσους ανέκαθεν υποστήριζαν τις συντηρητικότερες των λύσεων. Ένα επιχείρημα - άλλοθι όσων δεν έπαψαν ποτέ να επιζητούν την διατήρηση του υπάρχοντος ψυχιατρικού συστήματος.

Σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, οι δομές του δημοσίου διατρέχουν, επίσης, βίο παράλληλο με αυτόν των ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών φορέων και οι ασφαλιστικές δικλείδες, που λειτουργούν τώρα στο δημόσιο, δεν θα λειτουργούν επ΄ άπειρο.

Γι΄ αυτό:

-Θα χρειαστεί η σφυρηλάτηση μιας συμμαχίας και κοινών αγώνων ανάμεσα στους εργαζόμενους στο δημόσιο και στον ιδιωτικό μη κερδοσκοπικό τομέα.
-Το κύμα των ιδιωτικοποιήσεων (ανάθεση στις εταιρείες) στην ψυχική υγεία πρέπει ν΄ ανακοπεί.
-Ολες οι δομές των ΝΠΙΔ μπορεί και πρέπει να δημοσιοποιηθούν άμεσα, το προσωπικό τους ν΄ αποχτήσει μονιμότητα, οι ένοικοι των δομών ασφαλή και ποιοτική φροντίδα και πλήρη δικαιώματα.
-Να διεκδικηθούν δραστικά αυξημένοι πόροι για την Ψυχική Υγεία από τον εθνικό προϋπολογισμό.
-Να γίνουν άμεσα βήματα για την οργάνωση τομεοποιημένων κοινοτικών υπηρεσιών, εναλλακτικών στη νοσοκομειακή νοσηλεία. Τα ψυχιατρεία να κλείσουν και οι κλίνες τους να μεταφερθούν στα γενικά νοσοκομεία.

Βιβλιογραφικές αναφορές:

1. «Απογραφή Μονάδων Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης». Πανελλήνια μελέτη, προκαταρκτικά αποτελέσματα. (ΜΥΠ, Δεκέμβρης 2005).

2. «Προβλήματα στην υποστήριξη και παρακολούθηση της λειτουργίας των νέων δομών» (ημερομηνία αναφοράς 31/12/05). Νίκος Γκιωνάκης, Μονάδα Υποστήριξης και παρακολούθησης «Ψυχαργώς»- Β΄ φάση».

3. Στ. Στυλιανίδης, Π.Χ. Χονδρός: «Ποιότητα φροντίδας, ψυχοκοινωνική αποκατάσταση και ψυχιατρική μεταρρύθμιση: Κρίσιμα και επίκαιρα ερωτήματα», Τετράδια Ψυχιατρικής Νο 93, 2006.

4. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, αρ. Φύλλου 81, 4/4/05, νόμος 3329/05 (Για τις ΔΥΠΕ κλπ).

5. Εφημερίδα Κυβερνήσεως, αρ. Φύλλου 485, 19/5/02. Αποφάσεις. «Ορισμός του κατά το άρθρο 13 του Ν. 2716/99 ειδικού ενοποιημένου (κλειστού) νοσηλείου…»

6. «Σε Κίνδυνο οι Δομές της Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης» (Ανακοίνωση της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση-«Τετράδια Ψυχιατρικής») ΤΨ Νο 90.

7. Elmar Altvater : «Παγκοσμιοποίηση, Ιδιωτικοποιήσεις και Δημόσια Αγαθά», Monthly Review Imprint, 2006.

8. Adam Smith : «Μια Ερευνα για τη Φύση και τις Αιτίες του Πλούτου των Εθνών», 1776.

9. Καρλ Μαρξ : «Grundrisse der Kritik der politischen Okonomie». Εκδ.Pelican, 1973.

10. Zygmunt Bauman : “Europe. An Unfinished Adventure”. Polity, 2004.

11. Forum Salute Mentale : Εισήγηση στη σύνοδο της Ρώμης, 16 Οκτώβρη 2003.

2007                                                                                              Θ. Μεγαλοοικονόμου




















[1] Στις εξαιρέσεις θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και η νομική μορφή των «ΚΟΙΣΠΕ», που, όμως, είναι διαφορετικής φύσης από τα υπό συζήτηση ΝΠΙΔ και ίσως εξαιτίας αυτής της διαφορετικής μορφής και των σκοπών της (η οποία δυσκολεύει τη χρησιμοποίησή της όπως των ΝΠΙΔ) την έχουν αφήσει να καρκινοβατεί.

[2] «Ως δημόσια υγεία ορίζεται το σύνολο των οργανωμένων δραστηριοτήτων της πολιτείας και της κοινωνίας, που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και αποβλέπουν στην πρόληψη των νοσημάτων, στην  προστασία και στην προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας της ζωής…Η δημόσια υγεία είναι, πρωτίστως άσκηση δημόσιας πολιτικής και γίνεται με την ευθύνη του κράτους» (Από το κείμενο του νόμου για την «Οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας, που ψηφίστηκε στις 27/6/2005, η υπογρ. δική μας). Ο νόμος αναφέρεται σε «δραστηριότητες του κράτους και της κοινωνίας» Στον καπιταλισμό, όμως, το «κοινωνικό» δεν είναι κοινωνικοποιημένο, δεν είναι κοινωνική ιδιοκτησία, αλλά ιδιωτικό (κερδοσκοπικό ή «μη κερδοσκοπικό»). Είναι ατομική ιδιοκτησία υπό τις διάφορες νομικές της μορφές.

[3] «Η μεγαλύτερη ανάπτυξη του κεφαλαίου, λέει ο Μαρξ, λαμβάνει χώρα όταν οι «γενικές συνθήκες της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής» δεν καλύπτονται από την κρατική φορολογία… αλλά μάλλον από το κεφάλαιο ως κεφάλαιο. Αυτό δείχνει, αφενός, το βαθμό στον οποίο το κεφάλαιο έχει καθυποτάξει όλες τις συνθήκες της κοινωνικής παραγωγής. Και αφετέρου, φαίνεται  ο βαθμός στον οποίο ο κοινωνικός αναπαραγωγικός πλούτος έχει κεφαλαιοποιηθεί και όλες οι ανάγκες ικανοποιούνται μέσω μορφών ανταλλαγής, καθώς και ως πιο σημείο οι κοινωνικά προσδιορισμένες ανάγκες του ατόμου, δηλαδή, εκείνες τις οποίες καταναλώνει και αισθάνεται όχι ως μεμονωμένο άτομο, αλλά μαζί με άλλους - και των οποίων η κατανάλωση είναι κοινωνική από τη φύση του αντικειμένου-όχι μόνο καταναλώνονται, αλλά παράγονται μέσω της ανταλλαγής, της ανεξάρτητης ανταλλαγής».