Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024

ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ

 

Προσωποποίηση του ηθικού προτάγματος της Αριστεράς

του Κώστα Ποντικόπουλου 

Άνοιγμα φωτογραφίας

Πριν δυο τρία χρόνια με πήρε τηλέφωνο ο Τάσος, ο Τάτσμαν, και μου λέει “ρε, λέμε να πάμε μια ταβέρνα με τον Μίμη, το Μπούμπη, τον Πάνο, τον Μιχάλη έτσι να βρεθούμε να πιούμε ένα κρασί και να τα πούμε. Θα πάμε προς Νέα Σμύρνη, είναι εκεί σε μια πλατεία ένα σουβλατζήδικο, ο Βαλέσα, να πάμε εκεί που είναι κοντά στου Βασίλη που δεν έχει αμάξι. Είσαι μέσα;”

Πέταξα τη σκούφια μου. Τον Τάσο και το Μίμη τους είχα συναντήσει ή μιλάγαμε αραιά και που, τον Βασίλη είχα κάποια χρόνια.

 

Πώς γίνεται κι όταν σμίγεις με κάποιους ανθρώπους να σβήνονται μονομιάς δεκαετίες και νάναι σα να συναντήθηκες χθες;

Πως γίνεται κι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που η αύρα τους είναι σαν την όσφρηση, την αίσθηση που σου χαράζεται πιο έντονα στη μνήμη, που τη θυμάσαι για πάντα και την αναγνωρίζεις ακόμα και μετά από χρόνια;

Πως γίνεται και με το που είδα το Βασίλη εκεί στου Βαλέσα ήτανε σαν το προηγούμενο βράδυ να είχαμε καληνυχτιστεί στο σπίτι της Ορέστε Τομμαζίνι;

Πως γίνεται και πάλι ξαφνικά μου ‘δειχνε απ’ το παράθυρο του δωματίου του τα παράθυρα του σπιτιού του Πιέτρο Ινγκράο αλλά εγώ κοίταζα δυο ορόφους πιο κάτω που ήταν το παράθυρο της Στεφάνια, κι ύστερα αυτός μίλαγε με τον Αντόνιο, που ήταν ο Καλαμπρέζος αστυνομικός της φρουράς του και πιτσίνος;

Πως γίνεται και ξαφνικά το τραπέζι του σουβλατζήδικου μεταμορφώθηκε στο τραπέζι του δωματίου του Βασίλη ένα βράδυ που του μαθαίναμε πόκερ και μετά την αλλαγή των φύλλων κοίταξε απορημένα και μας ρώτησε “ρε σεις, έχω μια τριάδα και μια διάδα. Κερδίζω;”

Πως γίνεται να κοιταζόμαστε με νόημα και να συνεννογιόμαστε να κλείσουμε τη πόρτα του δωματίου του Σταύρου που κάπνιζε βαριά Ελλάς Σπέσιαλ και μας βρώμαγε όλο το σπίτι;

Πως γίνεται και ξαφνικά βγήκαμε να πάρουμε το 61, να κατέβουμε στο Βιάλε Ρετζίνα Μαργκερίτα και να πάρουμε το τραμάκι το 30 για να πάμε στη Μένσα;

Πως γίνεται και μπήκαμε στην Τάβολα Κάλντα του Έλιο στην Πιάτσα Μπολόνια να φάμε “ούνα μπιστέκα μπεν κόττα”;

Πώς γίνεται σχεδόν κάθε βράδυ μέσα στην παγωνιά να περπατάμε όλοι μαζί και να πηγαίνουμε στην Αουζόνια, το ενοριακό σινεμά της γειτονιάς μας που άλλαζε κάθε μέρα έργο;

Πως γίνεται ν’ αλλάζουμε πεζοδρόμιο στη Βία Λιβόρνο για να μην περάσουμε απ’ έξω από τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης του MSI;

Πως γίνεται και ξαφνικά τους είδα εξουθενωμένους μαζί με τον Τάσο και με τον Μιχάλη τον Λαουλάκο, απελπισμένους από τα ξενύχτια για να προλάβουν ένα εζάμε, να αραδιάζουν τα σχέδια στο πάτωμα και σε παροξυσμό να φωνάζουν ο ένας στον άλλο “Αμπαντόνα!” “Οχι! Ζήτω η Ελλάς!”

Πως γίνεται να τον βλέπεις με παραμάσχαλα την Ουνιτά και την Αυγή που έπρεπε να πας στο Σαν Λορέντσο να την περιμένεις, να περπατάει σκεπτικός προς το σπίτι μ’ εκείνο το ιδιαίτερο βήμα του περνώντας έξω από το ταμπακάιο πιο πάνω;

 

Γίνεται. Με τον Βασίλη γίνεται.

Ο Βασίλης, μια παρουσία διακριτική στην άκρη που ποτέ δεν διεκδίκησε χώρο κι όμως γέμιζε το χώρο.

Ο Βασίλης, μια φωνή που δεν υψώθηκε ποτέ κι όμως πάντα ακουγότανε πολύ προσεκτικά.

Ο Βασίλης με την εξωπραγματική εγκυκλοπαιδική μόρφωση και την ακόμα πιο εξωπραγματική μνήμη, “Βασίλη, πώς λεγόταν τότε εκείνη η ταινία που έπαιζε εκείνος και που...” “…Έτσι λεγόταν”.

Ο Βασίλης που στο ξέσπασμα του μεγαλύτερου θυμού του σχολίαζε με σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό χαμόγελο τη φάση.

Ο Βασίλης, μια σταθερά κι ένα μυαλό τόσο καθαρό που έκανε εύκολο το πιο δύσκολο πράγμα: να βλέπει το αυτονόητο.

Ο Βασίλης που το λεπτό του χιούμορ έσπαγε κόκαλα. Και λένε πως χιούμορ έχουν οι ευφυείς άνθρωποι.

Ο Βασίλης που η έννοια καθήκον ήτανε συνώνυμο της αναπνοής του.

 

Ο Βασίλης γραμματέας του γραφείου του Ρήγα Ρώμης, ο Βασίλης του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών της Ρώμης, φωνή πάντα λογική και ενωτική, ο Βασίλης πάντα ενεργός αριστερός μ’ εκείνη την παλιά στόφα του αριστερού, εκείνου, που αριστερός έχει γίνει και μένει συνεπής από ανθρωπιά και γιατί ξέρει ότι μόνο εκεί υπάρχει το δίκιο και κάθε άλλου είδους σκέψη δεν τον αφορά.

Ο Βασίλης, που αυτό που λέμε προσωποποίηση του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, που τόσο έχει πια τσαλακωθεί, έβρισκε την απόλυτη ουσία του.

 

Κι επειδή ξέρω πως αν μας βλέπει τώρα από κάπου και μας ακούει, με όλα αυτά τα καλά που λέμε, θα ‘χει πάρει εκείνο το πονηρό χαμογελάκι που έπαιρνε πριν μιλήσει όταν δεν πολυσυμφωνούσε με κάτι, Αφροδίτη και Νεφέλη, δε μπορώ παρά να σας πω κι ένα ελάττωμα του.

Ναι, δεν ήτανε καλός στο φλιπεράκι. Εκεί απέναντι, στο μπαρ του Πασκουάλε, ήταν λίγο ατσούμπαλος και του φεύγανε εύκολα οι μπάλες στη μπούκα.

Βασίλη μου, καλό σου ταξίδι.

Και την επόμενη φορά στου Βαλέσα, θα σου ‘χουμε μια καρέκλα και θα σου βάλουμε τρεις σταγόνες κρασί στο ποτήρι. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έπινες πολύ. 

 

 

Στην εφημερίδα Η Εποχη 28/1/2024

 https://www.epohi.gr/Uploads/articles/big/240127194547499.jpg

 

 

 

Ο νεαρός φοιτητής Αρχιτεκτονικής στη Ρώμη, που έμενε απέναντι από το σπίτι του Πιέτρο Ιγκράο, είχε πιάσει φιλίες με τον κομμουνιστή αστυνομικό της φρουράς του, γιατί την εποχή που ήταν πρόεδρος της Βουλής και την εποχή της τρομοκρατίας ήταν δύσκολο να πλησιάσει κανείς τους θεσμικούς παράγοντες της χώρας. «Από το παράθυρο του δωματίου του ο Βασίλης κοιτούσε τα παράθυρα του σπιτιού του Ιγκράο», θυμήθηκε ο πρώην συγκάτοικός του Κώστας Ποντικόπουλος.

«Ο Βασίλης, μια παρουσία διακριτική, ποτέ δεν διεκδίκησε χώρο κι όμως γέμιζε τον χώρο. Ο Βασίλης, μια φωνή που δεν υψώθηκε ποτέ, κι όμως πάντα ακουγόταν πολύ προσεκτικά. Ο Βασίλης με την εξωπραγματική εγκυκλοπαιδική μόρφωση και την ακόμα πιο εξωπραγματική μνήμη. Ο Βασίλης γραμματέας του γραφείου του Ρήγα Ρώμης, ο Βασίλης του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών της Ρώμης, φωνή πάντα λογική και ενωτική, ο Βασίλης, που αυτό που λέμε προσωποποίηση του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, που τόσο έχει πια τσαλακωθεί, έβρισκε την απόλυτη ουσία του», τόνισε στον αποχαιρετισμό του ο παλιός Ρηγάς, Κ. Ποντικόπουλος.

Όταν επέστρεψε από την Ιταλία συμμετείχε στο ΚΚΕ εσωτερικού, την ΕΑΡ, για χρόνια γραμματέας του Συνασπισμού Νέας Σμύρνης και αργότερα της ΔΗΜΑΡ, για να έρθει στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύοντας ότι το καλοκαίρι του 2015 έσωσε τη χώρα. Τις τελευταίες εβδομάδες με την αισιοδοξία της θέλησης του Γκράμσι υποστήριζε τη δημιουργία του νέου κόμματος, γιατί η προοπτική της Αριστεράς τον απασχολούσε περισσότερο από τις διασπάσεις της.

Εργάστηκε για χρόνια στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, για να βρεθεί πολλές φορές να υπερασπίζεται μόνος του το δημόσιο συμφέρον εναντίον της Αριστεράς του τσιμέντου, αναλαμβάνοντας έναν ιδιαίτερο ρόλο για τη ματαίωση της κατασκευής του τεράστιου εμπορικού κέντρου στον Πανιώνιο που προωθούσε η υποτιθέμενη αριστερή και προοδευτική αρχή της Νέας Σμύρνης. Στάθηκε πάντα δίπλα στα κινήματα των πολιτών για την υπεράσπιση των δημοσίων χώρων και εναντιώθηκε στην 25ετή παραχώρηση της Πλατείας Ταχυδρομείου στον μεγαλοκατασκευαστή Μπόμπολα για την κατασκευή πάρκινγκ, το σπάσιμο έργων και τις δαπανηρές απευθείας αναθέσεις, την παρουσία του Α. Μπέου στον Πανιώνιο, τη λεηλασία της Πλατείας της Νέας Σμύρνης από τη βιομηχανία της καφετιέρας, υπερασπίστηκε με κάθε μέσο τη μείωση του συντελεστή δόμησης.

Η αριστερή ηθική και συνέπεια του, η ανιδιοτέλεια και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του είχαν όμως και το τίμημά τους. Ο Β. Ανανιάδης με το κεφάλι ψηλά αντιμετώπισε την απομάκρυνσή του από την Τεχνική Υπηρεσία το Δήμου, την περιπλάνησή του για καιρό χωρίς αντικείμενο και την τοποθέτησή του στη Μηχανογράφηση, παρόλο που είχε πτυχίο Αρχιτεκτονικής και μεταπτυχιακό. Μπροστά στην εύκολη ρητορική απέδειξε στην πράξη ποιο είναι το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και ότι αυτό κερδίζεται πρωτίστως με τους προσωπικούς καθημερινούς αγώνες μας.

Η μεγάλη του καρδιά τον πρόδωσε ξαφνικά στα 69 χρόνια του. Δεν αφήνει μόνο μεγάλο κενό ανάμεσα στους ανιδιοτελείς αριστερούς της Νέας Σμύρνης, τους φίλους του και όσους τον γνώρισαν, αλλά και στη σύζυγό του Αφροδίτη Κουκουτσάκη και την κόρη τους Νεφέλη, για τις οποίες έδειξε όλα αυτά τα χρόνια την αγάπη και αφοσίωσή του και οι οποίες είναι σήμερα περήφανες για τη στάση ζωής του.

 

 

 

 

 

 


Κυριακή 31 Ιουλίου 2022

Αρχές της πανδημίας. Ο φόβος

 Μπορεί να είναι απεικόνιση

 [«Γκουέρνικα 1», δωρεά του Κυριάκου Κατζουράκη, στη Δημοτική Πινακοθήκη Λάρισας-Μουσείο Γ.Ι. Κατσίγρα]

Η επικοινωνιακή πολιτική απέναντι στην καραντίνα. Συνέντευξη στην Αγγέλα Νταρζάνου για την ΑΥΓΗ, 5/4/2020

 Η Αφροδίτη Κουκουτσάκη είναι εγκληματολόγος. Υπήρξε επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογίας στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Μιλάει σήμερα στην Αυγή της Κυριακής για τις πολιτικές απέναντι στον κορονοϊό: για τις συνθήκες φόβου και εγκλεισμού που δεν μπορούν να συντηρήσουν για πολύ την κοινωνική συναίνεση, «είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού» λέει και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική από την κυβέρνηση. Μιλάει για τη στρατηγική Άμυνας της κυβέρνησης απέναντι στην έλλειψη υποδομών, αντί για Επίθεση, με την ισχυροποίηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Μιλάει επίσης για την κατασκευή ενόχων από τα ΜΜΕ αλλά και πιστώνει στους πολίτες που πειθάρχησαν, την επιτυχία των μέτρων ως τώρα.  

Ποια είναι η αναπαράσταση από τα ΜΜΕ της κρατικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του κορονοϊού;

Θα έλεγα ότι βασικό στοιχείο είναι η αναπαράσταση της επιτυχίας των μέτρων, συνεπικουρούμενη από τον φόβο που τροφοδοτούν οι τίτλοι για τον αριθμό των θυμάτων και οι προειδοποιήσεις για τον μελλοντικό κίνδυνο εάν χαλαρώσουν τα μέτρα. Με δυο λόγια, νομιμοποίηση μιας αμυντικής πολιτικής απέναντι στο πρόβλημα, μια καραντίνα που μεταθέτει τη λύση του προβλήματος στις πλάτες των πολιτών και δείχνει με το δάκτυλο τους απείθαρχους. Το ανθρώπινο κομμάτι που αντιδρά σε μια συνθήκη εγκλεισμού χωρίς ορατό όριο λήξης, ορίζεται ως κοινωνική αναλγησία και αυτό εξεικονίζει η παρουσία αστυνομικών στους δρόμους αντί για υγειονομικούς που θα κάνουν τους απαιτούμενους ελέγχους, ως εάν το ζήτημα να ήταν θέμα δημόσιας τάξης και όχι δημόσιας υγείας. Αναμφισβήτητα η καραντίνα είναι αναγκαία, όμως εδώ μιλάμε για τα συμφραζόμενα εντός των οποίων πραγματοποιείται και επηρεάζουν τη δυναμική της.

Θα μπορούσα να πω όμως, ότι αυτή η αμυντική πολιτική απέναντι στην πανδημία, θα πρέπει να βασίζεται στον φόβο για να μπορέσει να λειτουργήσει πειθαρχικά, ενόσω το διαλυμένο σύστημα υγείας δεν επιτρέπει το ζητούμενο, δηλαδή μια επιθετική πολιτική με στόχο τον ιό και όχι μόνον τη συμμόρφωση σε μέτρα που ανακυκλώνουν τον φόβο και δεν αφήνουν να διαφανεί κάποια ελπίδα. Δηλαδή ότι θα υπάρχει επαρκές και προστατευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό να μας φροντίσει εάν χρειαστεί, σε επαρκείς χώρους για αποτελεσματική και αξιοπρεπή νοσηλεία, ότι θα υπάρχει και αύριο υγειονομικό υλικό για να μας προστατέψει πριν φτάσουμε στην νοσηλεία. Ακόμα και γι’ αυτό το σύστημα Υγείας που ήταν το πρώτο θύμα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και επιβιώνει με την ισορροπία του ερειπίου υπάρχουν λύσεις εάν υπάρξει η πολιτική βούληση. Για παράδειγμα, να υποχρεωθεί να συμμετάσχει και ο ιδιωτικός τομέας υγείας, να εκπαιδευτεί και ν’ αξιοποιηθεί η εθελοντική προσφορά.

Πιστεύετε ότι υπάρχει έδαφος για εθελοντισμό και αλληλεγγύη όταν είμαστε όλοι κλεισμένοι στα σπίτια μας;

Έχουν ήδη υπάρξει παραδείγματα σημαντικών πρωτοβουλιών και ομάδες αλληλεγγύης. Ιδιαίτερα θέλω να επισημάνω την προσφορά των τελειόφοιτων φοιτητών της Ιατρικής, να συνδράμουν το παραπαίον σύστημα υγείας και τους εθελοντές για την υποστήριξη ευάλωτων  ομάδων. Δεν είμαι αρμόδια να εισηγηθώ μέτρα, αλλά υπάρχουν ειδικοί για να οργανώσουν μια τέτοια επίθεση από τα κάτω. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει ο εθελοντισμός να υποκαταστήσει υποχρεώσεις της κρατικής μηχανής.

 Ωστόσο, η προβολή της προόδου που γίνεται παγκοσμίως με νέα φάρμακα ή με την παρασκευή εμβολίου, δεν μπορούμε να πούμε ότι αντισταθμίζει την άμυνα με επίθεση;

Προφανώς και είναι ελπιδοφόρα η πανκινητοποίηση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας αλλά για να γίνει επιθετική και να είναι αποτελεσματική χρειάζονται υποδομές και αυτό το θέμα παραμένει σε τρίτο και τέταρτο επίπεδο στην τρομολαγνεία των ΜΜΕ.

 

 Ποιοι είναι οι επιμέρους άξονες της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η ειδησεογραφία;

Αναρωτιέμαι εάν υπάρχει συγκροτημένη επικοινωνιακή πολιτική σ’ αυτό το θέμα. Η κυβέρνηση αυτή ξεκίνησε με πρόταγμα την καταστολή και φαίνεται ότι εκεί εξαντλείται η δυναμική της σε επικοινωνιακό επίπεδο. Μεταθέτοντας την ευθύνη στους πολίτες προσπαθεί να μείνει στο απυρόβλητο η δική της αδυναμία να δώσει λύσεις πέρα από το σφίξιμο των λουριών. Όμως μέχρι πότε θα μπορεί να διεκδικεί συναίνεση αυτή η πολιτική ή θα την επιβεβαιώνουν πειστικά τα ΜΜΕ;

 

Η ειδησεογραφία για τον κορονοϊό δημιουργεί και το συναίσθημα του φόβου για την οικονομία και τις δουλειές μας. Πώς λειτουργεί ο φόβος ως εργαλείο καταστολής;

Ο φόβος για το αύριο. Εάν το έχω παρακολουθήσει σωστά, νομίζω ότι είναι ένα επίπεδο φόβου που εμφανίστηκε σε δεύτερο χρόνο. Ήδη υπάρχει πολύς κόσμος που δοκιμάζεται και σε οικονομικό επίπεδο, αυτό είναι αναπόδραστη συνέπεια των μέτρων. Όταν, λοιπόν, διαβάζουν θέματα του τύπου ότι η καραντίνα δεν είναι τίποτα μπροστά στα μελλούμενα, η συμμόρφωση λειτουργεί ως μηχανισμός άμυνας, κατά κάποιο τρόπο ως φόβος μην χαθεί κι αυτό το λίγο που έχουμε σήμερα. Επαναλαμβάνω, όμως, ότι ο φόβος δεν είναι λύση διαρκείας, ο φόβος και η απομόνωση είναι εκρηκτικά υλικά για την συνοχή του κοινωνικού ιστού, το αύριο έχει πολλές μεταβλητές, ενδεχομένως και κάποιες μη ελέγξιμες. Αυτό εννοώ όταν λέω ότι η κυβέρνηση δεν έχει συγκροτημένη επικοινωνιακή στρατηγική, δεδομένου ότι η συναίνεση δεν αποσπάται μόνο με τον φόβο.

 

 Εννοείτε δηλαδή ότι δεν συγκροτείται ένα συνεκτικό αφήγημα για τον κορονοϊό- έστω με τις αντιφάσεις του- το οποίο να καταφέρνει να χειραγωγεί και να δημιουργεί συναίνεση;

Λίγο πολύ, η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα εκεικονίζεται στην παρουσία των δύο ανθρώπων που έχουν αναλάβει την καθημερινή ενημέρωση. Ο κ. Τσιόρδας με νηφάλιο λόγο είναι η επιστήμη που ενημερώνει και καθοδηγεί. Ο κ. Χαρδαλιάς είναι ο παιδονόμος που υποδεικνύει τις εκτροπές και προειδοποιεί για τις κυρώσεις. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο Λόγους, ενώ βγαίνουν στο πλάνο οι ήρωες, το έργο δεν έχει συνοχή και παλαντζάρει χωρίς να ισορροπεί γιατί δεν υπάρχουν ισομερώς οι αντίστοιχοι μηχανισμοί που θα το υποστηρίξουν. Η συναίνεση δεν είναι ποτέ σταθερή και δεδομένη, είναι συνεχώς το ζητούμενο, πολύ περισσότερο σε ένα σκοτεινό τοπίο που αφήνει έωλα και απειλητικά τα μελλούμενα.

Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση επικοινωνιακά, στο κομμάτι της «ατομικής ευθύνης». Πώς λειτουργεί αυτή η καμπάνια, σε αντιδιαστολή με την κρατική ευθύνη, που φαίνεται να υπολείπεται, και σε τεστ, και σε μονάδες ΜΕΘ, και σε ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό;

Προφανώς γιατί αυτό είναι το εύκολο κομμάτι. Ζούμε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και δεν έχουμε επεξεργαστεί μηχανισμούς διαχείρισής της. Έτσι, ενστικτωδώς σχεδόν, αναζητάμε τον φταίχτη γι’ αυτά που υφιστάμεθα κι έτσι αναδύεται ένα ζήτημα ενοχής, αναζήτησης του ενόχου, που τώρα δεν είναι οι «συνήθεις ύποπτοι» μετανάστες, πρεζόνια, αναρχικοί… Βρίθουν οι θεωρίες συνωμοσίας αλλά κι αυτές είναι αδιέξοδες στον βαθμό που δεν βοηθούν να βγούμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Ένα πρόσφορο έδαφος, λοιπόν, αναζήτησης του ένοχου που να έχει την αναγκαία υλικότητα για να εισπράξει τις συνέπειες, πριν προλάβουμε να το καλοσκεφτούμε, είναι ο ένοχος που εμφανίζεται στο πιάτο, έτσι ακριβώς όπως τον θέλουμε: είναι ο γείτονας, ο άμυαλος πιτσιρικάς, ο ηλικιωμένος που δεν προσέχει και αρρωσταίνει και καταλαμβάνει τον ελάχιστο ζωτικό χώρο που μας διαθέτει το σύστημα υγείας. Δεν πρέπει να γίνουμε σαν αυτόν, να γίνουμε ένοχοι. Και έτσι αποδεχόμαστε αβίαστα τον ρόλο του θύματος ρίχνοντας το ανάθεμα στον διπλανό μας. Πόσο εύκολο είναι να τα βάλεις μ’ αυτόν που βολτάρει άσκοπα αντί να δεις τις δικές σου αλυσίδες; Και πόσο δύσκολο είναι να δεις ότι πέφτεις χωρίς προστατευτικό δίκτυ γιατί κανείς δεν σ’ αξίωσε με τα μέτρα προστασίας που ήταν δικαίωμά σου αναφαίρετο, να έχεις ένα αποτελεσματικό δημόσιο σύστημα υγείας. Σ’ αυτό το γήπεδο παίζουν τα ΜΜΕ, με αποσιωπήσεις των ευθυνών του συστήματος και έμφαση στην ευθύνη του ατόμου.

Όμως και κάτι τελευταίο: είναι ο πολίτης αυτός που κράτησε σε χαμηλό επίπεδο τον αριθμό των θυμάτων. Είναι οι πολλοί πολίτες που πειθάρχησαν στα μέτρα κι ας μην είναι ορατό το τέλος του εφιάλτη, η ελπίδα. Ας το καταλάβουν οι κυβερνώντες που άδικα πιστώνονται τα χαμηλά ποσοστά κι ας πράξουν το καθήκον τους απέναντι σ’ αυτούς τους πολίτες αντί να τους κουνάν το δάκτυλο.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Η «γυναικεία εγκληματικότητα» παρουσιάζεται ως ανατροπή του γυναικείου φύλου

 Η συζήτησή μου με την Άγγελα Νταρζάνου που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της ΑΥΓΗΣ

https://www.avgi.gr/koinonia/411774_i-gynaikeia-egklimatikotita-paroysiazetai-os-anatropi-toy-gynaikeioy-fyloy


Το σήριαλ Ρούλα Πισπιρίγκου έχει επεκταθεί και καλύπτει σχεδόν στο σύνολο της ειδησεογραφίας τα τελευταία 24ωρα. Στο διαδίκτυο, στα social media  και ιδίως στην τηλεόραση, δεν υπάρχει ζωντανή εκπομπή που να μην ασχολείται, Η ίδια η Ρούλα Πισπιρίγκου φαίνεται να συνομιλούσε με όλο το τηλεοπτικό star system, από την Αγγελική  Νικολούλη μέχρι την Τατιάνα Στφανίδου, καμία σκέψη όμως να φροντίσει για δικηγόρο και για κάποιου είδους ψυχολογική στήριξη.

Πεδίο δόξης λαμπρό για τα κανάλια, καθώς το σώου φαίνεται πως θα τραβήξει σε μάκρος: δεν είναι μόνο οι καταθέσεις του οικογενειακού και φιλικού κύκλου της κατηγορούμενης που θα δώσει επιπλέον τροφή για νέα ρεπορτάζ , είναι η διερεύνηση του θανάτου των άλλων δύο άτυχων κοριτσιών, της Μαλένας και της Ίριδας που εκκρεμεί, αλλά και της 69χρονης σπιτονοικοκυράς που μπαίνει κι εκείνη στο κάδρο. Η κυρία Ρούλα Πισπιρίγκου θα συντηρείται στην επικαιρότητα για μήνες ακόμη.

Πολύ νωρίς, ήδη από την περασμένη Πέμπτη, τα ίδια τα κανάλια αλλά και η κυβέρνηση, αντιλήφθηκαν ότι κάτι πάει να γίνει πολύ λάθος έξω από το σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα. Οι αποδοκιμασίες, τα συνθήματα για θανατική καταδίκη, οι κρεμάλες και οι κατάρες, όλα συνέχεια του τηλεοπτικού σώου που είχε χτιστεί βδομάδες πριν πάνω σε μια τραγωδία.

Μετά το γαϊτανάκι των απόψεων, των ερμηνειών, των διαγνώσεων, των πληροφοριών από την γειτονιά, είχε ήδη νομιμοποιηθεί το κλίμα για το λιντσάρισμα της μητέρας των τριών κοριτσιών αλλά και των συγγενών της, με βάση ένα λόγο όχι απλώς επικινδυνότητας αλλά συνδυασμού επικινδυνότητας με ψυχική ασθένεια. «Και βέβαια αυτόν τον όχλο τον δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ, των οποίων συνήθης τακτική είναι να προκαλούν αντιδράσεις και μετά να κάνουν είδηση τις αντιδράσεις που τα ίδια προκάλεσαν», μας λέει η Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εγκληματολόγος, παλαιότερα Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πάντειο. «Η πεποίθησή μου είναι ότι η κοινωνία εμφανίζει πιο τιμωρητικό ήθος από τους τιμωρητικούς θεσμούς, παγιδεύεται σε ηθικούς πανικούς και βρίσκω ανατριχιαστική την επίκληση της ποινής του θανάτου, κάπως σαν φαντασίωση λιντσαρίσματος  και δημόσιες εκτελέσεις του μεσαίωνα».

Τι χαρακτηριστικά αποδίδονται όμως στη «γυναικεία εγκληματικότητα»; ρωτάμε την Αφροδίτη Κουκουτσάκη. «Η ψευδοεπιστημονική αντίληψη, τάχα περί ιδιαίτερης «εγκληματικής προσωπικότητας» που κυριαρχεί στον εγκληματολογικό λόγο, δεν απαντάται στην περίπτωση των γυναικών που εγκληματούν. Αυτές παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο ως ανατροπή της κοινωνικά προσδωκόμενης γυναικείας κανονικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η «γυναικεία εγκληματικότητα» δεν αναπαριστάται ως «διαφορετικότητα» όπως στους άντρες, ή ως υπέρβαση των ορίων, αλλά ως ανατροπή του ίδιου του φύλου των γυναικών. Για παράδειγμα ο παιδοκτόνος Δουρής το 1994 ήταν ο «πα-Τέρας» σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η Ρούλα Πισπιρίγκου όμως χάνει την ιδιότητα της μητέρας. Η γυναίκα θα λέγαμε ότι δεν θεωρείται γυναίκα –μητέρα, σύζυγος, κόρη- όταν δεν επιτελεί τους κοινωνικά καθορισμένους ρόλους».

Το twitter επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση: «σήμερα “λερώθηκε” η πιο όμορφη λέξη στον κόσμο». «Η λέξη ΜΑΝΑ δεν λερώθηκε και δεν θα λερωθεί ποτέ εξαιτίας ενός περιστατικού». «Απόψε πενθούμε όλες οι μαμάδες». «Σταματήστε να γράφετε 'μάνα'. Γράψτε απλώς 33χρονη. Δεν ήταν ποτέ μάνα. Δεν έγινε ποτέ». «Αν ο Αποτροπιασμός, ο Θυμός, η Οργή, το Μίσος είχαν πρόσωπο, θα 'ταν του θηλυκού (γιατί, ούτε "μάνα", ούτε "γυναίκα" δικαιούται ν' αποκαλείται) που λέγεται #Ρουλαπισπιριγκου».

Την κυρίαρχη αντίληψη για τη «γυναικεία εγκληματικότητα» αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το απόσπασμα από τον Ελεύθερο Τύπο, σε παλαιότερη έρευνα, αναπαράγοντας το στερεοτυπο ότι όλη η ζωή των γυναικών στρέφεται γύρω από τους άντρες: «Οι γυναίκες εγκληματούν επειδή αγαπούν παράφορα έναν άνδρα, επειδή μισούν τυφλά έναν άνδρα, επειδή συνδέονται με κάποιον άνδρα ή επειδή, για άλλους λόγους, ένας άνδρας τις οδήγησε στο ..τοπίο του φόνου!! […] Γυναίκες δολοφόνοι. Στα αστυνομικά χρονικά δεν μπαίνει πλέον αριθμός στη λίστα εγκλημάτων ερωτικού πάθους. Δεν είναι το είδος που σπανίζει, αλλά η ιστορία που επαναλαμβάνεται».

«Απέναντι σε αυτή την απλουστευτική κοινότοπη ερμηνεία ένας εναλλακτικός λόγος απορρέει από τα λόγια της Judith Butler», μας λέει η Α. Κουκουτσάκη: «Η έμφυλη πραγματικότητα είναι πραγματική μονάχα στο βαθμό που επιτελείται. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι ορισμένα είδη πράξεων ερμηνεύονται συνήθως ως εκφράσεις ενός έμφυλου πυρήνα ή μιας έμφυλης ταυτότητας, κι ότι αυτές οι πράξεις είτε συμμορφώνονται με την προσδοκώμενη έμφυλη ταυτότητα είτε, κατά κάποιο τρόπο, συγκρούονται με αυτή την προσδοκία».Μια άλλη τάση στα social media και γενικότερα στον δημόσιο λόγο σήμερα, αλλά και σε τέτοιου είδους high profile εγκλήματα, είναι οι προτάσεις για αυστηροποίηση των ποινών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι αυστηρές ποινές επιδικάζονται μόνο στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τους φτωχούς ή περιθωριοποιημένους που δεν αντέχουν τα έξοδα για έναν καλό δικηγόρο. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει μελετη που να αποδεικνύει ότι οι αυστηρότερες ποινές μειώνουν την εγκληματικοτητα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα λύναμε το πρόβλημα επιβάλοντας τη θανατική ποινή.«Η τωρινή κυβέρνηση ψηφίζει νόμους, αλλάζει νόμους, παραβλέπει νόμους συγκυριακά, απαντώντας εν μία νυκτί στο κλίμα που δημιουργείται μετά την τέλεση κάποιου εγκλήματος, η σοβαρότητα του οποίου θεωρείται ότι νομιμοποιεί τα μπαλώματα στην ισχύουσα νομοθεσία», παρατηρεί η Αφροδίτη Κουκουτσάκη. Και εξηγεί: «Το ερώτημα διατύπωσε καθαρά η πρώην ΓΓ Αντεγκληματικής πολιτικής Σοφία Νικολάου: “Άραγε υπάρχει τιμωρία για τέτοιο έγκλημα;” Είναι ίσως το πιο επικίνδυνο ερώτημα από όσα κυκλοφόρησαν αυτήν την περίοδο». Με άλλα λόγια: «Υπάρχει τιμωρία; Επαρκεί ο Ποινικός νόμος; Να επανέλθει η θανατική ποινή δηλαδή;  Σε μια καθημαγμένη κοινωνία είναι αναγκαίο να θυμηθούμε πόσο δυσκολεύουμε τη ζωή μας αν μας συσπειρώνει το έγκλημα, όσο αποτρόπαιο κι αν είναι, και όχι οι τοξικές πολιτικές που έχουν μολύνει τον κοινωνικό ιστό ή ό,τι έχει απομείνει κι από αυτόν».