Προσωποποίηση του ηθικού προτάγματος της Αριστεράς
του Κώστα Ποντικόπουλου
Πριν δυο τρία χρόνια με πήρε τηλέφωνο ο Τάσος, ο Τάτσμαν, και μου λέει “ρε, λέμε να πάμε μια ταβέρνα με τον Μίμη, το Μπούμπη, τον Πάνο, τον Μιχάλη έτσι να βρεθούμε να πιούμε ένα κρασί και να τα πούμε. Θα πάμε προς Νέα Σμύρνη, είναι εκεί σε μια πλατεία ένα σουβλατζήδικο, ο Βαλέσα, να πάμε εκεί που είναι κοντά στου Βασίλη που δεν έχει αμάξι. Είσαι μέσα;”
Πέταξα τη σκούφια μου. Τον Τάσο και το Μίμη τους είχα συναντήσει ή μιλάγαμε αραιά και που, τον Βασίλη είχα κάποια χρόνια.
Πώς γίνεται κι όταν σμίγεις με κάποιους ανθρώπους να σβήνονται μονομιάς δεκαετίες και νάναι σα να συναντήθηκες χθες;
Πως γίνεται κι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που η αύρα τους είναι σαν την όσφρηση, την αίσθηση που σου χαράζεται πιο έντονα στη μνήμη, που τη θυμάσαι για πάντα και την αναγνωρίζεις ακόμα και μετά από χρόνια;
Πως γίνεται και με το που είδα το Βασίλη εκεί στου Βαλέσα ήτανε σαν το προηγούμενο βράδυ να είχαμε καληνυχτιστεί στο σπίτι της Ορέστε Τομμαζίνι;
Πως γίνεται και πάλι ξαφνικά μου ‘δειχνε απ’ το παράθυρο του δωματίου του τα παράθυρα του σπιτιού του Πιέτρο Ινγκράο αλλά εγώ κοίταζα δυο ορόφους πιο κάτω που ήταν το παράθυρο της Στεφάνια, κι ύστερα αυτός μίλαγε με τον Αντόνιο, που ήταν ο Καλαμπρέζος αστυνομικός της φρουράς του και πιτσίνος;
Πως γίνεται και ξαφνικά το τραπέζι του σουβλατζήδικου μεταμορφώθηκε στο τραπέζι του δωματίου του Βασίλη ένα βράδυ που του μαθαίναμε πόκερ και μετά την αλλαγή των φύλλων κοίταξε απορημένα και μας ρώτησε “ρε σεις, έχω μια τριάδα και μια διάδα. Κερδίζω;”
Πως γίνεται να κοιταζόμαστε με νόημα και να συνεννογιόμαστε να κλείσουμε τη πόρτα του δωματίου του Σταύρου που κάπνιζε βαριά Ελλάς Σπέσιαλ και μας βρώμαγε όλο το σπίτι;
Πως γίνεται και ξαφνικά βγήκαμε να πάρουμε το 61, να κατέβουμε στο Βιάλε Ρετζίνα Μαργκερίτα και να πάρουμε το τραμάκι το 30 για να πάμε στη Μένσα;
Πως γίνεται και μπήκαμε στην Τάβολα Κάλντα του Έλιο στην Πιάτσα Μπολόνια να φάμε “ούνα μπιστέκα μπεν κόττα”;
Πώς γίνεται σχεδόν κάθε βράδυ μέσα στην παγωνιά να περπατάμε όλοι μαζί και να πηγαίνουμε στην Αουζόνια, το ενοριακό σινεμά της γειτονιάς μας που άλλαζε κάθε μέρα έργο;
Πως γίνεται ν’ αλλάζουμε πεζοδρόμιο στη Βία Λιβόρνο για να μην περάσουμε απ’ έξω από τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης του MSI;
Πως γίνεται και ξαφνικά τους είδα εξουθενωμένους μαζί με τον Τάσο και με τον Μιχάλη τον Λαουλάκο, απελπισμένους από τα ξενύχτια για να προλάβουν ένα εζάμε, να αραδιάζουν τα σχέδια στο πάτωμα και σε παροξυσμό να φωνάζουν ο ένας στον άλλο “Αμπαντόνα!” “Οχι! Ζήτω η Ελλάς!”
Πως γίνεται να τον βλέπεις με παραμάσχαλα την Ουνιτά και την Αυγή που έπρεπε να πας στο Σαν Λορέντσο να την περιμένεις, να περπατάει σκεπτικός προς το σπίτι μ’ εκείνο το ιδιαίτερο βήμα του περνώντας έξω από το ταμπακάιο πιο πάνω;
Γίνεται. Με τον Βασίλη γίνεται.
Ο Βασίλης, μια παρουσία διακριτική στην άκρη που ποτέ δεν διεκδίκησε χώρο κι όμως γέμιζε το χώρο.
Ο Βασίλης, μια φωνή που δεν υψώθηκε ποτέ κι όμως πάντα ακουγότανε πολύ προσεκτικά.
Ο Βασίλης με την εξωπραγματική εγκυκλοπαιδική μόρφωση και την ακόμα πιο εξωπραγματική μνήμη, “Βασίλη, πώς λεγόταν τότε εκείνη η ταινία που έπαιζε εκείνος και που...” “…Έτσι λεγόταν”.
Ο Βασίλης που στο ξέσπασμα του μεγαλύτερου θυμού του σχολίαζε με σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό χαμόγελο τη φάση.
Ο Βασίλης, μια σταθερά κι ένα μυαλό τόσο καθαρό που έκανε εύκολο το πιο δύσκολο πράγμα: να βλέπει το αυτονόητο.
Ο Βασίλης που το λεπτό του χιούμορ έσπαγε κόκαλα. Και λένε πως χιούμορ έχουν οι ευφυείς άνθρωποι.
Ο Βασίλης που η έννοια καθήκον ήτανε συνώνυμο της αναπνοής του.
Ο Βασίλης γραμματέας του γραφείου του Ρήγα Ρώμης, ο Βασίλης του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών της Ρώμης, φωνή πάντα λογική και ενωτική, ο Βασίλης πάντα ενεργός αριστερός μ’ εκείνη την παλιά στόφα του αριστερού, εκείνου, που αριστερός έχει γίνει και μένει συνεπής από ανθρωπιά και γιατί ξέρει ότι μόνο εκεί υπάρχει το δίκιο και κάθε άλλου είδους σκέψη δεν τον αφορά.
Ο Βασίλης, που αυτό που λέμε προσωποποίηση του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, που τόσο έχει πια τσαλακωθεί, έβρισκε την απόλυτη ουσία του.
Κι επειδή ξέρω πως αν μας βλέπει τώρα από κάπου και μας ακούει, με όλα αυτά τα καλά που λέμε, θα ‘χει πάρει εκείνο το πονηρό χαμογελάκι που έπαιρνε πριν μιλήσει όταν δεν πολυσυμφωνούσε με κάτι, Αφροδίτη και Νεφέλη, δε μπορώ παρά να σας πω κι ένα ελάττωμα του.
Ναι, δεν ήτανε καλός στο φλιπεράκι. Εκεί απέναντι, στο μπαρ του Πασκουάλε, ήταν λίγο ατσούμπαλος και του φεύγανε εύκολα οι μπάλες στη μπούκα.
Βασίλη μου, καλό σου ταξίδι.
Και την επόμενη φορά στου Βαλέσα, θα σου ‘χουμε μια καρέκλα και θα σου βάλουμε τρεις σταγόνες κρασί στο ποτήρι. Έτσι κι αλλιώς, ποτέ δεν έπινες πολύ.
Στην εφημερίδα Η Εποχη 28/1/2024
Ο νεαρός φοιτητής Αρχιτεκτονικής στη Ρώμη, που έμενε απέναντι από το σπίτι του Πιέτρο Ιγκράο, είχε πιάσει φιλίες με τον κομμουνιστή αστυνομικό της φρουράς του, γιατί την εποχή που ήταν πρόεδρος της Βουλής και την εποχή της τρομοκρατίας ήταν δύσκολο να πλησιάσει κανείς τους θεσμικούς παράγοντες της χώρας. «Από το παράθυρο του δωματίου του ο Βασίλης κοιτούσε τα παράθυρα του σπιτιού του Ιγκράο», θυμήθηκε ο πρώην συγκάτοικός του Κώστας Ποντικόπουλος.
«Ο Βασίλης, μια παρουσία διακριτική, ποτέ δεν διεκδίκησε χώρο κι όμως γέμιζε τον χώρο. Ο Βασίλης, μια φωνή που δεν υψώθηκε ποτέ, κι όμως πάντα ακουγόταν πολύ προσεκτικά. Ο Βασίλης με την εξωπραγματική εγκυκλοπαιδική μόρφωση και την ακόμα πιο εξωπραγματική μνήμη. Ο Βασίλης γραμματέας του γραφείου του Ρήγα Ρώμης, ο Βασίλης του ΔΣ του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών της Ρώμης, φωνή πάντα λογική και ενωτική, ο Βασίλης, που αυτό που λέμε προσωποποίηση του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς, που τόσο έχει πια τσαλακωθεί, έβρισκε την απόλυτη ουσία του», τόνισε στον αποχαιρετισμό του ο παλιός Ρηγάς, Κ. Ποντικόπουλος.
Όταν επέστρεψε από την Ιταλία συμμετείχε στο ΚΚΕ εσωτερικού, την ΕΑΡ, για χρόνια γραμματέας του Συνασπισμού Νέας Σμύρνης και αργότερα της ΔΗΜΑΡ, για να έρθει στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύοντας ότι το καλοκαίρι του 2015 έσωσε τη χώρα. Τις τελευταίες εβδομάδες με την αισιοδοξία της θέλησης του Γκράμσι υποστήριζε τη δημιουργία του νέου κόμματος, γιατί η προοπτική της Αριστεράς τον απασχολούσε περισσότερο από τις διασπάσεις της.
Εργάστηκε για χρόνια στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου, για να βρεθεί πολλές φορές να υπερασπίζεται μόνος του το δημόσιο συμφέρον εναντίον της Αριστεράς του τσιμέντου, αναλαμβάνοντας έναν ιδιαίτερο ρόλο για τη ματαίωση της κατασκευής του τεράστιου εμπορικού κέντρου στον Πανιώνιο που προωθούσε η υποτιθέμενη αριστερή και προοδευτική αρχή της Νέας Σμύρνης. Στάθηκε πάντα δίπλα στα κινήματα των πολιτών για την υπεράσπιση των δημοσίων χώρων και εναντιώθηκε στην 25ετή παραχώρηση της Πλατείας Ταχυδρομείου στον μεγαλοκατασκευαστή Μπόμπολα για την κατασκευή πάρκινγκ, το σπάσιμο έργων και τις δαπανηρές απευθείας αναθέσεις, την παρουσία του Α. Μπέου στον Πανιώνιο, τη λεηλασία της Πλατείας της Νέας Σμύρνης από τη βιομηχανία της καφετιέρας, υπερασπίστηκε με κάθε μέσο τη μείωση του συντελεστή δόμησης.
Η αριστερή ηθική και συνέπεια του, η ανιδιοτέλεια και η ακεραιότητα του χαρακτήρα του είχαν όμως και το τίμημά τους. Ο Β. Ανανιάδης με το κεφάλι ψηλά αντιμετώπισε την απομάκρυνσή του από την Τεχνική Υπηρεσία το Δήμου, την περιπλάνησή του για καιρό χωρίς αντικείμενο και την τοποθέτησή του στη Μηχανογράφηση, παρόλο που είχε πτυχίο Αρχιτεκτονικής και μεταπτυχιακό. Μπροστά στην εύκολη ρητορική απέδειξε στην πράξη ποιο είναι το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς και ότι αυτό κερδίζεται πρωτίστως με τους προσωπικούς καθημερινούς αγώνες μας.
Η μεγάλη του καρδιά τον πρόδωσε ξαφνικά στα 69 χρόνια του. Δεν αφήνει μόνο μεγάλο κενό ανάμεσα στους ανιδιοτελείς αριστερούς της Νέας Σμύρνης, τους φίλους του και όσους τον γνώρισαν, αλλά και στη σύζυγό του Αφροδίτη Κουκουτσάκη και την κόρη τους Νεφέλη, για τις οποίες έδειξε όλα αυτά τα χρόνια την αγάπη και αφοσίωσή του και οι οποίες είναι σήμερα περήφανες για τη στάση ζωής του.