Οι εγκληματικές ενέργειες παρέχουν άμεση ικανοποίηση των επιθυμιών. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των ανθρώπων με χαμηλό αυτοέλεγχο είναι επομένως μια τάση να απαντούν σε απτά ερεθίσματα του άμεσου περιβάλλοντος, να έχουν ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό προς το «εδώ και τώρα» […] Συγκρατείστε ότι το έγκλημα περιλαμβάνει την επιδίωξη της άμεσης ευχαρίστησης. Συνεπάγεται ότι τα άτομα που στερούνται αυτοελέγχου θα τείνουν επίσης να επιδιώκουν τις άμεσες μορφές ικανοποίησης που δεν είναι εγκληματικές: θα τείνουν προς το κάπνισμα, το ποτό, τη χρήση ναρκωτικών, το τζόγο, την απόκτηση παιδιών έξω από τα δεσμά του γάμου και τη συμμετοχή σε παράνομο σεξ.[1]
Στο παράθεμα αυτό, στο οποίο αντανακλώνται οι πυλώνες της κυρίαρχης ηθικής, δηλαδή ο αυτοέλεγχος και η εργατικότητα, συνοψίζεται και η θετικιστική αντίληψη στην εγκληματολογία, η οποία συνδέει τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών αλλά και τη σεξουαλική παρέκκλιση με χαρακτηριστικά που στοιχειοθετούν την έννοια της επικινδυνότητας και, κατά τούτο, είναι κοινά σε όλες τις κατηγορίες εγκληματιών. Έτσι, ο εγκληματίας αναγνωρίζεται ως διαφορετικός από τους υπόλοιπους, τους «φυσιολογικούς», πολίτες, ενώ:
η συζήτηση για το έγκλημα, καθώς εκριζώνεται από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών σχέσεων και εστιάζεται σε ατομικά χαρακτηριστικά, καθίσταται απλώς ζήτημα ηθικής διαπαιδαγώγησης.[2]
Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά και το έγκλημα εξετάζονται, συνήθως, ως σύμπτωμα μιας ιδιαίτερης προσωπικότητας ή μιας ιδιαίτερης κοινωνικής κατάστασης. Οι αντιλήψεις αυτές τροφοδοτούν και τις εικόνες, τις αναπαραστάσεις που κυριαρχούν σε επίπεδο κοινού και θεσμικών φορέων, έτσι ώστε να προβάλλονται, να παγιώνονται και να διαιωνίζονται ως η μόνη «αυθεντική» πραγματικότητα για το έγκλημα και τον εγκληματία. Καθοριστικής σημασίας στη συγκρότηση και παγίωση αυτής της εικόνας είναι και ο ίδιος ο επιστημονικός λόγος, όπως αυτός διαμορφώνεται στο πλαίσιο των εκάστοτε κοινωνικών συμφραζομένων και αντικατοπτρίζεται στις υπόλοιπες εκδοχές που παίρνει ο δημόσιος λόγος για το έγκλημα.[3]
Ο εγκληματολογικός προβληματισμός, όμως, δεν εξαντλείται σε μία παρόμοια προσέγγιση της έννοιας της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και στην αναζήτηση των αιτιωδών παραγόντων που εξηγούν την εκδήλωση της. Μέχρι τη δεκαετία του '60, η εγκληματολογική θεωρία και έρευνα ήταν πράγματι επικεντρωμένη στην αναζήτηση των παραγόντων που καθιστούν τον εγκληματία μια ιδιαίτερη προσωπικότητα ή μια ιδιαίτερη κοινωνική περίπτωση, ενώ τα μέσα και οι μέθοδοι αντεγκληματικής πολιτικής βασίζονταν σε παραλλαγές του ατομοκεντρικού μοντέλου της μεταχείρισης του εγκληματία. Kατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '60, όμως, το κυρίαρχο θετικιστικό παράδειγμα μοιάζει να διέρχεται μια κρίση νομιμοποίησης, καθώς η επιστήμη της Εγκληματολογίας μπαίνει στη μεγάλη της περιπέτεια, επαναπροσδιορίζοντας συνεχώς το αντικείμενο και τους στόχους της εγκληματολογικής έρευνας. Κατ’ επέκταση, οι νεώτερες τάσεις που αναπτύχθηκαν δεν αποτελούσαν παραλλαγές, αλλά ριζικά διαφορετικές θεωρήσεις του εγκληματικού φαινομένου. Έτσι, θα ήταν πιο σωστό να μην μιλάμε για μία, αλλά για πολλές Εγκληματολογίες,[4] μολονότι δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι αιτιολογικές προσεγγίσεις, η Θετικιστική Εγκληματολογία έχει επιδείξει εντέλει μια εξαιρετική αντοχή στο χρόνο και μια ιδιαίτερη ικανότητα να απορροφά τους κραδασμούς και να επιβιώνει αλώβητη, τουλάχιστον σε ότι αφορά τον σκληρό πυρήνα της γύρω από τους ορισμούς και τις ερμηνείες του εγκλήματος, του εγκληματία και του κοινωνικού ελέγχου.[5]
Στη δεκαετία του ’60, ωστόσο, στη διαμόρφωση της εγκληματολογικής σκέψης επέδρασε, όπως ήδη αναφέραμε, μια ριζικά διάφορη κοινωνιολογική προσέγγιση της έννοιας της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς και της ιδιαίτερης μορφής της, του εγκλήματος. Σύμφωνα μ' αυτή την προσέγγιση, η παρέκκλιση αποτελεί μια «κοινωνική κατασκευή», απόρροια του ίδιου του χαρακτηρισμού της πράξης ως παρεκκλίνουσας και του ατόμου που την εκδηλώνει ως παρεκκλίνοντος. Έτσι, στο πλαίσιο των κριτικών εγκληματολογικών θεωριών που αναπτύσσονται, το κέντρο βάρους μετατίθεται από την ανάλυση των συμπεριφορών μη-συμμόρφωσης στην μελέτη των μηχανισμών του κοινωνικού ελέγχου, οι οποίοι δημιουργούν και αναπαράγουν τις κατηγορίες «παρέκκλιση» και «έγκλημα».
Οι θεωρίες, λοιπόν, που μελετούσαν τις διαδικασίες κοινωνικής κατασκευής της παρέκκλισης, ουσιαστικά έθεταν υπό αμφισβήτηση το ίδιο το αντικείμενο της Θετικιστικής Εγκληματολογίας, το έγκλημα, δηλαδή, ως οντολογική έννοια (το οποίο, χάνοντας την αυθυπαρξία του, δεν μπορούσε πλέον να αποτελεί αυτόνομο αντικείμενο μελέτης), ενώ, παράλληλα, υπογράμμιζαν τον προβληματικό χαρακτήρα της έννομης τάξης.
Στην παρούσα μελέτη, η ανάπτυξη της προβληματικής για τις συμπεριφορές της μη-συμμόρφωσης θα αντλήσει τις υποθέσεις της κυρίως από το πλαίσιο που διαμορφώνουν οι θεωρίες της κοινωνικής κατασκευής της παρέκκλισης. H ανάλυση των ειδικότερων θεμάτων θα γίνει, κατά συνέπεια, σε δύο επίπεδα. Σ ένα πρώτο επίπεδο, θα περιγραφούν τα στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις, συνιστούν τον προβληματικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στην ανάλυση των μηχανισμών διαμέσου των οποίων αυτός ο προβληματικός χαρακτήρας είναι απόρροια της ίδιας της κοινωνικής αντίδρασης και των συνεπειών που έχει σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο, συνέπειες οι οποίες λειτουργούν αναπαράγοντας και διαιωνίζοντας τα συστατικά που στοιχειοθετούν το πρόβλημα.
Μ’ αυτή την έννοια, η συμπεριφορά θα μελετηθεί στη διαπλοκή της με τα συστήματα κοινωνικού ελέγχου (ειδικότερα, ποινικό και ιατρικό έλεγχο), τα οποία την ορίζουν και την διαχειρίζονται ως παρεκκλίνουσα ή εγκληματική. Κατά συνέπεια, ο κοινωνικός έλεγχος δεν θα μελετηθεί ως απάντηση σε μια προβληματική κατάσταση, αλλά ως μέρος αυτής της κατάστασης η οποία ορίζεται ως προβληματική.
Τα ειδικότερα θέματα τα οποία θα αποτελέσουν αντικείμενο ανάλυσης είναι η χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και η ομοφυλοφιλία.
Οι συμπεριφορές αυτές έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία αποτελούν και κριτήριο ταξινόμησής τους σ’ ένα ενιαίο πλαίσιο ανάλυσης. Κατ’ αρχάς, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού που ορίζεται ως παρεκκλίνουσα ή εγκληματική συμπεριφοράς χωρίς θύμα,[6] περιπτώσεις, δηλαδή, όπου ο δράστης και το «θύμα» της συμπεριφοράς ταυτίζονται. Εξ ου και καθίσταται ιδιαίτερα προβληματικός ο προσδιορισμός του κοινωνικού κόστους από το οποίο απορρέει η ανάγκη άσκησης διαφόρων μορφών κοινωνικού ελέγχου, κυρίως στο βαθμό που το θιγόμενο αγαθό θα πρέπει να προσδιορισθεί με αναφορά στο κοινωνικό σώμα και όχι στο ίδιο το άτομο-δράστη.[7]
Επιπλέον, τόσο η χρήση ναρκωτικών όσο και η ομοφυλοφιλία έχουν αποτελέσει αντικείμενο και των δύο κυρίαρχων συστημάτων κοινωνικού ελέγχου της παρέκκλισης, ποινικού και ιατρικού, με το χαρακτηρισμό τους ως εγκλημάτων ή ασθενειών και την αντίστοιχη μεταχείριση.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά τους διαμορφώνουν ένα ειδικότερο πλαίσιο το οποίο μας επιτρέπει να ανιχνεύσουμε την λειτουργικότητα των συστημάτων κοινωνικού ελέγχου της παρέκκλισης - λειτουργικότητα, η οποία δεν μπορεί να αναζητηθεί στην αμφίβολη αποτελεσματικότητα τους, αλλά κυρίως σ' ένα ιδεολογικό επίπεδο. Θα αναφερθούμε, κατά συνέπεια, στις διαδικασίες δημιουργίας στερεοτύπων και συλλογικών αναπαραστάσεων γύρω από την παρέκκλιση και τον παρεκκλίνοντα, κατ’ επέκταση δε και γύρω από τη σχέση μεταξύ άτυπου και επίσημου κοινωνικού ελέγχου.
Ειδικότερη μνεία θα γίνει, τέλος, στη γένεση και τη λειτουργία κινημάτων που θέτουν ως στόχο τη συρρίκνωση της ποινικής παρέμβασης. Σ’ αυτό το πλαίσιο θα ενταχθεί η προβληματική περί αποποινικοποίησης της χρήσης ναρκωτικών και, γενικότερα, συμπεριφορών, η ποινική καταστολή των οποίων συνιστά παρέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα και στο δικαίωμα αυτοδιαχείρισης του ατόμου.
Στόχος, λοιπόν, της ανάλυσης που ακολουθεί δεν είναι μια λεπτομερής, εξαντλητική παρουσίαση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί για τις συγκεκριμένες μορφές παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, αλλά η σκιαγράφηση των μηχανισμών διαμέσου των οποίων οι εν λόγω συμπεριφορές καθίστανται αντικείμενο κοινωνικού ελέγχου και, κατά συνέπεια, αντικείμενο μελέτης, ως συμπεριφορές μη-συμμόρφωσης, ως παρεκκλίνουσες συμπεριφορές.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι αυτονόητο ότι το θέμα της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών συνιστά ένα προνομιακό πεδίο ως χώρος ο οποίος, αφ’ ενός μεν, στο επίπεδο του δημόσιου λόγου, παράγει την πιο πλούσια μυθολογία γύρω από τις ουσίες, τα άτομα που κάνουν χρήση και τη χρήση ως κοινωνικό πρόβλημα, αφ’ ετέρου δε διαμορφώνει περισσότερα πεδία πρακτικής παρέμβασης στο επίπεδο της θεσμικής διαχείρισής του.
Αντίθετα, η ομοφυλοφιλία σπάνια επισύρει το ενδιαφέρον θεσμικών φορέων, «ειδικών» και κοινού, όπως προκύπτει και από τη περιορισμένη βιβλιογραφία γύρω από αυτό το θέμα.[8] Την ομοφυλοφιλία την γνωρίζουμε κυρίως μέσα από τα στερεότυπα που κοινοποιούν τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας (κινηματογράφος, τηλεόραση, λογοτεχνία κλπ.) ή, αποσπασματικά, μέσα από τον λόγο της ίδιας της ομοφυλόφιλης κοινότητας, οργανωμένο ή μη. Αυτό το «ξεχασμένο», όμως, αντικείμενο μελέτης στην πραγματικότητα υπάρχει ως αντικείμενο κοινωνικού ελέγχου και ως τέτοιο παράγει αποτελέσματα, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε.
Έτσι η, εκ πρώτης όψεως, ανισοβαρής ανάλυση των επί μέρους θεμάτων (χρήση ναρκωτικών, ομοφυλοφιλία) είναι συνάρτηση του τρόπου με τον οποίο καθένα απ’ αυτά εντάσσεται στις πρακτικές της θεσμικής διαχείρισης και του δημόσιου λόγου για την παρέκκλιση και το έγκλημα. Των ερεθισμάτων, κατά συνέπεια, τα οποία δημιουργούν στο πλαίσιο της ιδιαίτερης προσέγγισης η οποία επιχειρείται σ’ αυτή την μελέτη.
Θα ήθελα να κλείσω αυτή την παράγραφο με μια αναφορά στην εμπειρία μου από τη διδασκαλία του μαθήματος Μορφές Παρεκκλίνουσας Συμπεριφοράς, του οποίου διδακτικό υλικό θα αποτελέσει αυτή η μελέτη.
Ξεκινώντας απ’ την αμηχανία που νοιώθουμε, φοιτητές και διδάσκουσα, στις πρώτες μας συναντήσεις, όταν σκιαγραφείται ακόμα η προτεινόμενη προσέγγιση, με την οποία οι φοιτητές είναι ελάχιστα εξοικειωμένοι. Για να συνεχίσω με τις άτυπες έρευνες στάσεων, με τις οποίες προσπαθώ να γνωρίσω το ακροατήριό μου και να προσαρμόσω τη διδασκαλία στις ανάγκες του. Και να καταλήξω στις ατελείωτες συζητήσεις που ακολουθούν και που «υπονομεύουν» όλα μου τα πλάνα για την ύλη που θα πρέπει να καλυφθεί σε κάθε τρίωρο – στη γνωριμία μας, μ’ άλλα λόγια..
Αυτόν τον πλούτο της διδακτικής μου εμπειρίας δεν μπορώ να τον μεταφέρω στην παρούσα μελέτη. Στη δομή της, ωστόσο, και στα επί μέρους θέματά της αντανακλάται αυτούσια η «συνενοχή» διδάσκουσας και διδασκομένων στην προτεινόμενη προσέγγιση του θέματος της παρέκκλισης και του κοινωνικού ελέγχου.
[1] M.P. Gottfredson, T. Hirschi (1990), A General Theory of Crime, Stanford: Stanford University Press, σελ. 89-90, όπως αναφέρεται στο D. Melossi (1999), σελ. 44
[2] D. Melossi (1999), σελ. 46
[3] Ας σκεφτούμε μόνον τις στρατιές των «ειδικών επιστημόνων» οι οποίοι προβάλλουν τις απόψεις τους στα μέσα μαζικής επικοινωνίας ή το πλήθος των πολιτισμικών προϊόντων τα οποία «εικονογραφούν» ή αφηγούνται τις συνήθεις εκδοχές για το έγκλημα (ψυχοπαθολογικοί παράγοντες, προβληματικό κοινωνικό υπόστρωμα κλπ)
[4]Η.Δασκαλάκης (1987), ‘Η εξέλιξη της εγκληματολογικής σκέψης’, στο Έγκλημα και Κοινωνία, τ. 1. Επίσης, A. Ceretti (1992), L’ orizzonte artificiale. Problemi epistemologici di Criminologia, Padova: CEDAM, σελ. 99.
[5] «Πώς, λοιπόν, ένας επιστημονικός κλάδος με αμφισβητούμενη υπόσταση, με κοινωνικά (πολιτικά) καθορισμένο αντικείμενο, με εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο επιστημονικού λόγου, με προφανή αποτυχία σε επίπεδο στόχων και διακηρύξεων, κατάφερε ν’ αναπτυχθεί, επιδεικνύοντας εξαιρετική αντοχή σε όλες τις αμφισβητήσεις και καταστρεπτικές κριτικές που έχει δεχθεί;» Ο Τ. Σεράσης, πραγματεύεται το ζήτημα της ιδεολογικής διασύνδεσης της Εγκληματολογίας με την εξουσία, όπως αυτή εκδηλώνεται σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, και απαντά στο ερώτημα αντλώντας επιχειρήματα από την ύπαρξη αυτής της εγγενούς σχέσης. [Τ. Σεράσης (1999), ‘Η χαμένη τιμή της Εγκληματολογίας’, στο Α. Κουκουτσάκη (επιμ.) Εικόνες Εγκλήματος, Αθήνα: Πλέθρον, σελ. 69]
[6] Για το θέμα αυτό, βλ. E. Schur (1965), Crimes without victims, New Jersey: Prentice-Hall, Englewood, Cliffs
[7] Αυτονόητο είναι ότι στο θέμα των ναρκωτικών η παρατήρηση αυτή δεν αφορά στις περιπτώσεις διακίνησης, εμπορίας, κλπ. αλλά στην χρήση, προμήθεια και κατοχή για προσωπική χρήση.
[8] Μια αναβίωση του ενδιαφέροντος για την σεξουαλική συμπεριφορά , κατά συνέπεια και για την σεξουαλική συμπεριφορά που θεωρείται παρεκκλίνουσα, εμφανίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το ενδιαφέρον είναι σε άμεση συνάρτηση με την εξάπλωση του ιού του AIDS και τις σχετικές έρευνες από τα Υπουργεία ή Ινστιτούτα Υγείας διαφόρων χωρών. Για τον ευρωπαϊκό χώρο, βλ. Asher Colombo (2000), Gay and AIDS in Italia. Stili di vita sessuale, strategie di protezione e rappresentazioni di rischio, Richerche e studi dell’ Istituto Cataneo, Bologna: il Mulino
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου