Εικόνα: Imaginary Prison Giovanni Battista Piranesi
Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι η δίκη
και η δικαστική απόφαση, όχι μόνον στην συγκεκριμένη περίπτωση αλλά σε όλες τις
περιπτώσεις, είναι η κατάληξη μιας διαδικασίας που ξεκινά πριν ακόμα από τη
σύλληψη των κατηγορούμενων. Ξεκινά από τον χαρακτηρισμό και τον βαθμό
επικινδυνότητας που αποδίδεται στους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους
προέλευσης. Αυτούς από τους οποίους αντλεί την συνήθη πελατεία του το ποινικό
σύστημα.
Υπ’ αυτή την έννοια και η
δικαστική απόφαση δεν παράγεται σε ένα θεσμισμένο ουδέτερο χώρο.
Παραπέμπει μεν στον νόμο αλλά
ουσιαστικά συνιστά ερμηνεία του νόμου. Η δικαστική απόφαση δεν προέρχεται από
ένα μηχάνημα στο οποίο ρίχνεις κέρμα και βγάζει απόφαση. Η ποινική δικαιοσύνη
λειτουργεί δια των υποκειμένων της. Αλλά οι λειτουργοί της δικαιοσύνης δεν
υπερίπτανται της κοινωνικής και πολιτισμικής πραγματικότητας εντός της οποίας
παράγουν αποφάσεις οι οποίες έχουν την
ισχύ «καθεστώτων αλήθειας». Δεν έχουν ανοσία απέναντι στην περιρρέουσα
ατμόσφαιρα και στα στερεότυπα, αντίθετα τα συντηρούν και τα αναπαράγουν μέσα
από τη δράση τους, δρομολογώντας έτσι το σπιράλ της αυτοεκπληρούμενης
προφητείας. Δηλαδή, επηρεάζονται από τα
κοινωνικά και πολιτισμικά δεδομένα και ταυτόχρονα τα επηρεάζουν δια των
αποφάνσεών τους. Εάν, όπως δείχνει η σύνθεση του ποινικού πληθυσμού, οι
εγκληματίες αναζητούνται στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, άρα η δεσπόζουσα εικόνα είναι ότι τα
χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα παράγουν εγκληματικότητα. Εάν οι αναρχικοί
καταδικάζονται ως τρομοκράτες, η δεσπόζουσα εικόνα είναι ότι η αναρχία είναι δεξαμενή
τρομοκρατών σχεδόν με όρους αυτονόητου.
Τα τελευταία δε χρόνια, τα χρόνια
της κρίσης, κατά περιόδους, ο λόγος περί τρομοκρατίας, επικαλύπτει σχεδόν τον
λόγο περί τάξης και ασφάλειας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η αναφορά στην τρομοκρατία,
ως θεσμικός λόγος, δεν συνιστά αυταπόδεικτη αλήθεια αλλά ερμηνεία της υπό
εκδίκαση υπόθεσης, τουτέστιν προβολή
νοήματος μέσα από αυτήν. Με άλλα λόγια, στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπως
την ανάπτυξαν οι συνήγοροι, μοιάζει να
μην είναι η υποπερίπτωση του αντιτρομοκρατικού αυτή που εντάσσει τους
κατηγορούμενους στην κατηγορία των τρομοκρατών αλλά να ακολουθείται μια αντίστροφη διαδικασία: Δηλαδή ο ήδη θεωρούμενος
τρομοκράτης στεγάζεται εκ των υστέρων στην υποπερίπτωση του νόμου.
Και φυσικά δεν μπορεί κανείς ν’
απομονώνει τους Λόγους περί τρομοκρατίας από τα συμφραζόμενα της περιόδου.
Δηλαδή μιας κοινωνίας που βρίσκεται στην καρδιά μιας οικονομικής και πολιτικής
κρίσης η οποία προκαλεί πολλαπλές αναταράξεις και επιβάλλει την ανάγκη να
αποκατασταθεί η εικόνα μιας ενοποιημένης συναινετικής κοινωνίας. Μια συνθήκη,
δηλαδή, που κυοφορεί την κατασκευή εσωτερικών εχθρών, από τους μετανάστες μέχρι
τους αναρχικούς και τους πολιτικά
διαφωνούντες. Μια συνθήκη όπου ο Λόγος περί εγκληματικότητας γενικά και
τρομοκρατικής απειλής ειδικότερα τείνει να συνοψίζει τα αίτια της ανασφάλειας
τού κόσμου και να αποσπά συναινέσεις για αυστηρότερη ποινική πολιτική απέναντι
σε δράστες/σώματα. Γιατί εκεί η τιμωρία είναι χειροπιαστή. Τιμωρούνται άτομα,
υλικά σώματα. Οι θεσμοί είναι απρόσωποι, δεν υπάρχουν τιμωρίες με θεατή
υλικότητα και σωματικότητα.
Όλα αυτά δεν είναι κάτι καινούργιο
ούτε ελληνικό φαινόμενο. Οι πόλεμοι κατά της τρομοκρατίας και η ιδεολογική
χρήση τους είναι παγκόσμιο και διαχρονικό φαινόμενο και, ως τέτοιο, έχει
επηρεάσει βαθιά τις ποινικές πρακτικές, τόσο από την άποψη θέσπισης νόμων [εμβληματικό παράδειγμα η Patriot Act] όσο και από την άποψη της συμβολικής μετατόπισης των λειτουργιών
τους.
Και εννοώ μ’ αυτό ότι οι υποχωρήσεις σε ζητήματα δικαιωμάτων, η
εξαίρεση του νόμου κλπ να ορίζονται ως παράπλευρη απώλεια μιας αναγκαίας και
αναπόφευκτης διαδικασίας εν ονόματι της ασφάλειας, εξ ου και σπάνια επισύρουν
κυρώσεις ή νοούνται ως «καθαρή παρανομία».
Τα περιστατικά της σύλληψης των
κατηγορούμενων για τη ληστεία στο Βελβεντό, είναι ένα παράδειγμα αυτού που
εννοώ μιλώντας για αλλαγές -σε πραγματικό και συμβολικό επίπεδο- στη λειτουργία
ήδη υπαρχόντων θεσμών χωρίς να χρειάζεται η θέσπιση νέων. Οι μεταβολές, δηλαδή,
στον τρόπο λειτουργίας του τιμωρητικού μηχανισμού σε ό, τι αφορά τις ερμηνείες
των υπαρχουσών ρυθμίσεων και τα, δι’
αυτών, κοινοποιούμενα νοήματα.
Θα σταθώ ειδικότερα στην εικόνα
της κακοποίησης των συλληφθέντων και τα παράγωγά της ή μάλλον στα ερωτήματα τα
οποία αφορούν το συνολικό μήνυμα που κοινοποιεί αυτή η απροκάλυπτη προβολή μιας
υπέρμετρης θεσμικής βίας.
Τί αποκρύπτει και τί αποκαλύπτει
αυτή η ανάρμοστη εικόνα των κακοποιημένων κρατούμενων. Αποκαλύπτει δυσλειτουργίες,
α-ταξία του τιμωρητικού μηχανισμού ή, πολύ περισσότερο, δομικά του
χαρακτηριστικά;
Εξαιρετικά αποκαλυπτική η δήλωση,
τότε, του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη, απαντώντας στην
ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για τις επίμαχες φωτογραφίες
«Ισχυρισμοί
και γενικεύσεις που υιοθετούνται την ίδια ώρα που η ελληνική κοινωνία μάχεται
την τρομοκρατία και τις καταστροφικές συνέπειες που μπορεί να έχει για το
επίπεδο ζωής όλων των Ελλήνων πολιτών, θέτοντας σε κίνδυνο την προσπάθεια
ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και την ανοδική πορεία του Τουρισμού.»
Το
εθνικό συμφέρον, λοιπόν, ως κεντρικός ιδεολογικός άξονας για την επίτευξη
συναίνεσης απέναντι στην αυστηροποίηση του ποινικού μηχανισμού. Με άλλα λόγια,
στο εργαλειακό και πολιτισμικό περιεχόμενο του αντι-τρομοκρατικού Λόγου, θα
μπορούσε να εντοπίσει κανείς μια ιδιαίτερα ισχυρή έκφραση του προτάγματος του
εθνικού συμφέροντος, ακόμα και με κόστος την υποχώρηση του κράτους δικαίου σε
ό, τι αφορά την ύλη των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του
κατηγορούμενου ή του κρατούμενου. Έτσι,
και η αστυνομική δράση μπορεί να είναι έκνομη για την αποτελεσματικότερη
διαφύλαξη του νόμου και της τάξης. Αυτή η παραδοξότητα –της υποχώρησης του νόμου προκειμένου να εφαρμοστεί ο νόμος- μετατοπίζεται
και εντοπίζεται μέσα στο δίκαιο, υπό τη σκέπη του έννομου καθολικού αγαθού
«δημόσια τάξη»[1]
Θα έλεγα, λοιπόν, ότι η «πρόχειρη επεξεργασία» των φωτογραφιών των
συλληφθέντων και καθώς είναι μάλλον απίθανο να μην υπήρχε τεχνικά η δυνατότητα
για καλύτερη επεξεργασία τους, θα μπορούσε να διαβαστεί ακριβώς ως πρόθεση για
απόλυτη καθαρότητα της παραποιημένης εικόνας.
Μιας εικόνας η οποία αποκαλύπτει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο
αυτό το οποίο επιφανειακά συγκαλύπτει. Δηλαδή την υλικότητα μιας βίαιης
εξουσίας που αφήνει ορατά σημάδια στο σώμα του παραβάτη, κυρίως ως υλική
υπενθύμιση στους νομοταγείς σε σχέση με το κόστος που συνεπάγεται η απείθεια.
Συμπερασματικά, λοιπόν, το ζήτημα
του θεσμικού χαρακτηρισμού ως τρομοκράτη δεν είναι τεχνικό, είναι βαθιά
ιδεολογικό καθώς η φόρτιση το όρου τρομοκράτης γεννά συναινέσεις για την επί
της ουσίας εξουδετέρωση του δράστη μέσα από εξοντωτικές ποινές. Από αυτή τη ρητορική αντλεί νομιμοποίηση και η
παλινδρόμηση των ποινικών πρακτικών σε προνεωτερικές μορφές, με κορωνίδα την υποχώρηση της αρχής της αναλογικότητας. Κυρίως είναι
άκρως προβληματικό, γιατί σε ένα κράτος δικαίου ο ποινικός νόμος τιμωρεί
πράξεις και όχι ιδεολογίες. Δηλαδή, τον καταλογισμό, τον χαρακτηρισμό του
αδικήματος και την προσμέτρηση της ποινής θα πρέπει να τα καθορίζει αυτό που
κάνεις και όχι αυτό που είσαι. Είναι
συνταγματική επιταγή, εξάλλου, να αντιμετωπίζεται ο άνθρωπος ως αυτοπροσδιοριζόμενο ον και όχι ως μέσο
για την άσκηση μιας πολιτικής. Μόνον τότε γίνεται σεβαστή η αξία του ανθρώπου.
Και θα τελειώσω δανειζόμενη από το κείμενο του Θωμά Παπακωνσταντίνου,
Η προστασία του Πολίτη υπό τη σκιά του Δεκέμβρη [http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/12/h-1.html],
το οποίο συνοψίζει όλα τα παραπάνω
[Η] « Προστασία του Πολίτη» ως θεσμικός τίτλος που μέσα από τα ιστορικά
συμφραζόμενα αποκτά ισχύ ονόματος κατάστασης, εγκαινιάζει επίσημα και παράλληλα
επικυρώνει μια προϊούσα σχέση με το πολιτικό. Κάθε ερμηνεία της πολιτικής
σημασίας του όρου «πολίτης» οφείλει να περιλαμβάνει το σύνολο των πολιτών ως
ενιαίο πολιτικό σώμα. Όμως, από τη στιγμή που η εν λόγω έννοια μαγνητίζεται και
ανακτά το περιεχόμενο της από τις σημασίες της ασφάλειας και της προστασίας,
τότε η «Προστασία του Πολίτη» αντιπαραθέτει υπαινικτικά τον Πολίτη στον πολίτη
. Δηλαδή, το συμβολικό ψηφιδωτό κατασκευάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό που
αποκαλούμε «πολίτη» να μην αντιπροσωπεύει ένα ενιαίο πολιτικό υποκείμενο, αλλά
να αμφιταλαντεύεται διαλεκτικά μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων άκρων: από την μία
πλευρά ο «Πολίτης» που αντιπροσωπεύει το «ενιαίο», «κανονικό», «υγιές» σώμα της
πολιτικής κοινότητας. Από την άλλη ο «πολίτης» ως το διασκορπισμένο σύνολο
στιγματισμένων ταυτοτήτων: των εξεγερμένων, των μεταναστών, των αθλίων, των
φτωχών, των καταπιεσμένων, των άλλων. Από τη μία το κυρίαρχο κράτος των
ενσωματωμένων Πολιτών, από την άλλη ο μιαρός τόπος των αποκλεισμένων σωμάτων.
Εκεί τα δικαιώματα και το δίκαιο, εδώ η απροϋπόθετη τιμωρία.
[1] Παπακωνσταντίνου, Θ. (2008), Τι είναι η δημόσια τάξη στο ελληνικό δίκαιο,
Διπλωματική εργασία στο ΜΠΣ του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του
Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου