Β ι β λ ι ο κ ρ ι τ ι κ
ή Κοινωνίας Δρώμενα, τ. 2, 2014
Μ. Εμμανουηλίδης &
Α. Κουκουτσάκη Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης Αθήνα: Futura,
2012
Κριτική από τον Παύλο
Τριανταφύλλου[1]
Το ανέβασε ο Μάριος Εμμανουηλίδης στο academia.edu από όπου και το αναδημοσιεύω
Το Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης (futura,
2012) των Μ. Εμμανουηλίδη & Αφ. Κουκουτσάκη είναι ένα έργο αποτελούμενο από
δύο κείμενα γραμμένα μέσα στη και για τη συγκυρία της θεαματικής
(επαν-)εμφάνισης της ΧΑ, μα που σκοπεύει ερμηνευτικά, μέσω μιας «μη συγκυριακής
ανάλυσης της συγκυρίας» (σ. 13), σε κοινωνικές και πολιτικές διαδικασίες μέσης
διάρκειας (για να θυμηθούμε τον όρο του Braudel). Φαινόμενα, δηλαδή, και
διαδικασίες που ξεφεύγουν από την πιο στενή και εν πολλοίς απρόβλεπτη ροή της
επικαιρότητας. Όπως είναι περίπου προφανές μια τέτοια θεωρητική απόφαση
χρειάστηκε και απαίτησε την μεικτή χρήση πολλών θεωρητικών και αναλυτικών
εργαλείων που συνήθως θεωρούνται ασυμβίβαστα, ασύμμετρα ή και εχθρικά μεταξύ
τους. Οι διαδικασίες στις οποίες αναφέρονται οι συγγραφείς δεν ενοποιούνται σε
μια κεντρική μήτρα. Αν με τυπικούς όρους η ανάλυση της συγκυρίας είναι η
αναγωγή μιας σύνθετης κατάστασης σε κάποια μυστηριωδώς απλούστερα αντικείμενα
και οντότητες, οι συγγραφείς, στον αντίποδα και προς τιμήν τους, καθιστούν πιο
πολύπλοκη την κατάστασή μας, την επανασυνθέτουν σε μια εικόνα αντιφατική και
ετερογενή. Αντί να μας μιλήσουν για το αντικείμενο ΧΑ, εστιάζουν στην ανασυγκρότηση
εκείνου του πεδίου σχέσεων εξουσίας εντός του οποίου εμφανίστηκε η δυνατότητα
ύπαρξης μιας τέτοιας οργάνωσης. Με μία έννοια, η μελέτη τους δεν καθοδηγείται
από κάποιον εμπειρισμό, μα περισσότερο από μια μεθοδολογία ανάδειξης των
συνθηκών ανάδυσης τέτοιων οργανώσεων. Συνεπώς, η σημασία αυτής της δημοσίευσης
δεν έγκειται τόσο στην επιτυχή της πρόβλεψη περί της «εξάρθρωσης» της ΧΑ, αλλά
στη συστηματική απόκάλυψη των μηχανισμών που επιτρέπουν την (επαν)εμφάνιση
τέτοιου τύπου οργανώσεων, καθώς και του τρόπου με τον οποίο οι τελευταίες
αξιολογούνται πλέον διαφορετικά, ως ορατές μορφές αυτού που συντελείται στο
επίπεδο της ανακατανομής των εξουσιών του κράτους, της πολιτικής και
οικονομικής εξουσίας, στη σημερινή τους ρατσιστική λειτουργία. Και το πρόσφατο
ουκρανικό παράδειγμα στέκει εκεί ως μια κάποια επικύρωση της μεθοδολογίας τους.
Τα κείμενα βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας προϋπόθεσης και
συνεπαγωγής. Κοινό θέμα και στα δύο είναι η παρούσα ενίσχυση της κρατικής
κυριαρχικότητας, σύμφωνα με το φουκωικό σχήμα, ως τρόπου άσκησης της εξουσίας.
Όχι όμως με τη μορφή μιας επιστροφής στη μοναρχική κυριαρχικότητα (αν και οι
συγγραφείς φαίνεται σε κάποια σημεία να το υπονοούν), αλλά με τη μορφή του
ρατσιστικού κράτους. Από τις πολύτροπες αιτίες για τις οποίες συντελείται αυτή
η ανασυγκρότηση στο πλέγμα των εξουσιών και κάνουν αναγκαία την ενίσχυση αυτής
της τροπικότητας της εξουσίας, ο Εμμανουηλίδης επιλέγει να σταθεί στην κρίση
της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής (gouvernementalité), που δημιούργησε την
ανάγκη ενός «κυριαρχικού παραπληρώματος», ενώ η Κουκουτσάκη, παρακολουθώντας
τους μετασχηματισμούς που συμβαίνουν στο επίπεδο των ποινικών θεσμών, στέκεται
στην κατάρρευση του κράτους πρόνοιας και δικαίου και την ανάδυση του «ποινικού
κράτους», σε μια εποχή που η επίσημη αντεγκληματική πολιτική τείνει να γίνει
μια από τις θεμελιώδεις λειτουργίες του.
Θα περιοριστούμε μόνο στο επίδικο ζήτημα της σχέσης που τα
δύο κείμενα αποδίδουν μεταξύ ΧΑ και πολιτικού συστήματος. Το ερώτημα της σχέσης
αυτής δεν αναλαμβάνεται στη πλέον διακινούμενή του μορφή: «Η κότα έκανε το αβγό
ή το αβγό την κότα»; Γιατί όπως μας πληροφορούν οι συγγραφείς «το τραπέζι ήταν
στρωμένο», για να σερβιριστεί είτε το αυγό είτε η κότα. Πρέπει, λοιπόν, να
εγκαταλείψουμε τους βεμπεριανούς ορισμούς και να στραφούμε στην ιστορία της
οργάνωσης των μηχανισμών του ρατσιστικού κράτους. Πιο συγκεκριμένα, για τον
Εμμανουηλίδη η ΧΑ δεν βρίσκεται ούτε εντός ούτε εκτός του κράτους, «η ΧΑ δεν
είναι μια πολεμική μηχανή που τείνει να καταλάβει κράτος» (σ. 81). Δεν είναι
ενσάρκωση του δημοκρατικού φόβου της συνταγματικής εκτροπής. Αντίθετα,
«[…]είναι ένα πολιτικο- στρατιωτικό στοιχείο του ρατσιστικού Συστήματος
(dispositif)» (σ. 79), ένα κομμάτι της πολιτικής οργάνωσης του ρατσισμού,
επιφορτισμένο με τη «στρατηγική λειτουργία της παραγωγής των όρων επιτυχούς
εισαγωγής των νέων κανόνων της ρύθμισης της ζωής του πληθυσμού» (σ. 79), δεδομένης
της αδυναμίας του κρατικού συστήματος εξουσιών να τους επιβάλει. Και είναι μέσα
από αυτή την αδυναμία, μέσα από τα ιδιαίτερα περιεχόμενα και τη μορφή αυτών των
ελλείψεων, που τελικά παράγεται η παρατηρούμενη υπερθετικότητα «στις τεχνικές
εφαρμογής δύναμης και παρουσίας που επιλέγει [η ΧΑ]» (σ. 81). Οι τεχνικές
αυτές, για τον Εμμανουηλίδη, υπάρχουν και γίνονται επιδραστικές στο βαθμό που
αποτελούν (ήδη) στοιχεία μιας κρατικής κυριαρχίας και μέριμνας σε κρίση.
Σπεύδει, έπειτα, να ξεκαθαρίσει, όπως και η Κουκουτσάκη, δύο σημεία: α) ότι ο
κρατικός ρατσισμός στην ελληνική του μορφή οργανώνεται τα τελευταία 25 χρόνια
στην πλάτη των μεταναστών/-στριών. Επομένως, η ΧΑ δεν υποκαθιστά επιτυχώς
κρατικές λειτουργίες, αλλά έπεται αυτών, εντός διαδικασιών που την ξεπερνούν
ιστορικά, και β) ότι αυτό το σχήμα «συντροπικότητας» (Εμμανουηλίδης) κάθε άλλο
παρά εντολοδοχικό μπορεί να θεωρηθεί, δεδομένου ότι δεν απαγορεύει στη ΧΑ, ως
κρίσιμου πολιτικού παίχτη πλέον, να δρα σε σχετική αυτονομία, προκαλώντας πραγματικές
μετατοπίσεις στο στρατηγικό πεδίο της πάλης και επιδρώντας βαροκεντρικά στην
κυβερνητική ατζέντα με το να καθορίζει «το στρατηγικό έδαφος και τα επίδικά
αντικείμενα της σύγκρουσης και της δράσης» (σ. 84).
Από την άλλη μεριά, η Κουκουτσάκη ασχολείται με τη ΧΑ ως
εκείνο το φορέα άσκησης μιας «παιδαγωγικής» της βίας, η οποία συμβάλλει στην
κανονικοποίηση των βίαιων πρακτικών του ποινικού κράτους, που χωρίς να είναι
τυπικά νόμιμες, εντούτοις θεωρούνται νομιμοποιημένες. Το κόστος αυτής της
«παιδαγωγικής», ανεκτό ή υπερβολικό, έγκειται στο βαθμό ιδιοποίησης εκ μέρους
της ΧΑ κατασταλτικών και προνοιακών λειτουργιών. Εκεί που η κανονικοποίηση από
τη μία και η ιδιοποίηση από την άλλη εντοπίζονται στη ζωντανή τους συνέργεια
είναι η προταγματική εγγύτητα των δράσεων της ΧΑ και των ποινικών θεσμών: «[…]
το ένα στάδιο, νοούμενο ως αταξία, συντελεί στη νομιμοποίηση του άλλου,
νοούμενου ως αναγκαιότητα» (σ. 108). Σε αυτό το «συνεχές καταστολής»
(Κουκουτσάκη), αν η ΧΑ εξυπηρετεί στην ανασήμανση της θεσμικής βίας ως
κανονικότητας (σ. 104), εκείνο που δρέπει η ίδια είναι η συσπείρωση του
συνταγματικού τόξου πίσω από την ασπίδα της νομιμότητας με όρους «μηδενικής
ανοχής», συσπείρωση που επιτρέπει στη ΧΑ την, εντοπισμένη όσο και συνολική,
απαξίωση του πολιτικού συστήματος: «[…] Παρατηρείται μια σύμπλευση κοινωνικών
και πολιτικών φορέων στο επίπεδο της καταδίκης της εξωθεσμικής βίας της ΧΑ: Η
δράση της ΧΑ καθιστά τον όρο «μηδενική ανοχή» κοινό τόπο, άρα απόλιτικοποιημένο
όρο ή, με άλλα λόγια, η μηδενική ανοχή γίνεται ένας άλλος τρόπος να μιλάμε για
τη νομιμότητα ως σημαντικό διακύβευμα της σημερινής πολιτικής» (σ. 109).
Καλωσορίζουμε, λοιπόν, τη σημαντική κυκλοφορία των εκδόσεων
futura με την ελπίδα ότι οι παραπάνω επισημάνσεις θα βοηθήσουν στην ανάγνωση
αυτού του γοητευτικού, «δύσβατου» και ιδιαίτερα χρήσιμου βιβλίου.