Η επιστημονική κατοχύρωση της έννοιας της επικινδυνότητας κατά
τον 19ο αιώνα είναι αποτέλεσμα της συνάντησης της ψυχιατρικής με τη
νεοσύσταση τότε επιστήμη της εγκληματολογίας, η μήτρα της οποίας ήταν η Ιταλική
Θετική Σχολή. Μέχρι τότε και υπό την επίδραση της προγενέστερης Κλασικής Σχολής
του δικαίου, γέννημα του νομικού διαφωτισμού, η οποία αποτέλεσε τη μεγάλη τομή
στις τιμωρητικές πρακτικές, ο «εγκληματίας» οριζόταν από μια στενά νομική
άποψη: δηλαδή, με εξαίρεση τους
διανοητικά άρρωστους και τα παιδιά και στον βαθμό που δεν υπήρχε κάποια
κατάφωρη απόδειξη για το αντίθετο, θεωρείτο ότι διέθετε τις ικανότητες της
βούλησης, της ευθύνης και της λογικής, άρα ήταν ποινικά υπεύθυνος για τις
πράξεις του (Cohen, 1988: 3, Against Criminology, New Brunswick: Translation Books)
Στη συνέχεια και με την εμφάνιση της θετικιστικής σχολής, το
ενδιαφέρον μετατίθεται από την πράξη και την ακριβοδίκαιη τιμωρία της με βάση
τη βαρύτητά της, στον δράστη και τη σωφρονιστική του μεταχείριση. Με απλά
λόγια, όχι τι έκανε αλλά ποιος είναι και τι ενδεχομένως θα γίνει με βάση το
τρίπτυχο, που υποδεικνύει και τη σχέση της εγκληματολογίας με την ιατρική
επιστήμη, διάγνωση-θεραπεία-πρόγνωση.
Η υπόθεση, λοιπόν, είναι ότι οι παραβάτες των κανόνων
αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερο σύνολο σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος. Ως εκ τούτου,
το εγκληματολογικό εγχείρημα βασίζεται σε δύο θέσεις, αυτήν της εξατομίκευσης,
η οποία προσδιορίζει το άτομο ως κατάλληλο αντικείμενο και μονάδα ανάλυσης και
αυτήν της διαφοροποίησης, η οποία υποστηρίζει την υπόθεση περί της
ύπαρξης μιας ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς (Garland, 1985: 112 και επ., “The criminal and his science. A critical account
of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British
Journal of Criminology, vol.25, 2).
Η έννοια, κατά συνέπεια, της ελεύθερης βούλησης
αντικαθίσταται από την έννοια της αιτιότητας και η έννοια της ποινικής
ευθύνης από αυτήν της επικινδυνότητας.
Η ανάπτυξη και το κύρος της
ψυχιατρικής συνέβαλαν καθοριστικά στην εμφάνιση και την εξέλιξη του
εγκληματολογικού εγχειρήματος, καθώς η εγκληματολογία στηρίχθηκε στα δεδομένα και το κύρος
της ψυχιατρικής προκειμένου να τεκμηριώσει επιστημονικά τις υποθέσεις της περί
ιδιαίτερης εγκληματικής προσωπικότητας και τις προτάσεις της για την «αναμορφωτική
παρέμβαση στον εγκληματία» (βλ. «θεραπεία»). Στρατηγική η οποία αναπαράγει και
συντηρεί στον χρόνο τις υποθέσεις της εξατομίκευσης και της διαφοροποίησης,
όπως υποδεικνύει και η αντοχή την οποία έχει επιδείξει στον χρόνο το
ατομοκεντρικό μοντέλο της «μεταχείρισης του εγκληματία» ως νομιμοποιητικός λόγος
της ηγεμονικής θέσης του θεσμού της φυλακής ανάμεσα στις τιμωρητικές πρακτικές,
παρά τις κατάφωρες αποδείξεις για τον δομικά αποκοινωνικοποιητικό χαρακτήρα της.
Ένας όρος ο οποίος μετεγγράφει τον λόγο περί επικινδυνότητας
στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης είναι
ο όρος αναδρομική κατασκευή της
ταυτότητας. Ο όρος αναφέρεται στην επιλεκτική συλλογή και την αναδρομική
ερμηνεία στοιχείων της ζωής και της συνολικής προσωπικότητας του ατόμου, έτσι
ώστε να ενταχθεί στις κατηγορίες που παράγει ο επιστημονικός λόγος για την
εγκληματικότητα και την επικινδυνότητα. Και μέσα από τη θεσμική κατοχύρωση και
διαχείριση αυτών των ταξινομήσεων να επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων.
Ο λόγος περί «ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς», στον
οποίο κυοφορήθηκε και αναπτύχθηκε η έννοια της επικινδυνότητας, ήταν ιδιαίτερα
ευπρόσδεκτες στο εύφλεκτο περιβάλλον του 19ου αιώνα, όπου ο φόβος
του εγκλήματος άρχισε να ταυτίζεται με τον φόβο των μαζών, γιατί προϋποθέτει
την ηθική μειονεξία κάποιων ατόμων –ιστορικά προερχόμενων απ’ τα φτωχότερα
στρώματα- τα οποία λόγω αυτής της ηθικής μειονεξίας δεν μπορούν να
προσαρμοστούν στους κανόνες που διασφαλίζουν τη
ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Εάν, δηλαδή, ο φιλελευθερισμός της κλασικής
σχολής, ως πολιτικής θεωρίας, δεν είχε λογικά επιχειρήματα εναντίον της
ισότητας και της δημοκρατίας –καθαγιασμένες έννοιες από την αστική τάξη η οποία
βρισκόταν σε διαδικασία νομιμοποίησης και παγίωσης της εξουσίας της, η
επιστημονική τεκμηρίωση της διάκρισης σε ηθικά ανώτερα και ηθικά κατώτερα άτομα
έρχεται σαν ρεαλιστική απάντηση στην ερμηνεία και την εκλογίκευση του
κοινωνικών ανισοτήτων και της κοινωνικής εκμετάλλευσης (Melossi D., 2002: 47, Stato, Controllo
Sociale, Devianza, Milano: Bruno Mondatori)
Με διαφορετικούς όρους, η διάκριση αυτή και η λειτουργία της
είναι εκρηκτικά παρούσα και σήμερα, καθώς ο σύγχρονος λόγος περί
επικινδυνότητας εκτείνεται για να συμπεριλάβει ομάδες πλέον και όχι μόνον άτομα,
στις οποίες, λόγω κοινωνικών, φυλετικών, πολιτικών κ.α. χαρακτηριστικών
αποδίδεται ο ρόλος του εσωτερικού εχθρού. Αυτήν την αναδιατύπωση της έννοιας της επικινδυνότητας
θα μπορούσαμε να την συνδέσουμε με την
ανάδυση ενός νέου παραδείγματος κοινωνικού ελέγχου, του παραδείγματος
της ασφάλειας. Και ένας όρος κλειδί για να συνδέσουμε το παράδειγμα της
ασφάλειας με τα ευρύτερα συμφραζόμενα και να το κατανοήσουμε είναι ο όρος
διαχείριση του κινδύνου.
Διαχείριση του κινδύνου σημαίνει ότι δεν αποτελεί παραδοξότητα ακόμα και η
λειτουργία του νόμου ενάντια στον νόμο εάν το πρόταγμα είναι η ανάγκη
προστασίας του πληθυσμού από τον θεωρούμενο ως μιαρό, ως επικίνδυνο ο οποίος,
ως τέτοιος, παύει να είναι υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων
[Στην εικόνα, ο Claude Hebert στον ρόλο του Πιερ Ριβιέρ, στην ταινία του René Allio «Moi, Pierre Rivière, ayant égorgé ma mère, ma sœur et mon frère... », βασισμένη στο ομότιτλο έργο του Μισέλ Φουκώ, μια εμβληματική ανάλυση της διαμάχης δικαστικού και ψυχιατρικού λόγου στη διεκδίκηση της ερμηνείας της περίπτωσης Πιερ Ριβιέρ]
[1] Το κείμενο φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα Η Εποχή στις 11/4/2015 και βασίζεται στην εισήγησή μου στην ημερίδα Η Κοινωνική κατασκευή της
επικινδυνότητας και οι δομές "υψίστης ασφαλείας", που διοργάνωσε η
Πρωτοβουλία για ένα πολύμορφο κίνημα για την ψυχική υγεία, στο Ελεύθερο
Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, στις 4/4/2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου