Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος.
Η Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών*
Εισαγωγή
Ακροβατώντας εν πολλοίς ανάμεσα στη Χρυσή Αυγή και την αναπαράσταση της, θα πρέπει να διευκρινίσω ευθύς εξ αρχής ότι το παρόν κείμενο δε φιλοδοξεί να δώσει συνολικές ερμηνείες για την παρουσία της Χρυσής Αυγής στην ελληνική πολιτική σκηνή, καθώς το εγχείρημα αφορά καταστάσεις οι οποίες είναι ακόμα εν τω γίγνεσθαι, άρα ρευστές και μεταβαλλόμενες. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα παραμείνω σε ερωτήματα μάλλον, παρά στην παράθεση απαντήσεων τις οποίες δεν έχω.
Ως αφετηρία της προβληματικής μου, προκρίνω τη σύνδεση του αντικειμένου Χρυσή Αυγή με τις συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών, ειδικότερα σε περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, θα αναφερθώ σε διαδικασίες, οι οποίες προετοίμασαν το έδαφος για την εκρηκτική της άνοδο, γεγονός που συσχετίστηκε με τη βαθιά κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Με μια συνθήκη, δηλαδή, στην οποία οι ποινικές πρακτικές συνιστούν κρίσιμο πεδίο, όχι τόσο από την άποψη της καταστολής όσο από την άποψη του πολιτισμικού τους περιεχομένου.
Με βάση τα παραπάνω, στην πρώτη ενότητα του κειμένου θα αναφερθώ σε κάποια χαρακτηριστικά της Χρυσής Αυγής, τα οποία τη διαφοροποιούν από τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς της ελληνικής πολιτικής σκηνής, συναρτώνται κατ’ επέκταση με το ζήτημα της δυναμικής της ως κοινοβουλευτικού πλέον κόμματος: ειδικότερα και με άξονα τα ζητήματα της νομιμότητας και της νομιμοποίησης, θα διατυπώσω κάποια ερωτήματα τα οποία αφορούν τη σχέση της Χρυσής Αυγής με το υπάρχον πολιτικό σύστημα.
Στην δεύτερη ενότητα, θα γίνει αναφορά στην πολιτισμική ατμόσφαιρα η οποία ευνόησε την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Δηλαδή στο, εν πολλοίς υφιστάμενο, αξιακό περιβάλλον το οποίο λειτούργησε και λειτουργεί ως μηχανισμός θεμιτής παραγωγής βίας απέναντι στον πολιτισμικά κατασκευασμένο Άλλο και με αναφορά στο οποίο θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς τη νομιμοποίηση της δράσης και την αύξηση της εκλογικής (και όχι μόνον) επιρροής της Χρυσής Αυγής.
Ειδικότερα, θα συνδέσω το φαινόμενο Χρυσή Αυγή με την παρούσα οικονομική κρίση, υπό το πρίσμα των μεταλλάξεων ή μετατοπίσεων (πραγματικών ή συμβολικών), οι οποίες συντελούνται σε θεσμικό επίπεδο και συνίστανται στην παράλληλη διαδικασία κατακρήμνισης του κοινωνικού κράτους (συνακόλουθα και του προνοιακού ποινικού συστήματος[1]) και ανάδυσης του λεγόμενου ποινικού κράτους. Μια διαδικασία, δηλαδή, όπου ο έλεγχος του εγκλήματος μετεγγράφεται ως προνομιακό αντικείμενο των πολιτικών διαχείρισης του κινδύνου. Σε ό, τι αφορά ειδικότερα την ελληνική περίπτωση, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι συντελούμενες αλλαγές στον χώρο της ποινικής δικαιοσύνης δεν αφορούν τόσο την εισαγωγή νέων ποινικών θεσμών όσο τον στρατηγικό μετασχηματισμό και την ανασήμανση του ρόλου των ήδη υπαρχόντων θεσμών.
Παράλληλα, η διαφαινόμενη έκρηξη μιας, ολοένα και ανελαστικότερης, «πολιτικής πυγμής» στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, η οποία υπερβαίνει κατά πολύ την ύλη και το αντικείμενο των ποινικών παραβάσεων και τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να προβλέψει κανείς, υποδεικνύει ότι το αντικείμενο της καταστολής διευρύνεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να συμπεριλάβει κάθε μορφή «απείθειας». Με τον τρόπο αυτό καθίσταται πλέον προβληματική η λειτουργία ενός σχήματος επίτευξης και συντήρησης ισορροπιών, το οποίο, προκειμένου να λειτουργήσει, θα έπρεπε να περιλαμβάνει και το στοιχείο της «επιβράβευσης» των πειθαρχημένων.[2]
Ένα ζήτημα, λοιπόν, που θα μπορούσε να διευρύνει την ανάλυση είναι το στοιχείο του φόβου και της διαχείρισής του, διαμέσου της διοχέτευσής του σε υποκείμενα/σώματα και όχι σε θεσμούς, από τους παραβάτες ή τους μετανάστες/εισβολείς μέχρι τους ανίκανους και επίορκους πολιτικούς ή, με άλλα λόγια, από τους θεσμούς στους διαχειριστές τους, από την ανατροπή στη μεταρρύθμιση εντός της ίδιας δομής εξουσίας.
Τέλος, θα χρησιμοποιήσω την περίπτωση του μεταναστευτικού φαινομένου ως παραδειγματικής κατασκευής ανταγωνιστικών μορφών συμβίωσης, σε ένα περιβάλλον όπου όλο και ευρύτερα πληθυσμιακά στρώματα βιώνουν συνθήκες ζωής «στην κόψη του ξυραφιού». Το μεταναστευτικό αποτελεί λοιπόν ένα παράδειγμα που υποστηρίζει την υπόθεση της καταστολής ως προνομιακού αντικειμένου των πολιτικών διαχείρισης του κινδύνου και, κατ’ επέκταση, των υποδοχών που προϋπήρχαν αλλά και αναπαράγονται στον χρόνο, διευκολύνοντας τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στο κοινωνικό πεδίο.
Συνοψίζοντας αυτό το εισαγωγικό τμήμα, θα έλεγα ότι αφετηρία της προβληματικής μου είναι η εκτίμηση ότι, πρώτον, η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, με την έννοια ότι πολλά από τα στοιχεία του λόγου και των πρακτικών της ήταν ήδη παρόντα στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, το κόμμα Χρυσή Αυγή βρήκε έτοιμα μάλλον, παρά δημιούργησε ερείσματα σε ήδη υφιστάμενες κοινωνικές στάσεις οι οποίες εμπεδώνουν αποκλεισμούς και πρακτικές με αυταρχικά και κατασταλτικά χαρακτηριστικά. Δεύτερον, η οικονομική κρίση και η διαχείρισή της στη μνημονιακή εποχή, δε λειτούργησε ως αίτιο αλλά ως καταλύτης που ανέδειξε και διεύρυνε τα ακροατήρια, τα οποία αποδέχονται εύκολα τις στάσεις και τις πρακτικές της Χρυσής Αυγής, όχι αναγκαία ως νόμιμη πάντως ως νομιμοποιημένη απάντηση απέναντι σε οξυμένα προβλήματα.[3]
Στην προοπτική αυτή, ένα σημαντικό ερώτημα αφορά τη σχέση της Χρυσής Αυγής με το πολιτικό σύστημα. Εφόσον το ζήτημα της στρατηγικής της Χρυσής Αυγής παραμένει σκοτεινό, οι απαντήσεις σε σχέση με το πώς διαχειρίζεται το πολιτικό σύστημα τη Χρυσή Αυγή, συνιστούν κατ’ επέκταση ένα ιδιαίτερα δύσβατο πεδίο.
Έτσι, διερευνάται η υπόθεση ότι η βία της Χρυσής Αυγής συντελεί στην κανονικοποίηση της θεσμικής βίας, καθώς πραγματώνει το ωμό πρόσωπο της άμεσης, φυσικής εξόντωσης, συντελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ανασήμανση ως κανονικότητας της βίας την οποία ασκούν οι θεσμοί.
Ταυτόχρονα, όμως, τίθεται και το ερώτημα πόσο ανθεκτικό είναι αυτό το «απείθαρχο» μόρφωμα που μοιάζει να διατηρεί κλειστά τα χαρτιά του. Μήπως οι συνθήκες το καταστήσουν περιττό «συνεργάτη» στη νομιμοποίηση της ενίσχυσης και διεύρυνσης των κατασταλτικών πολιτικών και πρακτικών στο κοινωνικό πεδίο, το καταστήσουν μάλιστα και αποσταθεροποιητικό παράγοντα;
* Επεξεργασμένη μορφή της ομότιτλης εισήγησης την οποία παρουσίασα στη διημερίδα που οργάνωσε το Κοινωνικό Εργαστήριο Θεσσαλονίκης με θέμα: «Αντικείμενο: Χρυσή Αυγή», 7, 8 Δεκέμβρη 2012, στο κοινωνικό κέντρο Μικρόπολις.
[1] Σύμφωνα με την επίσημη θεωρητική της θεμελίωση, ο όρος αναφέρεται στην αναμορφωτική κι επανακοινωνικοποιητική λειτουργία που αποδίδεται στην ποινή. Στο πλαίσιο αυτό αποδίδεται στο κράτος ένας ρόλος περισσότερο ενεργός από αυτόν του τιμωρού, δηλαδή ο ρόλος του αρωγού που θα συνδράμει τον παραβάτη των κανόνων στην ομαλή κοινωνική του επανένταξη. Για το προνοιακό σχήμα της ποινικής δικαιοσύνης, βλ. Garland, (1985).
[2] Η πρόσφατη σκλήρυνση της στάσης απέναντι στις εργατικές κινητοποιήσεις. Ενδεικτικά, η προσφυγή σε μεθόδους όπως η επιστράτευση, η οποία τείνει ν’ αποτελέσει τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στην διευθέτηση των συγκρούσεων στο εργασιακό και το ευρύτερο κοινωνικό πεδίο, αποτελεί παράδειγμα μιας πιθανής εξέλιξης όπου το σύστημα δε θα επιδιώκει καν ισορροπίες ενσωματώνοντας μέρος έστω αυτού το οποίο εναντιώνεται στις επίσημες πολιτικές.
[3] Παρενθετικά σημειώνω την αντοχή που έμοιαζε να έχει η εικόνα της Χρυσής Αυγής ως «γραφικής συμμορίας», ακόμα και όταν άρχισαν ν’ ανεβαίνουν τα ποσοστά της, τόσο ώστε να αποκτήσει εκπροσώπηση στον Δήμο Αθηναίων. Ή, σωστότερα, πόσο λίγο μοιάζει να έχει εγγραφεί ως συνθήκη ή ως πρόβλημα στο δημόσιο χώρο η δράση της στα χρόνια που δεν εμφάνιζε δυναμική κόμματος με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Ιδιαίτερα χρήσιμο από αυτή την άποψη είναι το βιβλίο του Δημήτρη Ψαρρά, Η μαύρη βίβλος της Χρυσής Αυγής, ένα ντοκουμέντο για τη δράση της πολλά χρόνια πριν μπει στο κέντρο του δημόσιου λόγου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου