Την Τετάρτη, 31 Οκτωβρίου και με αφορμή την Πανελλήνια Ημέρα Δωρεάς Οργάνων, που ήταν την επόμενη μέρα, έγινε η δεύτερη παρουσίαση του βιβλίου του Πέτρου Κακολύρη, "Η ιστορία της καρδιάς μου. Το χρονικό μιας μεταμόσχευσης" [εκδόσεις ΕΥΜΑΡΟΣ], του οποίου είχα τη χαρά να κάνω την επιμέλεια.
Για το βιβλίο μίλησαν επίσης οι:
Πέτρος Αλιβιζάτος, καρδιοχειρουργός μεταμοσχεύσεων
Πόλυ Χατζημανολάκη, συγγραφέας
και ο συγγραφέας Πέτρος Κακολύρης.
Συντόνιζε η δημοσιογράφος Πόλυ Κρημνιώτη
Αυτή είναι δική μου παρέμβαση:
Νοιώθω
ιδιαίτερα ευτυχής που ήμουν ανάμεσα στους ανθρώπους οι οποίοι συμμετείχαν στη
γέννηση αυτού βιβλίου. Όχι μόνον λόγω της φιλίας που με συνδέει με τον συγγραφέα αλλά, κυρίως,
γιατί θεωρώ ότι αυτό το βιβλίο είναι ένα δώρο που έκανε ο συγγραφέας στον εαυτό
του καταρχήν αλλά και σε όλους εμάς.
Θα
έλεγα μάλιστα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο το οποίο αφορά κατά κύριο λόγο όσους
από εμάς αντιμετωπίζουν τη μεταμόσχευση –και κατ’ επέκταση τη δωρεά οργάνων- ως
κάτι μακρινό κι επίφοβο∙ ως κάτι που ανακαλεί εικόνες θανάτου και όχι
ζωής, που συνειρμικά οδηγεί σε ταύτιση
με τον πιθανό δωρητή που έχει χάσει τη ζωή του μάλλον παρά με τον λήπτη που
διεκδικεί να την κερδίσει.
Δεν
θα ξεκινούσα μ’ αυτή την παρατήρηση εάν δεν θεωρούσα το βιβλίο του Πέτρου ως
μια πολύ δυνατή απάντηση σ’ αυτή την, θα έλεγα, φοβική στάση πολλών από εμάς
απέναντι στο δίπολο, δωρητής / λήπτης. Και πραγματικά λυπάμαι που δεν είχε την
προβολή που του άξιζε, έστω και στο
επίπεδο κάποιων απλών παρουσιάσεων στις σελίδες βιβλίου. Πραγματικά κρίμα,
γιατί είναι βιβλίο που καταφάσκει τη ζωή και αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το
βασικό συστατικό του δώρου που μας έκανε ο συγγραφέας σε μια εποχή κάθετης
πτώσης της αξίας της ζωής στο χρηματιστήριο αξιών.
Στη
δική μου παρέμβαση σήμερα, δεν θα προβώ σε μια συνολική παρουσίαση του βιβλίου
όσο κι αν αυτή ήταν η τάση μου, αλλά τότε θα μίλαγα για ώρες. Ακριβώς γιατί δεν
είναι ένα βιβλίο που διάβασα και μου άρεσε αλλά γιατί το έζησα σ’ όλα σχεδόν τα
στάδια της δημιουργίας του κι αυτό είναι ένας πλούτος που έχει κανείς την τάση
να επικοινωνήσει στους άλλους.
Ωστόσο,
αφετηρία της περιορισμένης, ας πούμε, εμβέλειας παρέμβασής μου, είναι μια
συζήτηση που είχα με τον Πέτρο, στις αρχές-αρχές της συνεργασίας μας, όταν δεν
είχα καλά-καλά συνειδητοποιήσει τη σημασία αυτού που συζητούσαμε, δηλαδή το πώς
χειρίστηκε ο Πέτρος την εμπειρία των νοσηλειών του.
Συγκεκριμένα,
όταν πήρα για πρώτη φορά το κείμενο στα χέρια μου, δυο πράγματα τράβηξαν αμέσως
την προσοχή μου, δυο σημεία που συναρθρώνονται σε μια ακόμα νικηφόρα για τον συγγραφέα συνθήκη (εννοώ πέρα από την
μεγάλη νικηφόρα μάχη για τη ζωή του). Κι αν κι εκείνη τη στιγμή δεν είχα
συνειδητοποιήσει απόλυτα τη σημασία αυτού που διάβαζα, στην τελική μορφή του
βιβλίου φαινόταν τόσο καθαρά που θα ήταν αδύνατο να το αγνοήσω.
Το
πρώτο από τα στοιχεία που τράβηξαν την προσοχή μου είναι το τετράδιο των
σημειώσεων, με το οποίο ουσιαστικά αρχίζει κι η αφήγηση:
«Στις
νοσηλείες μου κουβάλαγα πάντα ένα τετράδιο, διότι κάποιες φορές συνήθιζα να
κρατάω σημειώσεις. Αυτή τη φορά είχα το αγαπημένο μου ημερολόγιο, με τη φιγούρα
του Σαρλώ στο εξώφυλλο. Σκέφτηκα, λοιπόν, να παίξω ένα παιχνίδι με τον εαυτό
μου. Να καταγράψω την πορεία της ασθένειάς μου και στο τέλος θα είχα την εξής
υποσημείωση: εάν διαβάσετε αυτή την ιστορία, σημαίνει πως πήγαν όλα καλά.
Εάν
όχι, το πιθανότερο, η ιστορία αυτή θα χάνονταν μαζί μου, κρατώντας παρέα εσαεί
στο Σαρλώ» [σελ.
12]
Διαβάζοντας
αυτό το απόσπασμα, στην αρχή ήδη του βιβλίου, περιμένει κανείς ότι αυτές οι σημειώσεις
θα αφορούν απλώς μια καταγραφή της διακύμανσης των συναισθημάτων του συγγραφέα
ενόψει της μάχης που έχει να δώσει, υποθέτω γιατί αυτό μας είναι πιο οικείο,
όχι μόνον ως αναγνωστών αλλά και ως νοσηλευθέντων ή συγγενών νοσηλευθέντων.
Αυτό που ακολουθεί, όμως, είναι εντελώς διαφορετικό και περνάω έτσι στο δεύτερο
στοιχείο της αφήγησης που τράβηξε την προσοχή μου: η λεπτομερής περιγραφή των ιατρικών
διαδικασιών και της νοσοκομειακής ζωής που περιλαμβάνει η αφήγηση της
εμπειρίας, η οποία κάποιες στιγμές θυμίζει εθνογραφική μελέτη με επιτόπια
έρευνα.
Αυτό
το σημειωματάριο, λοιπόν, δεν βοήθησε, όπως φάνηκε στο τέλος, μόνο στην αφήγηση
συναισθημάτων αλλά, σαν πορτοκαλί τραινάκι [και θα καταλάβετε μετά γιατί
κράτησα το πορτοκαλί] μας ταξιδεύει στα άδυτα αυτού του χώρου, τον οποίο πολλοί
από εμάς φοβούνται να προσεγγίσουν ακόμα και ως επισκέπτες, προσλαμβάνοντάς τον
ως ασφυκτικό, περίκλειστο χώρο στον οποίο συντελούνται δράματα ή θαύματα.
Θα
ανακαλέσω, έτσι πρόχειρα, μια εικόνα την οποία ίσως έχουν συγκρατήσει κι άλλοι
από εμάς: Την εικόνα των συγγενών που στέκονταν έξω από τους θαλάμους και
σκύβουν ασυναίσθητα το κεφάλι μπροστά στην πομπή των γιατρών που κάνουν τις
επισκέψεις στους θαλάμους, αυτή τη συστολή που την φοράμε ασυναίσθητα σχεδόν,
σαν ρούχο, μπροστά στην πομπή των γιατρών, αυτή την απόσταση, με δυο λόγια, την
απόλυτη έλλειψη ελέγχου απέναντι σε κάτι τόσο μεγάλο όσο είναι η υγεία ή ζωή
του ανθρώπου μας.
Και
για να επιστρέψω το βιβλίο του Πέτρου, που στο νοσοκομείο βρισκόταν ως
νοσηλευόμενος και όχι ως επισκέπτης, θα χρειαστώ και άλλες εικόνες, αυτή τη φορά
από τη δική μου εμπειρία νοσηλειών, την οποία, από επαγγελματική
διαστροφή, εκλογίκευα και φιλτράριζα ανακαλώντας κεφάλαια από διάφορες μελέτες
για την νοσοκομειακή ζωή και το υποκειμενικό βίωμα του ίδιου του νοσηλευόμενου.
Κι
όχι ότι με βοήθησαν, δηλαδή, απλώς με βοηθούν τώρα να χρησιμοποιήσω κάποιες
θεωρητικές αναφορές μιλώντας για το βιβλίο το Πέτρου, καταχρώμενη, ενίοτε και
κακοποιώντας, τον Erving
Goffman και τις μελέτες
του
Οι
εικόνες που ανακαλώ, λοιπόν, αφορούν τη δυσφορία που προκαλεί η απώλεια του
ελέγχου, τόσο του ελέγχου του εαυτού όσο και του νέου περιβάλλοντος στο οποίο
εισέρχεται ο νοσηλευόμενος και το οποίο θα τον συντονίσει σε μια καθημερινότητα
αυστηρά προγραμματισμένη και ιεραρχημένη. Όπου όλες οι δραστηριότητες είναι αυστηρά
προγραμματισμένες, καθώς η μια δραστηριότητα διαδέχεται την άλλη σε
προκαθορισμένο χρόνο παραβιάζοντας την προσωπική οικονομία δράσης, από τα πιο
σοβαρά ως τα πιο ασήμαντα, όπως την ώρα που επιθυμείς εσύ να φας, να κοιμηθείς
ή να ξυπνήσεις, να μείνεις μόνος ή να έχεις παρέα. Όπου, παράλληλα, κοιμάσαι, τρως, περνάς όλες
τις ώρες σου στον ίδιο χώρο και με τους ίδιους συμμέτοχους, οι οποίοι μπορεί να
είναι και άτομα που δεν θα επέλεγες να συναναστραφείς.
Αυτή
η δυσφορία, δηλαδή, που πολλές φορές σε κατακυριεύει και κάνει το μυαλό σου να
κολλάει σε μια στέρηση που, στην εξω-νοσοκομειακή ζωή, δεν θα φανταζόσουν ότι θα υπήρχε περίπτωση να την
υποστείς. Κι έπιανα τον εαυτό μου, ό, τι
τεχνάσματα κι αν επιστράτευα, να μην συμφιλιώνεται με πολλά από τα θεραπευτικά
ή άλλα τελετουργικά που ακύρωναν τον ιδιωτικό μου χώρο [καθαριότητα, για
παράδειγμα] ή υπονόμευαν τις βάσεις αναγνώρισης του εαυτού μου, συρρικνώνοντάς
με στην κατηγορία «ασθενής ή χειρουργημένη του δωματίου τάδε» που κυκλοφορούσε
με πυτζάμες και παντόφλες!
Διευκρινίζω
ευθύς ότι όλα αυτά δεν είναι θέμα καλών ή κακών νοσηλευτών, καλού ή κακού
νοσηλευτικού ιδρύματος και σε καμιά περίπτωση δεν τα αναφέρω καταγγελτικά. Τα αναφέρω απλώς ως στοιχεία αυτής της
ιδιότυπης κοινωνικής οργάνωσης που είναι κάθε νοσηλευτικό ίδρυμα, μιας
κανονικής «μικρο-κοινωνίας» δηλαδή, που
μόνον εάν την προσεγγίσεις με τους δικούς της όρους μπορούν να γίνουν
κατανοητές οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συμμετεχόντων [ιατρικού, νοσηλευτικού
προσωπικού και νοσηλευόμενων] και τα νοήματα με τα οποία ενδύονται οι δράσεις
και να οποία μπορεί να μοιάζουν ενοχλητικά ή παράδοξα.
Αυτό
που δεν έκανα εγώ, δηλαδή, όση θεωρία κι αν κουβαλούσα στις αποσκευές μου και
που φαίνεται να έχει κάνει ο Πέτρος που δεν είχε καμιά τέτοια πρόθεση!
Κι
εδώ είναι η εικόνα, η σχεδόν γελοία, που επιστρατεύω: μετά από μια μάλλον σοβαρή επέμβαση και τις
σχετικές μέρες νηστείας, ήρθε επιτέλους η ημέρα που θα έτρωγα πρωινό.
Καθυστερούσε μάλιστα γιατί έπρεπε να προηγηθεί μια εξέταση αίματος και υπήρχε
κάποιο τεχνικό πρόβλημα για να γίνει νωρίς το πρωί όπως συνηθίζεται. Κάποια
στιγμή, αποφάσισαν ότι δεν θα γινόταν και μου έφεραν πρωινό αλλά, πριν προλάβω
να το δοκιμάσω, άλλαξε η απόφαση και μου
είπαν να περιμένω την εξέταση. Ε, έβαλα τα κλάματα! Επαναλαμβάνω ότι είχα
βγει από μια σοβαρή επέμβαση η οποία
είχε πάει ανέλπιστα καλά.
Ο
Πέτρος τώρα:
«Συνηθίζουμε
να το λέμε, όμως κυριολεκτικά για πρώτη φορά στη ζωή μου ακουμπούσα το ψωμί και
συνειδητοποιούσα τη αξία του∙ όχι μόνο την αξία της φύσης, αλλά και τον κόπο
του ανθρώπου να παράγει προϊόντα, που δεν τους δίνουμε ιδιαίτερη ή ακόμα και
καθόλου σημασία όταν τα καταναλώνουμε, που τα ξεχνάμε αλλά όμως έχουν
απεριόριστη αξία στην καθημερινότητα.
Έβαζα στο στόμα μου το τυρί και το ψωμί και είχα την αίσθηση που έχουν,
φαντάζομαι, οι συνειδητοί θρησκευόμενοι όταν παίρνουν τη θεία μετάληψη.
Απολάμβανα κάθε τρίμμα και κάθε ψίχουλο κι αυτά είχαν μια υπέροχη γεύση» (σελ.
86)
Γιατί
τα λέω αυτά; Επειδή το περίφημο εύρημα της συνάρθρωσης σημειωματάριου και λεπτομερούς καταγραφής
διαδικασιών στη διάρκεια των νοσηλειών και της επέμβασης, για το οποίο μιλάω δεν έχει απλώς λογοτεχνική
αξία αλλά ανατρεπτική. Εδώ, ο Πέτρος έκανε την ανατροπή: επανοικειοποιήθηκε
μεγάλο κομμάτι αυτού που στην συνήθη συνθήκη νοσηλείας εκχωρείται από τον
νοσηλευόμενο στο νοσηλευτικό ίδρυμα.
Συνειδητά
ή ασυνείδητα, αυθαίρετη ή μη η δική μου ανάγνωση, πάντως στο κείμενο αναγνώρισα
μια διαδικασία επανάκτησης του ελέγχου, περισάρκωσης του εαυτού και της εμπειρίας, σε μια κοινωνική οργάνωση της
οποίας δομικό στοιχείο είναι η εκχώρηση του ελέγχου από τον νοσηλευόμενο στο
ίδρυμα.
Να
δώσω ορισμένα παραδείγματα:
- Την
επαγγελματική σχέση γιατρού και ασθενούς, ο Πέτρος την οικειοποιείται και
την κάνει προσωπική, μας δίνει μέχρι και τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά
των γιατρών και την εντύπωση που του έκαναν. Τρυπώνει παντού, ακολουθεί
γιατρούς και νοσηλευτές σε κάθε βήμα της διαδικασίας, δεν μένει αμέτοχος
απέναντι στον ιατρικό ορισμό και την παρουσίαση από τους γιατρούς της
πραγματικότητας που τον αφορά.
«Η
επαφή με τους γιατρούς έχει ιδιαιτερότητες. Ένα σημαντικό θέμα
είναι πως εκείνοι γνωρίζουν όλα τα πιθανά σενάρια που μπορούν να υπάρξουν, ενώ
ο ασθενής γνωρίζει μόνο τη δική του πραγματικότητα και το βίωμά του. Και πολλά
πράγματα τα κατανοεί εκ των υστέρων με βάση την εξέλιξη της πορείας του.
Υποθέτω λοιπόν, πως σε αυτά τα λόγια κρυβόταν η λέξη μεταμόσχευση, λέξη που
όμως δεν εκστομίσθηκε και ορθώς, αλλά είμαι βέβαιος
πως εκείνη γνώριζε ότι
η εξέλιξη της ασθένειας μαθηματικά οδηγούσε εκεί. Και εκεί είναι και η
ικανότητα του γιατρού να μπορέσει «να χειριστεί» τον ασθενή. Δηλαδή, παράλληλα
με την ιατρική φροντίδα, να δει πως θα του
ξετυλίξει το κουβάρι της κατάληξης, χωρίς να τρομάξει τον ασθενή και χωρίς,
βεβαίως, να τον κρατά σε άγνοια και να τον αποπροσανατολίζει» (σελ. 43)
- Μετατρέπει
την αγωγή σε παιγνίδι, σε ευχάριστη δραστηριότητα και επενδύει σαν αθλητής
στο κυνήγι καλών επιδόσεων
«Κάθε
φορά που έφευγε ο Τάσος [σημείωση: ο φυσιοθεραπευτής], μου άφηνε δουλειά να
κάνω μόνος μου και αυτό ήταν ό,τι καλύτερο για μένα. Πρέπει να πω, πως, σε κείνη την φάση, η γυμναστική, εκτός του ότι
που μου άρεσε, ήταν ουσιαστικά και η μόνη
διέξοδος που είχα καθώς, δεν μπορούσα πολλή
ώρα, ούτε να διαβάσω, ούτε να συζητήσω, ούτε να δω τηλεόραση. Κουραζόμουν
αφάνταστα. Έτσι με τη γυμναστική περνούσα και την ώρα μου, βλέποντας και τη
βελτίωση καθημερινά. Οι ασκήσεις ήταν κυρίως προσπάθεια να ασκηθούν τα άκρα και
να δυναμώσει το σώμα μου αφού ήδη είχα χάσει γύρω στα 15-20 κιλά. Ήταν τόση η χαρά
μου να γυμνάζομαι που μου έλεγε ο Τάσος ας πούμε, 10 φορές το πόδι ψηλά εγώ το
έκανα 20 ή και 30∙ όταν μου έλεγε περίπου 5
λεπτά μια άσκηση εγώ έκανα 10 λεπτά και βάλε. Το ίδιο και με τις επαναλήψεις.
Όταν μου έλεγε να κάνω μια άσκηση μόνος 3 φορές την ημέρα, εγώ τις έκανα 5. Η πρώτη μεγάλη νίκη ήταν όταν
σηκώθηκα μόνος όρθιος από το κρεβάτι. Γενικώς,
με το εγκεφαλικό, ένα από τα χαρακτηριστικά
είναι το βάρος του σώματος, νιώθεις δηλαδή αυτό που λένε οι μάγκες βαρύς και
ασήκωτος. Για λίγες μέρες δεν μπορούσα να σηκωθώ μόνος μου αν δεν στηριζόμουν.
Ένα πρωινό όμως έβαλα όλες τις δυνάμεις μου και στάθηκα στα πόδια μου όρθιος
και μόνος. Πανηγύρισα όπως οι άνθρωποι της ΝΑΣΑ όταν εκτοξεύεται ο πύραυλος.
Για λίγες μέρες το έκανα παιχνίδι, μετά τη γυμναστική, πάνω το χεράκια κάτω τα
χεράκια, πάνω τα ποδαράκια κάτω τα ποδαράκια, το παιχνίδι μου ήταν να σηκώνομαι μόνος
όρθιος και να ξανακάθομαι στο κρεβάτι» (σελ. 33)
- Επινοεί
τεχνάσματα για τον νεκρό χρόνο των ατέλειωτων αναμονών
«Αυτός
ο συνδυασμός του λευκού με τις σκέψεις είναι εφιαλτικός. Εκεί, σε ένα σκηνικό
ζωής, συνειδητοποίησα το εφιαλτικό σενάριο του θανάτου. Σκέφθηκα τα λευκά κελιά
της Γερμανίας και κατανόησα πλήρως γιατί οι Γερμανοί έκλεισαν σε αυτά τους
«τρομοκράτες» της Μπάαντερ, Μάινχοφ. Όταν το λευκό σε τριγυρίζει παντού, σε
τρελαίνει. Αν οι μέρες μου εκεί ήταν περισσότερες και, κυρίως, αν δεν βίωνα ένα
τόσο ευχάριστο γεγονός, δεν θα την έβγαζα καθαρή. Τις λίγες μέρες που
παρέμεινα, μόλις τέσσερεις που όμως τότε δεν ήξερα πόσες θα είναι, έκανα
διάφορα κόλπα για να ξεπεράσω την τρομοκρατία του απόλυτου λευκού. Κυρίως,
όμως, ακούμπαγα το βλέμμα μου και την ηρεμία μου στην πορτοκαλί τσάντα που
υπήρχε στο γραφείο, στο βάθος. Ήταν το μόνο αντικείμενο που είχε χρώμα σε όλα
όσα με περιτριγύριζαν, και μάλιστα το αγαπημένο μου. Δεν μπορεί να κατανοήσει
κανείς αν δε το ζήσει πόσο ευεργετικό πράγμα είναι το χρώμα σ’ ένα λευκό
περιβάλλον. Και η πορτοκαλί τσάντα ήταν η
όαση μου στην έρημο του λευκού της εντατικής τού Ωνασείου […]Έκανα όμως διάφορα
κόλπα για να ξεχαστώ. Ένα από αυτά, που το ανακάλυψα τυχαία και μετά το
καθιέρωσα, ήταν ότι, μόλις έκλεινα τα μάτια, έμοιαζε σαν να βρισκόμουν σε μια
κινούμενη καρέκλα η οποία ανέβαινε και κατέβαινε σαν τα αλογάκια που παίζουν τα
πιτσιρίκια στα λούνα παρκ. Υποθέτω πως ήμουν επηρεασμένος από ένα κάθισμα που
υπήρχε δίπλα στο κρεβάτι και που έλεγα να με βάζουν οι φυσικοθεραπευτές, οι
οποίοι στο μεταξύ είχαν κάνει την παρουσία τους. Ήταν μια μεγάλη ρυθμιζόμενη πολυθρόνα και ήταν η
«βόλτα μου», εφόσον επιτρεπόταν και, προφανώς, δεν μπορούσα να κάνω και κάτι
άλλο. Όποτε λοιπόν δεν άντεχα άλλο τις σκέψεις μου, καβάλαγα το άτι μου, δηλαδή
έκλεινα τα μάτια και ανεβοκατέβαινα στον «κόσμο μου», που ήταν υπόγειες στοές
και ουράνιες διαβάσεις. Προφανώς αυτό κρατούσε λίγη ώρα, πιθανόν και λεπτά,
όμως σε μένα φάνταζε ταξίδι ολόκληρο ωρών. Όταν σταμάταγε, προσπαθούσα να βάλω
σε τάξη τις σκέψεις μου που έρχονταν και με κυρίευαν δυναμικά» (σελ. 76,78)
Και
υπάρχει ένα πλήθος από ανάλογα παραδείγματα που άλλοτε με συγκινούσαν, άλλοτε
με διασκέδαζαν αλλά πάντα μου θύμιζαν ότι, εάν δεν θες να παραδοθείς στο φόβο,
εάν δεν παθητικοποιηθείς οικτίροντας τον εαυτό σου για την κακή του τύχη, εάν
είσαι μαχητής με δυο λόγια, υπάρχουν πάντα μορφές προσαρμογής ή ανάκτησης του
ελέγχου που σπάνε τα κλισέ και τα αναμενόμενα, ακόμα και στην πιο δύσκολη
κατάσταση.
Αυτό,
λοιπόν, εγώ το θεωρώ ως εμβληματικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο βίωσε ο
Πέτρος μια οριακή εμπειρία. Εμβληματικό στοιχείο και της αντίστασής του
απέναντι σε κάθε μορφή παραίτησης, ακόμα και σ’ αυτές που δεν εκφράζονται ρητά
αλλά δουλεύουν σιωπηλά μέσα μας.
Και
αυτά εγώ τα ορίζω ως πρακτικές υπονόμευσης του φόβου που αναπόδραστα προκαλεί
μια τόσο μεγάλη ιατρική ιστορία, ως μαθήματα ζωής.
Αυτή,
λοιπόν, είναι η δική μου εξειδικευμένη συμβολή στην παρουσίαση του
βιβλίου. Μικρής εμβέλειας συμβολή γιατί
το βιβλίο έχει πολλά χαρίσματα, καθένας μας θα εντοπίσει αυτά που τον γοήτευσαν
ή τον συγκίνησαν περισσότερο αλλά νομίζω ότι όλοι θα συμφωνήσουμε ότι, πριν και
πέρα από οτιδήποτε άλλο, είναι ένα βιβλίο που μιλάει για τη ζωή. Ένα βιβλίο που
καταφάσκει τη ζωή κι αυτό το στοιχείο
διατρέχει όλο του το κείμενο. Από την
ευτυχία της μπουκιάς του φρέσκου ψωμιού που θρέφει το καταπονημένο σώμα μετά
την επέμβαση ως τις αφηγήσεις των δικών του ανθρώπων∙ από τα βλέμματα και τις
κινήσεις πίσω από το τζάμι της νοσηλευτικής απομόνωσης -όπου ο αναγνώστης
σχεδόν έβλεπε την ανύπαρκτη σωματική επαφή- μέχρι τις αγκαλιές της επιστροφής
όταν ξαναπιάνει το νήμα της ζωής του.
Και
όπως έγραφα και σ’ ένα σύντομο σημείωμα που είχα στείλει στην πρώτη παρουσίαση
του βιβλίου, ο Πέτρος διηγείται μια οριακή εμπειρία χωρίς ποτέ να υπερβεί αυτόν
τον ήπιο τόνο που δεν εκβιάζει συναισθήματα, που μαλακώνει και ημερεύει τις δύσκολες
στιγμές της αφήγησης με γερές δόσεις χιούμορ και τρυφερότητας, που σέβεται τον
αναγνώστη και, με ατόφια αυθεντικότητα χωρίς περιττά στολίδια, είναι κάπως σαν
να τον κτυπάει φιλικά στην πλάτη και να
του λέει, εντάξει, είδες, πέρασε, όλα καλά, πάμε παρακάτω τώρα γιατί η ζωή
συνεχίζεται και είναι ακριβή για την ευτελίζουμε με κάλπικα λόγια.
Κι
έτσι, στην τραγικότητα των στιγμών που αφηγείται, υπάρχει πάντα ένα παράθυρο
ανοιχτό, ένα δροσερό αεράκι αισιοδοξίας, αβίαστα αναδύεται μια καινούργια
ανακάλυψη για να παλέψεις την δύσκολη στιγμή.
Αυτό
εννοώ ως κατάφαση της ζωής, αυτό το καίριο κτύπημα στο φόβο του θανάτου και ο
ύμνος στις χαρές της ζωής, από τις πιο μικρές ως τις πιο μεγάλες.
Σ’
ευχαριστούμε Πέτρο