Φυλακή και καπιταλιστική κοινωνία
Ποινή και αγορά εργασίας: Rusche, Α. & O.Kirchheimer, Punishment and Social Structure, (Russell @
Russell, N.York, 1968)[1]
Αντικείμενο του βιβλίου είναι η σχέση ποινής και κοινωνικής δομής, η οποία
αναλύεται, σε μια ιστορική και οικονομική προοπτική, με βασική αναλυτική
κατηγορία την αγορά εργασίας και
στην ποινή αναγνωρίζεται μια λειτουργία ρυθμιστή της αγοράς εργασίας.
Η ποινή, κατά συνέπεια, δεν μελετάται ως απλή συνέπεια
του εγκλήματος, ούτε απλώς ως μέσο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου
(έλεγχος εγκλήματος). Παράλληλα, η ποινή
δεν υπάρχει σαν μια υπεριστορική, αναλλοίωτη οντότητα. Υπάρχουν συγκεκριμένες
τιμωρητικές μορφές και ποινικές πρακτικές και κάθε σύστημα παραγωγής τείνει ν’
ανακαλύψει το τιμωρητικό σύστημα που υπακούει στις ειδικότερες ανάγκες του.
Κατά συνέπεια, τα τιμωρητικά συστήματα, οι μεταβολές, η εξέλιξή τους,
συνδέονται στενά με τις φάσεις της οικονομικής εξέλιξης.
Έτσι, στο έργο των Rusche & Kirhheimer, μελετάται η σχέση ανάμεσα στα τιμωρητικά συστήματα και τα συστήματα
παραγωγής και ειδικότερα τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας.
Η βασική υπόθεση είναι ότι το τιμωρητικό σύστημα κάθε ιστορικά
προσδιορισμένης κοινωνίας δεν είναι κάτι απομονωμένο, που υπακούει μόνον στους
δικούς του νόμους. Έτσι και η εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων δεν είναι
συνάρτηση της αλλαγής αντιλήψεων περί
εγκληματικότητας και αντεγκληματικής πολιτικής, αλλά της εξέλιξης των
συστημάτων παραγωγής: κάθε σύστημα παραγωγής τείνει να ανακαλύψει το τιμωρητικό
σύστημα το οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Καθώς δε, βασική αναλυτική
κατηγορία αποτελεί η αγορά εργασίας, η θέση η οποία αναπτύσσεται είναι ότι τόσο
το είδος, όσο και η σκληρότητα των ποινών είναι συνάρτηση των διαμορφούμενων
αναγκών στην αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχει έλλειψη εργατικών
χεριών, οι ποινές είναι πιο ήπιες και τείνουν να καλύπτουν τα κενά. Αντίστροφα,
όταν υπάρχει υπερπροσφορά εργατικών χεριών, είτε οι ποινές είναι πιο σκληρές,
καθώς ο εγκληματίας δεν προσφέρεται για οικονομική εκμετάλλευση, είτε, χωρίς να
είναι αναγκαία σκληρές, δεν αποσκοπούν στην κάλυψη αναγκών της αγοράς εργασίας
(η εργασία του κρατουμένου, όταν προβλέπεται, δεν έχει παραγωγικό χαρακτήρα και
αποτελεί μορφή τιμωρίας ή θεωρείται μέσο σωφρονισμού).
Σταθμοί στην εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων
Κατά τον Μεσαίωνα η βασική λειτουργία της φυλακής ήταν να φυλάσσει και όχι να τιμωρεί. Οι
ποινές φυλάκισης επιβάλλονταν, κατ'
εξαίρεση, σε περίπτωση αδυναμίας πληρωμής της, βασικής, χρηματικής ποινής, ενώ
μετά την αποφυλάκιση ακολουθούσε καταναγκαστική εργασία προκειμένου να
αποπληρωθεί το χρέος.
Το ενδιαφέρον για την
οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας του εγκληματία δεν υπάρχει ακόμα στις
απαρχές του καπιταλισμού. Αντίθετα, τότε
υπήρχε πληθώρα εργατικών χεριών και, ταυτόχρονα, η βίαιη αλλαγή των οικονομικών
όρων είχε δημιουργήσει εκτεταμένη φτώχεια στον πληθυσμό. Δηλαδή, αφ’ ενός μεν οι
εκδιωχθέντες από την ύπαιθρο παραγωγοί δεν μπορούσαν ακόμα να απορροφηθούν στο
σύνολό τους από την μανουφακτούρα (με την ίδια ταχύτητα με την οποία
δημιουργείτο αυτό το εν δυνάμει εργατικό δυναμικό), αφ’ ετέρου δε δεν ήσαν και
πρόθυμοι να ενταχθούν στις νέες συνθήκες παραγωγής. Όσο δε χειροτέρευαν οι
οικονομικές συνθήκες, τόσο αυξανόταν και η εγκληματικότητα των φτωχών.
Έτσι, αφ’ ενός μεν η πληθώρα εργατικών χεριών και η
μείωση της αξίας της εργασίας οδηγούσε σε μια μείωση της αξίας της ανθρώπινης
ζωής (άρα στόχος του τιμωρητικού συστήματος όχι απλώς δεν ήταν να καλύψει κενά στην αγορά εργασίας αλλά, αντίθετα, να
εξαλείψει το περιττό εργατικό δυναμικό), αφ’ ετέρου δε, η αύξηση της
εγκληματικότητας δικαιολογούσε την ποικιλία και τη σκληρότητα των ποινών.
Το ενδιαφέρον για την οικονομική εκμετάλλευση της
εργασίας του εγκληματία εμφανίζεται κατά
τον μερκαντιλισμό (16ο αιώνα), σε μια περίοδο, δηλαδή, κατά την
οποία με την ανακάλυψη νέων εδαφών, νέων αγορών, ανάγκη για μεγαλύτερη επένδυση
κεφαλαίων κλπ., ανοίγει η αγορά
εργασίας. Άρα, η εργατική δύναμη δεν θα έπρεπε να σπανίζει, κατά συνέπεια, να
είναι ακριβή απορροφώντας κεφάλαια τα οποία θα έπρεπε να επενδύονται και να μην
διατίθενται για την πληρωμή της εργασίας.
Αρχίζουν, λοιπόν, να εμφανίζονται ποινές όπως
η σκλαβιά στις γαλέρες, τα καταναγκαστικά έργα, κλπ, οι οποίες συχνά
συνυπάρχουν με το παραδοσιακό σύστημα των χρηματικών ή σωματικών ποινών.[2]
Παράλληλα, με την παρέμβαση του κράτους προκειμένου να αναπτυχθεί η βιομηχανία,
οι μισθοί ρυθμίζονταν σε χαμηλά επίπεδα, θεσπίζονταν αυστηροί κανονισμοί
εργασίας, απαγορεύονταν ο συνδικαλισμός, ενθαρρύνονταν η παιδική εργασία, κλπ.
Αυτήν την περίοδο, στην
πολιτική απέναντι στους φτωχούς, εμφανίζεται για πρώτη φορά η διάκριση ανάμεσα
σε :φτωχούς ικανούς προς εργασία, οι οποίοι αποτελούσαν το βασικό
αντικείμενο της ποινικής πολιτικής, και σε φτωχούς ανίκανους προς εργασία, οι
οποίοι αποτελούσαν αντικείμενο κοινωνικής πρόνοιας.
Τον 16ο αιώνα εμφανίζονται
τα πρώτα σωφρονιστήρια (houses of correction), πρώτα στην Αγγλία
και μετά στην Ολλανδία. Κατά τους συγγραφείς, σ' αυτά τα ιδρύματα, μπορεί να εντοπίσει κανείς μια
πρώτη εφαρμογή της ιδέας της μεταχείρισης, που παγιώθηκε πολύ αργότερα, καθώς
είχαν στους στόχους τους μια προοπτική ένταξης του εγκλείστου στην ελεύθερη
αγορά εργασίας. Δηλαδή, ο πυρήνας τους ήταν ένας συνδυασμός των αρχών
φτωχοκομείου, καταστήματος εργασίας και τιμωρητικού ιδρύματος, ενώ σταθερά
χαρακτηριστικά τους ήταν η σκληρή δουλειά
και οι θρησκευτικές δραστηριότητες. Στόχος τους, δηλαδή, δεν ήταν η
αχρήστευση του εγκλείστου. Αντίθετα απέβλεπαν στη δυνατότητα αξιοποίησης αυτού
του δυναμικού (του κοινωνικού περιθώριου της εποχής) κάποια στιγμή στην
ελεύθερη αγορά εργασίας.
Παράλληλα και τα ίδια τα ιδρύματα είχαν μια οικονομική
λειτουργία μέσω της οικονομικής
εκμετάλλευσης της εργασίας των εγκλείστων, είτε από το ίδιο το ίδρυμα είτε μέσω
επινοικίασης. Έτσι, μολονότι η αξιολόγηση
τους ως παραγωγικών μονάδων δεν υπήρξε παντού η ίδια, ο κοινός και
κυρίαρχος, κατά τους συγγραφείς, στόχος τους υπήρξε η οικονομική εκμετάλλευση
της εργασίας των εγκλείστων. Πάντως, κατά τους 17ο-18ο αιώνα θεωρήθηκαν
πολύτιμες για την οικονομία βιοτεχνίες,
λόγω του χαμηλού κόστους παραγωγής τους.
Ως ένα από τα τυπικά παραδείγματα της υπόθεσης ότι
κυρίαρχος στόχος της ποινής ήταν η οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας του
εγκληματία, αναφέρεται η περίπτωση της σκλαβιάς στις γαλέρες και ο
τρόπος με τον οποίο επιβάλλονταν αυτό το είδος ποινής. Με άλλα λόγια, οι
δικαστές, ουσιαστικά αποδύονταν σ' "ένα κυνήγι κωπηλατών", ο αριθμός
των καταδικών ήταν τεράστιος και η
διάρκεια τους πολύ μεγάλη. Καθώς δε η δουλειά στις γαλέρες ήταν πάρα πολύ
σκληρή, τόσο που ούτε κάτω από τις πιο άθλιες οικονομικές συνθήκες δεν μπορούσε
να εξασφαλιστεί εργατική δύναμη, η επιβολή
της ποινής ήταν σχεδόν ο αποκλειστικός τρόπος για να καλυφθούν οι ανάγκες. Για την επιβολή της, δε, καθοριστικό ρόλο έπαιζε όχι το διαπραχθέν
αδίκημα, αλλά η φυσική κατάσταση του
εγκληματία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί εγκληματίες να αυτοακρωτηριάζονται
για να την αποφύγουν. [3]
Ωστόσο, κατά τους
συγγραφείς, και οι ρίζες του τιμωρητικού συστήματος που βασίζεται στον
εγκλεισμό τοποθετούνται στην περίοδο του μερκαντιλισμού, με την έννοια ότι
ιδρύματα εργασίας, φτωχοκομεία, σωφρονιστήρια (houses of correction) κλπ. αποτελούσαν την πρωταρχική μορφή της σύγχρονης
φυλακής. Δεδομένου, δε, ότι ανάμεσα
στους στόχους τους, ο κυρίαρχος ήταν η εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού
(δηλαδή, η οικονομική εκμετάλλευση της εργασίας των εγκλείστων), ουσιαστικά
επιτελούσαν τις ίδιες λειτουργίες με την μετέπειτα φυλακή, στην οποία επίσης οι
συγγραφείς αναγνωρίζουν ως κυρίαρχη την οικονομική λειτουργία, καθοριστικής
σημασίας παράγοντα και για την κυριαρχία των στερητικών της ελευθερίας ποινών.
Όμως, αν οι ρίζες του τιμωρητικού συστήματος που
βασίζεται στον εγκλεισμό τοποθετούνται στον μερκαντιλισμό, η προώθηση και η
θεωρητική επεξεργασία του συντελούνται
κατά την περίοδο του Διαφωτισμού. Όπως ήδη αναφέραμε, οι προτάσεις
αναμόρφωσης του ποινικού συστήματος απαντούσαν στην ανάγκη αποκατάστασης του
κύρους της Δικαιοσύνης στα μάτια του λαού καθώς, επικρατούσε σύγχυση γύρω από
τη φύση και τους σκοπούς της ποινής (οι έγκλειστοι στα ιδρύματα ήταν αδιακρίτως
γέροι, ανάπηροι, ορφανά, εγκληματίες), ενώ, παράλληλα, υπήρχε μια απόλυτη
αυθαιρεσία στην απονομή της δικαιοσύνης καθώς δεν λειτουργούσαν σταθερά
κριτήρια ούτε για τη διάρκεια της ποινής, ούτε για τη σχέση βαρύτητας
εγκλήματος/ βαρύτητας ποινής. Αν, όμως, το είδος, η φύση της ποινής αφορούσε
κυρίως τις κατώτερες τάξεις, που αποτελούσαν τη σταθερή "πελατεία"
του ποινικού συστήματος, το θέμα της αποκατάστασης του κύρους της δικαιοσύνης
με την άρση των αυθαιρεσιών, τον επακριβή προσδιορισμό του δικαίου και των
τιμωρητικών μέσων, την εγκαθίδρυση νομικών εγγυήσεων, αφορούσε την αστική τάξη,
η οποία πάλευε ακόμα για την παγίωση της πολιτικής της κυριαρχίας: η αστική
τάξη δεν ενδιαφερόταν τόσο για την αυστηρότητα των ποινών, όσο για τη
βεβαιότητα του δικαίου, η οποία θα εγγυούταν την ισότητα και θα εξασφάλιζε τη
μείωση των κοινωνικών αναταραχών. Στην πραγματικότητα, όμως, η ισότητα που
εγγυούταν το ποινικό σύστημα δεν υπήρχε, καθώς οι τα φτωχότερα στρώματα δεν
είχαν ούτε τις αναγκαίες γνώσεις, ούτε τα οικονομικά μέσα να εκμεταλλευθούν τις
νομικές εγγυήσεις του τιμωρητικού
μηχανισμού.[4]
Έτσι, η πολιτική κατάσταση παραχωρούσε στους ισχυρούς τη διαχείριση της
δικαιοσύνης, καθώς η αστική τάξη, εκ των πραγμάτων, απολάμβανε μεγαλύτερο
ποσοστό ασυλίας τόσο σε νομοθετικό επίπεδο, όσο και στο επίπεδο της απονομής
της δικαιοσύνης.
Οι συνέπειες της βιομηχανικής
επανάστασης στην ποινική πολιτική
Η κίνηση για την αναθεώρηση του ποινικού συστήματος στο
δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, όταν εκδίδεται και το πολύ σημαντικό βιβλίο του Cesare Beccaria, Dei delitti e delle pene, βρίσκει εύφορο έδαφος γιατί οι ανθρωπιστικές
αρχές της συνέπιπταν με τις ανάγκες της οικονομίας εκείνης της περιόδου: Η
άρχουσα τάξη δεν είχε ανάγκη κατασταλτικών μέσων για να ασκήσει οικονομική
πίεση στις μάζες. Όχι απλώς δεν υπάρχει έλλειψη εργατικών χεριών αλλά,
αντίθετα, υπερπληθώρα. Οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από,
αύξηση του πληθυσμού, μετανάστευση πληθυσμών στις πόλεις γιατί στην ύπαιθρο δεν
επαρκούσαν τα μέσα για την συντήρηση τους, ενώ η εισαγωγή των μηχανών αύξανε τη
βιομηχανική ανεργία.
Με την αύξηση της
προσφοράς εργατικού δυναμικού, οι συνθήκες για τους εργαζόμενους χειροτέρεψαν
σημαντικά, οι μισθοί παραμένουν στα επίπεδα επιβίωσης, ενώ, υπό την επίδραση
των Μαλθουσιανών θεωριών, το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας δέχεται επίθεση, με τη
λογική ότι τα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας έχουν πολύ μεγάλο κόστος ενώ η
κοινωνική τους ωφελιμότητα είναι αμφίβολη καθώς ενθαρρύνουν την αύξηση του
πληθυσμού, διαταράσσουν ακόμα περισσότερο την ισορροπία ανάμεσα στον πληθυσμό
και τα αγαθά διατροφής και αυξάνουν την μιζέρια.[5]
Μια σημαντική συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν το 1834 η
ενσωμάτωση στην αγγλική νομοθεσία για τους φτωχούς (Poor Laws) μιας αρχής, η οποία έκτοτε απετέλεσε σταθερή αρχή κάθε
σωφρονιστικής πολιτικής: της αρχής σύμφωνα με την οποία το καθεστώς κοινωνικής
πρόνοιας να είναι λιγότερο επιθυμητό από την κατάσταση της εργασίας ακόμα και
για τα πιο χαμηλά κοινωνικά στρώματα (αρχή της less eligibility). Η θεωρητική
θεμελίωση αυτής της αρχής στο χώρο της σωφρονιστικής πολιτικής είναι η
αποτρεπτική λειτουργία της ποινής.
Την ίδια περίοδο
παρακμάζουν τα διάφορα ιδρύματα (σωφρονιστήρια, καταστήματα εργασίας) τα οποία
συνέλεγαν το κοινωνικό περιθώριο της εποχής, καθώς η οικονομική τους σημασία
μειώνεται, δεδομένου και του κόστους τους αλλά, κυρίως, του γεγονότος ότι η
ελεύθερη αγορά εργασίας είναι πιο προσοδοφόρα: το εργοστάσιο. Προς τα τέλη του
18ου-αρχές του 19ου αιώνα, οι οικονομικές
συνθήκες της εργατικής τάξης είναι άθλιες, η εγκληματικότητα φτάνει σε πολύ
μεγάλα ύψη και η κατάσταση στις φυλακές απερίγραπτη, στο βαθμό που οι φυλακές
δεν χρειάζεται να αναπαράγουν το εργατικό δυναμικό έτσι ώστε να απαιτείται να
εξασφαλίζουν ανεκτές συνθήκες ζωής για τους κρατούμενους. Η σωφρονιστική
εργασία εξακολουθεί να υπάρχει θεωρούμενη ως παραχώρηση στον κρατούμενο, αλλά
έχει περισσότερο τον χαρακτήρα βασανισμού και δεν είναι παραγωγική (π.χ.
χειρόμυλος).
Παρόλο ότι κατά καιρούς
και με αφορμή την ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας, που οφείλονταν στην
επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών της εργατικής τάξης, αναδιατυπώνονταν το αίτημα για επιστροφή σε
σωματικές ποινές, η φυλακή αναδεικνύεται και παραμένει ο κύριος τιμωρητικός
θεσμός σ' όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Οι συνθήκες κράτησης, βέβαια, υπακούουν στην αρχή της less eligibility (το όριο επιβίωσης του ελεύθερου πληθυσμού έπρεπε να καθορίζει το ανώτατο
όριο διαβίωσης στις φυλακές) και παρουσιάζουν μια εικόνα απερίγραπτη, όπως έχει
καταγραφεί σε πολλά κείμενα της εποχής.
Ο εκτοπισμός στις αποικίες
Ένας ειδικότερος τιμωρητικός θεσμός, ο οποίος στην ανάλυση των Rusche και Kirchheimer δείχνει την οικονομική λειτουργία των
τιμωρητικών συστημάτων, είναι και ο θεσμός του εκτοπισμού στις αποικίες. Κατά
τον 16ο αιώνα, η εξαιρετικά μεγάλη ανάγκη εργατικών χεριών οδηγούσε ακόμα και
σε απαγωγές παιδιών τα οποία εκτοπίζονταν στις επαρχίες. Η εφαρμογή του εκτοπισμού στα πλαίσια του
τιμωρητικού συστήματος ήταν πάντα σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση των οικονομικών
αναγκών κάθε συγκεκριμένης μητρόπολης.
Έτσι, στην Αγγλία η θεσμοθέτηση του εκτοπισμού ως καταδίκης (1597, Vagrancy Act), δεν έχει τη
μορφή αυτόνομης ποινής καθώς η μητρόπολη είχε επίσης ανάγκη εργατικών χεριών,
αλλά μετατροπής της θανατικής ποινής:
εκτοπίζονταν οι καταδικασμένοι σε θάνατο, παίρνοντας έτσι χάρη και μόνον στις
αρχές του 18ου αιώνα ο εκτοπισμός γίνεται αυτόνομη ποινή και όχι μετατροπή
άλλης.
Όταν η αμερικάνικη επανάσταση έθεσε τέρμα στον εκτοπισμό
άγγλων καταδίκων στην Β. Αμερική, το
αγγλικό σωφρονιστικό σύστημα, το οποίο αντιμετώπιζε ήδη προβλήματα λόγω του
τεράστιου αριθμού καταδίκων αντικατέστησε προσωρινά τον εκτοπισμό με την
καταναγκαστική εργασία σε δημόσια έργα. Η οικονομική αξιολόγηση, όμως, αυτής
της λύσης δεν κρίθηκε ικανοποιητική και
έτσι, το 1787 θεσπίστηκε ο εκτοπισμός στην Αυστραλία. Ενώ για τους ίδιους τους
εκτοπισμένους οι συνθήκες ζωής δεν ήταν καλές, η οικονομική αξιολόγηση του
μέτρου ήταν θετική. Όμως, καθώς οι συνθήκες ζωής στην Αγγλία ήταν πολύ άσχημες,
ο εκτοπισμός έπαψε να μοιάζει τιμωρία και να λειτουργεί αποτρεπτικά. Έτσι, οι
ίδιοι λόγοι που άλλαξαν τον χαρακτήρα της διαχείρισης των houses of correction (επιδείνωση συνθηκών
για να λειτουργεί αποτρεπτικά ο
εγκλεισμός σ' αυτά), οδήγησαν αρχικά στην υιοθέτηση ενός σύνθετου συστήματος
που περιελάμβανε απομόνωση στις αγγλικές φυλακές, καταναγκαστικά έργα και
εκτοπισμό και στη συνέχεια στην κατάργηση του εκτοπισμού.
Στη Γαλλία, ο θεσμός του εκτοπισμού ίσχυσε σποραδικά
μεταξύ 17ου και 18ου αιώνα, καταργήθηκε το 1720
και ξανάρχισε με εκτοπισμό στη Γουιάνα το 1854. Δεν αποτέλεσε, όμως,
ποτέ ένα οργανωμένο σύστημα οικονομικής εκμετάλλευσης των καταδίκων γιατί κάτι
τέτοιο δεν ήταν επιβεβλημένο από τις οικονομικές συνθήκες, αλλά μάλλον την
απάντηση στην ανάγκη διαχείρισης της σωφρονιστικής πολιτικής (απομάκρυνση
κοινωνικά επικίνδυνων ατόμων). Ο εκτοπισμός στη Γαλλία καταργήθηκε οριστικά το
1937.
Εξέλιξη σωφρονιστικών συστημάτων
στις Η.Π.Α. και την Ευρώπη (από το απομονωτικό στο Ωβούρνειο σύστημα)
Η πρώτη εφαρμογή του απομονωτικού συστήματος ήταν στη Φιλαδέλφεια το 1790.
Το βασικό χαρακτηριστικό του ήταν η απομόνωση του κρατούμενου σε ατομικά κελιά,
απ' όπου δεν έβγαινε παρά μόνον όταν τέλειωνε η ποινή του, πέθαινε ή οδηγούταν
στην τρέλα. Η εφαρμογή του απομονωτικού
συστήματος υλοποιούσε στην πράξη την αντίληψη των Κουακέρων ιδρυτών του, ότι η απομόνωση αποτελεί το πιο
αποτελεσματικό σύστημα μετάνοιας, άρα εμπεριείχε ένα αναμορφωτικό στοιχείο.
Παρά τον ενθουσιασμό που προκάλεσε
αρχικά το απομονωτικό σύστημα, σύντομα
εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από το Ωβούρνειο ή μικτό σύστημα, το οποίο
έγινε συνώνυμο του αμερικανικού σωφρονιστικού συστήματος. Το Ωβούρνειο σύστημα
προέβλεπε επίσης απομόνωση του κρατούμενου σε ατομικά κελιά τη νύχτα, αλλά
συλλογική εργασία την ημέρα, τηρώντας τον κανόνα της απόλυτης σιωπής. Αυτή η
ραγδαία εξέλιξη, κατά τους συγγραφείς οφείλεται κυρίως σε οικονομικούς λόγους.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Αμερική
αντιμετωπίζει τέτοια έλλειψη εργατικών χεριών που μόνο με την περίοδο του μερκαντιλισμού
στην Ευρώπη μπορεί να συγκριθεί. Η
κατάργηση της δουλείας, η διαθεσιμότητα τεράστιων εκτάσεων γης που έπρεπε να
αξιοποιηθούν, η βιομηχανική εξέλιξη δημιουργούσαν τέτοια κενά στην αγορά
εργασίας που δεν μπορούσαν να καλυφθούν
ούτε με την αυξανόμενη μετανάστευση εργατικού δυναμικού από την Ευρώπη. Κατά
συνέπεια, η οικονομική εκμετάλλευση του ποινικού πληθυσμού, ο οποίος
αχρηστεύονταν οικονομικά με το απομονωτικό σύστημα, θα μπορούσε να καλύψει
κάποια από τα υπάρχοντα κενά.
Όμως και η εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης του
κρατούμενου δεν μπορούσε να είναι αποτελεσματική μέσα από ένα σύστημα απομόνωσης σε ατομικά κελιά γιατί η παραγωγή
δεν θα μπορούσε να οργανωθεί με βάση τις προδιαγραφές των ισχυουσών παραγωγικών σχέσεων.
Έτσι, όπως είπαμε, το απομονωτικό σύστημα αντικαταστάθηκε
από το σύστημα της συλλογικής εργασίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, με στόχο την μετατροπή των φυλακών σε οικονομικά συμφέρουσες επιχειρήσεις.
Στην Ευρώπη, η εξέλιξη και η νομιμοποίηση των τιμωρητικών
συστημάτων ήταν διαφορετική καθώς ήταν διαφορετικά διαμορφωμένες και οι
οικονομικές συνθήκες. Το ζητούμενο στις ευρωπαϊκές χώρες που διέθεταν ένα
τεράστιο εφεδρικό βιομηχανικό στρατό, ήταν να έχει η ποινή ένα εκφοβιστικό και
αποτρεπτικό χαρακτήρα ακόμα και για αυτούς που επιβίωναν μέσα από άθλιες
οικονομικές συνθήκες, καταστρέφοντας, ταυτόχρονα, ένα τμήμα του πλεονάζοντος
εργατικού δυναμικού. Έτσι, οικονομικοί παράγοντες καθόρισαν και στην
Ευρώπη την εφαρμογή του απομονωτικού συστήματος,
στην έκταση που αυτό εφαρμόστηκε.
Πέραν, όμως, των
οικονομικών λόγων, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την υιοθέτηση του απομονωτικού συστήματος υπήρξε και η
ανάγκη ελέγχου και επιβολής της πειθαρχίας στους εξαθλιωμένους κρατούμενους των
ευρωπαϊκών φυλακών: η επιβολή της πειθαρχίας ήταν πιο εύκολη σ' ένα παρόμοιο
αρχιτεκτονικό και οργανωτικό σχήμα, καθώς η διοίκηση των φυλακών είχε να
αντιμετωπίσει μεμονωμένους κρατούμενους και όχι μάζες.
Ο στόχος της
επανακοινωνικοποίησης (με την έννοια της προετοιμασίας του κρατούμενου για την είσοδο
του στην παραγωγή) ήταν και ανέφικτος, δεδομένου ότι οι κρατούμενοι είτε δεν
εργάζονταν, είτε το είδος της δουλειάς που έκαναν είχε αντιπαραγωγικό ή
τιμωρητικό χαρακτήρα. Αυτό εναρμονίζονταν και με τις επιταγές των οικονομικών
συνθηκών της εποχής, κατά συνέπεια η
κοινωνική ωφελιμότητα της ποινής καλύπτονταν πίσω από την ηθικολογική
αντιμετώπιση της απομόνωσης ως μέσου βελτίωσης του εγκληματία δια της
μετάνοιας.
19ος αιώνας - Σωφρονιστική
μεταρρύθμιση. Εισαγωγή της έννοιας της μεταχείρισης
Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα παρατηρείται μια σημαντική βελτίωση των
οικονομικών συνθηκών των εκμεταλλευόμενων τάξεων στην Ευρώπη. Το γεγονός αυτό
επηρεάζει και τα ποσοστά εγκληματικότητας τα οποία εμφανίζονται πιο χαμηλά. Η
αλλαγή, λοιπόν, των οικονομικών συνθηκών οδηγεί σε μια αύξηση της αξίας της
εργατικής δύναμης, στην ανάγκη, κατά συνέπεια, να μειωθεί ο ποινικός πληθυσμός,
γεγονός το οποίο διευκολύνεται και από την μείωση των ποσοστών
εγκληματικότητας.
Σ' ένα τέτοιο πλαίσιο
εισάγεται η έννοια της μεταχείρισης του εγκληματία (Ιταλική Θετική Σχολή) και η
κοινωνική πολιτική του E.Ferri για την
καταπολέμηση του εγκλήματος. Η ποινή πλέον προσβλέπει στο μέλλον, στην
κοινωνική επανένταξη του εγκληματία.
Κατά τους συγγραφείς, η
υπερίσχυση της επανακοινωνικοποιητικής έναντι της ανταποδοτικής λειτουργίας της
ποινής δεν υπήρξε το αυτόματο αποτέλεσμα
της αλλαγής αντιλήψεων για το έγκλημα και τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά μια
"καλή οικονομική επένδυση": η μεταχείριση υπήρξε ένα μέσο για να
αποκατασταθεί το maximum δυνατό του εργατικού δυναμικού που κατέληγε στη φυλακή.
Αποτέλεσμα της μεταρρύθμισης ήταν πράγματι η μείωση του ποινικού πληθυσμού, ενώ
η γενικότερη βελτίωση των όρων διαβίωσης
οδήγησε και σε μια βελτίωση των συνθηκών κράτησης. Έτσι, ενώ παρέμενε σε ισχύ η αρχή της less eligibility, οι συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων μπορούσαν να είναι τέτοιες ώστε να
μην καταστρέφουν αυτό το δυνάμει εργατικό δυναμικό, αλλά να επιτρέπουν την
είσοδο του στην παραγωγή. Εν όψει μάλιστα αυτού του στόχου επιχειρήθηκε σε διάφορες χώρες η εισαγωγή στις φυλακές
προγραμμάτων επαγγελματικής κατάρτισης
των κρατουμένων, αλλά το μεγάλο
οικονομικό κόστος σε συνδυασμό με τη δυσκολία να βρεθεί αγορά να απορροφήσει τα
παραγόμενα προϊόντα εμπόδισαν την
εφαρμογή τους.
Σε οργανωτικό επίπεδο, μια
εφαρμογή της έννοιας της μεταχείρισης είναι το λεγόμενο προοδευτικό σύστημα, το οποίο αποτελεί ένα συνδυασμό του
απομονωτικού και του Ωβούρνειου, καθώς τα δυο αυτά συστήματα αποτελούσαν φάσεις
μιας προοδευτικής εξέλιξης του
καθεστώτος κράτησης και διαβάθμισης των παρεχόμενων προνομίων στους
κρατούμενους, με βασικό κριτήριο την καλή συμπεριφορά και την εργατικότητα.
Οι Rusche & Kirchheimer αναφέρονται, τέλος, και σε μια ακόμα αλλαγή της
σωφρονιστικής πολιτικής που συντελέστηκε κατά την ίδια περίοδο (2ο μισό του
19ου αιώνα) και η οποία αφορά την αντικατάσταση των μικρής διάρκειας ποινών με
χρηματικές. Αυτό ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα της βελτίωσης των οικονομικών
συνθηκών και της μείωσης των ποσοστών ανεργίας. Το σύστημα αυτό, όμως, ενείχε
προβλήματα καθώς προέκυπταν δυσκολίες στην επιμέτρηση της ποινής: η ποινή θα
έπρεπε να αντιστοιχεί τόσο στη βαρύτητα του αδικήματος, όσο και στις
οικονομικές δυνατότητες του δράστη, πράγμα το οποίο δύσκολα μπορούσε να
επιτευχθεί. Αναφέρονται νομοθετικές προσπάθειες επίλυσης του προβλήματος και
άρσης των αδικών σε διάφορες χώρες, για να εξαχθεί το γενικό συμπέρασμα ότι τα
ποσοστά μετατροπής της ποινής δεν ήταν συνάρτηση των δεικτών εγκληματικότητας
αλλά των δεικτών ανεργίας, κατά συνέπεια της γενικότερης κοινωνικο-οικονομικής
κατάστασης. Εν πάση περιπτώσει, όμως, η ποινή της φυλάκισης ουδέποτε έπαψε να
αποτελεί τον θεμέλιο λίθο του τιμωρητικού συστήματος, έστω κιάν κατά περιόδους
οι χρηματικές ποινές κέρδιζαν έδαφος κυρίως λόγω του ότι δεν είχαν οικονομικό
κόστος, συχνά δε η εφαρμογή τους έπαιρνε τη μορφή εμπορευματοποίησης του
ποινικού συστήματος.
Όσον αφορά τη σχέση αντεγκληματικής πολιτικής και
διακυμάνσεων της εγκληματικότητας,
κατά τους συγγραφείς αυτές οι δύο μεταβλητές δεν αλληλοεπηρεάζονται.
Βασικός παράγοντας για τις διακυμάνσεις της εγκληματικότητας είναι τα κοινωνικά
αίτια και όχι οι αλλαγές στην αντεγκληματική πολιτική. Όσο, δε, αγνοούνται τα
κοινωνικά αίτια του εγκλήματος, το μέλλον της φυλακής θα είναι η επιδείνωση των
συνθηκών διαβίωσης, η μετατροπή της φυλακής σε όργανο εκφοβισμού, απογυμνωμένο
οριστικά από κάθε αναμορφωτική ιδεολογία.
Η γέννηση
της φυλακής και οι κοινές καταβολές με το εργοστάσιο
D. Melossi, M. Patarini (1977), Carcere e Fabbrica, Bologna: il Mulino
Στην ανάλυση που ακολουθεί, κεντρική έννοια είναι και πάλι η έννοια της
πειθαρχίας και μάλιστα ως συνεκτική έννοια της φουκωικής με την μαρξική
αντίληψη περί ποινής και ειδικότερα περί ποινής στην καπιταλιστική κοινωνία.
Η
πειθαρχία (και η εκπαίδευση στην πειθαρχία)
αποτελεί για τον Μαρξ απαραίτητο
στοιχείο για τη δημιουργία της υπεραξίας η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί
υπόθεση ζωής ή θανάτου για την καπιταλιστική συσσώρευση. Ο Μαρξ θεωρεί την
πειθαρχία ως συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι δύσκολο να
σκεφθεί κανείς μια αποφασιστικότερη συμβολή του Μαρξ στην κοινωνιολογική
κατανόηση των θεσμών της νεωτερικότητας […]Επιπλέον, η έννοια-κλειδί της πειθαρχίας
είναι το νήμα που συνδέει την μαρξική και φουκωική ανάλυση. Δεν είναι,
λοιπόν, περίεργο το γεγονός ότι διάφορα αποσπάσματα από το σημαντικό Τρίτο
Μέρος του Επιτήρηση και Τιμωρία, τιτλοφορούμενου Πειθαρχία,
μοιάζει να είναι βγαλμένα κατευθείαν από το Πρώτο Βιβλίο του Κεφαλαίου
του Μαρξ (Melossi,
1998: xiii,
xiv).[6]
Οι Melossi και Pavarini, ελέγχοντας τη
βασική υπόθεση των Rusche και Kirhheimer σε σχέση με την
οικονομική λειτουργία της φυλακής, υποστηρίζουν ότι η οικονομική λειτουργία των
τιμωρητικών συστημάτων δεν μπορεί ν’ αξιολογηθεί μόνο με κριτήριο το εάν
λειτούργησαν ως ρυθμιστής της αγοράς εργασίας τείνοντας στην κάλυψη των αναγκών
παραγωγής. Κατά τους συγγραφείς, η οικονομική και η ιδεολογική λειτουργία
των τιμωρητικών συστημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δηλαδή, τόσο τα
διάφορα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής,[7]
όσο και η ίδια η φυλακή είχαν ως βασική λειτουργία την εκπειθάρχηση του
εργατικού δυναμικού και την προετοιμασία του να ενταχθεί στις συνθήκες
παραγωγής, όπως αυτές διαμορφώνονταν στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης του
καπιταλιστικού συστήματος.
Με δυο λόγια, η φυλακή είναι δομημένη στο μοντέλο του
εργοστάσιου, με στόχο την παραγωγή όχι εμπορευμάτων, αλλά πειθαρχημένων ατόμων,
ενώ η πειθαρχία αποτελεί κυρίαρχο και σταθερό χαρακτηριστικό της φυλακής σε όλα
τα συστήματα κράτησης.
Πρόκειται για μια ιστορική
μελέτη η οποία διερευνά τις κοινές ρίζες φυλακής και εργοστασίου κατά την
περίοδο από τον 16ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου. Έτσι
η μελέτη καλύπτει την περίοδο ηγεμονίας των δυο θεσμών, σε οικονομικό και
τιμωρητικό επίπεδο αντίστοιχα, και
τείνει να καταδείξει τις κοινές καταβολές και τους μεταξύ τους ιστορικούς
δεσμούς.
Στην εισαγωγή του βιβλίου,
βέβαια, επισημαίνεται η ανάγκη να αναδιατυπωθεί η υπόθεση εργασίας γύρω από τη
σχέση οικονομικής διαδικασίας και μορφών κοινωνικού ελέγχου και για τη
μεταγενέστερη περίοδο. Δηλαδή, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά,
όταν ο κοινωνικός έλεγχος διαχέεται και δεν ασκείται στη φυλακή ή το εργοστάσιο
αλλά ακολουθεί τα άτομα στους χώρους που κινούνται με τη διεύρυνση των μορφών
και των μέσων του, που άλλοτε έχουν τη μορφή της επιτήρησης κι άλλοτε τη μορφή
κοινωνικών παροχών. Αυτές οι αλλαγές στους τρόπους άσκησης κοινωνικού ελέγχου
είναι επίσης αποτέλεσμα δομικών αλλαγών που αφορούν στις αλλαγές στην
οικονομική διαδικασία (σύνθεση κεφαλαίου, τρόπος οργάνωσης της δουλειάς, ταξική
σύνθεση, εργατικά κινήματα κλπ.) και την ανάγκη ύπαρξης συναίνεσης σ’ αυτήν.
Όπως, λοιπόν, στην οικονομική διαδικασία το εργοστάσιο δεν κατέχει πλέον
ηγεμονικό ρόλο, έτσι και ο κοινωνικός έλεγχος δεν ασκείται πλέον μόνον με
ιδρυματικές μορφές.
Απ’ τη στιγμή, όμως, που η διαδικασία εκπειθάρχησης (ως
μέσο εξασφάλισης της κοινωνικής συναίνεσης) επιχειρείται σε εξωιδρυματικό
πλαίσιο, η φυλακή, απογυμνωμένη από κάθε αναμορφωτική ιδεολογία, επιβιώνει και
αξιοποιείται ως καθαρά πλέον κατασταλτικός θεσμός.
Καθώς αντικείμενο της
μελέτης είναι οι διαδικασίες δημιουργίας και αναπαραγωγής του προλεταριάτου,
κατά τους συγγραφείς, κλειδί για την ανάγνωση των γεγονότων που πραγματεύεται
το βιβλίο αποτελεί η πρωτογενής
συσσώρευση, δηλαδή η διαδικασία
αποστέρησης των μέσων παραγωγής από τον παραγωγό, η οποία αποτελεί τη
βάση για το διττό φαινόμενο: α) τη μετατροπή των μέσων παραγωγής σε κεφάλαιο
και β) τη μετατροπή του παραγωγού σε ελεύθερο εργάτη.
Ένα από τα σημαντικά
γεγονότα σ’ αυτήν την πορεία είναι η θέσπιση νόμων περί αλητείας κατά τον 16ο
αιώνα, όταν, όπως ήδη αναφέραμε, για πρώτη φορά διαφοροποιείται η μεταχείριση
των ικανών από τους ανίκανους προς εργασία, για τους οποίους προβλέπονται
σκληρότατες ποινές προκειμένου να τους εξαναγκάσουν να εργασθούν.
Στους νόμους περί αλητείας κάνει ρητή αναφορά ο Μαρξ. Όπως λέει, καθώς η γη
περιερχόταν στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και εξαναγκάζονταν οι χωρικοί να
την εγκαταλείψουν, δημιουργείται μια ελεύθερα διατιθέμενη εργατική δύναμη. Η
εργατική, αυτή, δύναμη δεν μπορούσε να απορροφηθεί από την μανουφακτούρα που
ήταν ακόμα εν τη γενέσει της. Παράλληλα, όλος αυτός ο κόσμος, που υποχρεώθηκε
σε μια βίαιη αλλαγή του τρόπου ζωής του, δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί ξαφνικά
σ' αυτές τις νέες συνθήκες. Μετατράπηκε, λοιπόν, μαζικά (κυρίως κάτω από την
πίεση αυτών των συνθηκών, σε αλήτες, επαίτες, ληστές. Έτσι, προς το τέλος του
15ου και σ' όλη τη διάρκεια του 16ου αιώνα, θεσπίζονται σ' όλη τη Δ. Ευρώπη
απάνθρωποι νόμοι κατά της αλητείας.
Και όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μαρξ: «Οι πατέρες της σημερινής εργατικής
τάξης τιμωρήθηκαν για τη βίαιη μετατροπή τους σε αλήτες και πένητες. Η
νομοθεσία τους μεταχειριζόταν ως «εθελοντές» εγκληματίες και θεωρούσε ότι
εξαρτιόταν από τη δική τους καλή θέληση να συνεχίσουν να δουλεύουν κάτω από τις
παλιές συνθήκες που δεν υπήρχαν πια».
Ο ίδιος ο Μαρξ, λοιπόν, προσδιορίζει τον στόχο της ποινής, μιλώντας για την
ανάγκη εξοικείωσης στην πειθαρχία που απαιτεί το σύστημα της ημερομίσθιας
εργασίας. Σ' αυτή τη φάση, η μέθοδος για την επιβολή της πειθαρχίας, του
ελέγχου στο εργατικό δυναμικό, είναι η βία, διότι το μόλις δημιουργούμενο
προλεταριάτο δεν εντάσσεται στις νέες συνθήκες ούτε οικειοθελώς, ούτε με
ευχαρίστηση. Καθώς, όμως, οργανώνεται και η καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής
και διαμορφώνεται μια εργατική τάξη, η οποία αποδέχεται τους οικονομικούς όρους
«ως αυτονόητους νόμους της φύσης», η υποταγή του εργάτη στον καπιταλιστή
επιτυγχάνεται από την ίδια την αναγκαιότητα των οικονομικών σχέσεων. H ποινική καταστολή είναι η εξαίρεση. Ωστόσο,
τόσο για τον εργάτη-εγκληματία του 16ου αιώνα, όσο και για τον μετέπειτα
εγκληματία, είναι επιτακτική η ανάγκη να εξοικειωθεί με την πειθαρχία που
απαιτεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής: Κατά τους Melossi, Pavarini είναι ακριβώς οι διαδικασίες δημιουργίας και αναπαραγωγής του
προλεταριάτου αυτό που καθιστά προφανή την σχέση ανάμεσα στο άτομο ως
εγκληματία και στο άτομο ως εργάτη
Το πρώτο σωφρονιστήριο (Bridewell) που
δημιουργείται στο Λονδίνο στα μέσα του 16ου αιώνα υπό την πίεση του
κλήρου, σηματοδοτεί την έναρξη της πολιτικής πρόνοιας απέναντι στο κοινωνικό
περιθώριο που εμφανιζόταν ανίκανο ή απρόθυμο να ενταχθεί στις νέες συνθήκες
παραγωγής. Αργότερα δημιουργήθηκαν πολλά παρόμοια ιδρύματα με την υποχρέωση
εργασίας για τους τροφίμους και έφτασαν στην πιο υψηλή μορφή τους ειδικότερα
στην Ολλανδία στα μισά του 17ου αιώνα.
Κατά
τους Melossi και Pavarini, αυτά τα ιδρύματα –
σαν εσωτερική οργάνωση και σαν κοινωνική λειτουργία – θυμίζουν την μετέπειτα φυλακή. Η λειτουργία
τους επιβεβαιώνει την υπόθεση των Rusche και Kirhheimer, αλλά δεν εξαντλείται
σ’ αυτήν, καθώς η βασική λειτουργία τους δεν ήταν η παραγωγή αγαθών αλλά ο
έλεγχος του εργατικού δυναμικού μέσα από την εκπαίδευση και την εξοικείωση στην
εργασία. Με άλλα λόγια, η μεταμόρφωση του απείθαρχου εν δυνάμει εργατικού
δυναμικού σε πειθαρχημένους προλετάριους. Άρα, η οικονομική και ιδεολογική
λειτουργία είναι αδιαχώριστες, καθώς η δημιουργούμενη εργατική τάξη, έστω κι
ανοργάνωτη ακόμα και χωρίς ταξική συνείδηση, αποτελούσε έναν εν δυνάμει κίνδυνο
(π.χ. να γίνει διεκδικητική σε συνθήκες έλλειψης εργατικών χεριών).
Ως ένα από τα πιο
ενδεικτικά παραδείγματα που
επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι τα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής
δεν είχαν σημασία σαν οικονομικές μονάδες, δεν κάλυπταν τόσο τις ανάγκες
παραγωγής, όσο τις ανάγκες της πειθαρχίας σ’ αυτήν την παραγωγή, αποτελούσαν
τα Ολλανδέζικα Rasp-huis, δηλαδή ιδρύματα
εργασίας που εμφανίστηκαν στα τέλη του 16ου, αρχές 17ου
αιώνα και επεξεργάζονταν το ξύλο για τις ανάγκες της παραγωγής υφασμάτων.
Όταν πρωτοεμφανίστηκαν αντιστοιχούσαν στο κυρίαρχο
παραγωγικό μοντέλο της βιοτεχνίας, τόσο σαν μέθοδος δουλειάς, όσο και σαν
επίπεδο και ποσότητα προϊόντος. Οι λόγοι της επιβίωσής τους οφείλονταν αφ’ ενός
μεν στο ελάχιστο κόστος παραγωγής (minimum επενδύσεων, μεγάλα
κέρδη) και, αφ’ ετέρου, στην κρατική παρέμβαση που προστάτευε αυτό το μονοπώλιο
από τον εξωτερικό ανταγωνισμό.
Η δουλειά σ’ αυτά τα ιδρύματα ήταν εξαντλητική λόγω των
χρησιμοποιούμενων μεθόδων (ένα τεράστιο πριόνι που χειριζόταν ανά δυο άτομα με
αποτέλεσμα συχνά να τσακίζουν τη μέση τους) και η επίσημη απάντηση για την
συνέχιση της εφαρμογής τους ήταν ότι έτσι οι έγκλειστοι αναμορφώνονταν μέσα από
τη διαπαιδαγώγησή τους να δουλεύουν σκληρά, ενώ και οι ίδιοι ήσαν άτομα
μειωμένης ευφυΐας και ικανοτήτων. Πίσω απ’ αυτούς τους λόγους, όμως, υπολάνθανε
η πραγματική λειτουργία τους που αφορούσε τόσο τους τροφίμους, όσο και τους
νομοταγείς πολίτες. Δηλαδή, εξοικείωση μεν στη σκληρή δουλειά, αλλά όχι
απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων που θα έκαναν τους τροφίμους πιο διεκδικητικούς
στην ελεύθερη αγορά και, παράλληλα, εκφοβιστική λειτουργία για τους «εκτός των
τειχών», που θα τους έκανε να θεωρούν προτιμότερες οποιεσδήποτε συνθήκες στην
ελεύθερη αγορά εργασίας. Με άλλα λόγια, για τους τροφίμους (το κοινωνικό περιθώριο της εποχής),
ο βασικός στόχος ήταν να πεισθούν, όχι να μάθουν. Να εξοικειωθούν σε μια
σχέση υποταγής και πειθαρχίας που ήταν πιο σημαντική από την απόκτηση γνώσεων.
Τα ιδρύματα αυτά, στην εξέλιξή τους,
άρχισαν να λειτουργούν και ως τιμωρητικά ιδρύματα υποδεχόμενα και καταδίκους.
Γενικότερα δε, και μέχρι τον 18ο αιώνα, υπήρχε μια σύγχυση γύρω από
τους στόχους τους, η οποία αποτυπώνεται και στη σύνθεση των τροφίμων (φτωχοί,
ανάπηροι, εγκληματίες, ορφανά). Ωστόσο, μέχρι τη βιομηχανική επανάσταση
παρέμεναν γενικά σ’ ένα πλαίσιο πρόνοιας (το οποίο απέκτησε τιμωρητικό
χαρακτήρα με το πέρασμα απ’ τη βιοτεχνία
στο σύστημα του εργοστάσιου), έτσι ώστε να θεωρούνται ο πρόδρομος της
φυλακής και συχνά να συγχέονται μ’ αυτήν. Ήδη, όμως, με την αύξηση της
ανεργίας, της φτώχειας και της εγκληματικότητας οι συνθήκες σ’ αυτά είχαν
απερίγραπτες, έτσι ώστε όχι μόνον η ποινή αλλά και η πρόνοια προκαλούσε τρόμο.
Οι πιο σοβαρές αλλαγές συντελούνται κατά τον 18ο
αιώνα, όπου εμφανίζεται και ο εγκλεισμός ως αυτόνομη ποινή και εξαφανίζονται
σταδιακά τα ιδρύματα που είχαν χαρακτήρα πρόνοιας.
Κατά τους Rusche και Kirhheimer, όπως είδαμε, το αίτημα για μεταρρυθμίσεις του τιμωρητικού συστήματος που
διατυπώνεται στο πλαίσιο των ιδεών του Διαφωτισμού (το πέρασμα σε ανθρωπιστικές
ποινές) καθορίζεται από την ανάγκη εξάλειψης του εργατικού δυναμικού, όχι πλέον
με την εφαρμογή σωματικών ποινών στους εγκληματίες (ο αριθμός των οποίων είχε
ανέλθει σε δυσθεώρητα ύψη λόγω των συνθηκών ζωής), αλλά με τον εγκλεισμό τους
στη φυλακή όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι εξοντωτικές και οδηγούσαν ενίοτε
και στη φυσική τους εξόντωση. Κατά
τους Melossi, Pavarini, αδιάρρηκτα
συνδεδεμένη με την οικονομική λειτουργία της μεταρρύθμισης παραμένει και η
ιδεολογική, καθώς οι συνθήκες επιβάλλουν την ανάγκη αυξημένου ελέγχου του
εργατικού δυναμικού. Αυτό, δηλαδή, που, κατά τους συγγραφείς, αποτυπώνει με
κάθε σαφήνεια το αρχιτεκτονικό σχέδιο του Bentham, το Πανοπτικό σύστημα.
Το Πανοπτικό εμφανίζεται ως μια πρώτη προσπάθεια
συνδυασμού πολλαπλών λειτουργιών: απομόνωση, επιτήρηση, εκφοβισμός και,
παράλληλα, εργασία. Αυτή η εργασία, όμως, δεν μπορούσε να είναι
παραγωγική ή να καλύπτει πραγματικές ανάγκες, καθώς η υποδομή και η οργάνωσή
της δεν συμβάδιζε με την οικονομική εξέλιξη η οποία απαιτούσε τη χρήση μηχανών
και ένα μοντέλο συλλογικής εργασίας (το Πανοπτικό είναι αρχιτεκτονική
εκδοχή του απομονωτικού συστήματος). Κατά συνέπεια, μέσα από την αντιφατικότητα
του σχεδίου του Bentham (συνδυασμός της αρχής της ηθικής αναμόρφωσης μέσα από
την εργασία, η οποία, όμως, δεν είναι παραγωγική, και τήρησης της τάξης)
κυρίαρχος αναδείχτηκε ο στόχος της εκπειθάρχησης.
Με δυο λόγια, ο ταξικός χαρακτήρας του εμπορεύματος
(εργασία), δεν επιτρέπει να παραχωρηθεί αυτό στον καπιταλιστή χωρίς αυτή η
παραχώρηση να έχει διαμεσολαβηθεί από μια σειρά συμπληρωματικές διαδικασίες, οι
οποίες προηγούνται, τη συνοδεύουν και την ακολουθούν. Έτσι, τόσο το σύστημα
πρόνοιας, όσο και το τιμωρητικό, με τις ειδικότερες μορφές τις οποίες έπαιρναν,
λειτουργούσαν σαν βοηθητικοί θεσμοί του εργοστάσιου.
Παράλληλα, μέσα από την
εξέλιξη της εργασίας στο πλαίσιο των διαφόρων τιμωρητικών συστημάτων,
διατρέχουμε την εξέλιξη των οινονομικών διαδικασιών στην ελεύθερη αγορά
εργασίας. Για παράδειγμα, το απομονωτικό σύστημα αναπαράγει το ιδανικό μοντέλο
οργάνωσης των ταξικών και παραγωγικών σχέσεων των απαρχών του καπιταλισμού,
όταν η παραγωγή ήταν ακόμα βιοτεχνικού τύπου: στη φυλακή, η οργάνωση της
παραγωγής γίνεται από τη διοίκηση, η εργασία δεν αμείβεται, έχει χαρακτήρα
εκπαίδευσης, ενώ η απομόνωση δεν απαντά μόνον στη χαοτική οργάνωση των πρώτων ιδρυμάτων αλλά, κυρίως, στη
δυνατότητα συγχρωτισμού, συγκρότησης συλλογικοτήτων, διάχυσης εναλλακτικών
συστημάτων αξιών.
Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής στην ελεύθερη αγορά,
το Ωβούρνειο σύστημα μετατρέπει τη φυλακή σε εργοστάσιο με την είσοδο του
ιδιώτη επενδυτή. Ο κρατούμενος γίνεται ένα αυτόματο, μια πειθαρχημένη μηχανή
συγχρονισμένη σε μια συλλογική δραστηριότητα που ανταποκρίνεται στο κυρίαρχο
παραγωγικό μοντέλο. Έτσι, την πειθαρχία που βασίζονταν στην απομόνωση, την
αντικαθιστά η εσωτερική πειθαρχία της οργάνωσης της παραγωγής, ενισχυμένη από
τον "κανόνα της σιωπής".
Το θετικιστικό ενδιαφέρον
για τον εγκληματία, που εκδηλώνεται αργότερα, απαντά στην ανάγκη καλύτερης
γνώσης «του υποκειμένου που μετατρέπεται σε αντικείμενο μεταμόρφωσης». Η
φυλακή, λοιπόν, από όργανο βασανισμού μετατρέπεται σ’ ένα μεγάλο εργαστήρι, όχι
σκοτεινό και απόρθητο, αλλά διαφανές, όπου ο κρατούμενος – μόνος απέναντι στις
υλικές ανάγκες του, των οποίων η ικανοποίηση εξαρτάται αποκλειστικά από τη
διοίκηση της φυλακής – υπόκειται σε μια σταδιακή και σύνθετη διαδικασία
αποσύνθεσης/ ανασύνθεσης.
Σ’ ένα άλλο, όμως,
επίπεδο, η σχέση μεταξύ φυλακής και εργοστάσιου απορρέει από το γεγονός ότι η
στέρηση χρόνου ελευθερίας ως μορφή αυτόνομης ποινής, εμφανίζεται, όπως ήδη
αναφέραμε, μόνον στον καπιταλισμό: Η
ιδέα της στέρησης χρόνου ελευθερίας, προσδιορισμένου κατά αφηρημένο τρόπο,
μπορεί να υλοποιηθεί μόνο στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, δηλαδή σ' αυτή
την οικονομική διαδικασία όπου όλες οι μορφές κοινωνικού πλούτου ανάγονται στην
πιο απλή και αφηρημένη μορφή της ανθρώπινης εργασίας η οποία μετριέται με το
χρόνο (μισθωτή εργασία).
Η αναφορά είναι στον σοβιετικό νομικό E.Pasukanis (Γενική θεωρία του Δικαίου και
μαρξισμός, πρώτη έκδοση στη Μόσχα το
1924), σύμφωνα με τον οποίο πλήρη ανάπτυξη του Δικαίου έχουμε μόνο στην
εμπορευματική κοινωνία και κατ' εξοχήν στην κοινωνία καθολικής παραγωγής εμπορευμάτων,
δηλαδή στην καπιταλιστική. Στην ανάλυση των Melossi, Pavarini, μέσα από την ποινή της φυλάκισης (αντιστοίχιση
βαρύτητας εγκλήματος/ βαρύτητας ποινής), εισάγεται στον τιμωρητικό μηχανισμό η
αρχή της νομιμότητας, η οποία, σ’ ένα
αφηρημένο επίπεδο, τυποποιεί στην πράξη την αρχή της ανταλλαγής ισοδυνάμων, ενώ
η έννοια της εργασίας αποτελεί την αναγκαία συναρμογή ανάμεσα στη νομική μορφή
(τη νομική ρύθμιση) και το περιεχόμενο της στερητικής της ελευθερίας ποινής.
Πιο συγκεκριμένα: ο υπολογισμός της ποινής με όρους
χρόνου εργασίας, γίνεται δυνατός όταν στην ποινή αποδίδεται ένα τέτοιο
περιεχόμενο (εργάζεσαι ή εκπαιδεύεσαι να εργασθείς). Ακόμα, λοιπόν, κι αν δεν
εργάζεσαι, ο ίδιος ο βοηθητικός χαρακτήρας της ποινής (με την έννοια που
αναπτύχθηκε), η προπαρασκευαστική φύση της αρκεί για να εκπληρώσει το σκοπό
της.
Αυτό, σ’ ένα πιο αφηρημένο
επίπεδο, παρέχει το πλαίσιο, για να δούμε ότι η νομική μορφή (κανόνας) και το
περιεχόμενο (εκτέλεση) της ποινής, αντιστοιχούν σε δυο ουσιαστικές στιγμές της
καπιταλιστικής δομής, την κυκλοφορία και την παραγωγή.
Η σφαίρα της
κυκλοφορίας (της ανταλλαγής ισοδυνάμων) είναι χώρος ελευθερίας, ισότητας. Στην
πράξη της ανταλλαγής, τα άτομα αλληλοαναγνωρίζονται ως υποκείμενα δικαίου, ως κάτοχοι
εμπορεύματος που το διαθέτουν εκούσια κατά την πράξη της ανταλλαγής – από τη
στιγμή που το προϊόν-εργασία αποκτά την αξία του εμπορεύματος, γίνεται
φορέας αξίας, ο εργάτης γίνεται υποκείμενο και φορέας δικαίου και ο νόμος ρυθμίζει την ειρηνική διαδικασία της
ανταλλαγής μεταξύ κατόχων εμπορευμάτων. Σ’ αυτή τη σχέση τα άτομα εμφανίζονται
ως ελεύθερα και ίσα μεταξύ τους. Όμως αυτή η τυπική ισότητα χάνεται στη σφαίρα
της παραγωγής (και της κάρπωσης της υπεραξίας), καθώς η εργασιακή σχέση προϋποθέτει
(είναι) σχέσεις ανισότητας: ο εργαζόμενος υπόκειται στον εργοδότη.
Αναδιατυπώνοντας αυτή τη
σχέση με όρους νομικής ρύθμισης/
εκτέλεσης ποινής, συναντάμε τα ίδια δομικά χαρακτηριστικά. Η ανταπόδοση στο
έγκλημα με μια ποινή που αντιστοιχεί στη
βαρύτητα του εγκλήματος προϋποθέτει άτομα ίσα και με ελεύθερη βούληση. Έτσι,
στο επίπεδο της νομικής ρύθμισης, η ευελιξία της ποινής (η δυνατότητα να
διαμορφωθεί με χρόνια, μήνες, ημέρες) αναπαράγει το μοντέλο της σύμβασης. Είναι
δε κατ’ εξοχήν δημοκρατική, γιατί ως ποινή-ανταπόδοση προϋποθέτει την
ισότητα μεταξύ των συμβαλλομένων και
καθορίζεται από τον νόμο, με βάση αντικειμενικά κριτήρια που είναι ίδια για
όλους.
Περνώντας, όμως, στο χώρο εφαρμογής της νομικής ρύθμισης
(εκτέλεση της ποινής), μπαίνουμε σ’ ένα χώρο υποταγής, πειθαρχίας, κάθετων
ιεραρχικών σχέσεων, αντίστοιχων με την εργασιακή σχέση, ενώ η πειθαρχία –
βασικό χαρακτηριστικό της φυλακής, παρόν σε όλα τα συστήματα κράτησης –
επιβάλλει το ιδανικό σχήμα κοινωνικώς σχέσεων, την πυραμιδωτή ιεραρχία.
Συμπερασματικά, στη μελέτη των Melossi, Pavarini η φυλακή υπήρξε ένα εργοστάσιο ανθρώπων, ένα όργανο
μεταμόρφωσης του απείθαρχου παραβάτη του νόμου σε πειθαρχημένο προλετάριο.
Απέναντι σ' αυτή την εξοντωτική μηχανή, η μόνη συνθήκη επιβίωσης υπήρξε, κατά
του συγγραφείς, η ηθική μορφή υποταγής στο προτεινόμενο μοντέλο το οποίο
αντιστοιχεί στο μοντέλο του εξαρτημένου μη ιδιοκτήτη προλετάριου. Μ' αυτή την
έννοια, μολονότι διαφαίνεται η καθοριστικής σημασίας επίδραση του έργου των Rusche και Kirchheimer, η έννοια της πειθαρχίας, όπως ήδη αναφέραμε, ανάγεται σε κομβικής
σημασίας εργαλείο για την ανάλυση των λειτουργικών επιταγών της φυλακής.
[1] Το έργο
γράφτηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του
στη Γερμανία το 1931, από τον G.Rusche , εκπρόσωπο
της Σχολής της Φραγκφούρτης. Η
πρώτη έκδοση του έγινε στις ΗΠΑ, το 1939, αφού το αρχικό κείμενο
συμπληρώθηκε από τον O.Kirchheimer.
[2] Να σημειώσουμε
ότι οι χρηματικές ποινές για τους φτωχούς οι οποίοι δεν είχαν να πληρώσουν,
ουσιαστικά ήταν χωρίς αντικείμενο, καθώς γι' αυτούς ίσχυαν κατά κύριο λόγο οι
σωματικές. Παρά την συνύπαρξη, όμως, στην πράξη η εφαρμογή των σωματικών ποινών
ήταν περιορισμένη, όχι για ανθρωπιστικούς αλλά για οικονομικούς λόγους.
[3] Η ποινή αυτή
καταργήθηκε μόνον τον 18ο αιώνα και όχι
για ανθρωπιστικούς λόγους αλλά γιατί,
λόγω των τεχνικών εξελίξεων (ιστιοφόρα)
έπαψε να υπάρχει ανάγκη κωπηλατών.
[4] Ένα από τα πιο
ενδιαφέροντα έργα που αναφέρονται ακριβώς σ’ αυτήν την συνθήκη, όπου οι νόμοι
και κυρίως αυτοί ρύθμιζαν την κτηματική ιδιοκτησία, γίνονταν ένα είδος ιστού
αράχνης για τους αγροτικούς πληθυσμούς, συντελώντας στην έξαρση μιας ιδιότυπης
βίαιης εγκληματικότητας, είναι το έργο του Μισέλ Φουκώ, Εγώ ο Πιερ Ριβιέρ
που έσφαξα την μητέρα μου, την αδελφή μου και τον αδελφό μου. Μια περίπτωση
ανθρωποκτονίας του 19ου αιώνα.
[5] Αυτό δεν
σημαίνει ότι εγκαταλείφθηκαν παντού. Για παράδειγμα, στην Αγγλία, παρά τις
αντιδράσεις παρέμειναν για να μην διαταραχθεί η κοινωνική ειρήνη καθώς οι
φτωχοί θα έφθαναν σε συνθήκες εξαθλίωσης.
[6] Για το θέμα
αυτό βλέπε Melossi (2006), καθώς και, στη συνέχεια, τις αναλύσεις των Melossi, Pavarini (1977)
[7] Τα οποία
ορίζουν ως βοηθητικούς θεσμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης