[υπό δημοσίευση στο Τετράδια Ψυχιατρικής]
Τα ζητήματα στα οποία θα αναφερθώ στο παρόν κείμενο είναι: Πρώτον, πώς συμβάλλει το ΠΣ στη
διαμόρφωση των εικόνων για τη χρήση και τους χρήστες ναρκωτικών. Με δεδομένο, βέβαια,
ότι η χρήση συνιστά ποινικό αδίκημα, οι αναφορές μου στο θέμα αυτό αναπόδραστα εμπλέκονται με τον
λόγο περί εγκλήματος και εγκληματία γενικά. Δεύτερον,
πώς συμμετέχουν τα ΜΜΕ στη διάχυση και παγίωση αυτών των εικόνων,
προσεγγίζοντας τον λόγο των ΜΜΕ ως μέρος ενός πιο σύνθετου συστήματος ορισμών και ερμηνειών της
πραγματικότητας.
Σημειώνω εισαγωγικά ότι,
προκειμένου να έχει κανείς μια συνεκτική εικόνα για το ποινικό σύστημα, θα
πρέπει να το προσεγγίσει όχι μόνον ως στρατηγικό αλλά και ως πολιτισμικό
ζήτημα. Να συμπεριλάβει δηλαδή στην ανάλυση και τις συμβολικές λειτουργίες των
ποινικών θεσμών, την ικανότητά τους να επικοινωνούν νοήματα, συμβάλλοντας κατ’
αυτόν τον τρόπο στη δημιουργία
αναπαραστάσεων και, ευρύτερα, στην κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας.
Λέει ο David Garland:
«Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνο σε σχέση με το έγκλημα
και την τιμωρία του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη
νομιμότητα, την ομαλότητα, την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις
και πολλά άλλα σχετικά θέματα […] Προκειμένου να κατανοήσουμε τα κοινωνικά
αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι μόνον την
αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη θετική της
ικανότητα να παράγει νοήματα και
ορισμούς που αφορούν πολύ περισσότερα ζητήματα από το δίπολο έγκλημα/τιμωρία» (Garland, 1990 /1999: 291, 251 κ.ε.).
Τουτέστιν, όχι μόνον την
λειτουργία του ποινικού συστήματος να ορίζει την παρέκκλιση αλλά και να
κατασκευάζει την «ομαλότητα». Τα ΜΜΕ διαχέουν μεν στο ευρύ κοινό τους
κυρίαρχους ορισμούς και ερμηνείες του ζητήματος των ναρκωτικών διαμέσου ευανάγνωστων,
στερεότυπων εικόνων, οι εικόνες αυτές, όμως, δεν δημιουργούνται πρωταρχικά από
τα ΜΜΕ αλλά αντλούνται από τους, κατά τον Stuart Hall (1978), «φορείς πρωταρχικού
προσδιορισμού» (primary definers), όπως είναι οι
κάτοχοι θεσμικής ή αντιπροσωπευτικής ισχύος και οι φορείς ειδικής γνώσης.
Κατηγορίες, δηλαδή οι οποίες έχουν «μια συστηματικά δομημένη μεγαλύτερη
πρόσβαση στα ΜΜΕ» και οι οπτικές τους θέτουν τα όρια του ερμηνευτικού πλαισίου
της κοινωνικής πραγματικότητας» (Hall, 1978: 58, όπως αναφέρεται στο Νικολαΐδης,
2006: 272)
Κατά συνέπεια, ένας από τους πιο σημαντικούς παράγοντες οι
οποίοι επηρεάζουν το ιδεολογικό περιεχόμενο της ειδησεογραφίας για το έγκλημα,
είναι οι σχέσεις των ΜΜΕ με τις πηγές από τις οποίες αντλούν τις πληροφορίες
τους, καθώς και το είδος των πηγών, συνήθως άτομα ή φορείς του κοινωνικού κατεστημένου
στους οποίους αναγνωρίζεται αυθεντία για κάθε ζήτημα που απασχολεί τα media. [2] Σύμφωνα δε με την ανάλυση του Stuart Hall (1988), οι ιστορίες εγκλήματος
κατασκευάζονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους ορισμούς και τις αντιλήψεις των
θεσμικών φορέων πρωταρχικού προσδιορισμού (institutional primary definers), τουτέστιν των φορέων του ποινικού
συστήματος, μέσα από τον λόγο των οποίων έχουμε μια πρωταρχική αφήγηση του
θέματος που αποτελεί είδηση, οι άξονες της οποίας σπάνια αλλάζουν στη
συνέχεια. Για παράδειγμα, στο αστυνομικό
δελτίο, που είναι μια συνοπτική παρουσίαση του γεγονότος, κατά κανόνα εμφανίζονται
ήδη βασικοί άξονες του ερμηνευτικού πλαισίου: Τοξικομανής ο δράστης της
ληστείας. Έλεγχος για ναρκωτικά στο τάδε σχολείο. Μάλιστα όσο πιο συνοπτική είναι
η παρουσίαση τόσο πιο ισχυρό είναι το μήνυμα που εκπέμπει γιατί στη συνοπτική
αφήγηση υπολανθάνουν οι κυρίαρχοι λόγοι με όρους αυτονόητου. Αυτή τη συνοπτική
αφήγηση θα μεταδώσει ο αστυνομικός ρεπόρτερ επικαλούμενος τις πηγές του και,
προφανώς, δεν θα προβεί σε ανάλυση του θέματος,[3]
αλλά αυτή η αφήγηση θα ορίσει σ’ ένα
πρωταρχικό επίπεδο και το πλαίσιο στο οποίο θα εξελιχθεί η
συζήτηση. Άρα, το υλικό που φτάνει στα ΜΜΕ και αποτελεί είδηση ή αντικείμενο
συζήτησης είναι ήδη προσδιορισμένο και οριοθετημένο. Σημαντικός παράγοντας
διαμόρφωσης και παγίωσης του ερμηνευτικού πλαισίου είναι και η συμμετοχή
ειδικών, αυτών δηλαδή που θεωρούνται οι κατεξοχήν αρμόδιοι να μιλήσουν για το
θέμα και έχουν συστηματική πρόσβαση στα ΜΜΕ. Εκπονούν το προφίλ του χρήστη ως ιδιαίτερης
προσωπικότητας, μιλάνε για τα αίτια, για ευπαθείς ομάδες κλπ. και ορίζουν το
ερμηνευτικό πλαίσιο με έναν συντηρητικό, ηθικοπλαστικό, κανονιστικό λόγο, ο
οποίος αναπαράγει κυρίαρχους λόγους όχι μόνον για τους χρήστες αλλά γενικότερα
για την ομαλότητα και την παρέκκλιση. Δηλαδή, αναπαράγει ορισμούς, ερμηνείες,
αντιλήψεις που επιβάλλονται στον κοινό ασυνείδητα και μέσα από την επανάληψή
τους, διαβρώνοντας τον καθημερινό λόγο με την μορφή της κοινής λογικής, του
κοινού νου.[4] Με δυο λόγια, τα ΜΜΕ δεν κατασκευάζουν
πρωταρχικά κυρίαρχους λόγους αλλά δεν τους υπονομεύουν, δεν τους αμφισβητούν, τους αναπαράγουν.
Η σημασία δε των πηγών, κατ’ επέκταση και η ισχύς δε των ΜΜΕ να παρέχουν μια εικόνα του
κόσμου, είναι πολύ μεγαλύτερη όταν πρόκειται για ζητήματα που δεν εμπίπτουν
στην άμεση εμπειρία του ατόμου και η βασική του ενημέρωση είναι αυτή που
δέχεται από τα ΜΜΕ.
«Το κοινό γνωρίζει ή αγνοεί, στρέφει την προσοχή του ή
αδιαφορεί, δίνει μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία σε διάφορα στοιχεία του
δημόσιου λόγου. Το κοινό τείνει να περιλαμβάνει στη γνώση του ή να αποκλείει
απ’ αυτήν αυτό που περιλαμβάνουν τα ΜΜΕ στο περιεχόμενό τους ή αποκλείουν απ’
αυτό» (Shaw, E., I979: 96)
Αυτή είναι η περίπτωση της εγκληματικότητας γενικά και των
ναρκωτικών ειδικότερα, με επιπλέον στοιχείο το γεγονός ότι πρόκειται για
προσφιλέστατα στα ΜΜΕ θέματα, τα οποία
και καλύπτουν μεγάλο μέρος της ύλης τους.
ΜΜΕ και κοινωνική
κατασκευή της πραγματικότητας
Όταν μιλάμε για την είδηση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι
τα ΜΜΕ δεν απεικονίζουν φωτογραφικά τα γεγονότα στα οποία αναφέρονται, αλλά τα
αναπλάθουν, τα ανακατασκευάζουν. Η είδηση, λοιπόν, δεν είναι το γεγονός per se αλλά μια σχέση πάνω σε ένα γεγονός,
είναι οι πληροφορίες που έχουμε γύρω από γεγονότα τα οποία θα επιλέξει κάποιος
επικοινωνιακός οργανισμός για να τα κάνει είδηση (Faustini, 1995:54). Μια παραστατική περιγραφή δίνει
η Gaye Tuchman (1978), αναφέροντας την είδηση ως
παράθυρο στα γεγονότα,
το οποίο, όπως κάθε παράθυρο, έχει ένα πλαίσιο που ορίζει αλλά και περιορίζει τη
θέαση των γεγονότων που αποτελούν είδηση. Το πλαίσιο αυτό είναι η πολιτική, η
γραμμή κάθε επικοινωνιακού οργανισμού.
Κατά τον S.Hall, η στιγμή της κατασκευής της είδησης είναι η στιγμή της
εγγραφής της σ’ ένα πολιτισμικό χάρτη, σ’ ένα χάρτη κοινωνικών νοημάτων στον
οποίο προϋποτίθεται ότι έχει πρόσβαση το κοινό και τον συμμερίζεται. Με άλλα
λόγια, η διαδικασία διαμέσου της οποίας προσλαμβάνεται και γίνεται αντιληπτό
ένα γεγονός, συνίσταται σε μια σειρά από δημοσιογραφικές πρακτικές οι οποίες
ενσωματώνουν και αναπαράγουν (συχνά σε λανθάνον, υπονοούμενο επίπεδο) κάποια
θεμελιακά αξιώματα σε σχέση με την κοινωνία και τη λειτουργία της. Πιο
συγκεκριμένα, τα ΜΜΕ, ως σημαίνοντες φορείς, ορίζουν την πραγματικότητα. Δεν την αντανακλούν, αλλά ούτε
διαστρεβλώνουν: Την ορίζουν. Δηλαδή,
παρέχουν ένα πλαίσιο για την
πρόσληψη αυτής της πραγματικότητας, ένα πλαίσιο αξιών, πεποιθήσεων, ιδεών
κλπ. για την υπάρχουσα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε
γεγονός το οποίο θα επιλεγεί για να
αποτελέσει είδηση, θα πρέπει να
ανασυντεθεί και να ενταχθεί, ρητά ή άρρητα, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Στην
περίπτωσή μας, το έγκλημα συνιστά την αρνητική όψη της κοινωνικής συναίνεσης. Ή, με τα λόγια του Ηλία Δασκαλάκη:
«Με την παράσταση του
εγκλήματος σαν άμεσης απειλής η μάζα προσλαμβάνει την έννομη τάξη σαν
προστατευτική δομή. Έτσι εκμαιεύεται η συναίνεση προς όλο το σύστημα» (Δασκαλάκης,
1985: 76-77).
Ειδικότερα μάλιστα το έγκλημα, σε σχέση με άλλα θέματα
της δημόσιας ζωής (όπως η οικονομική πολιτική, τα εργασιακά θέματα, το
μεταναστευτικό ζήτημα κλπ), είναι μάλλον «κλειστό» σε πολλαπλές ερμηνείες, από
το πεδίο της σημασιοδότησης απουσιάζουν σχεδόν εντελώς οι εναλλακτικές
αντιλήψεις, ως εκ τούτου οι κυρίαρχες ερμηνείες εμφανίζονται ως αδιαφιλονίκητες (Hall,1988: 355). Ας σκεφτούμε, ως
παράδειγμα, τις περιπτώσεις «θεματοποίησης»,
όπου δηλαδή η μεμονωμένη περίπτωση γίνεται μέρος ενός ευρύτερου θέματος
(ναρκωτικά και εγκληματικότητα, νεανική εγκληματικότητα κλπ). Κι ας φέρουμε στο
μυαλό μας σαλόνια εφημερίδων ή τηλεοπτικά πάνελ όπου η εναλλακτική άποψη μπορεί
να υπάρχει αλλά χάνεται ως παράδοξη ή ανορθολογική, καθώς οι κυρίαρχες απόψεις
πατούν πάνω σε θεμελιωμένες αντιλήψεις του κοινού για τα υπό συζήτηση θέματα
και πείθουν μέσα από την επανάληψή τους.
Μια ακόμα παρατήρηση, που αφορά τον τρόπο κάλυψης της
ειδησεογραφίας για το έγκλημα, είναι ότι αυτός ο τρόπος αποτελεί ένα από τα πιο
ενδεικτικά παραδείγματα της γενικότερης τάσης των ΜΜΕ να συνδυάζουν πρακτικές
προσωποποίησης και δραματοποίησης. Αυτή τη διπλή τάση των ΜΜΕ είναι σημαντική διότι τείνει επίσης
να υποβαθμίζει σταθερά τη σημασία των δομικών ή θεσμικών παραγόντων που
βρίσκονται στη βάση τόσο αυτού που ορίζεται ως εγκληματικότητα, όσο και των
μορφών διαχείρισής της. Αντίθετα, δίδεται σταθερά προτεραιότητα στον προσωπικό
παράγοντα, καθώς το στοιχείο το οποίο
αναδεικνύεται συνήθως είναι η προσωπικότητα ή η κοινωνική κατάσταση του δράστη
και η σχέση του με το θύμα, καθώς και η προσωπική και συναισθηματική εμπλοκή
του κοινού με τα αναπαριστώμενα γεγονότα. Παράλληλα, στη βιβλιογραφία
αναφέρεται η τάση των ΜΜΕ να μεγιστοποιούν τους κινδύνους από την εγκληματική
δραστηριότητα,[5] τόσο σε
ό,τι αφορά το μέγεθος του προβλήματος, όσο και σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά,
την προσωπικότητα και την κρίση περί επικινδυνότητας του εγκληματία. Έτσι, πολλές φορές, η ειδησεογραφία για το
έγκλημα παράγει (ή τείνει να παράγει) δυσανάλογα αποτελέσματα, τα οποία
αποτελούν περαιτέρω ειδησεογραφικά ενδιαφέροντα θέματα. Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορούμε να δούμε και τη
λειτουργία των ΜΜΕ να συντελούν στη διαμόρφωση της κοινωνικής αντίδρασης στο
έγκλημα διαμέσου της αναπαράστασης της. Με άλλα λόγια, οι αντιλήψεις ή,
σωστότερα, τα στερεότυπα τα οποία διαχειρίζονται τα ΜΜΕ, επιστρέφουν στην κοινωνία με την ισχύ μιας
οντολογικής πραγματικότητας καθώς παράγουν αποτελέσματα στο επίπεδο της
κοινωνικής αντίδρασης, άτυπης αλλά κυρίως θεσμικής – για παράδειγμα, ενίσχυση
των τιμωρητικών μηχανισμών. Ας σκεφτούμε τις διάφορες περιπτώσεις ηθικών
πανικών οι οποίες βρίθουν στην περίπτωση των ναρκωτικών και ειδικότερα της
σχέσης ναρκωτικών και νεολαίας.[6]
Συμπερασματικά, αυτό το οποίο δίνει το συγκεκριμένο
ιδεολογικό περιεχόμενο στην είδηση είναι τα στοιχεία του υποστρώματος (γνώμες
φορέων του τιμωρητικού μηχανισμού, απόψεις ειδικών, συνεντεύξεις κοινού
κ.ά.), η αφήγηση μιας ιστορίας. Οι πηγές
καθορίζουν την πρωταρχική αφήγηση της ιστορίας, η οποία δύσκολα αλλάζει στη
συνέχεια, και διαμορφώνουν το πλαίσιο στο οποίο θα εξελιχθεί η συζήτηση.
Οι φορείς του ποινικού συστήματος ως πηγή αναπαραστάσεων
Θα ξεκινήσω, σημειώνοντας ότι, για λόγους οικονομίας,
πρόκρινα να εστιάσω στους χρήστες αν και θα είχε να πει κανείς πολλά και για
τις ουσίες, ξεκινώντας από τον ίδιο τον όρο ναρκωτικά ο οποίος ετυμολογικά
παραπέμπει σε μια κατηγορία ουσιών με κατασταλτικές ιδιότητες.
Λέει και πάλι ο Hall
«Οι διαφοροποιήσεις των “παραβατών” από τους “συναινούντες” δεν είναι φυσικά, αλλά
κοινωνικά προσδιορισμένες – όπως φαίνεται από τη διαφορετική αντιμετώπιση των
καταναλωτών οινοπνευματωδών από τους καπνιστές χασίς. Επιπρόσθετα, ήταν
ιστορικά μεταβλητές: οι θεωρητικοί της υποκουλτούρας ήσαν αρκετά μεγάλοι για να
θυμούνται τις μέρες της ποτοαπαγόρευσης και να μπορούν να τις αντιπαραθέτουν με
την περίοδο που οι θετικοί ορισμοί της Αμερικανικής αρρενωπότητας φαίνεται ότι
απαιτούσαν μια γερή δόση από ποτό και τσιγάρο με φίλτρο. Εκείνο που μετράει ήταν
η δύναμη αυτών που έπιναν οινοπνευματώδη να ορίσουν όσους κάπνιζαν χασίς ως
παραβάτες [….]Είναι εκείνο που ο Χάουαρντ Μπέκερ, ένας από τους πρώτους
ερευνητές που ευαισθητοποιήθηκαν στα ζητήματα της παρέκκλισης, ονόμασε ως
“ιεραρχία της αξιοπιστίας”» (Hall, 1989: 100)
Με άλλα λόγια, ο ποινικός χαρακτηρισμός δεν έχει
αναγνωριστικό αλλά δημιουργικό ρόλο: κατασκευάζει μια κατηγορία παραβάσεων και
έναν κύκλο δυνάμει παραβατών. Σε λίγα χρόνια μπορεί ν’ αλλάξει το περιεχόμενο
των ουσιών που απαγορεύονται, κάποιες από αυτές των οποίων σήμερα γίνεται
νόμιμη ή ελεγχόμενη χρήση να προστεθούν και κάποιες από τις παράνομες άλλες ν’
αφαιρεθούν.
Υπ’ αυτήν την έννοια μιλάω για δημιουργικό ρόλο του ποινικού
χαρακτηρισμού και υπ’ αυτήν την έννοια μπορούμε να δούμε και την
λειτουργικότητά του, η οποία δεν θα πρέπει να αναζητηθεί στο επίπεδο της
αμφίβολης αποτελεσματικότητάς του να ελέγξουν το πρόβλημα το οποίο διατείνονται
ότι διαχειρίζονται. Σε μια από τις πιο σημαντικές αναλύσεις των τιμωρητικών
συστημάτων και ειδικότερα του θεσμού της φυλακής, ο Mισέλ Φουκώ (1989) υποστηρίζει ότι
στόχος της ποινής δεν είναι να εξαλείψει το έγκλημα. Αντίθετα, παράγει το
έγκλημα, παράγει μια ελεγχόμενη ομάδα εγκληματιών, παράγει τον εγκληματία ως
παθολογικοποιημένο υποκείμενο καθιστώντας ανεκτές άλλες μορφές παρανομιών.
Η εικόνα του χρήστη
Νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε στο ότι, παρά την έμφαση
που έχει δοθεί τις τελευταίες δεκαετίες στο θέμα της ιατρικής παρέμβασης, η
κυρίαρχη αναπαράσταση του χρήστη είναι αυτή του εγκληματία, η οποία δομείται
γύρω από τους άξονες της επικινδυνότητας και της ασφάλειας. Στην εικόνα αυτή
συμβάλλει καθοριστικά το γεγονός ότι η χρήση αποτελεί ποινικό αδίκημα άρα,
σύμφωνα με τον νόμο, ο χρήστης είναι εγκληματίας. Αυτό μπορούμε να το δούμε
πολύ καθαρά στις περιπτώσεις όπου χρήστες ναρκωτικών εμπλέκονται σε
εγκληματικές δραστηριότητες, όπου το ερμηνευτικό υπόβαθρο εξαντλείται στο
στοιχείο της χρήσης και η αφήγηση δομείται με άξονα την επικινδυνότητα του
χρήστη. [7]
Γενικότερα όμως, η νομοθεσία για τα ναρκωτικά ευνοεί
απλουστευτικές ερμηνείες και ταυτίσεις. Για παράδειγμα την ταύτιση του χρήστη
με τον έμπορο στην οποία συνοψίζεται η αναπόφευκτη εμπλοκή του χρήστη στη
διακίνηση μικροποσοτήτων ουσιών και η οποία πόρρω απέχει από την πραγματικότητα
των μεγάλων κυκλωμάτων εμπορίας. Ως παράδειγμα να αναφέρω την τάση αύξησης του
πλαισίου ποινών για την εμπορία σε κάθε νομοθετική μεταρρύθμιση, η οποία
προφανώς δεν επηρεάζει το φαινόμενο καθώς οι μεγαλέμποροι σπάνια
συλλαμβάνονται. Επηρεάζει όμως τους μικροδιακινητές, κατά κανόνα εξαρτημένους,
καθώς ανεβάζει το όριο και της μειωμένης ποινής που προβλέπεται για τους
εξαρτημένους δράστες άλλων αδικημάτων πλην χρήσης, προμήθειας, κατοχής και
καλλιέργειας για προσωπική χρήση της & 1 του άρθρου 29.
Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η εξάρτηση αποτελεί τον βασικό
παράγοντα διάπραξης κάποιου ή κάποιων από
τα βασικά εγκλήματα του νόμου
(λόγω της αναγκαστικής ένταξης του χρήστη στο παράνομο κύκλωμα διακίνησης των
ουσιών και της ανάγκης του να εξασφαλίσει την ουσία) και είναι πολύ σπάνια η
περίπτωση να συλληφθεί κάποιο εξαρτημένο άτομο μόνον για τα αδικήματα της &
1 του άρθρου 29, διαπιστώνεται ότι η αυστηρότητα του νομοθέτη δεν αφορά εντέλει
τον μεγαλέμπορο, ο οποίος σπανίως συλλαμβάνεται, αλλά τον συστηματικό ή στον
εξαρτημένο χρήστη, του οποίου η ιδιότητα του χρήστη επικαλύπτεται από αυτή του
εμπόρου. Άρα η θρυλούμενη επιείκεια απέναντι στον χρήστη, και μάλιστα τον
εξαρτημένο χρήστη, ακυρώνεται από το κατά βάση κατασταλτικό πνεύμα του νόμου.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα ρύθμιση είναι από το ίδιο άρθρο όπου,
στην & 2 αναφέρεται: Ο δράστης της πράξης της προηγούμενης παραγράφου
μπορεί να κριθεί ατιμώρητος, εάν το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις
τέλεσης της πράξης και την προσωπικότητα του δράστη, κρίνει ότι η αξιόποινη
πράξη ήταν εντελώς περιστασιακή και δεν είναι πιθανόν να επαναληφθεί.
Η παράγραφος αυτή, η οποία μπορεί να εκληφθεί και ως μερική
αποποινικοποίηση της χρήσης, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για να μεταφερθούμε από το
γράμμα στην εφαρμογή του νόμου: Στο γεγονός, δηλαδή, ότι η δικαστική κρίση
συνιστά ερμηνεία του νόμου, άρα δεν παράγεται εντός ενός θεσμισμένα ουδέτερου
χώρου. Η δικαστική απόφαση παραπέμπει μεν στη νομική επιταγή του κανόνα, αλλά
στην ουσία της παράγει μια ερμηνεία, μια κρίση. Και αυτή η κρίση οφείλεται
μάλλον στις ηθικές και κοινωνικές διαθέσεις των φορέων της παρά στους καθαρούς
κανόνες (normes) του δικαίου. Η ερμηνεία, λοιπόν, τόσο των ποινικών κανόνων όσο
και η δικαστική ερμηνεία του εκάστοτε περιστατικού, δεν συνιστά εξεύρεση
αλήθειας, δεν είναι μηχάνημα όπου ρίχνεις μέσα τα στοιχεία και βγάζεις κάποιο
αυθεντικό νόημα. Συνιστά προβολή νοήματος. Κι αυτό το νόημα διαμορφώνεται και
απορρέει εντός αυτού που έχει ορίσει ο Garland ως ποινική κουλτούρα, της οποίας
πρωταρχικοί φορείς είναι τα άτομα που κατέχουν θεσμικό ρόλο στο πλαίσιο του
ποινικού συστήματος (υπουργοί, αστυνομία, δικαστές, σωφρονιστικοί υπάλληλοι
κ.ο.κ.) (Παπακωνσταντίνου, 2009)
Κατά συνέπεια, μια σημαντική συνιστώσα των ποινικών πρακτικών
είναι η διαμόρφωση αυτών των φορέων εντός της ποινικής κουλτούρας, οι αξίες, οι
στάσεις, οι ερμηνείες στις οποίες συμμετέχουν και τις οποίες επικοινωνούν στο
κοινωνικό σώμα μέσα από τη δράση τους: Τα στερεότυπα για τους χρήστες,
για τους κοινωνικούς χώρους στους οποίους αναζητούνται, για τα αίτια τα οποία
οδηγούν στη χρήση κλπ. Στερεότυπα στις επιδράσεις των οποίων κάθε άλλο παρά
ανοσία αναπτύσσουν, καθώς οι ίδιοι
βρίσκονται στην πρώτη γραμμή παραγωγής τους.
Έτσι, αναφέρθηκα στη συγκεκριμένη ρύθμιση για να επισημάνω
ότι η αξιολόγηση των προβλεπόμενων προϋποθέσεων, δηλαδή των συνθηκών τέλεσης
του αδικήματος και της προσωπικότητας του δράστη δεν πραγματώνεται σε έναν
ουδέτερο, αποστειρωμένο χώρο. Με άλλα λόγια, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του
χρήστη, τα οποία εν πολλοίς επηρεάζουν και τις συνθήκες τέλεσης του αδικήματος,
αποτελούν το βασικό υπόστρωμα στη διαδικασία αναδρομικής ανατροπής της
κοινωνικής του ταυτότητας και αναδόμησής της με βάση αυτό που θα αξιολογηθεί ως
σημαντικό στην ποινική διαδικασία και στην συνακόλουθη κρίση περί
επικινδυνότητας του.
Η έλλειψη επαγγελματικής απασχόλησης, για παράδειγμα ή ένα
προβληματικό οικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον επιδρούν καθοριστικά στη
διαμόρφωση της εικόνας, στο βαθμό που στις συλλογικές αναπαραστάσεις κοινού και
θεσμικών φορέων αποτελούν βασικούς παράγοντες εμπλοκής του ατόμου σε παράνομες
δραστηριότητες.
Έτσι, μια προϋπάρχουσα κατάσταση κοινωνικής περιθωριοποίησης
του χρήστη επικυρώνεται με τον ποινικό στιγματισμό με βάση αυτή την
στερεοτυποποιημένη εξίσωση κοινωνικών χαρακτηριστικών και αναμενόμενης
συμπεριφοράς. Διαμορφώνεται, δηλαδή, μια εικόνα στην οποία παρέχεται εκ των
υστέρων η θεσμική επιβεβαίωση, διαμέσου
της δικαστικής απόφασης και της αναπαραγωγής αυτής της εικόνας σε μεγάλα ποσοστά
του ποινικού πληθυσμού.
Και μην ξεχνάμε ότι ο ατομοκεντρικός χαρακτήρας της ποινικής
διαδικασίας αποτελεί δομικό στοιχείο του συνολικού ποινικού συστήματος. Και υπ’
αυτήν την έννοια συγκροτεί μια σημαντική εκδοχή των κυρίαρχων λόγων για το
θέμα: Η εστίαση στο άτομο επικοινωνεί
στο κοινωνικό σώμα και μάλιστα με ιδιαίτερα ισχυρό τρόπο τη μετάθεση του προβλήματος στο τελικό
προϊόν, στον δράστη, τον οποίο δεν αναγνωρίζει ως οντότητα αλλά, κατά τρόπο
ανάλογο με τα ΜΜΕ, τον ορίζει.
Λέει ο David Garland:
«Δεν ενδιαφέρει ποια είναι η πραγματική ταυτότητα του ατόμου:
ο νόμος τον κατατάσσει με έναν προκαθορισμένο τρόπο και τον δικάζει ανάλογα. Οι
λειτουργοί στις φυλακές, τα αναμορφωτήρια και τα γραφεία της probation κρίνουν με βάση τα ίδια κριτήρια, με
άλλα λόγια θεωρώντας δεδομένες αυτές τις αντιλήψεις για την προσωπικότητα τις
οποίες τις προβάλλουν στους κρατούμενους ή στο κοινό με το οποίο έρχονται σε
επαφή. Έτσι, ο ποινικός μηχανισμός καθορίζει τα υποκείμενα με τα οποία έρχεται
σε επαφή κι αυτό το κάνει με την αυθεντία που τον χαρακτηρίζει. Αυτές οι
αντιλήψεις περί ομαλότητας έχουν τεράστια πολιτισμική σημασία – ως έμφυτες στο
νόμο και την ποινική διαδικασία – ενώ είναι και οι αναμενόμενες από το κοινό,
στο βαθμό που είναι κοινωνικά και νομικά επικυρωμένες αλλά εφαρμόζονται και
στην καθημερινή ζωή» (Garland, 1990/ 1999: 311)
Έτσι μια σημαντική έκφανση των κοινοποιούμενων νοημάτων μέσα
από την ατομοκεντρική προσέγγιση είναι ότι η μη συμμόρφωση στους κανόνες
εκριζώνεται από τις κοινωνικές της παραμέτρους και γίνεται ατομική υπόθεση
επικίνδυνων ατόμων. Επικοινωνεί, λοιπόν,
ένα πλέγμα νοημάτων, όπου συναρθρώνεται η απενοχοποίηση
της κοινωνίας, η οποία δεν ευθύνεται για τα δεινά των άλλων, και η ανάδειξη της ατομικής ευθύνης και της
επικινδυνότητας του παραβάτη των κανόνων. Η ίδια η εξάρτηση, ως ιατρική
συνθήκη, παραπέμπει μάλλον σε μια νόσο ηθικού χαρακτήρα, γεγονός το οποίο
αντανακλάται και στο μειωμένο ενδιαφέρον για τα θεραπευτικά προγράμματα ή στους
αντιφατικούς λόγους περί θεραπείας η οποία εμπλέκεται με την καταστολή.
Θα κατέληγα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι η κυρίαρχη εικόνα για
το θέμα δομείται γύρω από τους άξονες της επικινδυνότητας και της ασφάλειας, κατ’
επέκταση της ανάγκης προστασίας του κοινωνικού σώματος μέσα από την απομάκρυνση
του χρήστη από το κοινωνικό σώμα.
Τα ιδεολογικά αποτελέσματα αυτής της εξατομίκευσης του
θέματος είναι ότι, αφ’ ενός μεν νομιμοποιείται η απώθηση του χρήστη από το
κοινωνικό σώμα, αφ’ ετέρου δε επιβεβαιώνεται η συνοχή και η εγκυρότητα του
«ηθικού σύμπαντος» από το οποίο απωθείται ο παραβάτης των κανόνων επιτρεπόμενης
χρήσης ουσιών. Σ’ αυτή τη γενικευτική – ως εκ τούτου, παραπλανητική -
διαχείριση της σχέσης χρήσης / κοινωνίας, η κοινωνία καθίσταται μια αφαίρεση,
ως μη αποτελούμενη από συγκεκριμένες ομάδες και συμφέροντα, μια κοινωνία
ακριβώς συναίνεσης,[8] ενώ «το
ζήτημα των ναρκωτικών, καθώς εκριζώνεται από την πολυπλοκότητα των κοινωνικών
σχέσεων, καθίσταται απλώς μια υπόθεση ηθικής διαπαιδαγώγησης» (Melossi, D., 2001: 29)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Albrecht, H-J. A. Koukoutsaki, T.Serassis (2001), (εισαγωγή, επιμέλεια), Images
of Crime. Representations of Crime and the Criminal in Science, the Arts and
the Media, Freibourg: Max-Planck Institut fur auslandisches und
internationales Strafrecht, Band 97
Cohen, S, J.Young (εισαγωγή, επιμέλεια), The manufacture of news. Social problems,
deviance and the mass media, London: Constable
Faustini, G,. (1995), Le tecniche del linguaggio giornalistico, Roma:
NIS
Garland, D. (1990/1999) Punishment
and modern society: A study in social theory, Oxford: Oxford University Press, ιταλική μετάφραση, Pena e società moderna, Milano: il Saggiatore
Garland, D. (2001), The culture of
control: Crime and social order in contemporary society, Oxford: Oxford
University Press
Hall, S. et al. (1978), Policing the crisis: Mugging, the State, and
Law and Order, London: Mcmillan,
Hall, S et al. (1988), “The social production of news: mugging in the
media”, στο Cohen, S, J. Young (εισαγωγή, επιμέλεια),
The manufacture of news. Social problems, deviance and the mass media, London: Constable
Hall, S. et al. «Η αστυνόμευση της κρίσης- Η εξισορρόπηση
των εκδοχών: η εκμετάλλευση του Χάντσγουορθ, στο Κομνηνού, Μ., Χ. Λυριντζής (εισαγωγή, επιμέλεια),
(1989), Κοινωνία, εξουσία και μέσα
μαζικής επικοινωνίας, Αθήνα:
Παπαζήσης
Hebdidge D. ( 1981), Υπο-κουλτούρα. Το
νόημα του στυλ, Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση
Koukoutsaki, A. (2004), “Images of criminals.
Deconstructing the law-breaker, constructing the criminal”, στο Albercht,
H.J, T. Serassis, H. Kania (εισαγωγή- επιμέλεια)
Images of
Crime II, Freiburg
im Br: Iuscrim
McGiure, M., R. Morgan, R. Reiner (1997) (επιμέλεια), The Oxford Handbook of Criminality,
Oxford: Clarendon Press
Melossi, D. (2001), “Changing representations of the criminal”, στο Albrecht,
J.-H., A. Koukoutsaki, T. Serassis (εισαγωγή, επιμέλεια)
Reiner, R. (1997) “Media Made Criminality. The representation of Crime
in Mass Media” in McGiure, M., R. Morgan, R. Reiner (eds) (1997
Shaw, E.(I979), “Agenda-setting and Mass Communication Theory”, in International
Journal for Communication Studies, vol. XXV, n. 2
Tuchman, G. (1978), Making news: A
study in the construction of reality, NY: Free press
Δασκαλάκης, Η. (1985),
Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης, Αθήνα: Σάκκουλας
Κομνηνού, Μ., Χ.
Λυριντζής (εισαγωγή, επιμέλεια), (1989), Κοινωνία,
εξουσία και μέσα μαζικής επικοινωνίας,
Αθήνα: Παπαζήσης
Κουκουτσάκη, Α. (2002), Χρήση
ναρκωτικών, ομοφυλοφιλία. Συμπεριφορές μη συμμόρφωσης μεταξύ ποινικού και
ιατρικού ελέγχου, Αθήνα: Κριτική
Νικολαίδης, Α. (2006), «Μέσα μαζικής
επικοινωνίας και φυλακή», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή- επιμέλεια), Εικόνες
φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
Παπακωνσταντίνου, Θ. (2009), Η Δύναμη του Δικαίου http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/04/blog-post_28.html
Σεραφετινίδου, Μ. (1991), Κοινωνιολογία
των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας. Ο ρόλος των μέσων στην αναπαραγωγή του
σύγχρονου καπιταλισμού, Αθήνα: Gutemberg
Φουκώ, Μ. (1976/1989), Επιτήρηση και τιμωρία: Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα
[1]
Επεξεργασμένη μορφή της εισήγησής μου στην Ημερίδα με θέμα «Οι Κοινωνικές
Αναπαραστάσεις των Ναρκωτικών στα ΜΜΕ», που συνδιοργάνωσαν η Μονάδα Απεξάρτησης
18 ΑΝΩ και το Σωματείο των Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης των Εξαρτήσεων, στην
Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, την Πέμπτη, 19/11/2015
[2] Για την
ανάλυση αυτής της σχέσης βλ. Σεραφετινίδου (1991: 242 και επ)
[3] Ας
θυμηθούμε στα δελτία ειδήσεων, κάποιες περιπτώσεις όπου ο αστυνομικός ρεπόρτερ επιχειρεί
να αξιολογήσει ή να αναλύσει το θέμα το οποίο δίνει ως είδηση και ο εκφωνητής
τον διακόπτει επαναφέροντάς τον στα γεγονότα, δηλαδή στην κανονικότητα της
διαδικασίας του δελτίου
[5] Συνήθως
καταλογίζεται στα media ότι παρουσιάζουν την εικόνα ενός «επίφοβου»
και «ανηλεούς» κόσμου {Gerbner, G, L. Gross, 1976, Carlson, J. M., 1985,
όπως αναφέρεται στο Reiner, R., 1997:199)
και τροφοδοτούν το φόβο του εγκλήματος, όπως προκύπτει από πλήθος ερευνών.
[6] Βλέπε
σχετικά την έρευνα της Σωσώς Τσίλη (1995)
[7] Στο
προπτυχιακό σεμινάριο Κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος και ΜΜΕ, του
οποίου ήμουν υπεύθυνη αρχικά στο Τμήμα Κοινωνιολογίας και, εν συνεχεία,
Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, επιλέγαμε ένα τυχαίο
δεκαήμερο στη διάρκεια του οποίου καταγράφαμε και αναλύαμε την ειδησεογραφία
για το έγκλημα αλλά και τις εκτός ειδησεογραφίας αναφορές, σε δείγμα 5
εφημερίδων και 3 κεντρικών δελτίων τηλεοπτικών σταθμών. Σε σχέση με το θέμα των
ναρκωτικών, σταθερό στοιχείο ήταν η
έλλειψη της λέξης χρήστης και η αντικατάστασή της από τη λέξη τοξικομανής ή η
εναλλαγή τους ως εάν να επρόκειτο για συνώνυμα.