Edward Hopper, Evening Wind, 1921
Στη σελίδα Εκδόσεις ελευθέρας βοσκής – Pecora nera, θα δημοσιεύονται, σταδιακά, βιβλία μου των οποίων θα ανακτώ από τους
εκδότες τα πνευματικά δικαιώματα, καθώς και κείμενα τα οποία δε θέλησα να εκδώσω,
όπως το θεατρικό: Η ταράτσα. Γυναικεία γεωμετρία σε πέντε ασύμμετρες πράξεις.
Αυτό σημαίνει ότι η χρήση τους θα είναι πλέον ελεύθερη
με τον όρο να αναφέρεται η πηγή
Έστριψες τη γωνία και περπάτησες μέσα σε υπόγειες στοές
κι ό,τι πέτρινο έσκυψες και το 'χωσες στις τσέπες
να 'χεις κορμί να στέκεται.
Ταξίδια που έγιναν. Κι όταν γυρίσει η φευγάτη κόρη
θα πεις πως άδικος ο πηγαιμός,
ήρθαν κι εδώ καράβια, ξέβρασαν μακρινά νερά
και περιμέναν.
«Και η παλιά μου γη;» θα σε ρωτήσει και θα πεις
«αυτή τη σκάψαμε κι άλλο δεν έχει
μόνο μας φύτρωσαν κάτι χορτάρια στα χέρια
κι αχρήστεψε η πάνω πόλη.»
Λίγο θα πάρει να το δει. Τόποι που στένεψαν
κι ούτε θα προσκληθεί να τους πατήσει.
Δεν θα μιλήσει άλλη φορά. Εσένα
σου έτυχε η τελευταία φωνή.
Και για τους άλλους, κρίμα.
Κι έστριβες τη γωνία και περπατούσες μέσα σε υπόγειες στοές
και σου πετούσε πέτρες
να τη μαζεύεις λίγη-λίγη, να χεις
να μοιάζεις κάπου όταν σταθούν τα μάτια
κι αγριέψουν.
(23/11/08)
Ελίνας Ρίζου, αδημοσίευτο
Πρόσωπα
Γυναίκα, Κοπέλα, Νοσοκόμα, Καθαρίστρια, Προϊσταμένη
Σκηνές
Πρώτη σκηνή: Εσωτερικό δωματίου. Γυναίκα, Κοπέλα
Δεύτερη σκηνή: Εσωτερικό δωματίου. Προϊσταμένη, Νοσοκόμα, Καθαρίστρια
Τρίτη σκηνή: Ο ίδιος χώρος. Γυναίκα, Κοπέλα
Τέταρτη σκηνή: Γυναίκα, Νοσοκόμα, Καθαρίστρια, Προϊσταμένη
Πέμπτη σκηνή: Άδειος χώρος. Γυναίκα, Κοπέλα
Πρώτη σκηνή
Εσωτερικό δωματίου. Στην άκρη αριστερά, ένα παράθυρο με ανοικτές κουρτίνες. Στην μέση του χώρου και λίγο μπροστά για να είναι απόμακρα από τους τοίχους, ένα τραπέζι και μια καρέκλα στην οποία κάθεται η Κοπέλα, ακίνητη. Μπαίνει η Καθαρίστρια κι αρχίζει να σφουγγαρίζει. Δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται την ύπαρξη της Κοπέλας. Πριν βγει από τη σκηνή, ελέγχει τον χώρο, ξεσκονίζει βιαστικά και το τραπέζι, μεταφέρει τα πράγματά της έξω από τη σκηνή, κλείνει τις κουρτίνες του παραθύρου και φεύγει. Σκοτάδι. Ανάβουν αργά τα φώτα, φωτίζοντας πρώτα τη Γυναίκα, καθισμένη σ’ ένα αναπηρικό καρότσι, και μετά την Κοπέλα που είναι σκυμμένη στο τραπεζάκι. Μπροστά της υπάρχουν σκόρπια χαρτιά.
ΓΥΝΑΙΚΑ Και δεν μου λες… Μια φωτογραφία δεν ήταν εδώ; Κάτι σαν… Μια θάλασσα ήταν… [στρώνει τα μαλλιά της με τα χέρια] Τι την κάνατε; Δεν είπαμε ότι θα με ρωτάτε; Έτσι δηλαδή, παίρνουμε τα πράγματα του άλλου και δεν τον ρωτάμε; Ε; Πάντως ήταν ωραία… Μια θάλασσα… [προσπαθεί ν’ ανασηκωθεί απ’ το κάθισμα] Τι κάνεις εσύ τώρα; Πάλι γράφεις;
ΚΟΠΕΛΑ Προσπαθώ… Όλο μουτζούρες είναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και ποιος ο λόγος δηλαδή να γράφεις; Αν είναι να κάνεις μουτζούρες… Μην γράφεις… Ποιος ο λόγος;…
ΚΟΠΕΛΑ Επειδή… [σηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει τη Γυναίκα] Εσύ με έφερες εδώ, δεν ήρθα μόνη μου…
ΓΥΝΑΙΚΑ Γι’ αυτό είσαι θυμωμένη;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν είμαι θυμωμένη… Φοβάμαι… Αυτά που…
ΓΥΝΑΙΚΑ [τη διακόπτει, έντονα] Όχι, αυτό δεν είναι σωστό! Καθόλου σωστό! Αφού συμφωνήσαμε… Εγώ θα φοβάμαι κι εσύ θ’ ακούς... Και μετά θα γράφεις. Αυτό συμφωνήσαμε…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν μπορώ…
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν μπορώ!… Δεν μπορώ!... [προσπαθεί πάλι ν’ ανασηκωθεί, παραιτείται, κοιτάζει σκεφτική την Κοπέλα] Να δεις που θα φταίνε τα γυαλιά σου… Θόλωσαν…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν φοράω γυαλιά…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, καλά… Έτσι νόμιζα… [ψάχνεται] Τα δικά μου γυαλιά πού είναι; Τα είδε κανείς; Μπα, μάλλον δεν φόραγα, τι να τα κάνω κιόλας να τα φοράω; Ε, εντάξει, δεν φοράω γυαλιά, τέλειωσε αυτό… Κάτι άλλο όμως ήθελα να σου πω… Κάτι… Κάτι που είμαι θυμωμένη… Δηλαδή εγώ είμαι θυμωμένη… Σήμερα… Τι ήταν, όμως;…
ΚΟΠΕΛΑ Πολλές φορές θυμώνεις χωρίς…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, ναι! Άκου τι έγινε… Εσύ, εάν σε ρωτούσαν πού είναι το σπίτι σου, τι θα έλεγες; Δεν θα ήξερες να απαντήσεις;
ΚΟΠΕΛΑ Ναι… Φαντάζομαι… Θα ήξερα… Θα απαντούσα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, αυτό λέω κι εγώ. Σιγά το δύσκολο! Και ποιος δεν θα ‘ξερε ν’ απαντήσει! Πήρα μια σύγχυση, όμως, σήμερα… Αμέσως μόλις ξύπνησα… Όπως σου είπα…
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί; Τι έγινε σήμερα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Τίποτα…
ΚΟΠΕΛΑ Τι έγινε; Ποιος σε ρώτησε πού είναι το σπίτι σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Κανείς.
ΚΟΠΕΛΑ Τότε;…
ΓΥΝΑΙΚΑ [έντονα] Εγώ με ρώτησα, κατάλαβες; Με ρώτησα: Θυμάσαι που είναι το σπίτι σου; Και για μια στιγμή… Για μια στιγμή, όμως, μόνο… Να, δεν ήξερα τι να απαντήσω. Δηλαδή, δεν είναι ότι δεν ήξερα… Απλώς νόμιζα ότι δεν είχα σπίτι. Καθόλου. Τι να θυμάμαι, λοιπόν, αφού δεν έχω σπίτι… Κατάλαβες; Δηλαδή, στον ύπνο μου έγινε αυτό… Ξύπνησα και νόμισα ότι δεν είχα σπίτι… Αλλά… Και πού κοιμόμουνα, δηλαδή, αφού δεν είχα σπίτι; Συγχύστηκα πολύ, πάντως…
ΚΟΠΕΛΑ Τώρα; Ξέρεις; Θυμάσαι πού κοιμόσουνα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Στο σπίτι μου, φυσικά. Πού ήθελες να κοιμάμαι;
ΚΟΠΕΛΑ Στο σπίτι σου… Και τώρα; Ξέρεις πού βρίσκεσαι, τώρα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα τι ερωτήσεις είναι αυτές; Στο σπίτι μου, φυσικά. Δεν βλέπεις ότι φοράω το νυχτικό μου; Και μια ζακετούλα, βέβαια, γιατί κρύωνα λίγο χθες το βράδυ. Πού ήθελες να είμαι, λοιπόν; Να έπαιρνα τους δρόμους, χωρίς να ντυθώ; Γιατί με κοιτάς έτσι;… Δίκιο δεν έχω;…
ΚΟΠΕΛΑ Τίποτα… Έτσι… Απλώς σε κοιτάζω. Λοιπόν… Τώρα… Τι θέλεις να πούμε τώρα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Άκου να μην ξέρω αν έχω σπίτι…
ΚΟΠΕΛΑ Θέλεις να μιλήσεις για το σπίτι σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, ναι! Δηλαδή, όχι για να μιλήσω, έτσι, σκέτα. Θα κάνουμε αυτό που συμφωνήσαμε, εγώ θα σου λέω για το σπίτι μου κι εσύ θα τα γράφεις. Δεν θα τα γράφεις, χρυσό μου; Ακριβώς έτσι όπως συμφωνήσαμε.
ΚΟΠΕΛΑ Θα τα γράφω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Σ’ το λέω επειδή… Δεν θα είσαι θυμωμένη, έτσι; [σκύβει προς το μέρος της Κοπέλας και την παρατηρεί, μετά επιστρέφει στη θέση της] Καλά. Εντάξει, δεν πειράζει. Λοιπόν, πες μου τώρα εσύ. Το σπίτι το θυμάσαι;
ΚΟΠΕΛΑ Πώς να το θυμάμαι; Πώς γίνεται να το θυμάμαι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι! Όχι! Έτσι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε, γιατί εγώ νευριάζω. Πες μου λοιπόν, το σπίτι το θυμάσαι;
ΚΟΠΕΛΑ Αν πρέπει… Ναι, το θυμάμαι… Ήταν δίπατο. Μεγάλο σπίτι
ΓΥΝΑΙΚΑ Έτσι μπράβο. Ήταν μεγάλο. Δίπατο. Ωραία. Βέβαια, ήταν κι εκείνη η ρεμπάρτα. Που έπρεπε ν’ ανοίξω για να ανέβω στο επάνω πάτωμα… Την σπρώχναμε. Με την πλάτη. Ή με το χέρι. Εξαρτάται. Εγώ ήμουνα μικρή και την έσπρωχνα με την πλάτη. Κρυφά. Με μάλωναν. Μετά έπεσε το μαγκάλι. Το είχαν ανάψει γιατί έκανε κρύο στο επάνω πάτωμα. Για τότε μιλάω…
ΚΟΠΕΛΑ Έπεσε το μαγκάλι… [σκύβει, απλώνει το χέρι της και το ακουμπάει στον λαιμό της Γυναίκας] Πού έπεσε το μαγκάλι;
ΓΥΝΑΙΚΑ [απομακρύνει αφηρημένα το χέρι της Κοπέλας]. Επάνω μου, φυσικά. Αυτό δεν σου λέω; Δεν με άφηναν. Με μάλωναν. Κι όμως δεν ήμουνα εγώ που άφησα το μαγκάλι επάνω στη ρεμπάρτα. Εγώ απλώς την έσπρωξα για ν’ ανέβω. Με την πλάτη. Ήμουνα μικρή. Ούρλιαζα απ’ τους πόνους. Με μούσκεψαν τ’ αναμμένα κάρβουνα…
ΚΟΠΕΛΑ Σε μούσκεψαν;…
ΓΥΝΑΙΚΑ Με πόνο. Μούσκεψα στον πόνο. Κυλούσε στο κορμί μου. Δεν τον έβλεπα. Τον ένιωθα να κυλάει… Μετά λίμνασε. Ο πόνος. Εδώ. Κι εδώ. Κι εδώ [με το δάκτυλό της διαγράφει μια διαδρομή από το μάγουλο στο λαιμό κι έπειτα στην γάμπα ακολουθώντας μια αδιόρατη ουλή] Το βλέπεις; Έτσι έγινε. Επειδή με ρώταγες κάποτε, σ’ το λέω. Αν ήθελα να φύγω από το σπίτι, με ρώταγες. Λοιπόν, αυτό προσπαθώ να σου εξηγήσω… Εγώ δεν μπορούσα να φύγω από εκείνο το σπίτι…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν μπορούσες… Δηλαδή, δεν ήθελες...
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν μπορούσα, δεν ήθελα. Ακριβώς.
ΚΟΠΕΛΑ Κάποτε, όμως, έφυγες… Κάποτε, έκλεισες το σπίτι κι έφυγες…
ΓΥΝΑΙΚΑ [έκπληκτη] Πότε έφυγα; Πότε έκλεισα το σπίτι κι έφυγα;
ΚΟΠΕΛΑ Έφυγες. Μ’ εκείνον που…
ΓΥΝΑΙΚΑ [έντονα] Ποτέ! Με κανέναν! Εγώ. Απ’ το σπίτι. Γιατί εγώ έχω τα σημάδια του σπιτιού στο σώμα μου. Εδώ. Κι εδώ. Κι εδώ [με το δάκτυλό της διαγράφει μια διαδρομή από το μάγουλο στο λαιμό κι έπειτα στην γάμπα ακολουθώντας μια αδιόρατη ουλή] Μόνον εγώ έχω τέτοια σημάδια. Κι εκείνη, φυσικά… Απλώς εκείνη μετά πέθανε.
ΚΟΠΕΛΑ Η Αικατερίνη… Αυτή ήταν η πρώτη που έφυγε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Η αδελφή μου, ναι. Έπεσε απ’ την ταράτσα…
ΚΟΠΕΛΑ Πήδηξε απ’ την ταράτσα. Αυτοκτόνησε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Η αλήθεια είναι ότι έτσι λέγανε. Εγώ τότε καθόμουνα στην ταράτσα. Στο πεζούλι μου. Νομίζω ότι κοιμόμουνα. Ναι, βέβαια, κοιμόμουνα. Δηλαδή, αυτό που θέλω να σου πω, είναι ότι εγώ κοιμόμουνα και έτσι δεν το κατάλαβα. Δεν κατάλαβα ότι είχαν μαγέψει το σπίτι. Χρόοονια το είχαν μαγέψει. Δηλαδή, ακριβώς τη μέρα που γεννήθηκα. Τότε έγινε…
ΚΟΠΕΛΑ Τι έγινε τη μέρα που γεννήθηκες;
ΓΥΝΑΙΚΑ [σαν να ξυπνάει απότομα] Τι έγινε τη μέρα που γεννήθηκα; Ε, γεννήθηκα, τι άλλο θέλεις να έγινε;
[Η Κοπέλα κοιτάζει τα σκόρπια χαρτιά που βρίσκονται στο τραπέζι, μπροστά της]
ΚΟΠΕΛΑ Όλο κενά είναι… Έτσι όπως…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και μουτζούρες. Τις βλέπω. Αλλά γιατί είναι έτσι; Δεν μπορείς να το κάνεις να φαίνεται κανονικό; Αυτό που γράφεις. Να φαίνεται καθαρό και ολόκληρο.
ΚΟΠΕΛΑ Προσπαθώ. Δεν το βλέπεις ότι προσπαθώ;
ΓΥΝΑΙΚΑ Καλά. Να δεις που θα τα καταφέρεις στο τέλος. Έτσι νομίζω εγώ [παύση] Κάτι άλλο, όμως, ήθελα να σου πω… Τι ήταν; Α, ναι. Η Αικατερίνη αγαπούσε το καρπούζι, σ’ το είχα πει; Όμως μετά, δεν ξέρω τι έπαθε. Εκείνα τα κατακόκκινα, αρωματικά κομματάκια που έβαζε προσεκτικά στο στόμα της, εκείνα ακριβώς, άρχισαν να την πνίγουν. Έβηχε μέχρι που κοβόταν η αναπνοή της. Αλλά είχε συνέχεια μπροστά της ένα πιάτο με κατακόκκινο, αρωματικό καρπούζι. Το καλοκαίρι φυσικά. Για τα καλοκαίρια μιλάω, το κατάλαβες, έτσι; Γράφε! Λοιπόν, εγώ της το έφερνα απ’ την κουζίνα. Και τρέχανε τα ζουμιά απ’ το στόμα της, κόκκινα ζουμιά σ’ όλο το πάτωμα, κι εκείνη έτρεχε πάνω κάτω για να σωθεί. Επειδή κοβόταν η αναπνοή της, όπως σου είπα.
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί το έκανες αυτό; Δεν την λυπόσουνα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Γιατί θυμώνεις πάλι; Τι έκανα; Τι θαρρείς ότι έκανα;
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί ήθελες να τη βλέπεις να πνίγεται;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα δεν σου είπα; Κάτι έπαθε… Κάποτε… Η Αικατερίνη μας. Πολύ δυστυχισμένη!… Την βασάνιζε…
ΚΟΠΕΛΑ Ποιος την βασάνιζε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Εκείνος. Που την έκανε να πεθάνει…
ΚΟΠΕΛΑ Ποιος ήταν; Πρέπει να μου πεις… Πώς αλλιώς…
ΓΥΝΑΙΚΑ …αλλά εκείνης της άρεσε πολύ το καρπούζι. Και δεν μπορούσε να κατεβεί στο κάτω πάτωμα. Στην κουζίνα. Να γεμίσει το πιάτο της…
ΚΟΠΕΛΑ Ποιος την βασάνιζε; Ποιος ήταν εκείνος που την βασάνιζε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Άφησέ με! Άφησέ με ήσυχη. Δεν θα σου ξαναμιλήσω. Θα με αναγκάσεις να φύγω και να μην σου ξαναμιλήσω.
[η Κοπέλα σηκώνεται και πάει στο παράθυρο. Στέκεται με το χέρι στις κουρτίνες]
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι κάνεις τώρα; Δεν μπορούμε να μιλάμε κι εγώ να βλέπω την πλάτη σου…
[η Κοπέλα αρχίζει να ανοίγει τις κουρτίνες]
ΚΟΠΕΛΑ Αρκετά. Αρκετά για σήμερα!
ΓΥΝΑΙΚΑ Καθόλου αρκετά. Δεν σου είπα ακόμα τίποτα…
[η Κοπέλα μένει ακίνητη, πάντα με γυρισμένη την πλάτη και το χέρι στις κουρτίνες]
ΚΟΠΕΛΑ Δεν θέλω ν’ ακούσω άλλα. Είμαι κουρασμένη
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι… Αυτό βέβαια δεν το είχαμε συμφωνήσει… Πότε θα φεύγεις…
ΚΟΠΕΛΑ Κουράστηκα.
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, εγώ πρέπει να κουραστώ πρώτα. Έτσι νομίζω ότι είναι το σωστό…
[η Κοπέλα στρέφεται προς τη σκηνή. Κλείνει τα μάτια με τις παλάμες της και προχωράει προς το τραπέζι]
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί η Αικατερίνη δεν μπορούσε να κατέβει στο κάτω πάτωμα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι παιγνίδια είναι τώρα αυτά; Νομίζεις ότι θα σου μιλάω χωρίς να με κοιτάς; Θα πέσεις! Μην κάνεις την τυφλή! Ήταν τυφλή. Η Αικατερίνη. Δεν έβλεπε. Γι’ αυτό. Άνοιξε τώρα τα μάτια σου!
[Η Κοπέλα πλησιάζει το τραπέζι και κάθεται στην καρέκλα]
ΚΟΠΕΛΑ Δεν έπρεπε να σ’ αφήσω να βάζεις εσύ τους κανόνες…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, μπράβο! Καλά που το θυμήθηκες. Αυτό με τους κανόνες. Το είχα ξεχάσει. Λοιπόν, ξέρεις τι πεθύμησα; Λίγα φρέσκα σύκα. Αγουρωπά, όμως. Με το γάλα τους
ΚΟΠΕΛΑ Δεν πουλάνε τέτοια σύκα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, μα δεν είπα να αγοράσουμε. Ότι τα πεθύμησα είπα. Αύριο θα πάω να κόψω… Θα έχει σύκα τέτοια εποχή, δεν θα έχει; Πολύ τον πεθύμησα τον κήπο μου. Έχω πολύ καιρό να πάω. Να καθίσω κάτω από τη συκιά… Μεγάλο δέντρο! Δεν είχα δει πιο μεγάλο… Όταν ήμουνα μικρή, φυσικά…
[η Κοπέλα σκύβει λίγο προς την Γυναίκα]
ΚΟΠΕΛΑ Τι απόγινε ο κήπος;
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι θες να πεις; Τι λέξη είναι αυτή; Πώς σου ήρθε να πεις τι απόγινε;
ΚΟΠΕΛΑ Λέω. Τότε που τον χάλασαν…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ποιος χάλασε τον κήπο; Ποιος νομίζεις ότι θα πείραζε τον κήπο μου; Αχ, δεν ξέρω τι σε έχει πιάσει σήμερα κι έχεις τέτοια νεύρα…
ΚΟΠΕΛΑ Ήταν ένας άνθρωπος που δούλευε… Στην ταράτσα του σπιτιού του…
ΓΥΝΑΙΚΑ Άμα λες κάτι, να το λες σωστά. Όχι του σπιτιού του. Στο δικό μου σπίτι ήτανε! Μα τι λέμε τόση ώρα, δεν ακούς τι λέμε; Για το σπίτι μου δεν μιλάμε;
ΚΟΠΕΛΑ …και μετά πέθανε. Έπεσε από την ταράτσα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Έτσι φαίνεται. Αυτός που λες… Θα έπεσε… Από την ταράτσα…
ΚΟΠΕΛΑ Λοιπόν, δεν έπεσε! Αυτόν που τον ρίξανε απ’ την ταράτσα και σκοτώθηκε, εσύ τον είχες δει ποτέ;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν θυμάμαι! Πού να θυμάμαι τώρα ποιον είχα δει…
ΚΟΠΕΛΑ Τον είχες δει ποτέ;!
ΓΥΝΑΙΚΑ Νομίζω… Δηλαδή… Ε, πάνε χρόνια τώρα…
ΚΟΠΕΛΑ Πριν λίγους μήνες ήτανε. Λοιπόν; Του μίλησες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα φυσικά και δεν του μίλησα. Αφού δεν τον ήξερα!
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ανέβηκες να δεις τι κάνει; Εκεί. Στην ταράτσα.
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι να δω; Τι είχε για να δω; [βήχει] Εγώ… Εγώ τον κήπο κοίταζα. Που είχε γκρεμιστεί λίγο ο τοίχος και ήθελε στήριγμα…
ΚΟΠΕΛΑ Κανένας τοίχος δεν έκλεινε τον κήπο… Συρματόπλεγμα υπήρχε… Ναι… Μόνο συρματόπλεγμα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Φοβάμαι ότι ονειρεύεσαι! Κι άλλη φορά το σκέφτηκα. Ό, τι σου έρχεται μου λες!…
ΚΟΠΕΛΑ Και λες πως δεν του μίλησες ποτέ; Εκείνου που έπεσε απ’ την ταράτσα; Εκείνου που είχε βάλει το συρματόπλεγμα στον κήπο;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα φυσικά και όχι. Πώς να μιλήσω σε ξένο άνθρωπο;
ΚΟΠΕΛΑ Ούτε τον πλησίασες καθόλου; Εκείνη τη μέρα που…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, ναι. Λίγο. Τον πλησίασα λίγο…
ΚΟΠΕΛΑ Κι εκείνος, τι έκανε; Δεν ξαφνιάστηκε που σε είδε, δεν τραβήχτηκε μακριά σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα δεν με είδε. Πώς να με δει; Πώς να με δει, χρυσό μου; Πώς νομίζεις ότι μπορούσε να με δει; Κι εσύ, δηλαδή, πώς τα λες αυτά; Εκεί ήσουνα; Δεν ήσουνα! Τότε τι είναι αυτά που μου λες; Ταράτσες, συρματοπλέγματα… Καθόλου δεν καταλαβαίνω τι μου λες…
[η Γυναίκα μαζεύει τους ώμους και ζαρώνει στη θέση της. Έπειτα σταυρώνει τους δείκτες και τους φέρνει στο στόμα σαν να ορκίζεται. Κοιτάζονται. Μετά η Κοπέλα ανασηκώνεται όσο να φτάνει την Γυναίκα και της κατεβάζει απότομα τα χέρια από το στόμα]
ΓΥΝΑΙΚΑ [διστακτικά] Να πούμε κάτι άλλο τώρα; Εγώ για συρματοπλέγματα και αηδίες δεν ξαναμιλάω…
[η Κοπέλα την κοιτάζει σιωπηλή]
ΚΟΠΕΛΑ Θέλεις να φύγω;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι!
ΚΟΠΕΛΑ Θέλεις να μιλήσουμε; Τι άλλο θέλεις να πούμε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Να πούμε… Να πούμε για το πηγάδι; Είχε κι ένα πηγάδι εκεί… Αχ, ναι, για το πηγάδι [κτυπάει παλαμάκια] Για το πηγάδι και για τον κλύδωνα! Έβαζε μια άσπρη πετσέτα στο κεφάλι κι έσκυβε στο πηγάδι… Η Αικατερίνη μας. Στον κλύδωνα… Δεν πήγαινε με τα άλλα κορίτσια στην πλατεία, ντρεπότανε. Έσκυβε λοιπόν στο πηγάδι με την άσπρη πετσέτα της να δει ποιον θα παντρευτεί.
ΚΟΠΕΛΑ Και τον είδε; Τον άνδρα που θα παντρευόταν;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ένα γάιδαρο είδε! [γελάει και πνίγεται στο βήχα] Αλήθεια σου λέω, αυτό είδε. Καλά, μην θυμώνεις. Λοιπόν, είδε έναν ψηλό άντρα με στολή στρατιώτη. Και τον περίμενε. Αλλά αυτός δεν ήταν για εκείνη. Άλλη ήθελε αυτός…
ΚΟΠΕΛΑ Ποια ήθελε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μια άλλη
ΚΟΠΕΛΑ Την βρήκε; Την παντρεύτηκε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Πού θες να ξέρω; Μπορεί και να την παντρεύτηκε [σκύβει προς την Κοπέλα και κάνει κοροϊδευτικές γκριμάτσες και κινήσεις σαν να κοιτάζεται στον καθρέφτη]
ΚΟΠΕΛΑ Τι σημαίνουν τώρα αυτά που κάνεις; Και γιατί με κοιτάς μ’ αυτό το ύφος;
ΓΥΝΑΙΚΑ Για να σε τιμωρήσω που κάνεις πως δεν ξέρεις! Δεν είπαμε ότι δεν θα προσπαθείς να με μπερδέψεις; Αφού το ξέρεις ότι την παντρεύτηκε! Δηλαδή, την άλλη. Όχι την Αικατερίνη. Και να μην με ξαναρωτήσεις γι’ αυτό! Τι άλλο θες να πούμε τώρα;
ΚΟΠΕΛΑ [κουρασμένα] Νομίζω ότι δεν πρέπει… Ας τελειώσουμε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Δηλαδή τι; Να φύγεις; Όχι βέβαια! Δεν θα φύγεις από τώρα! Εξάλλου, δεν είπαμε για τις τριανταφυλλιές. Είχε πολλές τριανταφυλλιές. Όλα τα χρώματα. Ακριβώς κάτω από την κρυψώνα μου. Σου είπα για την κρυψώνα μου; Στην ταράτσα; Εκεί που ξάπλωνα και κρυφοκοίταζα;
ΚΟΠΕΛΑ Στο πεζούλι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, ήταν πολύ φαρδύ. Μετά ξεράθηκαν. Οι τριανταφυλλιές. Όλες. Εκείνη τις ξέρανε. Όταν δεν είχε τίποτα να περιμένει…
ΚΟΠΕΛΑ Όταν…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, τότε…
ΚΟΠΕΛΑ Όταν έπεσε από την ταράτσα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα τι σου λέω τόση ώρα; Έπεσε στις τριανταφυλλιές μου. Δεν πρόσεξα…
ΚΟΠΕΛΑ [σιγανά] Δεν πρόσεξες…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τί δεν πρόσεξα; Α, ναι, δεν πρόσεξα πού τις φύτεψα. Μάλλον αυτό. Και είχαν μεγαλώσει πια. Πολύ όμορφες. Όλα τα χρώματα…
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί δεν την πρόλαβες; Γιατί δεν την κράτησες να μην πέσει;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα τότε εγώ κοιμόμουνα! Σ’ το είπα. Κι εκείνη δεν μπορούσε να περιμένει… Και εσύ γιατί τα ρωτάς όλα αυτά; Τώρα; Νομίζεις ότι είναι σωστό αυτό που κάνεις; Καθόλου σωστό δεν είναι και αν το ήξερα δεν θα ερχόμουνα ποτέ!
ΚΟΠΕΛΑ Εγώ είμαι αυτή που έρχεται…
ΓΥΝΑΙΚΑ Αχ, μα τι σημασία έχουν τώρα αυτά; Ποιος έρχεται, ποιος φεύγει… Εσύ πάντως δεν θα φύγεις τώρα. Αυτό μας νοιάζει… [χασμουριέται] Μάτι δεν έκλεισα χθες το βράδυ… Εσύ; Πού ήσουνα και δεν ήρθες;… Εγώ ήρθα, αλλά δεν πρόλαβα. Δεν ήσουνα εδώ να δεις πώς με τραβολογούσανε πάλι. Κι εγώ τις έδερνα. Εκείνες λέω, με τα άσπρα, που με τραβολογούσαν. Μόνο που μετά χτύπησα κι εγώ, να εδώ [δείχνει το μέτωπό της] Βλέπεις; Εδώ.
[Η Κοπέλα σηκώνεται, πάει στο παράθυρο κι ανοίγει τις κουρτίνες. Δυναμώνει το φως στη σκηνή. Η Γυναίκα δείχνει να δυσφορεί. Κλείνει τα μάτια της]
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε! Τι κάνεις; Γιατί ανοίγεις τις κουρτίνες; Δεν τελειώσαμε ακόμα [καλύπτει με τα χέρια τα κλειστά της μάτια] Σου έλεγα ότι με κτύπησαν…
ΚΟΠΕΛΑ Τελειώσαμε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα τι έχουμε πει; Δεν ακούς τι λέμε; Οι κανόνες;…
ΚΟΠΕΛΑ Τελειώσαμε!
ΓΥΝΑΙΚΑ [κατεβάζει τα χέρια απ’ τα μάτια και μαζεύεται στο κάθισμά της] Να σου πω… Κρυώνω λίγο σήμερα.
[Η Κοπέλα έχει γυρισμένη την πλάτη, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο]
ΓΥΝΑΙΚΑ Με άκουσες; Είπα ότι κρυώνω λίγο σήμερα…
[η Κοπέλα κλείνει τις κουρτίνες και επιστρέφει στη θέση της. Η Γυναίκα δεν την κοιτάζει πια. Φέρνει τις παλάμες κοντά στο πρόσωπό της και απορροφάται παρατηρώντας τα δάκτυλά της]
ΓΥΝΑΙΚΑ Έχω ακόμα λεπτά δάκτυλα, δες. Πάντα αγόραζα φτηνά τα δακτυλίδια μου γιατί δεν έβρισκαν πού να πουλήσουν τόσο μικρά στολίδια. Δες!
[τείνει το χέρι στην Κοπέλα. Αυτή το πιάνει και το κρατάει σφικτά. Η Γυναίκα το τραβάει απότομα και το φέρνει πάλι κοντά στο πρόσωπό της]
ΚΟΠΕΛΑ Αν λες ότι κρυώνεις, πρέπει να φύγεις. Έχει παγωνιά. Εδώ.
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι. Φέρε μου εκείνη τη σομπίτσα, δεν είχαμε μια σομπίτσα; Φέρε την να την βάλεις εδώ, κοντά μου. Απλώς κρυώνω. Μην με κοιτάς έτσι. Απλώς κρυώνω. Θέλω να μιλήσουμε. Δεν θα χαλάσουμε το πρόγραμμά μας επειδή κρυώνω λίγο. Όταν χαλάμε το πρόγραμμα μας… Δηλαδή, κάθε φορά που χαλάμε το πρόγραμμά μας, μετά εγώ αρχίζω να μπερδεύομαι.
ΚΟΠΕΛΑ Τι μπερδεύεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ξέρω κι εγώ; Να, καμιά φορά με μπερδεύει ο χρόνος. Πότε σου είπα ότι πέθαναν οι γονείς μου;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν μου είπες
ΓΥΝΑΙΚΑ Τώρα κρυώνω πάλι…
ΚΟΠΕΛΑ Τώρα δεν θες να μιλήσεις πάλι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μη νευριάζεις!
ΚΟΠΕΛΑ Δεν νευριάζω… Οι γονείς σου…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, πέθαναν. Κάποτε. Απλώς πέθαναν.
ΚΟΠΕΛΑ Ο πατέρας σου…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, ναι, ο πατέρας μου… Πέθανε. Τη μέρα που γεννήθηκα εγώ. Πνίγηκε. Στη θάλασσα. Μπήκε με το άλογό του στη θάλασσα και πνίγηκε. Και τότε γεννήθηκα εγώ. Την ίδια μέρα. Είχε πιει πολύ, λέγανε. Έτσι λέγανε. Εγώ δεν ξέρω. Δεν τον είχα γνωρίσει… Απλώς… Τότε έγινε. Αυτό που σου έλεγα, δηλαδή. Τότε ήταν που μαγεύτηκε το σπίτι.
ΚΟΠΕΛΑ Τι θα πει, μαγεύτηκε το σπίτι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν ξέρω… Να, η κατάρα… Έπεσε μια κατάρα. Έτσι λέγανε. Κι εγώ… Εγώ, έπρεπε μετά να τα κάνω όλα μόνη μου, κατάλαβες; Να μεγαλώσω, να μπω στο σπίτι, να βρω ένα κρεβάτι. Όλα. Όλα μόνη μου.
ΚΟΠΕΛΑ Η μάνα σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Η μάνα μου δεν μ’ έβλεπε. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Εξάλλου, η μάνα μου δεν έβλεπε και πολλά πράγματα. Γιατί ξέρεις τι έκανε; Ξέρεις; Την πλούσια έκανε…
ΚΟΠΕΛΑ Τι θα πει έκανε την πλούσια;
ΓΥΝΑΙΚΑ Θα πει ότι δεν έκανε τίποτα. Μπροστά στον αργαλειό πέρασε τη ζωή της. Ψωμί δεν είχαμε να φάμε, κι εκείνη [τραγουδιστά] τάκου τάκου ο αργαλιός μου… Κατάλαβες;… Γιατί με κοιτάς έτσι; Ε, μετά πέθανε κι αυτή. Κι όταν πέθανε κι αυτή, εγώ έπιασα και μάζεψα το κρεβάτι τους. Ένα τεράστιο κρεβάτι. Κι ένα σεντούκι. Δεν το άνοιξα. Τα έβαλα όλα στην αποθήκη. Εκεί θα είναι ακόμα…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν γίνεται να είναι εκεί…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, και πού να πήγαν; Εκεί θα είναι… Εσύ, δηλαδή, δεν τα θυμάσαι;
ΚΟΠΕΛΑ Θυμάμαι ένα μεσημέρι που μαγείρευες στην κουζίνα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, ναι. Μαγείρευα. Πολλές φορές μαγείρευα. Από μικρή. Αν δεν μαγείρευα εγώ, δεν θα τρώγαμε… [σκύβει προς το μέρος της Κοπέλας. Βάζει την παλάμη πλάι στο στόμα] Έλα εδώ. Θέλω να σου πω κάτι. Αλλά θα μείνει μεταξύ μας. Έλα πιο κοντά, μην μας ακούσουν. Εκείνο το μεσημέρι… Για εκείνο το μεσημέρι δεν λες; Έκανε πολλή ζέστη! Κατακαλόκαιρο, σου λέω. Ζεσταινόμουνα, με τύφλωνε ο ιδρώτας και το φαΐ κόχλαζε στη φωτιά. Κι εκείνη ήρθε μες στα πόδια μου για να τηγανίσει ένα αυγό. Στην γκαζιέρα… Η Αικατερίνη. Έτσι έγινε… Κατάλαβες; [τραβιέται μακριά απ’ την Κοπέλα, κάθεται κανονικά στη θέση της και σταυρώνει τα χέρια] Έτσι έγινε. Επειδή εκείνη καθόταν εκεί… Δίπλα μου. Ήθελε να τηγανίσει ένα αυγό. Κι εγώ ήμουνα πολύ θυμωμένη και ήθελα να φύγει. Και μου έπεσε το μπουκάλι με το πετρέλαιο απ’ τα χέρια. Έτσι, χωρίς να το θέλω… Δεν μπορούσα να το κρατήσω, γλιστρούσε από τα χέρια μου. Και φούντωσε η φλόγα. Κι εκείνη δεν είχε φύγει. Καθόταν ακόμα εκεί, δίπλα. Σημαδεύτηκε κι αυτή… Η Αικατερίνη. Ε, μετά κλείστηκε στο σπίτι. Δεν ήθελε να την βλέπει κανείς, έκλαιγε, έκλαιγε. Η μάνα μου πήρε όλους τους καθρέφτες και τους έκρυψε. Τσάμπα κόπος! Η Αικατερίνη δεν έβλεπε πια. Η κατάρα, όπως σου είπα. Δηλαδή, τα μάγια. Γιατί δεν μιλάς;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν την τύφλωσε η κατάρα… Εσύ την τύφλωσες…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα τι σου λέω τόση ώρα; Δεν ακούς τι σου λέω; Πώς νομίζεις ότι μου γλίστρησε, δηλαδή, το μπουκάλι; Πώς μου έπεσε απ’ τα χέρια χωρίς να το θέλω;
ΚΟΠΕΛΑ Το ήθελες…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα φυσικά και δεν το ήθελα, τι βλακείες είναι αυτές που λες; Αφού δεν έφταιγα εγώ! Όπως σου είπα…
ΚΟΠΕΛΑ Και μετά; Όταν την έβλεπες έτσι, τι ένιωθες; Την λυπόσουνα; Αυτό μόνο;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όλοι την λυπόμαστε. Κι ο αρραβωνιαστικός της τη λυπότανε. Αλλά μετά έφυγε. Δεν μπορούσε να μείνει, έτσι είπε. Και η Αικατερίνη έβγαινε το βράδυ στην ταράτσα και τον περίμενε. Έτσι νομίζω, δηλαδή. Έκλαιγε, έκλαιγε. Και μετά με φώναζε. Προσπαθούσε να βρει την κρυψώνα μου. Παραπατούσε κι έψαχνε στήριγμα. Στο τοίχο συνήθως. Καμιά φορά και στο πεζούλι. Την φώναζα κι εγώ, της μιλούσα, σιγανά όμως, κι αυτή ερχόταν ψαχουλευτά εκεί που άκουγε τη φωνή. Αλλά εγώ είχα φύγει πια από εκεί. Κι εκείνη έκλαιγε. Μετά… Μετά, με παρακαλούσε να την πάω στο κρεβάτι της. Ε, τότε έβγαινα κι εγώ απ’ την κρυψώνα μου...
ΚΟΠΕΛΑ Επειδή τη λυπόσουνα… Επειδή λυπόσουνα… Αυτό μου λες… Γι’ αυτό έβγαινες από την κρυψώνα σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Τίποτα! Τίποτα δεν ακούς! Για να μ’ αφήσει πια ήσυχη! Γι’ αυτό έβγαινα. Για να μην με κυνηγάει! Δεν άντεχα να με κυνηγάει… Με κυνηγούσε συνέχεια… Κι εγώ… Κι εγώ δεν ήθελα να την βλέπω… Επειδή τη φοβόμουνα… Φοβόμουνα, κατάλαβες; Έτρεμα απ’ το φόβο μου. Η κατάρα. Ξέρεις τι είναι η κατάρα; Ξέρεις. Αυτό που σκοτεινιάζει ο τόπος και πρέπει να προσέχεις πάρα πολύ…
[παύση. Η Κοπέλα σκύβει το κεφάλι και η Γυναίκα την κοιτάζει ερευνητικά]
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι κάνεις τώρα εκεί; Κλαις; Θα με αναγκάσεις να φύγω και να μην ξαναέρθω! Σταμάτα! Σταμάτα τώρα! Ακούς; Τώρα!
ΚΟΠΕΛΑ [σιγανά] Δεν κλαίω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τότε ποιος κλαίει; Κάποιος κλαίει εδώ μέσα. Κοίτα την ζακετούλα μου! Μούσκεμα έχει γίνει… Αφήνουν λεκέδες τα δάκρυα; Πρέπει να την πλύνω αμέσως… Και μετά θα πάω να ξαπλώσω. Άρχισα να νυστάζω. Βαρέθηκα κιόλας… [παύση] Γιατί δεν μιλάς; Κάτι σκέφτεσαι! Για μένα είναι;
ΚΟΠΕΛΑ Σκεφτόμουνα… Τι θα είχε γίνει άραγε αν δεν πνιγόταν ο πατέρας σου…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και πού θες να ξέρω εγώ τι θα είχε γίνει; Αυτός, πάντως πέθανε. Πνίγηκε, όπως σου είπα.
ΚΟΠΕΛΑ Και τότε μαγεύτηκε το σπίτι… Έτσι μου λες…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, ναι. Τότε ήταν. Κι εγώ έπρεπε να προσέχω πάρα πολύ…
ΚΟΠΕΛΑ Τι; Τι έπρεπε να προσέχεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ακριβώς δεν ξέρω να σου πω. Δηλαδή… Ε, να, επειδή θέλανε με σκοτώσουν...
ΚΟΠΕΛΑ Ποιος ήθελε να σε σκοτώσει;
ΓΥΝΑΙΚΑ Με κουράζεις, το ξέρεις; Τι λέμε τόση ώρα; Ο πεθαμένος μπήκε με το άλογό του στη θάλασσα και τότε γεννήθηκε ένα μωρό. Εγώ. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι το μωρό ήταν καταραμένο! Γι’ αυτό κι η μάνα μου με φοβόταν. Δεν με ήθελε. Σαν το χιόνι ήταν το χέρι της όταν με άγγιζε. Μπρρ, ακόμα το θυμάμαι κι ανατριχιάζω… Επειδή την άφησα χήρα, φυσικά.
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ήσουνα εσύ που την άφησες χήρα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και τότε, ποιος ήταν; Είδες εσύ κανένα άλλο μωρό στα χέρια της όταν έμαθε πως πνίγηκε ο άντρας της; Την είδες να πετάει κανένα άλλο μωρό απ’ τα χέρια της και να τρέχει σαν τρελή, πάνω κάτω στο δωμάτιο, πάνω κάτω; Δεν την είδες. Άρα μην λες ό,τι σου ‘ρθει. Να σκέφτεσαι πριν μιλήσεις…
ΚΟΠΕΛΑ Λες ότι η μάνα σου σε φοβότανε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι! Αυτό λέω! Με φοβότανε, δεν μ’ έβαζε μέσα στο σπίτι. Στρώνανε κάτι πανιά στην ταράτσα και με αφήνανε εκεί. Με ξεχνάγανε. Ώρες ολόκληρες με ξεχνάγανε. Όργωσα την ταράτσα. Με την πλάτη και τα γόνατά μου την έμαθα…
ΚΟΠΕΛΑ Αυτό δεν είναι αλήθεια…
ΓΥΝΑΙΚΑ Βεβαίως και είναι αλήθεια! Απλώς εγώ δεν πέθανα, γι’ αυτό νομίζεις ότι δεν είναι αλήθεια. Κατάφερα να μην πεθάνω και… [σπάει η φωνή της σε κάτι σαν λυγμό ή λόξυγκα]
ΚΟΠΕΛΑ [ανασηκώνεται] Θέλεις να…
ΓΥΝΑΙΚΑ [κάνει μια κίνηση σαν να απωθεί κάτι βίαια] Όχι τίποτα δεν θέλω… [σκύβει το κεφάλι, χαμηλώνει η φωνή της] Τώρα πια… Τίποτα… Τίποτα δεν είχα, μόνη μου έπρεπε να τα κάνω όλα… Μια μικρή, μικρή θεσούλα. Να βρω. Στο μεγάλο σπίτι. Αυτό έπρεπε να κάνω… Γιατί δεν μπορούσα να φύγω από εκεί, πού να πήγαινα αν έφευγα;… Πού να… [παύση] Να σου πω… Γιατί με έφερες εδώ; Τι είναι εδώ που καθόμαστε; Ε; Τι είναι εδώ; Μυρίζει άσχημα. Σαν να είναι γεμάτο ανθρώπους που πονάνε [κοιτάζει γύρω της] Σαν να είναι γεμάτο από… Πώς το λένε αυτό που… [στρέφεται προς την Κοπέλα] Γιατί δεν μιλάς; Τι κάνεις τώρα εκεί; Δεν βλέπω τι κάνεις. Γράφεις; Γράφεις αυτά που σου λέω; Τι έγραψες; Πες μου τι έγραψες μέχρι τώρα.
ΚΟΠΕΛΑ [σιγανά] …γιατί δεν μπορούσες να φύγεις…… στο σπίτι… να το κάνει δικό της…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι είπες; Δεν άκουσα… Κάτσε, κάτι θέλω να κάνω εδώ και δεν μπορώ… [κάνει να σηκωθεί στο κάθισμα της και πέφτει βαριά πίσω. Προσπαθεί να ξαναβολευτεί] Τι είναι αυτό το πράγμα που με έχουν βάλει να κάθομαι; Γιατί δεν μπορώ να σηκωθώ;
ΚΟΠΕΛΑ Πρόσεξε! Θα πέσεις!…
ΓΥΝΑΙΚΑ Γιατί να πέσω; Ποιος ο λόγος να πέσω; Απλώς τώρα δεν μπορώ να σηκωθώ. Αυτό είναι όλο. Μετά, άμα θέλω, θα σηκωθώ Βαρέθηκα, όμως. Έτσι. Εδώ [συνεχίζει την προσπάθεια να βολευτεί] Λοιπόν; Τι σου έλεγα πριν;
ΚΟΠΕΛΑ Για το σπίτι, λέγαμε… Που σε άφηναν στην ταράτσα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι. Φτάνει. Τώρα θα πούμε για μένα. Ήμουνα όμορφη;
ΚΟΠΕΛΑ Έτσι νομίζω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ήμουνα όμορφη. Κι ας μην μου το είπε ποτέ κανείς. Ακόμα κι όταν έπεσε το μαγκάλι επάνω μου ήμουν όμορφη. Σ’ το είπα; Η Αικατερίνη το είχε αφήσει στην άκρη της ρεμπάρτας κι έπειτα με φώναξε ν’ ανέβω. Το έκανε για να πέσει το μαγκάλι επάνω μου…
ΚΟΠΕΛΑ Αυτό δεν είναι αλήθεια…
ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εσύ πού το ξέρεις;
ΚΟΠΕΛΑ Το ξέρω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Να μην το ξέρεις! Γιατί εγώ σου λέω ότι έτσι έγινε! Και μετά η μάνα μου καθόταν κι έκλαιγε. Είχε αγκαλιάσει την Αικατερίνη κι έκλαιγαν. Μαζεύτηκε κόσμος απ’ τις φωνές κι αυτή ακόμα έκλαιγε. Κι έπειτα με πήγαν στο νοσοκομείο. Αυτά.
ΚΟΠΕΛΑ Η μάνα σου είχε αφήσει το μαγκάλι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Και πού θες να ξέρω; Εγώ ήμουνα στο κάτω πάτωμα κι άκουσα να με φωνάζουν. Ανέβηκα τρέχοντας.
ΚΟΠΕΛΑ Τι σου φώναξαν;
ΓΥΝΑΙΚΑ Να κάτσω φρόνιμη, γιατί αυτές είχαν δουλειά επάνω. Τελειώσαμε πια με αυτό το μαγκάλι; Τι με κοιτάς έτσι; Τελειώσαμε;
ΚΟΠΕΛΑ Τελειώσαμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ Ωραία. Γιατί ήθελα να σου πω για τον αρραβωνιαστικό της Αικατερίνης.
ΚΟΠΕΛΑ Εκείνον με τη στολή…
ΓΥΝΑΙΚΑ Εκείνον. Που δεν την παντρεύτηκε. Τι έκανε, λοιπόν; Εσύ τι λες ότι έκανε; Μήπως έφυγε; Μήπως έριξε μαύρη πέτρα πίσω του;…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ξέρω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Φυσικά και ξέρεις! Δεν το ξέρεις ότι τον είχα ερωτευτεί εγώ; Βεβαίως! Τον είχα ερωτευτεί. Έφυγε, λοιπόν.
ΚΟΠΕΛΑ Έφυγε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Έφυγε. Όταν χάλασε ο αρραβώνας. Ξέρεις γιατί χάλασε, δεν ξέρεις; Φυσικά και ξέρεις, γι’ αυτό είσαι θυμωμένη…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν είμαι θυμωμένη
ΓΥΝΑΙΚΑ Καλά, δεν έχει και πολλή σημασία τώρα αυτό. Πάντως χάλασε ο αρραβώνας. Εκείνος, όπως σου είπα, τη λυπότανε. Πολύ την λυπότανε. Η Αικατερίνη όλο έκλαιγε κι αυτός της κρατούσε τα χέρια, τους έβλεπα. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ήταν η στολή, βλέπεις… Δεν γινόταν στολή και σημαδεμένη αρραβωνιαστικιά, γινόταν; Δεν γινόταν. Έφυγε, λοιπόν. Μάζεψε τα πράγματά του κι έφυγε.
ΚΟΠΕΛΑ Από πού έφυγε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα από το σπίτι μας! [έντονα] Ε, τι θα κάνουμε τώρα; Πάλι από την αρχή θα τα πούμε; Λοιπόν. Εμείς είχαμε ένα μεγάλο σπίτι. Πολύ μεγάλο. Περισσεύανε τα δωμάτια. Έτσι ήρθε να μείνει εκεί. Κι άλλοι ήρθανε. Κάτι μαθητές απ’ το γυμνάσιο, δεν μας νοιάζουν τώρα αυτοί. Μας δίνανε λεφτά κι έτσι ζούσαμε. Κάτι μας έδινε κι εκείνος ο χωροφύλακας, ο αδελφός του πατέρα μου, και τα βολεύαμε. Μετά θα σου πω και γι’ αυτόν. Το χωροφύλακα. Τι έλεγα; Α, ναι. Του δώσαμε το καλύτερο δωμάτιο. Η στολή, βλέπεις. Μεγάλη υπόθεση η στολή! Κι έπειτα τα μαγειρέψανε αυτές οι δυο. Η Αικατερίνη του σιδέρωνε τη στολή, του έπλενε τα ρούχα, του πήγαινε το φαγητό στο δωμάτιο. Κι η μάνα μου [τραγουδιστά] τάκου τάκου ο αργαλειός μου… Χιλιόμετρα το φαντό για τα σεντόνια, τα τραπεζομάντιλα… Κατάλαβες; Έτσι έγινε.
ΚΟΠΕΛΑ Δηλαδή, δεν την αγαπούσε την Αικατερίνη. Αυτό θες να πεις…
ΓΥΝΑΙΚΑ Δίπλα-δίπλα ήταν τα δωμάτιά τους. Τους έβλεπα από την κρυψώνα μου. Όχι ότι κάνανε και τίποτα. Μιλάγανε. Μετά βέβαια, δεν ξέρω τι κάνανε. Σου λέω ό,τι έβλεπα εγώ.
ΚΟΠΕΛΑ Και…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και, τίποτα. Ήρθε μια μέρα ο θείος μου, ο χωροφύλακας, κρατούσε κι ένα λαγό που είχε σκοτώσει όπως ερχότανε με το υπηρεσιακό… Ξέρεις πώς τους σκοτώνανε τους λαγούς; Τους τυφλώνανε με τα φώτα του αυτοκινήτου, τρομάζανε αυτοί και δεν σαλεύανε, στη μέση του δρόμου, κι έπειτα να ‘σου κάτω ο λαγός. Με το αυτοκίνητο. Στο κεφάλι. Αλλιώς δεν θα ήταν νόστιμο το κρέας τους. Μαγειρέψανε, λοιπόν, τον λαγό και αυτό ήτανε. Αρραβωνιάστηκαν. Πού να ξέρω εγώ αν την αγαπούσε;… Εγώ σου λέω ό, τι έβλεπα. Ούτε μισή μπουκιά λαγό δεν έφαγα. Πήγα στην ταράτσα, στην κρυψώνα μου, και ξέρναγα όλο το βράδυ. Έτσι, στη μνήμη του λαγού! [σηκώνει το χέρι και το φέρνει προς το μέρος της Κοπέλας, σαν να κρατούσε ποτήρι για να το τσουγκρίσουμε] Καλά δεν λέω; Στη μνήμη του λαγού! [πάει να γελάσει κι αρχίζει να βήχει] Αρραβωνιάστηκαν, λοιπόν… Μετά, γίνανε όλα τ’ άλλα και στο τέλος εκείνος έφυγε… Όπως σου είπα.
ΚΟΠΕΛΑ Και ξαναγύρισε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, ναι, ξαναγύρισε. Χρόνια μετά… [παύση] Και τι μπορούσα να του πω τότε εγώ; Άργησες; Αυτό να του έλεγα; Και να σκεφτείς ότι τότε ήμουνα μόνη πια στο σπίτι. Σ’ ολόκληρο το σπίτι, μόνη μου. Ό, τι ήθελα θα μπορούσα να του είχα πει. Να τον ρωτήσω, για παράδειγμα, γιατί γύρισες; Εμένα αγαπούσες;… Απλώς δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα… Παντρευτήκαμε, λοιπόν. Λυπητερός γάμος. Δεν είχε τραγούδια, δεν είχε χορούς. Ένα μεγάλο, πολύ μεγάλο τραπέζι στον κήπο. Χωρίς καλεσμένους. Κανείς δεν καθότανε στο τραπέζι με το λινό τραπεζομάντιλο. Στον κήπο μας. Ανάμεσα στ’ αγριόχορτα. Με τον αέρα να στροβιλίζει το χώμα και τα ξερόφυλλα…
ΚΟΠΕΛΑ Όχι… Δεν έγινε έτσι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Έτσι έγινε. Κι όλα τα χρόνια έτσι γινόταν. Χώμα και ξερόφυλλα… Κι η μάνα μου… Καλά, τίποτα. Τελειώσαμε. Να φύγω τώρα;
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί μου είπες ότι άργησε; Εκείνος με τη στολή. Ο άντρας σου…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τίποτα. Έτσι μου ήρθε και το είπα.
[η Κοπέλα την κοιτάζει επίμονα. Η Γυναίκα δείχνει αναστατωμένη. Η Κοπέλα τραβάει το βλέμμα της και το στρέφει στα σκόρπια χαρτιά, στο τραπέζι]
ΚΟΠΕΛΑ Καλά λοιπόν. Τι άλλο θέλεις να πούμε; Να μιλήσουμε για την μάνα σου; Θέλεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι να πούμε για την μάνα μου; Εκείνη έκανε την πλούσια, δεν σ’ το είπα;
ΚΟΠΕΛΑ Ήταν πλούσια…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα φυσικά χρυσό μου, το ίδιο λέμε, ήταν πλούσια! Πού το βρήκαμε το σπίτι; Μετά σκόρπισαν σαν τ’ άχυρα στον αέρα τα πλούτια της. Πέθανε κι ο πατέρας της απ’ τον καημό του που κακόπεσε η μοναχοθυγατέρα του. Ήθελε, λέγανε, να σκοτώσει τον πατέρα μου, αλλά δεν πρόλαβε, νταμπλάς του ήρθε, με το όπλο στο χέρι τον βρήκανε. Εδώ έξω, στον κήπο μας κρυβότανε, εκεί τον βρήκαν.
ΚΟΠΕΛΑ Κι η μάνα σου; Του θύμωσε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Η μάνα μου, η μάνα μου! Σε ποιον να πρωτοθυμώσει; Κι έπειτα αυτή δεν μίλαγε. Όπως σου είπα. Κι όταν πέθανε ο πατέρας της, αυτή καθόταν και χτένιζε τα μαλλιά της στον καθρέφτη. Γι’ αυτό σου λέω. Χτενίζουν τα μαλλιά τους στον καθρέφτη με πεθαμένο στο σπίτι; Δεν τα χτενίζουν. Μεγάλη γρουσουζιά! Ε, μετά το πλήρωσε κι αυτή… Κι ας μην της το ‘χε κανείς ότι θα πλήρωνε τόσο ακριβά… Που ήταν έτσι, μοσχαναθρεμμένη…
ΚΟΠΕΛΑ Ήταν όμορφη η μάνα σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όμορφη; Πφφ! Αν την έβλεπε και λίγο ο ήλιος, κάτι θα έλεγε. Κάτασπρη, σαν το χιόνι. Και τα μαλλιά της, μετάξι. Μέχρι τα πόδια της φτάνανε. Εγώ την έλουζα. Με νερό βρασμένο με δαφνοκούκουτσα, λάμπανε τα μαλλιά της. Μετά λουζόμουνα κι εγώ με τ’ απόνερα. Για να μην ξανακουβαλάω τόσο δρόμο κουβάδες με νερό, από την κουζίνα μέχρι το πλυσταριό. Αλλά όμορφη όχι, δεν ήταν. Σαν να μην είχε αίμα μέσα της… Ήταν σαν κούκλα της βιτρίνας… Ήθελα να την σπάσω να δω από τι ήταν φτιαγμένη. Αλλά δεν το έκανα, φυσικά…
ΚΟΠΕΛΑ Πότε πέθανε; Θυμάσαι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Πότε πέθανε η μαμά μου; Δεν την θυμάμαι να έζησε πολύ μετά την Αικατερίνη. Πρέπει να πέθανε λίγα χρόνια μετά απ’ όταν πέταξε το πουλάκι της απ’ την ταράτσα. Το στραβοπούλι της… Φαίνεται πως τα είχε χάσει, κιόλας. Εμένα, ούτε που γνώριζε… Αικατερίνη με φώναζε. Κι εγώ δεν απαντούσα, φυσικά…
ΚΟΠΕΛΑ Πώς πέθανε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, όπως πεθαίνουν όλοι.
ΚΟΠΕΛΑ Εσύ τι έκανες όταν πέθαινε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι και σπουδαία πράγματα... Καθόμουνα λίγο πιο ‘κει και την κοίταζα. Έβραζα και το στάρι για τα κόλλυβα στην κουζίνα…
ΚΟΠΕΛΑ Έβραζες τα κόλλυβα πριν πεθάνει;…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, και λοιπόν; Πότε να τα έβραζα; Δεν πήγαινα δα και μακριά. Όπως ξέρεις, εκεί δίπλα απ’ την κάμαρά της ήταν η κουζίνα. Βέβαια χρειάστηκε να τα βράσω δυο φορές, γιατί εκείνη δεν πέθαινε…
ΚΟΠΕΛΑ Κι εκείνη; Σε έβλεπε; Για να σε βλέπει το έκανες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι βέβαια, χρυσό μου! Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα; Γιατί να της το κάνω αυτό; Όχι, εκείνη δεν έβλεπε τίποτα. Είχε βέβαια τα μάτια ανοιχτά, αλλά δεν έβλεπε. Απλώς… Να, κούναγε συνεχώς τα χέρια της. Σαν να έδειχνε σε κάποιον πόσο μεγάλο ήταν το σπίτι ή σαν να ύφαινε κάτι πολύ μεγάλο. Κατάλαβες; Αυτό έκανε. Μίλαγε με τα χέρια της. Σε ποιον μίλαγε τώρα, τρέχα γύρευε. Πάντως όχι σε εμένα. Αυτό είναι σίγουρο!
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί είναι σίγουρο;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα δεν ακούς τι σου λέω; Είναι ζήτημα να είπε εκατό λέξεις όλες κι όλες στη ζωή της και καμιά σ’ εμένα…
ΚΟΠΕΛΑ Τι έκανες μετά που πέθανε η μάνα σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όπως σου είπα, παντρεύτηκα. Όμως μην κάθεσαι έτσι σκυφτή. Νομίζω ότι αυτό με κουράζει. Που δεν βλέπω καθαρά το πρόσωπό σου. Ίσιωσε την πλάτη και βάλε τα χέρια επάνω στο τραπέζι. Να τα βλέπω. Να ξέρω τι κάνεις…
ΚΟΠΕΛΑ Μετά από πόσο καιρό παντρεύτηκες;
[η Γυναίκα σωπαίνει σκεφτική]
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, τι να σου πω τώρα; Δεν θυμάμαι. Πάντως δεν πέρασε πολύς καιρός. Ήταν και χρόνια άρρωστη. Η μάνα μου, λέω…
ΚΟΠΕΛΑ Κι εκείνος ήρθε να σε πάρει μακριά απ’ όλα αυτά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Έτσι έλεγε. Του άρεσε να το λέει. Καλός άνθρωπος ήτανε. Μόνο που άργησε… Δηλαδή, ήταν πια αργά [παύση] Εγώ… Να, δεν ξέρω αν σ’ το είπα… Εγώ προσπαθούσα να τα διορθώσω… Την κατάρα, κατάλαβες; Τα μάγια… Έπιανα και καθάριζα, καλά-καλά, αυτά που έκαναν τα μάγια, κατάλαβες; Όλα… Ό, τι πονούσε… Όποιον πονούσε… Πονούσε… Γιατί…
[Η Κοπέλα σκύβει προς το μέρος της Γυναίκας. Η Γυναίκα την αποφεύγει με μια απότομη κίνηση]
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι; Τι θέλεις; Γιατί προσπαθείς να μ’ αγκαλιάσεις; Αυτό είναι εντελώς λάθος! Αυτό…
ΚΟΠΕΛΑ Πότε έγινε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Πότε έγινε τι;
ΚΟΠΕΛΑ Πες μου, πότε έγινε; Εκείνο. Πότε έγινε και άργησε ο άντρας σου. Που ήρθε να σε σώσει… Πρέπει να μου πεις…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τίποτα! Τίποτα δεν θα σου πω γιατί άρχισες πάλι να κλαις!
ΚΟΠΕΛΑ Δεν κλαίω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Εμένα μου λες;! Τη ζακετούλα μου κοίτα. Άχρηστη έγινε απ’ τα δάκρια. Ό, τι σου ‘ρθει κάνεις! Έχεις ξεχάσει όλα όσα είχαμε συμφωνήσει. Δεν θα ξανάρθω!
ΚΟΠΕΛΑ Εγώ είμαι αυτή που έρχομαι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εγώ αυτή που φεύγω. Φεύγω τώρα. Κάνε ό, τι θέλεις με τις κουρτίνες. Δεν με νοιάζει [κάνει να στρίψει το αναπηρικό καρότσι και μετανιώνει. Επανέρχεται στη θέση της] Γιατί φοράς μαύρα; Καθόλου δεν σου πάνε. Είσαι κι εσύ μελαχρινή. Σαν κι εμένα. Άκου με που σου λέω. Εμείς δεν πρέπει να φοράμε μαύρα. Μας ασχημαίνουν. Κατσιβελάκι με λέγανε. Σ’ αφήσανε οι κατσίβελοι στην πόρτα μας. Έτσι μου λέγανε. Κι εκείνη… Τίποτα. Εκείνη… Τίποτα [τραγουδιστά] Τάκου τάκου ο αργαλειός μου… [παύση] Την αγαπούσα, άραγε;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ξέρω. Την αγαπούσες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα, να σου πω… Ούτε που θυμάμαι… Μάλλον τη φοβόμουνα… Που ήταν έτσι άσπρη και παγωμένη. Αυτό. Αυτό μάλλον…
[παύση. Η Γυναίκα χασμουριέται]
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι νύστα είναι αυτή! Λες να καταφέρω να κοιμηθώ απόψε;
ΚΟΠΕΛΑ Θα κοιμηθείς, μη φοβάσαι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Κι εσύ θα φύγεις; Πού θα πας μες στη νύχτα; Γιατί δεν ξαπλώνεις εδώ, δίπλα μου; Να, έχει χώρο…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν θα φύγω, μην φοβάσαι.
ΓΥΝΑΙΚΑ Σ’ το λέω γιατί μπορεί να μην σε προλάβω πάλι [χασμουριέται] Όπως την άλλη φορά… Που με τραβολογούσαν… Γιατί κάτι θέλω να σου πω… Δεν θυμάμαι… Είναι που νυστάζω τώρα, κατάλαβες; Γι’ αυτό…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν θα φύγω, μην φοβάσαι.
Η Γυναίκα χασμουριέται πάλι. Η Κοπέλα γέρνει κοντά της. Χαμηλώνουν τα φώτα. Σκοτάδι
Δεύτερη σκηνή
Ο ίδιος χώρος. Ακούγονται φωνές απ’ έξω. Ανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Νοσοκόμα και η Προϊσταμένη
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Δηλαδή πόσες φορές πρέπει να το πω; Δεν θα την αφήνετε να τριγυρίζει μόνη της! Ποτέ! Κατάλαβες; Ποτέ! Η γυναίκα αυτή είναι επικίνδυνη να σκοτώσει ή να σκοτωθεί! Μας την έφεραν εδώ γιατί είναι επικίνδυνη! Και μέχρι να την πάρουν είμαστε υπεύθυνοι αν πάθει τίποτα! Θα μας τρέχουν! Τι πρέπει να γίνει για να το καταλάβετε;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Μα δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται κάθε φορά, κανείς δεν την βλέπει…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Σε παρακαλώ! Σε παρακαλώ πολύ! Πώς γίνεται να διασχίζει όλο τον όροφο και να μην την βλέπει κανείς; Και δεν μου λες, ποιος την έβγαλε απ’ το κρεβάτι;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Δεν ξέρω…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Τι θα πει δεν ξέρεις; Εσύ πού ήσουνα;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Εκεί γύρω…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Εκεί γύρω! Μάλιστα! Και πώς βγήκε η γυναίκα απ’ το κρεβάτι; Είχαμε ξεχάσει να βάλουμε τα προστατευτικά στο κρεβάτι, έτσι; Και δεν προσέχαμε την ασθενή γιατί ήμασταν κι εκεί γύρω και …
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Όχι, η Λίτσα την βρήκε. Είχε βγάλει τα κάγκελα…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Ποια είναι πάλι αυτή η Λίτσα που έβγαλε τα κάγκελα;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Όχι, όχι, δεν τα έβγαλε η Λίτσα τα κάγκελα, η Λίτσα είναι η καινούργια καθαρίστρια, δεν την ξέρετε; Έτσι την βρήκε, είχε βγάλει τα κάγκελα και είχε σηκωθεί…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Μπορώ επιτέλους να μάθω ποιος έβγαλε τα κάγκελα, όπως τα λες; Μπορείς να βάλεις ένα υποκείμενο στη φράση σου;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ένα τι; Α, ναι. Δεν ξέρω. Τα κάγκελα ήταν βγαλμένα όταν μπήκε η Λίτσα στο θάλαμο…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Μάλιστα. Κι επειδή εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα απ’ ό, τι μου λες, πες στη Λίτσα να τσακιστεί να έρθει στο γραφείο μου. Κατάλαβες; Να τσακιστεί! Και μ’ εσένα θα τα ξαναπούμε!
[Η Προϊσταμένη φεύγει κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Μετά από λίγο, μισανοίγει η πόρτα και μπαίνει η Καθαρίστρια]
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Τι σου είπε;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Μ’ εσένα τα ‘βαλε.
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Μ’ εμένα; Και γιατί;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Δεν ξέρω. Είπε να τσακιστείς να πας στο γραφείο της…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Εγώ;!
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ναι, έτσι είπε
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Γιατί εγώ;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Έλα καημένη, τώρα. Θα σου πει εκεί κανένα μπινελίκι, ξέρεις τώρα, στραβογαμημένη ξύπνησε και…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Και θα πηδήξει εμένα…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Κι εσύ βρε παιδάκι μου όμως! Τι το ‘θελες να της βγάλεις τα κάγκελα; Δεν βλέπεις ότι κοντεύει να μας τρελάνει κι εμάς;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Όχι, κούκλα μου! Αυτή κανέναν δεν θα τρελάνει! Εσείς θα τρελάνετε εμένα! Πόσες φορές πρέπει να το πω; Τα κάγκελα ήταν πεσμένα όταν μπήκα να ξεβρομίσω το θάλαμο και η γριά ήταν όρθια! Την κάθισα στο καρότσι, για να μην μου πέσει μέχρι να στερεώσω τα κάγκελα και, μέχρι να γυρίσω το κεφάλι, αυτή πήρε τους δρόμους. Που να φανταστώ εγώ ότι θα έκανε πάλι ράλι στους διαδρόμους; Ε; Πού να το φανταστώ; Και τα κάγκελα;…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Τί τα κάγκελα;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Τα κάγκελα καλέ σου λέω! Ποιος τα είχε βγάλει; Εγώ; Πες το μου κι αυτό να… Άι σιχτίρ δηλαδή για δουλειά…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Αυτό πάλι… Με τα κάγκελα, λέω… Ρώτησες κανένα; Ποια ήταν εκεί σήμερα;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Ούτε ξέρω ούτε με νοιάζει! Γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που βρήκα τα κάγκελα στον αέρα και τη γριά έτοιμη να τσακιστεί! Κι ούτε είναι δική μου δουλειά να ρωτάω για τα κάγκελα! Εμένα μ’ ένοιαζε που θα έπεφτε σου η γριά! Θα τσακιζόταν σου λέω!
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Καλά ρε παιδάκι μου, γιατί δεν μας φώναξες εμάς; Να βοηθήσει κάποιος…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Τώρα θες να το ανοίξω το στόμα μου; Πού είχατε πάει για να σας βρω να σας φωνάξω; Ψυχή δεν υπήρχε σ’ όλο τον όροφο!
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ε, καλά, έτυχε…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Έτυχε, ξέ-τυχε, κοίτα τώρα τι με βρήκε εμένα. Που θα μου δώσουν τα παπούτσια στο χέρι γιατί δεν άφησα τη γριά να γκρεμοτσακιστεί μαζί με το κρεβάτι και τα κάγκελα… Γι’ αυτό…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Εντάξει μωρέ, δίκιο έχεις, η κακιά η ώρα, τι να πω κι εγώ;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Τι να πεις κι εσύ; Να πεις ότι εσείς το ξύνατε όταν εγώ έκανα υπερωρίες και πάλευα και τη γριά. Αυτό να πεις. Ή μήπως δεν το θυμάσαι ότι έκανα υπερωρίες για να σας βοηθάω;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Έλα μωρέ, εντάξει, μην φοβάσαι, δεν θα σου κάνει και τίποτα, όλο λόγια είναι αυτή, έτσι, για να κάνει τη σπουδαία… Άντε, τρέχα τώρα μην αγριέψει χειρότερα… Εκείνα τα κάγκελα, όμως… Μυστήριο πράγμα…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Εκεί εσύ! Ό, τι θυμάσαι χαίρεσαι! Τι να σου πω; Τίποτα να μην σου πω. Τσάμπα το σάλιο μου θα χάσω…
[Η Καθαρίστρια κατευθύνεται προς την πόρτα. Ρίχνει μια ματιά ακόμα στη Νοσοκόμα και φεύγει. Η Νοσοκόμα είναι στο παράθυρο. Το ανοίγει και κάθεται στο περβάζι]
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Κι εδώ μέσα… Τι έχει δηλαδή αυτό το δωμάτιο; Γιατί έρχεται πάντα εδώ μέσα; Αυτό εσύ αυτό το καταλαβαίνεις; Για τη γριά λέω… Σαν το φάντασμα… Πάντα… Κανείς δεν… [κοιτάζει γύρω της] Πού είσαι; Έφυγες; [βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσέπη της, ανάβει ένα και καπνίζει] Έφυγε… Άσ’ την… Καλά λέει, ό, τι θυμάμαι χαίρομαι…
Χαμηλώνουν τα φώτα
Τρίτη σκηνή
Ο ίδιος χώρος. Η Γυναίκα και η Κοπέλα. Η Γυναίκα κάνει νευρικές κινήσεις με τα χέρια, μονολογεί κάτι ακατάληπτο.
ΚΟΠΕΛΑ Δεν προλαβαίνω…
ΓΥΝΑΙΚΑ [σταματάει απότομα να κινείται, γέρνει προς την Κοπέλα] Λέω: εγώ… τώρα… μπορώ δηλαδή να βλέπω όνειρα;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ξέρω… Μάλλον… Τι ονειρεύτηκες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μα, περί αυτού πρόκειται. Δεν ξέρω αν ήταν όνειρο… Δηλαδή, να, κάτι τέτοια τα βλέπω συχνά, συνέχεια τα βλέπω…
ΚΟΠΕΛΑ Τι βλέπεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ Να. Σαν να με έχουν φυλακή σ’ ένα κρεβάτι. Δηλαδή… Το κρεβάτι ήταν η φυλακή. Με έχουν δεμένη; Δεν ξέρω… Πάντως δεν μπορώ να σηκωθώ. Και γύρω-γύρω, κάτασπρα. Εμένα με τρομάζει αυτό το άσπρο, δεν σ’ το έχω πει; Ναι. Χθες, λοιπόν, στο όνειρο, ήθελα να κατουρήσω. Και ήρθε μια άσπρη. Μια από κείνες με τα άσπρα που τριγυρνάνε εδώ μέσα. Πήγαινέ με στην τουαλέτα, της είπα. Κατουριέμαι. Κι αυτή ξέρεις τι μου απάντησε; Δεν θα το πιστέψεις! Κάνε τα επάνω σου, μου είπε. Μα πώς να τα κάνω επάνω μου; Μη στεναχωριέσαι, μου είπε. Σου έχουμε βάλει πάνα. Ακούς; Πάνα μου είχαν βάλει! Σαν να ήμουνα μωρό! Σας παρακαλώ, σας παρακαλώ πολύ, πηγαίνετέ με στην τουαλέτα. Και τότε η άσπρη γυναίκα μου κακομίλησε! Κι εγώ άρχισα να τη δέρνω. Που δεν με άφηνε. Που μου κακομίλησε. Μετά βιάστηκα να ξυπνήσω, να προλάβω, πριν να κατουρηθώ επάνω μου. Τι θέλει να πει τώρα αυτό;
ΚΟΠΕΛΑ Κι όταν ξύπνησες, πού βρέθηκες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, στο σπίτι μου φυσικά. Πού ήθελες να βρεθώ; Στο σπίτι μου. Εκεί βρέθηκα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και τώρα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν ξέρω… Δηλαδή… [χαμογελάει] Θυμάσαι; Ξύπνησα μια μέρα κι είχαν φύγει όλοι. Μοναξιά. Σιωπή. Σσσσς!
ΚΟΠΕΛΑ Τότε που… Όλοι είχαν φύγει…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, όχι κι όλοι μαζί. Σιγά-σιγά φεύγανε…
ΚΟΠΕΛΑ Πρώτα η Αικατερίνη…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, όχι! Πρώτα έφυγε εκείνος που πνίγηκε. Τα μάγια; Η κατάρα; Τι σου έλεγα; Δεν θυμάσαι;
ΚΟΠΕΛΑ Μετά έφυγε η Αικατερίνη…
ΓΥΝΑΙΚΑ Η Αικατερίνη… Ναι… Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, μπορούσε; Ε; Τι λες κι εσύ; Δεν μιλάς; Καλά… Πάντως δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά… Ήταν στο πλυσταριό… Η Αικατερίνη… Και πλενότανε… Στραβούλιακα, την έλεγε…
ΚΟΠΕΛΑ Ποιος την έλεγε έτσι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν θυμάμαι… [προσπαθεί να δεθεί με τους ιμάντες που υπάρχουν στο καροτσάκι. Δεν τα καταφέρνει. Παραιτείται] Δεν θυμάμαι…
ΚΟΠΕΛΑ Άκουσέ με… Πρέπει να μου πεις. Πώς αλλιώς θα γίνει καθαρό κι ολόκληρο. Αυτό που γράφω… Αυτό που γράφω για μας… Κανείς δεν το ξέρει αυτό που γράφω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Κανείς…
ΚΟΠΕΛΑ Λοιπόν, ποιος την έλεγε στραβούλιακα;
ΓΥΝΑΙΚΑ [αρχίζει πάλι να παλεύει με τους ιμάντες του καροτσιού] Ο χωροφύλακας. Δηλαδή, δεν ήταν πια χωροφύλακας. Είχε πάρει σύνταξη…
ΚΟΠΕΛΑ Τότε, με την Αικατερίνη; Τότε είχε πάρει σύνταξη;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, όχι. Μετά…
ΚΟΠΕΛΑ Λοιπόν; Την έλεγε στραβούλιακα. Και; Τι άλλο;
ΓΥΝΑΙΚΑ [αγκαλιάζει με τα μπράτσα το σώμα της, κουβαριάζεται, έχει κλειστά τα μάτια] Νομίζω ότι κρυώνω πάλι λίγο…
ΚΟΠΕΛΑ Τους είδες, δεν τους είδες; Στο πλυσταριό;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι…
ΚΟΠΕΛΑ Τι έκαναν;
ΓΥΝΑΙΚΑ Είχε βάλει την Αικατερίνη μας να γονατίσει. Της τράβαγε τα μαλλιά κι έσφιγγε το κεφάλι της ανάμεσα στα σκέλια του... Και βόγκαγε. Σα ζώο βόγκαγε. Τρόμαξα και το ‘βαλα στα πόδια. Μην με δει και με τιμωρήσει κι εμένα. Σαν την Αικατερίνη… Ήταν… Ήταν τότε που μας έδινε λεφτά. Για να τα βγάζουμε πέρα. Δεν είχαμε λεφτά. Δεν μας φτάνανε τα νοίκια των δωματίων για να ζούμε. Και η Αικατερίνη δεν δούλευε. Δεν την άφηνε η μάνα μου. Ε, μετά δεν έβλεπε κιόλας. Η καημενούλα… [ανοίγει τα μάτια και κοιτάζει την κοπέλα] Τώρα όμως κρυώνω…. [παρακλητικά] Θέλω να φύγω. Πήγαινε κι άνοιξε τις κουρτίνες σου. Ανατριχιάζω με το φως, σ’ το είπα, δεν σ’ το είπα; Αλλά τώρα δεν με νοιάζει. Θέλω να φύγω [αγκαλιάζει πάλι το σώμα με τα χέρια της, δείχνει εκνευρισμένη] Άντε, τι κάθεσαι; Θέλω να φύγω, σου είπα!
ΚΟΠΕΛΑ Πώς ήξερες εσύ για τα λεφτά; Ότι έδινε λεφτά στην Αικατερίνη;…
ΓΥΝΑΙΚΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΣΟΥ ΕΙΠΑ! Θέλω να φύγω…
ΚΟΠΕΛΑ Πώς ήξερες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Εκείνη μου το είπε. Πήγα κι άλλες φορές και τους κοίταζα. Μια μέρα δεν πρόλαβα να φύγω γιατί μου ήρθε εμετός… Ξέρναγα έξω απ’ το πλυσταριό κι αυτός πετάχτηκε έξω σαν να του είχαν δώσει βιτσιά στον κώλο… Μάζευε τα παντελόνια του κι έτρεχε… Μετά πήγα την Αικατερίνη στο δωμάτιό της. Την έβαλα στο κρεβάτι της και της χτένιζα τα μαλλιά. Με τη χτένα, μαλακά, μαλακά, μέχρι που αποκοιμήθηκε. Τότε μου το είπε. Πριν κοιμηθεί. Μετά, βγήκα στην ταράτσα και ξάπλωσα κατάχαμα. Είχα αφήσει ανοιχτή την πόρτα για να την προσέχω. Όταν ξύπνησα, η Αικατερίνη είχε πηδήξει απ’ την ταράτσα…
ΚΟΠΕΛΑ Κι εσύ δεν την άκουσες; Δεν μου είπες ότι καθόσουνα στην ταράτσα για να την προσέχεις; Λοιπόν; Δεν την άκουσες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Γιατί φωνάζεις πάλι;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν φωνάζω…
ΓΥΝΑΙΚΑ [έντονα] Σ’ το είπα, εγώ τότε κοιμόμουνα. Μου φάνηκε ότι την άκουγα να ψαχουλεύει και να μουρμουρίζει. Φαίνεται ότι έψαχνε για την κρυψώνα μου, ναι, μάλλον για την κρυψώνα μου έψαχνε... Εκεί ήταν το καλύτερο μέρος για να πέσει κανείς. Επειδή ήταν ψηλά. Και οι τριανταφυλλιές από κάτω. Δηλαδή… Εμένα μάλλον έψαχνε… Κι έπεσε… Μιλιά δεν έβγαλε. Έσκυψε και έπεσε…
[η Γυναίκα κουβαριάζεται πάλι, αγκαλιάζει το σώμα με τα χέρια της και κουνάει το κεφάλι σαν να αρνείται κάτι]
ΓΥΝΑΙΚΑ Έτσι έγινε… [ανασηκώνεται και κοιτάζει την Κοπέλα, μιλάει έντονα] Για πες μου, λοιπόν, εσύ που τα ξέρεις όλα… Αφού δεν υπήρχε κανείς. Κανείς δεν υπήρχε να την κρατήσει. Υπήρχε; Για πες μου…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ξέρω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ο αρραβωνιαστικός της… Αυτός που είχε φύγει… Έκλαιγε! Δεν ξέρεις πώς έκλαιγε! Τότε, στην κηδεία της. Είχε έρθει… Αλλά η Αικατερίνη έσκυψε κι έπεσε. Μιλιά δεν έβγαλε. Τι με κοιτάς; Μην κλάψεις! Μην τολμήσεις να κλάψεις!
ΚΟΠΕΛΑ Δεν κλαίω
[μένουν σιωπηλές. Η Γυναίκα κοιτάζει μπροστά της με βλέμμα χαμένο. Η Κοπέλα την παρακολουθεί]
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι λέγαμε, όμως;
ΚΟΠΕΛΑ Για την Αικατερίνη...
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, για τον άντρα μου σου έλεγα. Που γύρισε. Μετά από χρόνια. Παντρευτήκαμε, λοιπόν. Α, ναι. Τώρα θυμήθηκα. Τότε έγινε κι αυτό που μου έλεγες. Που έφυγα από το σπίτι. Αλλά δεν το έκλεισα, όπως νομίζεις. Λάθος. Μεγάλο λάθος. Το κλειδί ήταν στην πόρτα. Εκείνο το μεγάλο, μαύρο κλειδί, το θυμάσαι; Για να το βρω. Τότε που έφυγε ο άντρας μου με την κόρη του… Τότε που γύρισα, το αέρισα, το καθάρισα. Το σπίτι μου… Ποτάμι έτρεχε το νερό στο δρομάκι, το θυμάσαι το δρομάκι που μύριζε ευκάλυπτο;
ΚΟΠΕΛΑ Το θυμάσαι εκείνο το μωρό; Το κοριτσάκι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, εκείνο το μωρό… Για την κόρη του λες. Όμορφο μωρό… Δεν το θυμάμαι και καλά βέβαια…
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί την λες κόρη του;
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι κόρη μου, τι κόρη του, το ίδιο είναι… [παύση] Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ναι, εντάξει, εγώ τη γέννησα, εύκολη γέννα βέβαια, αλλά κόρη μου δεν είναι, όχι. Άμα δεν ξαναδείς ποτέ αυτό που γέννησες; Ασαράντιστο ήταν όταν φύγανε… Πώς να το λέω κόρη μου; Να λέω, αυτή είναι κόρη μου; Ποια αυτή; Αφού δεν την ξέρω… Εγώ εκείνον ήξερα. Χρόνια τον ήξερα. Μετά βέβαια παντρευτήκαμε κιόλας.
ΚΟΠΕΛΑ Παντρευτήκατε. Και; Τι έγινε μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Α, εγώ έκλαιγα συνέχεια κι εκείνος μου είπε ότι φταίει το σπίτι. Ότι κι αυτόν τον πλακώνει. Μου είπε λοιπόν να το πουλήσουμε και να πάμε αλλού, θα έπιανε καλά λεφτά, μου είπε. Κυρίως για τον κήπο του που ήταν τεράστιος. Κι εγώ τότε κόντεψα να πεθάνω απ’ το κλάμα. Εντάξει, εντάξει, μου είπε. Μην κλαις. Θα πάμε να νοικιάσουμε ένα σπίτι. Μακριά από δω. Όχι πολύ μακριά, του είπα εγώ. Εντάξει, όχι πολύ μακριά. Και πήγαμε. Άργησα λίγο να συνηθίσω, αλλά όταν συνήθισα, πού να σ’ τα λέω! Βεγγέρες κάθε βράδυ! Χοροί στη λέσχη των αξιωματικών! Δεξιώσεις…
ΚΟΠΕΛΑ Έτσι ήταν;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, όχι, δεν ήταν έτσι, αλλά και ποιος νοιαζότανε; Εκείνος ήταν πάντα λυπημένος. Δεν του άρεσε να βγαίνει. Εμένα, βέβαια, με άφηνε να κάνω ό, τι θέλω. Αλλά και τι να κάνω μόνη μου; Στην αρχή, πήγαινα λίγο στην αδελφή του, αλλά μετά κατάλαβα ότι εκείνη δεν με χώνευε. Σατανά με ανέβαζε, σατανά με κατέβαζε, που τύλιξα τον αδελφό της τον αξιωματικό και με παντρεύτηκε… Να της πεις να μην ξαναέρθει στο σπίτι σου, του είπα. Δεν σ’ αγαπάει, θέλει να σε χωρίσει. Καλά, μου είπε εκείνος. Θα της το πω.
ΚΟΠΕΛΑ Της το είπε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι βέβαια! Κι ούτε περίμενα ότι θα της το πει… Ε, τι να κάνουμε; Έτσι γίνεται στις οικογένειες… Τι άλλο να πούμε τώρα;
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί αργήσατε να κάνετε παιδί;
ΓΥΝΑΙΚΑ Αργήσαμε; Δεν θυμάμαι… Ε, έτσι, έτυχε…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ήθελες να κάνεις παιδί…
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν ήθελα. Τα έριχνα. Κρυφά. Γιατί… Να, εγώ ήμουνα πάντα κάπως μόνη μου. Όπως σου είπα. Δηλαδή… Να, έπρεπε να είμαι μόνη μου και δεν ήθελα ν’ ανακατεύονται τα πράγματα γιατί τότε φοβόμουνα. Κατάλαβες; Κι όταν παντρεύτηκα φοβόμουνα. Δεν έπρεπε να παντρευτώ, μετά το σκέφτηκα. Ε, εκείνο το μωρό γεννήθηκε. Δεν πρόλαβα να το ρίξω. Και μου το πήρε. Όχι κανένας ξένος, βέβαια. Ο πατέρας του το πήρε… Κι όχι επειδή ήταν κακός άνθρωπος. Ο άντρας μου. Απλώς… Είναι που έπρεπε να φύγει κι αυτός. Με το παιδί… Κατάλαβες;… Έτσι έπρεπε να γίνει… Να φύγουν όλοι έπρεπε… Επειδή… Όταν πέθανε η μητέρα μου, έμεινα μόνη μου…
ΚΟΠΕΛΑ Πώς ζούσες τότε; Είχες λεφτά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, δεν χρειαζόμουνα και πολλά λεφτά… Του το είπα, εξάλλου. Τότε που μάζεψε τα κουρέλια και κουβαλήθηκε στο σπίτι μας. Ο χωροφύλακας. Είπε, εδώ θα μείνω, χρυσό σας το έχω πληρώσει το σπίτι, άμα θέλω του βάζω φωτιά και το καίω. Κι έμεινε. Βρώμαγε σαν το λέσι. Όλο το σπίτι βρώμισε. Βρώμα να δεις! [παύση] Νομίζω ότι από τότε άρχισα να βήχω. Που δεν μπορώ πια να γελάσω γιατί με πιάνει βήχας. Τέλος πάντων, στρώθηκε εκεί.
ΚΟΠΕΛΑ Κι εσύ φοβόσουνα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι. Δεν μπορώ να πω ότι φοβόμουνα. Δεν φοβόμουνα. Απλώς κατάλαβα ότι είχε έρθει και η σειρά μου. Δεν ήξερα πότε θα ήταν, άφηνα, όμως, πάντα την πόρτα του πλυσταριού μισάνοιχτη. Όταν πήγαινα να πλυθώ, δηλαδή. Και μην θαρρείς. Ήξερα πια πάρα πολύ καλά τι ήθελε να μου κάνει. Και είχα πάρει ένα μαχαίρι απ’ την κουζίνα, το είχα πάντα δίπλα μου. Για όταν θα έμπαινε στο πλυσταριό, δηλαδή. Για όταν θα μ’ αγκάλιαζε. Θα τον άφηνα να μ’ αγκαλιάσει, λίγο. Και μετά, χραπ, μια με το μαχαίρι και πάρτον κάτω. Πέρασε λίγος καιρός μέχρι να τον ακούσω να έρχεται. Ήμουνα γυμνή κι άρχισα να ρίχνω πολύ νερό επάνω μου, τρέχανε τα νερά στο σώμα μου, είχε πλημμυρίσει το πάτωμα. Εκείνος έσπρωξε την πόρτα, μπήκε μέσα και με κοίταζε. Με κάτι μάτια γουρλωμένα, σαν του βάτραχου. Νόμιζε, φαίνεται, ότι θ’ αντισταθώ. Ξέρω, του είπα. Ό, τι θέλεις θα κάνουμε. Να γδυθείς όμως πρώτα. Να πλυθείς λίγο. Ε, μην τον αφήσω να πεθάνει κι έτσι. Βρώμικος όπως ήταν. Που έζεχνε από μακριά. Και τον έβλεπα να γδύνεται μέχρι που έμεινε τσίτσιδος. Ανεβοκατέβαινε το στομάχι μου, μου έπεσε και το σαπούνι απ’ το χέρι. Κι αυτός μπερδευόταν στα ρούχα του, παραπάταγε, τρόμαξε να γδυθεί. Έτσι, δεν χρειάστηκε να κάνω πολλά. Δεν πρόλαβα ούτε για το μαχαίρι μου να ψάξω. Έτσι όπως με πλησίαζε, πάτησε το σαπούνι. Δεν το είδε. Μικρό ήταν, απολειφάδι, αλλά την έκανε τη δουλειά του. Το πάτησε και γλίστρησε. Έσκασε στο πάτωμα. Άκουσα τον βρόντο που έκανε το κεφάλι του. Πλησίασα. Προσεκτικά, βέβαια. Μην γλιστρήσω κι εγώ! Πήρα το κεφάλι του στα χέρια μου, βρώμαγε η ανάσα του, ξεφύσαγε στα μούτρα μου κι εγώ ξέρασα επάνω του. Μετά, τον άρπαξα απ’ τα μαλλιά, τον κτύπαγα, τον κτύπαγα, δεν χόρταινα να κτυπάω το κεφάλι του στο πάτωμα… Και μετά τον έπλυνα. Τον σαπούνισα, καλά-καλά, ό,τι νερό είχα μαζεμένο στο πλυσταριό το ξόδεψα. Αυτός, βέβαια, μάτωνε ακόμα αλλά και τι άλλο να έκανα; Μετά, είπαν ότι έπαθε καρδιακή προσβολή. Ότι μπήκε στο πλυσταριό να πλυθεί, γλίστρησε, έπεσε κι απ’ την τρομάρα του έπαθε καρδιακή προσβολή. Μπορεί και να έγινε έτσι.
ΚΟΠΕΛΑ Εσύ τι λες; Έτσι έγινε; Καρδιακή προσβολή;
[Η Γυναίκα κουβαριάζεται στη θέση της]
ΚΟΠΕΛΑ Αν έπαθε καρδιακή προσβολή, σημαίνει ότι πέθανε από μόνος του. Έτσι έγινε;
ΓΥΝΑΙΚΑ Εγώ τον είχα αφήσει εκεί και τον βρήκα την άλλη μέρα. Είχα κλειδώσει φυσικά την πόρτα του πλυσταριού, μην μπει κανείς ξένος…
ΚΟΠΕΛΑ Κι αν έμπαινε ο ξένος; Τι θα άλλαζε; Τι θα γινότανε;
ΓΥΝΑΙΚΑ [κοιτάζει διστακτικά την Κοπέλα] Έλα ντε! Δηλαδή, και ποιος ξένος; Σάματις ερχόταν πια κανείς στο σπίτι;… [σκύβει πάλι το κεφάλι]
ΚΟΠΕΛΑ Δεν ερχότανε. Εσύ, όμως, είχες κλειδώσει την πόρτα. Γιατί το έκανες; Μην κρύβεσαι! Σήκωσε το κεφάλι σου! Γιατί το έκανες; Γιατί κλείδωσες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Άφησέ με! Άφησέ με, σου λέω! Γιατί ήταν ζωντανός ακόμα! Γι’ αυτό! Κατάλαβες; Ζωντανός… Άνοιξε τα μάτια του… Ήθελε να σηκωθεί… Τον είχα πλύνει, βέβαια… Αλλά μάτωνε ακόμα… Αν σηκωνόταν… Θα γέμιζε αίματα το σπίτι… Το κρεβάτι μου… Το κρεβάτι της… Ξανά. Και ξανά… Εκείνη πέθανε. Την είδα να πέφτει απ’ την ταράτσα… Δεν την κράτησα… Κι εγώ… Δεν μπορούσα… Κατάλαβες; Δεν μπορούσα… [αγκαλιάζει το σώμα της με τα χέρια της και κουνιέται μπρος, πίσω] Και μετά, σκεφτόμουνα, τώρα μήπως πρέπει να πεθάνω κι εγώ; Αλλά δεν πρόλαβα. Στην κηδεία του σκοτωμένου γύρισε ο άντρας μου. Με τη στολή του. Είχε αργήσει πολύ, βέβαια. Ήρθε, όμως… [σηκώνει το πρόσωπο και κοιτάζει παρακλητικά την Κοπέλα] Ήρθε. Κατάλαβες; Ήθελε να με σώσει… Μόνο που άργησε…
ΚΟΠΕΛΑ Κι εσύ πόσο άντεξες μέχρι να τον διώξεις κι αυτόν; Μέχρι να του πεις τι είχες κάνει. Αυτό. Στο πλυσταριό. Δεν το ήξερες ότι θα ‘φευγε αν του το έλεγες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Και τι άλλο να έκανε, δηλαδή;
ΚΟΠΕΛΑ Αυτό σου λέω! Πώς του το είπες; Τι του είπες ότι έκανες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν ξέρω…
ΚΟΠΕΛΑ Τι του είπες;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ότι τον μαχαίρωσα. Τον πεθαμένο. Ότι τον έσφαξα, έτσι του είπα. Κρατούσα ένα μωρό στην αγκαλιά και προσπαθούσα να το θηλάσω. Το μωρό που είχα γεννήσει. Σταγόνα γάλα δεν είχα. Και το μωρό έκλαιγε. Τότε του το είπα…
ΚΟΠΕΛΑ Πώς μπόρεσες; Πώς μπόρεσες να πεις τέτοια ψέματα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μπόρεσα. Φοβόμουνα. Το μωρό που έκλαιγε. Κι εγώ… Ήθελα να φύγουν. Να πάρει το παιδί του και να φύγει… Μακριά… Φοβόμουνα…
ΚΟΠΕΛΑ Τι; Τι φοβόσουνα;
ΓΥΝΑΙΚΑ [αφηρημένα] Ήταν καλός άνθρωπος, μην νομίζεις… Αλλά και τι άλλο να έκανε; Πήρε την κόρη του και φύγανε… Τότε άφησε και το στρατιωτικό. Και πήρε την κόρη του και πήγαν στην Ιταλία. Είχε ένα ξάδελφο εκεί. Στην Μπολόνια. Via Saragozza 155. Ε, μετά πέρασαν τα χρόνια, καλά, κακά, πέρασαν, πέθανε κι αυτός. Ο άντρας μου. Εκεί στην Ιταλία, Via Saragozza 155… Κι έτσι, έφυγε κι αυτός. Κι εγώ γύρισα στο σπίτι μου και τον ξέχασα.
ΚΟΠΕΛΑ Εκείνος όμως δεν σε ξέχασε. Γύρισε πίσω να βρει…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, γύρισε. Σ’ το είπα. Ήταν καλός άνθρωπος...
ΚΟΠΕΛΑ Κι εσύ τον έδιωξες πάλι.
ΓΥΝΑΙΚΑ Του είπα, φύγε, δεν θέλω να είσαι εδώ… [παύση] Όταν φύγανε. Ο άντρας μου κι η κόρη του… Έβαλα κάπου τα μωρουδιακά και τα έκρυψα. Έσκαψα ένα λάκκο και τα έθαψα. Όλα. Τις φασκιές, τα ζιπούνια, τα σεντονάκια τα υφαντά. Και τη βέρα μου, και το βραχιόλι με τα χρυσά φλουριά που χάρισε ο άντρας μου όταν γέννησα. Ή… Μήπως δεν τα έθαψα αυτά; Μπα, θα τα έθαψα, γιατί να μην το θάψω;… Όλα τα έθαψα. Όλα όσα είχα.
ΚΟΠΕΛΑ Θυμάσαι;… Πού τα έθαψες… Θυμάσαι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Και να θυμάμαι; Τί; Τί θα γινόταν κι αν το θυμόμουνα;… Θα γύριζαν πίσω; Όλα εκείνα; Που τα είχα θάψει; Δεν θα γύριζαν. Λοιπόν; Τί είχα πια για να το θυμηθώ; Τίποτα. Γι’ αυτό σου λέω…
ΚΟΠΕΛΑ Ήταν ένα δέντρο… Στο δρομάκι που μύριζε ευκάλυπτο…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι. Ήταν ένα δέντρο… Εκεί έσκαψα και τα έθαψα. Για να τα σκιάζει το δέντρο, να τα προσέχει. Έβρεχε και το χώμα ήταν μαλακό. Κι εγώ έκλαιγα, έκλαιγα… Που δεν πρόλαβα. Κι εκείνος πήρε το μωρό και φύγανε… Δεν έπρεπε να φύγει, κατάλαβες; Εγώ τότε τον χρειαζόμουνα… Μήπως και… Να, έλεγα, μετά δηλαδή το έλεγα… Αν έμεναν… Μήπως και διορθωνόταν μόνα τους τα πράγματα… Αλλά έφυγε… Τότε… Και μετά τι να τον κάνω; Να τα αφήσω πάλι όλα πίσω μου και να πάω μαζί του, εκεί που ζούσε με την κόρη του; Και τι θα της έλεγα της κοπέλας; Είμαι η μαμά σου; Για πες μου, αυτό να της έλεγα; Είμαι η μαμά σου; Κι αν με ρωτούσε πού ήμουνα τόσα χρόνια; Τι θα της απαντούσα; Ότι ήμουνα σ’ ένα σπίτι με τους πεθαμένους και δεν ήθελα να φύγω; Αυτό θα της έλεγα;
ΚΟΠΕΛΑ Έτσι, λοιπόν… Κι έφυγαν όλοι… Άλλος έτσι, άλλος αλλιώς… Φύγανε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Φύγανε. Όλοι… Κι εγώ έκλεισα καλά-καλά όλες τις πόρτες του σπιτιού. Μην μπει κανείς μέσα. Επειδή… Σ’ το είπα, δεν σ’ το είπα; Εκείνο το άδειο σπίτι ήταν ό, τι είχα και δεν είχα. Σφαντάζει το σπίτι, λέγανε. Αλλά και ποιος τους άκουγε. Τριγυρνάνε στα δωμάτια οι πεθαμένοι, λέγανε. Αλλά και ποιος τους άκουγε. Είναι τρελή, λέγανε. Είναι μάγισσα, πετάγανε πέτρες στα παράθυρα…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν είναι αλήθεια…
ΓΥΝΑΙΚΑ Αλήθεια είναι. Κρυφοκοίταζα απ’ την κρυψώνα μου. Όλα τα έβλεπα. Όλα τα άκουγα. Και το βράδυ… Το βράδυ έβγαινα στην ταράτσα μου, φαινόταν κι η θάλασσα από εκεί ψηλά. Καθόμουνα στο πεζούλι και θυμόμουνα… Όλα. Ό, τι υπήρχε για να το θυμάμαι. Κι άλλα. Κι αυτά που δεν υπήρχαν. Κυρίως αυτά, θυμόμουνα. Αυτά που δεν υπήρχαν, αυτά που μου ‘λειψαν, κατάλαβες; Κι όταν ερχόταν οι πεθαμένοι, τους ρώταγα, γιατί; Τι έφταιξα; Γιατί αυτή η γυναίκα έβαλε όλα της τα πράγματα σε μια κούτα από γάλα και τα ‘θαψε κάτω απ’ το δέντρο; Γιατί είχε τόσα λίγα, που να χωράνε σε μια κούτα από γάλα; Κι εκείνοι δεν μιλάγανε, τι να πούνε;
[παύση, χαμηλώνουν τα φώτα, η Γυναίκα κοιτάζει ανήσυχη γύρω-γύρω]
ΓΥΝΑΙΚΑ Πού είσαι; Έφυγες;…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν έφυγα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τότε γιατί δεν μιλάς; [βήχει] Γιατί δεν ρωτάς πάλι τα τί και τα πώς σου;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να ρωτήσω…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, τότε λοιπόν… Κρίμα… Θα έρθεις πάλι αύριο;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν έχει αύριο…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι θα πει πάλι αυτό;
ΚΟΠΕΛΑ Δεν καταλαβαίνεις; Τελειώσαμε…
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι τελειώσαμε; Πώς τελειώσαμε; [δυναμώνει ο βήχας] Τίποτα δεν τελειώσαμε…
ΚΟΠΕΛΑ Τελειώσαμε. Τώρα θα έρθουν πάλι οι άλλοι. Πρόσεχε τους...
ΓΥΝΑΙΚΑ Τι να προσέχω; Φύγανε. Όλοι. Τι να προσέχω;
ΚΟΠΕΛΑ Τους άλλους…
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν καταλαβαίνω τι μου λες… Τίποτα δεν καταλαβαίνω. Κι εσύ… Γιατί μου μιλάς έτσι; Δεν θέλω… Θέλω να… Φοβάμαι… [βήχει, δυναμώνει ο βήχας]
ΚΟΠΕΛΑ Μην βήχεις, σε παρακαλώ, μην βήχεις άλλο… Θα ξανάρθω… Μόνο που τώρα θα έρθουν οι άλλοι. Να σε πάρουν… Πρόσεχε τους... Μην τους μιλήσεις…. Ότι κοιμόσουνα πες… Χωρίς να μιλήσεις να το πεις… Κάνε ότι κοιμάσαι… Κοιμήσου… Φύγε… Φύγε…
[σβήνει η φωνή της Κοπέλας καθώς χαμηλώνουν τα φώτα]
Τέταρτη σκηνή
Ο ίδιος χώρος. Η Γυναίκα κάθεται στο καρότσι, κοντά στο κλειστό παράθυρο. Ανοίγει απότομα η πόρτα και μπαίνει η Καθαρίστρια, η Γυναίκα τινάζεται ξαφνιασμένη
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Καλά το φαντάστηκα ότι θα είσαι εδώ. Κανόνισε τώρα να αρχίσεις τα δικά σου! Να με ξενυχτήσεις πάλι! Μην με κοιτάς έτσι! Δώσε τα χέρια…
[η Γυναίκα κρύβει τα χέρια στη ζακέτα της, η Καθαρίστρια την πλησιάζει]
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Έλα, έλα! Άντε, δώσε τα χέρια να τα δέσουμε. Είσαι και κατουρημένη, μωρέ; Πάλι; Επίτηδες το κάνεις; Κοίτα χάλια! Αχ, Παναγίτσα μου, τι σου ‘φταιξα να τα τραβάω αυτά βραδιάτικα… Δώσε τα χέρια, είπα!
[η Γυναίκα βγάζει τα χέρια απ’ την ζακέτα και αρπάζει την Καθαρίστρια απ’ τα μαλλιά, η Καθαρίστρια προσπαθεί να ελευθερωθεί]
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Είναι κανείς εδώ;! Είναι κανείς να με βοηθήσει, που την καβάλησε πάλι ο διάολος τη γριά! Την τύχη μου μέσα, τι τα ήθελα εγώ τα αποκλειστικά; Καλέ! Είναι κανείς εδώ;
[μπαίνει τρέχοντας η Νοσοκόμα]
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Τι έγινε καλέ και φωνάζεις; Έφευγα και σ’ άκουσα… Ωχ, Πάλι τα ίδια; Περίμενε να την κρατήσω… Να την κρατάω εγώ κι εσύ να την δένεις.
[ακινητοποιούν την Γυναίκα και της δένουν τα χέρια με τους ιμάντες στα μπράτσα του καροτσιού]
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Εντάξει; Θα τα καταφέρεις να την πας μόνη σου στο θάλαμο; Θα σε βοήθαγα, αλλά μου τηλεφώνησε ο άλλος ότι έχει διπλοπαρκάρει και άργησα κιόλας. Εντάξει;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Εντάξει, φύγε, θα τα καταφέρω.
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Κάτσε, να σε βοηθήσω, να την πάμε μέσα τουλάχιστον. Θα τον πάρω τηλέφωνο να φύγει, μην έχω και τη γκρίνια του. Αχ μωρέ κακομοίρα μου κι εσύ! Τέτοια αποκλειστικά να κάνεις, να σε διώξουν μια και καλή! [στη Γυναίκα] Μην κουνιέσαι λέμε! Ω ρε γλέντια! Πάρτι θα ‘χουμε πάλι. Καλά που δεν μιλάει, θα είχε ξεσηκώσει τον τόπο! [στην Καθαρίστρια] Έλα, την κρατάω εγώ, εσύ τράβα άνοιξε καλά την πόρτα και δες μην είναι κανένας έξω, θα σε πηδήξουν αν καταλάβουν ότι σου έφυγε πάλι…
[Η Καθαρίστρια κατευθύνεται προς την πόρτα αλλά πριν προλάβει να πλησιάσει μπαίνει στο δωμάτιο η Προϊσταμένη]
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Καλά την άκουσα εγώ τη φασαρία! Τι έγινε πάλι κυρία Λίτσα; Μας έφυγε πάλι η ασθενής; Πήραμε κανένα υπνάκο στην πολυθρόνα και ξεχάσαμε την ασθενή;
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Όχι, τη μαύρη! Δεν κοιμόμουνα, να τη βοηθήσω ήθελα! Είχε χύσει όλο το γάλα στο κρεβάτι, μούσκεμα ήταν, δεν έχει και φωνούλα να ζητήσει να της αλλάξω σεντόνια και με κοίταζε…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Φωνούλα δεν έχει ασθενής. Εσύ όμως, που έχεις φωνούλα, δεν ήξερες να ζητήσεις βοήθεια από το νοσηλευτικό προσωπικό;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Δεν ήταν… [κοιτάζει προς τη μεριά της Νοσοκόμας, εκείνη της γνέφει αρνητικά] Δεν φώναξα… Κανένας…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ [προς τη Νοσοκόμα] Εσύ έχεις βάρδια απόψε;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Όχι, έφευγα όταν…
ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΗ Εντάξει, εντάξει… Καθίστε εδώ μια στιγμή και οι δύο, μη φύγετε μέχρι να έρθω! Ποια έχει βάρδια; [πάει προς την πόρτα και γυρίζει πάλι πίσω] Μην τολμήσετε! Ακούτε;
[η Προϊσταμένη βγαίνει βιαστική. Χαμηλώνουν τα φώτα και φωτίζεται μόνο ο χώρος που είναι η Νοσοκόμα και η Καθαρίστρια]
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Πού πάει τώρα αυτή;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Τίποτα, έτσι κάνει πάντα άμα ζορίζεται, θα έρθει…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Να δεις που πάει να με απολύσει…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ναι, άλλη δουλειά δεν είχε βραδιάτικα! Έτσι κάνει σου λέω! Πάει κι αναστατώνει τον κόσμο αντί να βάλει ένα χεράκι να τελειώνουμε! Τον κόσμο αναστατώνει, σ’ όλο το νοσοκομείο θα το έχει πει, ξέρεις τι τραβάμε με δαύτη;
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Μα γι’ αυτό σου λέω… Τα παπούτσια στο χέρι θα μου φέρει…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Άσε, θα δούμε, κάτι θα κάνουμε. Κι εσύ βρε Λίτσα, όμως!
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Κι εγώ, τι κι εγώ; Πρώτη φορά συνέβη ή μήπως θα ‘ναι κι η τελευταία; Εσένα δεν σου φύγει έχει ποτέ, δηλαδή; Την άλλη φορά δεν είχε πέσει κι είχε σπάσει τα μούτρα της; Τότε που είπε ο άλλος ο μπεχλιβάνης να τη δένουμε και στο κρεβάτι;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ποιος είναι ο μπεχλιβάνης;
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Ο διευθυντής, έτσι τον λέω, σαν μπεχλιβάνης είναι… Και τα είδες τα χεράκια της; Για τη γριά λέω, τα είδες; Γεμάτα μελανιές είναι απ’ τα δεσίματα…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Κι εσύ το είδες το κεφαλάκι της; Γεμάτο ράμματα είναι από τα πεσίματα! Αφού δεν κάθεται σε μια μεριά…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Είδες; Στα λόγια μου έρχεσαι! Όμως το δικό μου το κεφάλι θα βρούνε να πάρουνε! Που κόντευα να λιποθυμήσω κι απ’ την κούραση, με είδες, ή δεν το θυμάσαι κι αυτό;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ότι σε είδα, σε είδα, αλλά αφού ήσουνα άρρωστη τι το ήθελες το αποκλειστικό;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Είναι που δεν είχα τι να κάνω απόψε το βράδυ, κατάλαβες; Γιατί να πεις ότι το κάνω για τα λεφτά, αλλοίμονο! Λεφτά να φαν κι οι κότες, δόξα συ ο θεός, παράπονο από λεφτά δεν έχω, μωρέ δεν μας παρατάς κι εσύ; Που σε κάλυψα κιόλας! Πού στο διάλο ήσουνα; Αν βοήθαγες να στρώσουμε το κρεβάτι δεν…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ε, καλά, έτυχε…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Και κοίτα να δεις που πάντα τυχαίνει! Και πώς διάολο τυχαίνει όταν εγώ βρίσκω τη γριά να είναι η μισή έξω απ’ το κρεβάτι και τα κάγκελα στον αέρα! Τι να ‘κανα λοιπόν; Να την άφηνα να πέσει εντελώς; Να την ξανάβαζα στα βρεγμένα; [κοιτάζει γύρω της] Πού πήγε τώρα αυτή και πρέπει εμείς να την περιμένουμε; Πότε θα έρθει; Θ’ αργήσει; Δώσε ένα τσιγάρο κι έχω σκάσει, τα δικά μου τα άφησα στο θάλαμο [παίρνει το τσιγάρο και το ανάβει] Αυτό που δεν καταλαβαίνω όμως είναι πώς διάολο κατάφερε να πετάξει τα κάγκελα. Μια σταλιά γριούλα… [ανοίγει το παράθυρο] Κάτσε ν’ ανοίξουμε, να φεύγει η τσιγαρίλα. Ε; Πώς τα κατάφερε, μου λες; Κάτσε να φέρω και κάτι για τη στάχτη…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ [σκαρφαλώνει στο περβάζι και κάθεται] Έλα, δεν υπάρχει τασάκι εδώ μέσα, έξω από το παράθυρο θα τα πετάμε…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Ευχαρίστως, πολύ ευχαρίστως! Τώρα που θα μου δώσουν τα παπούτσια στο χέρι κι εσείς θα βρείτε άλλο κορόιδο να σας ξεβρομίζει, να τα πετάξουμε και τα τσιγάρα και τα τασάκια
[καπνίζουν σιωπηλές]
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Δεν μου λες, έμαθα ότι ήρθε η κόρη της, εσύ την είδες;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ποιος σ’ το είπε; Όχι, δεν άκουσα τίποτα, πριν πολύ καιρό είχε έρθει, τότε με τα γεγονότα, τότε μωρέ που μας φέρανε τη γριά, δεν θυμάμαι να ξανάρθε… Εσύ γιατί ρωτάς; Τα λεφτά τα στέλνει πάντως!
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Όχι, δεν είναι για τα λεφτά, το ξέρω, ποτέ δεν με άφησε απλήρωτη, να, έτσι ρώτησα, κάτι άκουσα, ήρθε, θα ‘ρθει, σαν κάτι να πήρε τ’ αυτί μου. Και δεν μου λες, άσε την κόρη, τη γριά εδώ θα την αφήσουν;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ξέρω κι εγώ; Τι με ρωτάς, πού να ξέρω;…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Όχι, λέω… Επειδή είσαι χρόνια εδώ…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Η αλήθεια είναι ότι είχαμε κι άλλα τέτοια περιστατικά… Ναι, κάποτε τους παίρνουν αλλά τους φέρνουν πάλι. Γίνεται η δίκη και τους φέρνουν πάλι…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Ποια δίκη; Πού τους φέρνουν; Τι μου λες μωρέ βραδιάτικα;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Α, καλά, εσύ στη κοσμάρα σου! Γιατί είναι βρε η γριά εδώ; Και γιατί αγρίεψε έτσι η άλλη;
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Η γριά είναι εδώ γιατί είναι τρελή. Και η άλλη αγρίεψε γιατί είναι κι αυτή τρελή, πιο τρελή κι απ’ τους τρελούς μη σου πω…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Τη γριά μας τη στείλανε εδώ απ’ το δικαστήριο! Δηλαδή όχι απ’ το δικαστήριο, κάτι που γίνεται πριν το δικαστήριο, ξέρω κι εγώ πώς τα λένε αυτά; Κι αύριο είναι η δίκη. Η κανονική. Θα έρθουν να την πάρουν. Πρωί-πρωί. Γι’ αυτό σάλταρε η άλλη. Μην πάθει τίποτα η ασθενής πριν την πάρουν…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Τι λες μωρέ!!! Α, τη δόλια… Καλά, εμένα δεν ξέρατε να μου τα πείτε αυτά;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Άσε μας μωρέ Λίτσα…
[καπνίζουν σιωπηλές]
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Τη δόλια, τη δόλια!… Τη λυπάμαι μωρέ… Αλλά κι απ’ την άλλη… Και τι έκανε δηλαδή και θα την δικάσουν; Καλά, και πώς θα τη δικάσουν αφού δεν μιλάει; Θα μου πεις… Ε, δεν θα ‘χει βάλει η κόρη της κανένα δικηγόρο; Αλλά τι έκανε, όμως;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Ούτε ξέρω ούτε θέλω να μάθω, ας κάνουν ό, τι νομίζουν, δεν είναι δικές μας δουλειές αυτές…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Εδώ που τα λέμε, τα δικά μας και πολλά μας… Έλα, τέλειωνε με το τσιγάρο μην έρθει η άλλη και…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Τι έγινε αυτή; Μας ξέχασε;
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Τι κάνουμε; Να την περιμένουμε ή να πάμε τη γριά στο θάλαμο; Θα θέλει να κοιμηθεί η κακομοίρα… Είναι και η δίκη, όπως λες…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Άντε, άντε, πάμε, βαρέθηκα, άι σιχτίρ! Κι αν μας πει τίποτα θα της πούμε ότι δεν ήταν καλά η γριά και θα φωνάζαμε το γιατρό, δεν θα ξενυχτήσουμε κιόλας εδώ μέσα… Αμάν! Τον δικό μου δεν πήρα τηλέφωνο! Κάτσε να πάμε τη γριά και θα φύγω τρέχοντας!
[Η Νοσοκόμα κατεβαίνει απ’ το περβάζι του παραθύρου και η Καθαρίστρια κλείνει τα τζάμια. Δυναμώνουν τα φώτα, φωτίζεται όλη η σκηνή]
ΝΟΣΟΚΟΜΑ ΛΙΤΣΑ!!! Το καρότσι είναι άδειο!!! Πού είναι η γριά;;;;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Πού είναι η γριά; [κοιτάει γύρω της] ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΓΡΙΑ;;;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Το διάολό της μέσα, την κοπάνησε πάλι! Καλά, δεν ήταν δεμένη; Πώς έφυγε;
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Βρε άσε τα λόγια και τρέχα να την προλάβουμε μην κατρακυλήσει τις σκάλες…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Κάτσε… Περίμενε…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Μωρέ είσαι στα καλά σου;;; Τι να περιμένω; Όι μάνα μου! Πάει η γριά, θα κατρακύλησε στις σκάλες μες στην τύφλα, το χριστό τους μέσα που δεν αφήνουν αναμμένο ένα φως της προκοπής …
[στέκουν ακίνητες στη μέση της σκηνής]
ΝΟΣΟΚΟΜΑ [χαμηλόφωνα] Λίτσα…
ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ Τι είναι; Γιατί μιλάς σιγά;
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Λίτσα… Καταλαβαίνεις τι κάνουμε;… Χάθηκε η γριά μέσα απ’ τα μάτια μας κι εμείς… Σαν να βλέπουμε έργο… Δεν μας παίρνουν τα πόδια μας…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Μωρέ τι κάθεσαι και λες; Ποιον δεν παίρνουν τα πόδια του; [την τραβάει] Έλα, πάμε, μη φοβάσαι, τίποτα δεν θα έγινε, κάπου θα βρήκε να κρύφτηκε πάλι, αποκλείεται να…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Λίτσα… Δεν μπορώ… Παραλύσανε τα πόδια μου…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Να με τρελάνεις θες; Είναι που δεν είμαι και στα καλά μου σήμερα!
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Κι αν…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Κι αν και ξ’ αν! Αν είχε γίνει κάτι… Όπως λες, δηλαδή… Δεν θα είχαμε ακούσει το θόρυβο; Δεν θα είχαμε ακούσει φασαρία;… Και μη με κοιτάς έτσι, σκιάζομαι σου λέω! Κουνήσου! Και να έπεσε… Που λέει ο λόγος, δηλαδή…. Ε, θα τη φροντίσουν, νοσοκομείο είναι…
ΝΟΣΟΚΟΜΑ Έχουν δει πολλά εμένα τα μάτια μου…
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Τότε να τα κλείσεις για να μην βλέπουν! Κουβέντα θ’ ανοίξουμε τώρα; Ξεκόλλα είπαμε! Πάμε! Άντε, πάμε!
[Φεύγουν. Η σκηνή μένει άδεια, σβήνουν τα φώτα. Ακούγεται από απόσταση η φωνή της Καθαρίστριας]
ΚΑΘΑΡΊΣΤΡΙΑ Πρόσεχε μην πέσεις! Κράτα με! Να, πάρε το χέρι μου, μην μ’ αφήσεις, ακούς; Το χέρι μου κράτα…
Πέμπτη σκηνή
Η Γυναίκα και η Κοπέλα κάθονται κατάχαμα. Η σκηνή είναι άδεια από αντικείμενα
ΚΟΠΕΛΑ Είμαστε πολύ κουρασμένες…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, είμαστε…
ΚΟΠΕΛΑ Και με πονάει εδώ. Κι εδώ. Κι εδώ [με το δάκτυλό της διαγράφει μια διαδρομή από το μάγουλο στο λαιμό κι έπειτα στην γάμπα ακολουθώντας μια αδιόρατη ουλή]
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι, ξέρω. Όταν αρχίζει να πονάει, σταματάει το μυαλό και μπερδεύονται όλα…
ΚΟΠΕΛΑ Τώρα ξέρεις πού βρισκόμασταν; Πριν… Ξέρεις;
ΓΥΝΑΙΚΑ Μμμ, δεν πολυξέρω. Δεν μ’ άρεσε, όμως. Καθόλου δεν μ’ άρεσε. Είχε πολύ άσπρο. Βρώμικο άσπρο. Και πολύ κόσμο. Με κουράζανε όλοι αυτοί που τριγυρνάγανε. Κι εγώ έφευγα, δεν έφευγα; Καλά δεν το θυμάμαι;… Και πριν, όμως, ήμουνα κάπου αλλού… Δεν ήμουνα και κάπου αλλού; Όχι στο σπίτι μου. Κάπου αλλού..
ΚΟΠΕΛΑ Είχες φύγει καιρό απ’ το σπίτι σου… Πολύ καιρό…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ναι. Είχε έρθει μια κυρία και με πήρε. Νομίζω ότι ήταν η κόρη μου… Ναι, η κόρη μου θα ήταν, είχα χρόνια να τη δω και την είχα ξεχάσει.
ΚΟΠΕΛΑ Γιατί σε πήρε, θυμάσαι;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, με πήρε, δεν την ρώτησα κιόλας γιατί…
ΚΟΠΕΛΑ Δεν τη ρώτησες γιατί σου είπε να φύγεις απ’ το σπίτι σου;
ΓΥΝΑΙΚΑ Δεν μου είπε να φύγω απ’ το σπίτι μου, όχι, καθόλου δεν μου είπε έτσι… Μου είπε… Κάτσε να θυμηθώ… Α, ναι, μού είπε, θα πάμε κάπου να σε φροντίζουν, έτσι μου είπε…
ΚΟΠΕΛΑ Και μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, μετά, κάπου με πήγε, δεν μ’ άφησε δα και στο δρόμο… Όμως μετά ήρθε πάλι. Πόσο μετά; Ε, θα είχε περάσει καιρός, δεν πολυθυμάμαι. Θα σε πάω στο σπίτι σου, μου είπε. Αχ, ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ πολύ κορίτσι μου...
ΚΟΠΕΛΑ Θα σε γυρνούσε σπίτι σου…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, όχι, δεν θα σε πάω για να μείνεις, δεν μπορείς να μείνεις πια εκεί. Τότε γιατί πάμε; Θα σου κάνει καλό να ξαναδείς το σπίτι σου, έτσι μου είπε. Τι καλό θα μου έκανε, αν ήταν να με πάρουν πάλι πίσω; Δεν ξέρω τι να πω... Κάτι τέτοια μου έλεγε, πάντως. Εκείνη η κυρία. Η κόρη μου. Κάτι θα είχε στο νου της. Έτσι κατάλαβα. Γι’ αυτό δεν την ρώτησα.
ΚΟΠΕΛΑ Και μετά;…
ΓΥΝΑΙΚΑ Μετά… Ε, πήγαμε… Όπως σου είπα… Με το αυτοκίνητό της πήγαμε. Εκείνης της κυρίας… Της κόρης μου δηλαδή… Είχαν μεγαλώσει το δρομάκι έξω από το σπίτι, ξέρεις, αυτό που μύριζε ευκάλυπτο, το είχαν στρώσει με άσφαλτο… Άρα δεν μύριζε πια. Όπως σου είπα… Το είχαν στρώσει με άσφαλτο [χαμογελάει]. Φτάσαμε όμως… Σαν κυρίες… Στο σπίτι… Καθόλου δεν λερώθηκαν τα παπούτσια μας…
ΚΟΠΕΛΑ Και μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ [αρχίζει να μιλάει λαχανιαστά, χειρονομώντας νευρικά] Εκεί… Στο σπίτι μας δηλαδή… Εκεί μας υποδέχτηκε μια παράξενη, σε καμιά απ’ την οικογένειά μας δεν έμοιαζε, πρώτη φορά την έβλεπα. Τέλος πάντων… [ηρεμεί] Τι έλεγα; Α, ναι. Μας έβγαλε καρέκλες στον κήπο και μας κέρασε αναψυκτικά και παγωτό. Εμένα με άφησαν να πιω μόνο νερό. Μετά τους είπα, εγώ θέλω ν’ ανέβω λίγο στην ταράτσα. Δουλεύουν εργάτες επάνω, πρόσεξε μην παραπατήσεις πουθενά, μου είπε αυτή που έλεγε πως ήταν κόρη μου. Μην φοβόσαστε, είναι ο άντρας μου επάνω, θα έχει το νου του, είπε και η παράξενη και μου χαμογέλασε κιόλας, μήπως και την αναγνωρίσω. Αλλά εγώ δεν την ήξερα, από πού να την ξέρω για να την αναγνωρίσω;
ΚΟΠΕΛΑ Όχι, δεν την γνώριζες, πώς μπορούσες να τη γνωρίζεις…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι… Καλά λες. Τέλος πάντων, δεν της μίλησα λοιπόν κι εγώ και πήγα σιγά-σιγά στη σκάλα. Την εξωτερική σκάλα, δεν μπήκα στο σπίτι, ήταν άνω-κάτω και μέσα στα χώματα, συγχύστηκα που το είδα σ’ αυτό το χάλι. Θα το καθαρίσω μετά, είπα. Δεν μπορώ να φύγω και να το αφήσω έτσι. Ας πάω, όμως, πρώτα στην ταράτσα. Ανέβηκα, λοιπόν, την εξωτερική σκάλα, προσεκτικά, ένα-ένα τα σκαλιά, τα είχαν φαρδύνει λίγο, γιατί το κάνανε; Μια χαρά ήταν τα σκαλιά… Τέλος πάντων, ανέβηκα και είπα, γεια σας, εγώ είμαι. Αλλά δεν με άκουσε κανείς, κάνανε θόρυβο μ’ ένα μηχάνημα. Μετά είδα ότι έσπαγαν το πεζούλι… Στην αρχή νόμισα ότι δεν έβλεπα καλά. Έσπαγαν την ταράτσα μου;! Δεν το πίστευα, καθόλου δεν το πίστευα αυτό που έβλεπα! Εντάξει, σκέφτηκα. Το δρομάκι να το φτιάξουνε, αν και δεν είχε κι αυτό ανάγκη από φτιάξιμο. Την ταράτσα μου, όμως; Το πεζούλι μου; Εκεί ακριβώς. Στην κρυψώνα μου. Πάνω από τις τριανταφυλλιές. Ήθελα να τους σταματήσω, αλλά δεν μπορούσα. Μπορούσα; Δεν μπορούσα. Κάθισα λοιπόν και σκέφτηκα. Κάμποση ώρα πρέπει να κάθισα και να σκεφτόμουνα. Γιατί κατάφερα τελικά και τα κατάλαβα όλα. Τι είχε γίνει, δηλαδή. Δεν θα το πιστέψεις! Αυτοί εκεί… Αυτός που έσπαγε το πεζούλι κι εκείνη που σου είπα, εκεί κάτω, στον κήπο. Αυτοί μένανε στο σπίτι μου. Ακούς πράγματα; Νομίζανε ότι είναι δικό τους! Γι’ αυτό και μας κέρασε η παράξενη. Νόμιζε ότι είναι η νοικοκυρά του σπιτιού!
ΚΟΠΕΛΑ Αυτοί οι δύο ήταν οι νοικοκύρηδες του σπιτιού…
ΓΥΝΑΙΚΑ Αυτό σου λέω κι εγώ. Δηλαδή, έτσι νομίζανε. Ε, τι να έκανα, λοιπόν; Να τους πω ότι κάνουν λάθος; Ότι αυτό είναι το σπίτι μου και δεν πρέπει να γκρεμίζουν την ταράτσα μου; Θα με πίστευαν; Δεν θα με πίστευαν! Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου; Σε ρωτάω! Εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;
ΚΟΠΕΛΑ Θα έφευγα… Τι άλλο να έκανα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Αλλά… Αφού μας είχαν πάρει το σπίτι…
ΚΟΠΕΛΑ Λοιπόν, αυτό σημαίνει ότι το σπίτι δεν ήταν πια δικό μας…
ΓΥΝΑΙΚΑ Χωρίς να τους τιμωρήσεις; Που μας πήραν το σπίτι μας χωρίς να μας ρωτήσουν;
ΚΟΠΕΛΑ Το σπίτι δεν ήταν πια δικό μας… Κατάλαβες τώρα; Γι’ αυτό θα έφευγα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, λοιπόν, εγώ δεν έφυγα κι ούτε καταλαβαίνω τι μου λες! Μάλιστα πήγα να τον φωνάξω… Όπως σου είπα… Εκείνον. Που καθόταν άκρη-άκρη και παρακολουθούσε. Γιατί σπας το πεζούλι μου, να του πω; Εκεί ήταν η κρυψώνα μου! Δεν θα με άκουγε, όμως. Κι έτσι δεν του μίλησα. Γινόταν θόρυβος και δεν με άκουσε ούτε όταν τον πλησίασα. Επειδή… Σ’ το είπα, δεν σ’ το είπα; Επειδή δεν ήξερα τι άλλο να κάνω για να τον σταματήσω.
ΚΟΠΕΛΑ Και μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, εντάξει, μην θαρρείς ότι τον έσπρωξα και πολύ. Λίγο. Νομίζω ότι πρώτα μπλέχτηκε το μπαστούνι μου στα πόδια του. Δηλαδή δεν μπήκε μόνο του το μπαστούνι, εγώ το έβαλα εκεί για να τον κάνω να χάσει την ισορροπία του. Και μετά τον έσπρωξα. Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία πώς ακριβώς έγινε. Το σημαντικό είναι ότι εκείνος έπεσε αμέσως μόλις είχε πέσει το πεζούλι μου. Ότι πήρε στο κατόπι την κρυψώνα μου, κατάλαβες; Κι έπεσε πάνω σ’ εκείνο το σίδερο. Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι θα σταματούσε εκεί το σώμα του, πάνω στο σίδερο. Αλλά αυτός συνέχισε να πέφτει και το σίδερο πρόβαλε μέσα από την πλάτη του. Βγήκε πρώτα μια αιχμή σαν βέλος, στη μέση ακριβώς της πλάτης, κι έπειτα… Έπειτα, φωνές, φασαρία, αλλά εγώ σκέφτηκα… Εγώ σκέφτηκα… Ε, λοιπόν, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα… Δεν συμφωνείς; Εγώ σκέφτηκα ότι δεν μπορούσε να έχει γίνει τίποτα καλύτερο…
[Η κοπέλα αγκαλιάζει το σώμα με τα χέρια της και κουνιέται πέρα δώθε]
ΓΥΝΑΙΚΑ Γιατί δεν με κοιτάς πάλι; Μην κάνεις έτσι… Τι έπαθες; Γιατί δεν μιλάς; Δεν έκανα καλά; Έτσι νομίζεις;… Ε, λοιπόν, εγώ έτσι το κατάλαβα… Ότι όλα έγιναν πολύ καλά κι άρχισα να χειροκροτώ, μπράβο, μπράβο…
ΚΟΠΕΛΑ [σιγανά] Και μετά;
ΓΥΝΑΙΚΑ Ε, μετά ξέρεις… Φωνές, φασαρία… Όπως σου είπα… Ακαριαίος θάνατος λέγανε.
[η κοπέλα πλησιάζει, κοιτάζονται]
ΓΥΝΑΙΚΑ Τότε ήρθαν και με πήρανε… Κι έγιναν και κάτι άλλα, πολλά έγιναν, κάτι άσχημα πράγματα… Αλλά αυτά δεν τα θυμάμαι… Με τραβούσαν… Ε, και στο τέλος με έφεραν εδώ... Έτσι έγινε…
[η Κοπέλα την πλησιάζει κι άλλο και την αγκαλιάζει, η Γυναίκα δείχνει ανήσυχη, τραβιέται απ’ την αγκαλιά της Κοπέλας και την κοιτάζει επίμονα]
ΓΥΝΑΙΚΑ Και δεν μου λες… Εγώ τώρα τι είμαι;… Κρυώνω πολύ σήμερα… Δεν έχω κρυώσει άλλη φορά τόσο… Γι’ αυτό σου λέω… Δηλαδή εγώ τώρα είμαι ζωντανή;… Σε ρωτάω γιατί νομίζω ότι πέθανα…
ΚΟΠΕΛΑ Έλα, έτσι, ακούμπησε επάνω μου… Μπες μέσα στην αγκαλιά μου…
[η Γυναίκα κουβαριάζεται στην αγκαλιά της]
ΓΥΝΑΙΚΑ Είναι που αργούσες κιόλας, κατάλαβες; Σε περίμενα. Πολλή ώρα σε περίμενα σήμερα… Και νόμιζα…
ΚΟΠΕΛΑ Όλο έτσι μου έλεγες… Ότι αργούσα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Σήμερα, όμως, είναι αλλιώς…
ΚΟΠΕΛΑ Πάντα είναι αλλιώς…
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι… Θέλω να πω… Είναι που ζαλίζομαι κιόλας… Πονάει το κεφάλι μου και είναι όλα μπερδεμένα… Δεν τελειώσαμε, μάλλον, ε;… Τελειώσαμε; Δηλαδή… Θέλω να πω… Τελειώσαμε;
ΚΟΠΕΛΑ Ναι…
ΓΥΝΑΙΚΑ Και τι θα κάνουμε λοιπόν;
ΚΟΠΕΛΑ Τίποτα…
ΓΥΝΑΙΚΑ Είναι που νομίζω ότι πέθανα, κατάλαβες;… Ακαριαίος θάνατος…
[παύση, αρχίζουν να χαμηλώνουν τα φώτα]
ΚΟΠΕΛΑ Τι σημασία έχει πια; Αυτό… Αυτό που με ρωτάς…
ΓΥΝΑΙΚΑ Έχει, πώς δεν έχει; Γιατί εγώ κάτι ήθελα να σε ρωτήσω. Να σε ρωτήσω δηλαδή εάν θέλεις να μείνεις μαζί μου. Να μην φύγεις καθόλου, δηλαδή. Να μην φύγεις ποτέ… Γι’ αυτό…
ΚΟΠΕΛΑ Πώς θα μπορούσα να φύγω; Πες μου, θα μπορούσα;
ΓΥΝΑΙΚΑ Όχι, αυτό είναι αλήθεια, δεν θα μπορούσες... [μένει κάμποση ώρα σκεφτική] Δεν έχει σημασία λες, ε; Λοιπόν, ξέρεις τι λέω εγώ… Νομίζω ότι μπορούμε πια να πάμε στο σπίτι μας. Να το συμμαζέψουμε πρώτα, να το καθαρίσουμε από τα χώματα… Τι λες κι εσύ; Και μετά, να ανεβούμε στην ταράτσα. Να κρυφοκοιτάμε πάλι… Ωραία δεν θα είναι;
ΚΟΠΕΛΑ Ναι... Στο σπίτι μας… Να κρυφοκοιτάμε… Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν φύγαμε από εκεί… Το κατάλαβες τώρα που φύγανε όλοι; Κατάλαβες ότι κανείς… Κανείς δεν μας άκουγε… Πάντα εκεί είμαστε μόνες μας να τρώμε τα σωθικά μας… Μήπως και καταφέρουμε… Μήπως και…
Σβήνουν τα φώτα. Σκοτάδι
τέλος
Αφροδίτη Κουκουτσάκη
Αθήνα, Νοέμβρης 2008