Η μετάθεση του κέντρου βάρους στην άσκηση της τιμωρητικής εξουσίας από το υλικό σώμα στην άυλη ψυχή του καταδίκου κατά τον 18ο αιώνα -και λίγο αργότερα η γέννηση του νόθου παιδιού που πήρε το όνομα «σωφρονιστική μεταχείριση»-, δεν σηματοδότησε το τέλος του πόνου, το υλικό σώμα δεν έπαψε να αποτελεί πεδίο πρόκλησης οδύνης σ’ όλη την ιστορία της φυλακής. Αν τα παραπάνω αφορούν τον κυρίαρχο τιμωρητικό θεσμό στο σύνολό του, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν επιχειρούμε να φωτίσουμε το σκοτεινό κομμάτι του, τους χώρους κράτησης γυναικών. Πριν δύο χρόνια, οι γυναίκες κρατούμενες διεκδίκησαν ένα χώρο στο δημόσιο λόγο με αφορμή τις καταγγελίες τους για τους κολπικούς ελέγχους. Εμβληματική περίπτωση ο κολπικός έλεγχος, αποτελώντας την επιτομή του ελέγχου και της τιμωρίας του γυναικείου σώματος: σώμα γυμνό, ελέγξιμο, ταπεινωμένο, στόχος και συνάμα εργαλείο της τιμωρητικής εξουσίας. Εμβληματική περίπτωση και για τον επιπλέον λόγο ότι χρειάστηκε αυτό το τοπίο οδύνης για να μιλήσουμε για τις γυναικείες φυλακές. «Δεν είμαι η Κ.Γ. είμαι η Γκουλιώνη Κατερίνα, ΕΧΩ ΟΝΟΜΑ, ΑΥΤΗ ΕΙΜΑΙ κι έχω να πω πολλά», έγραφε η Κατερίνα Γκουλιώνη στο τελευταίο της γράμμα. Γυναίκες έγκλειστες. Έχουν όνομα, έχουν φωνή κι έχουν να πουν πολλά.
Γενική πληθυντικού: Των κρατουμένων
Συνήθως, μιλώντας για τον έγκλειστο πληθυσμό, χρησιμοποιούμε ασυνείδητα τον όρο «κρατούμενοι» αναπαράγοντας στο καθημερινό ιδίωμα την έμφυλη διάσταση των Λόγων περί φυλακής και κρατουμένων και την ανδροκεντρική δομή των ποινικών θεσμών. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Maureen Cain, τόσο ο επιστημονικός λόγος όσο και ο χώρος των θεσμών της ποινικής δικαιοσύνης θεμελιώνεται εξ ορισμού σε ανδροκεντρικά επιχειρήματα: γνώμονας παραμένει η ανδρική εγκληματικότητα και η θεσμική της διαχείριση και η γυναίκα ή το κορίτσι εγκληματίας αντιμετωπίζονται ως Άλλος, που υπάρχει μόνον στο βαθμό που διαφοροποιείται από τον άνδρα εγκληματία (Cain, 1990:2, “Towards Transgression: new directions in feminist criminology” στο International Journal of the Sociology of Law, τ. 18)
Αυτήν την εικόνα ενισχύει κυρίως το γεγονός της μικρής παρουσίας της γυναίκας στους τιμωρητικούς θεσμούς καθώς, με βάση τουλάχιστον τις επίσημες στατιστικές, προκύπτουν χαμηλά ποσοστά γυναικείας εγκληματικότητας, κατ’ επέκταση είναι επίσης χαμηλά τα ποσοστά συμμετοχής γυναικών στον ποινικό πληθυσμό.[1] Έτσι, η αντίληψη περί έμφυλης διάστασης της εγκληματικότητας και του ποινικού πληθυσμού αποκτά και θεσμική κατοχύρωση έτσι ώστε να αναπαράγει τον εαυτό της. Αντίστοιχα, η έμφυλη διάσταση της εγκληματικότητας και της ποινής προκύπτουν με κάθε σαφήνεια και στο πλαίσιο της εγκληματολογικής θεωρίας και έρευνας, η οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, από τις απαρχές της είναι εστιασμένη στην ανδρική εγκληματικότητα.
Αν, λοιπόν, θα πρέπει να αναζητήσουμε τον πυρήνα της αντίληψης ότι το έγκλημα και η ποινή είναι ζητήματα συνυφασμένα κατεξοχήν με το ανδρικό γένος, κατά έναν επιφανειακά παράδοξο τρόπο θα πρέπει να αναδείξουμε ένα χαρακτηριστικό των ποινικών πρακτικών το οποίο αφορά εξίσου άνδρες και γυναίκες εγκληματίες. Το γεγονός, δηλαδή, ότι τόσο η εγκληματικότητα –γυναικεία ή ανδρική-, όσο και οι αναπαραστάσεις της συναρτώνται άμεσα με τις ίδιες τις ποινικές πρακτικές και την επιλεκτικότητα που ιστορικά χαρακτηρίζει τους τιμωρητικούς θεσμούς. Στην προκείμενη περίπτωση μάλιστα εκπορεύεται από πατριαρχικές δομές που προϋποθέτουν ότι η διαπαιδαγώγηση των γυναικών εντός ενός εθνοκεντρικού οικογενειακού πλαισίου τις εντάσσει, ηθικά και συναισθηματικά, σε πιο «ήπιες» μορφές κοινωνικού ελέγχου, οικιακού τύπου:
«Η διαπαιδαγώγηση των γυναικών, με άλλα λόγια, δεν είναι τέτοια που να απαιτεί την άγρια τελική επεξεργασία τους στο πλαίσιο του δικαστηρίου και της φυλακής – εκτός βέβαια από αυτές τις (λίγες) γυναίκες που τοποθετούνται, ή τις τοποθετούν, καθαρά εκτός του εθνοκεντρικού οικογενειακού πλαισίου: πόρνες, τοξικομανείς, αυτές που ανήκουν σε αποκλεισμένες εθνικότητες, πολιτικά εξεγερμένες» [Melossi, 1998: xvii, "Introduction", στο Melossi D. (εισαγωγή- επιμέλεια), The Sociology of Punishment: Socio- Structural Perspectives, Aldershot: Ashgate]
Εάν, λοιπόν, στην ιστορία των τιμωρητικών θεσμών που προορίζονταν για τις γυναίκες μπορεί να δει να κυριαρχούν κατά περιόδους ιδρύματα τα οποία προσιδιάζουν σε αναμορφωτήρια, όπου η σωφρονιστική μεταχείριση συνίσταται στην εξοικείωση της γυναίκας με οικιακές εργασίες, προκειμένου να επιτευχθεί το maximum της αναμόρφωσης, ο συνήθης ποινικός πληθυσμός αποτελείται πλέον στην μεγάλη πλειοψηφία του από εκείνες τις «άλλες» γυναίκες, των οποίων η ποινική μεταχείριση μόνον στο γράμμα του νόμου διαφοροποιείται από αυτή των ανδρών.
Αυτή είναι και η περίπτωση της Ελλάδας όπου, τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια, ενώ αυξάνει ο γυναικείος ποινικός πληθυσμός, η γυναίκα έγκλειστη παραμένει η «εξαιρετική περίπτωση» για την οποία δεν απαιτείται -στην πράξη- ιδιαίτερη ενασχόληση. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρω την έλλειψη γυναικείων αγροτικών φυλακών, την ύπαρξη μιας και μοναδικής γυναικείας φυλακής στον Ελεώνα, στη μέση του πουθενά έξω από τη Θήβα[2] και γυναικεία τμήματα σε δύο ανδρικές φυλακές. Εξ ορισμού, λοιπόν, η γυναίκα κρατούμενη αποκόβεται από το οικογενειακό της περιβάλλον και ακυρώνονται οι επιδόσεις της στους διάφορους ρόλους που συγκροτούν την γυναικεία «κανονικότητα» με προεξάρχοντα αυτόν της μητέρας. Παράλληλα, πλήθος καταγγελιών αναφέρονται σε πολλαπλές μορφές κακοποίησης του γυναικείου σώματος, από την έλλειψη εξειδικευμένης ιατρικής και υγειονομικής φροντίδας σε συνδυασμό με την καταχρηστική εφαρμογή μέτρων που ταπεινώνουν τη γυναικεία υπόσταση, όπως ο κολπικός έλεγχος του οποίου η κατάργηση έχει εξαγγελθεί ως λόγος κενός περισσότερες από μια φορές.
Αν δούμε, λοιπόν, τον τρόπο με τον οποίο εμφανίζεται κατά περιόδους το ζήτημα των γυναικείων φυλακών στο δημόσιο λόγο, θα παρατηρήσουμε ότι αφορμή για αυτό δίνουν ακραίες περιπτώσεις καταγγελιών ή συμβάντων όπως ο, κάτω από σκοτεινές συνθήκες, θάνατος της Κατερίνας Γκουλιώνη. Τότε, περιστασιακά, θυμάται η κοινωνία ότι ο έγκλειστος πληθυσμός συγκροτείται από άτομα και των δύο φύλων χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η γυναίκα κρατούμενη παύει, ακόμα και τότε, να αποτελεί «παράρτημα» του λόγου περί έγκλειστου πληθυσμού κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν όπου οι γυναικείες φυλακές αποτελούν παράρτημα ανδρικών και οι κρατούμενες παραμένουν τυχαία συστατικό μιας γενικής πληθυντικού, των κρατουμένων.
Από το αφιέρωμα
Γυναίκες κρατούμενες: Η έμφυλη χωροθέτηση και οργάνωση του σωφρονιστικού τοπίου [Η ΑΥΓΗ, Πέμπτη 17 Μαρτίου, Εντός Φύλου] http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=605386[1] Με εξαίρεση τις περιόδους πολέμου, όταν τμήμα του ανδρικού πληθυσμού επιστρατεύεται και αλλάζουν οι αναλογίες με βάση το φύλο, η παρουσία της γυναίκας στον ποινικό πληθυσμό κυμαίνεται γύρω στο 5%. (Melossi, D, 2002: 207-208, Stato, Controllo Sociale, Devianza, Milano: Bruno Mondadori). Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, στοιχεία που προέρχονται από τις αστυνομικές στατιστικές (αφορούν υπόπτους και όχι δράστες εγκληματικών ενεργειών) δίνουν στις γυναίκες ένα μερίδιο 7% επί της συνολικής εγκληματικότητας το 1973 και 14% το 2003 [Κουράκης, Ν. (επιμέλεια, προλεγόμενα), 2006: 15-16,
Έμφυλη Εγκληματικότητα. Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου, Αθήνα: Σάκκουλας]
[2] Οι φυλακές του Κορυδαλλού πέραν του ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι δικαστικές, εδώ και χρόνια φέρονται υπό διάλυση