Η συζήτησή μου με την Άγγελα Νταρζάνου που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της ΑΥΓΗΣ
Το σήριαλ Ρούλα Πισπιρίγκου έχει επεκταθεί και καλύπτει σχεδόν στο σύνολο της ειδησεογραφίας τα τελευταία 24ωρα. Στο διαδίκτυο, στα social media και ιδίως στην τηλεόραση, δεν υπάρχει ζωντανή εκπομπή που να μην ασχολείται, Η ίδια η Ρούλα Πισπιρίγκου φαίνεται να συνομιλούσε με όλο το τηλεοπτικό star system, από την Αγγελική Νικολούλη μέχρι την Τατιάνα Στφανίδου, καμία σκέψη όμως να φροντίσει για δικηγόρο και για κάποιου είδους ψυχολογική στήριξη.
Πεδίο δόξης λαμπρό για τα κανάλια, καθώς το σώου φαίνεται πως θα τραβήξει σε μάκρος: δεν είναι μόνο οι καταθέσεις του οικογενειακού και φιλικού κύκλου της κατηγορούμενης που θα δώσει επιπλέον τροφή για νέα ρεπορτάζ , είναι η διερεύνηση του θανάτου των άλλων δύο άτυχων κοριτσιών, της Μαλένας και της Ίριδας που εκκρεμεί, αλλά και της 69χρονης σπιτονοικοκυράς που μπαίνει κι εκείνη στο κάδρο. Η κυρία Ρούλα Πισπιρίγκου θα συντηρείται στην επικαιρότητα για μήνες ακόμη.
Πολύ νωρίς, ήδη από την περασμένη Πέμπτη, τα ίδια τα κανάλια αλλά και η κυβέρνηση, αντιλήφθηκαν ότι κάτι πάει να γίνει πολύ λάθος έξω από το σπίτι της οικογένειας στην Πάτρα. Οι αποδοκιμασίες, τα συνθήματα για θανατική καταδίκη, οι κρεμάλες και οι κατάρες, όλα συνέχεια του τηλεοπτικού σώου που είχε χτιστεί βδομάδες πριν πάνω σε μια τραγωδία.
Μετά το γαϊτανάκι των απόψεων, των ερμηνειών, των διαγνώσεων, των πληροφοριών από την γειτονιά, είχε ήδη νομιμοποιηθεί το κλίμα για το λιντσάρισμα της μητέρας των τριών κοριτσιών αλλά και των συγγενών της, με βάση ένα λόγο όχι απλώς επικινδυνότητας αλλά συνδυασμού επικινδυνότητας με ψυχική ασθένεια. «Και βέβαια αυτόν τον όχλο τον δημιούργησε σε μεγάλο βαθμό ο τρόπος παρουσίασης από τα ΜΜΕ, των οποίων συνήθης τακτική είναι να προκαλούν αντιδράσεις και μετά να κάνουν είδηση τις αντιδράσεις που τα ίδια προκάλεσαν», μας λέει η Αφροδίτη Κουκουτσάκη, εγκληματολόγος, παλαιότερα Επίκουρη Καθηγήτρια στο Πάντειο. «Η πεποίθησή μου είναι ότι η κοινωνία εμφανίζει πιο τιμωρητικό ήθος από τους τιμωρητικούς θεσμούς, παγιδεύεται σε ηθικούς πανικούς και βρίσκω ανατριχιαστική την επίκληση της ποινής του θανάτου, κάπως σαν φαντασίωση λιντσαρίσματος και δημόσιες εκτελέσεις του μεσαίωνα».
Τι χαρακτηριστικά αποδίδονται όμως στη «γυναικεία εγκληματικότητα»; ρωτάμε την Αφροδίτη Κουκουτσάκη. «Η ψευδοεπιστημονική αντίληψη, τάχα περί ιδιαίτερης «εγκληματικής προσωπικότητας» που κυριαρχεί στον εγκληματολογικό λόγο, δεν απαντάται στην περίπτωση των γυναικών που εγκληματούν. Αυτές παρουσιάζονται κατά κύριο λόγο ως ανατροπή της κοινωνικά προσδωκόμενης γυναικείας κανονικότητας. Υπό αυτό το πρίσμα, η «γυναικεία εγκληματικότητα» δεν αναπαριστάται ως «διαφορετικότητα» όπως στους άντρες, ή ως υπέρβαση των ορίων, αλλά ως ανατροπή του ίδιου του φύλου των γυναικών. Για παράδειγμα ο παιδοκτόνος Δουρής το 1994 ήταν ο «πα-Τέρας» σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, η Ρούλα Πισπιρίγκου όμως χάνει την ιδιότητα της μητέρας. Η γυναίκα θα λέγαμε ότι δεν θεωρείται γυναίκα –μητέρα, σύζυγος, κόρη- όταν δεν επιτελεί τους κοινωνικά καθορισμένους ρόλους».
Το twitter επιβεβαιώνει αυτή την διαπίστωση: «σήμερα “λερώθηκε” η πιο όμορφη λέξη στον κόσμο». «Η λέξη ΜΑΝΑ δεν λερώθηκε και δεν θα λερωθεί ποτέ εξαιτίας ενός περιστατικού». «Απόψε πενθούμε όλες οι μαμάδες». «Σταματήστε να γράφετε 'μάνα'. Γράψτε απλώς 33χρονη. Δεν ήταν ποτέ μάνα. Δεν έγινε ποτέ». «Αν ο Αποτροπιασμός, ο Θυμός, η Οργή, το Μίσος είχαν πρόσωπο, θα 'ταν του θηλυκού (γιατί, ούτε "μάνα", ούτε "γυναίκα" δικαιούται ν' αποκαλείται) που λέγεται #Ρουλαπισπιριγκου».
Την κυρίαρχη αντίληψη για τη «γυναικεία εγκληματικότητα» αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο το απόσπασμα από τον Ελεύθερο Τύπο, σε παλαιότερη έρευνα, αναπαράγοντας το στερεοτυπο ότι όλη η ζωή των γυναικών στρέφεται γύρω από τους άντρες: «Οι γυναίκες εγκληματούν επειδή αγαπούν παράφορα έναν άνδρα, επειδή μισούν τυφλά έναν άνδρα, επειδή συνδέονται με κάποιον άνδρα ή επειδή, για άλλους λόγους, ένας άνδρας τις οδήγησε στο ..τοπίο του φόνου!! […] Γυναίκες δολοφόνοι. Στα αστυνομικά χρονικά δεν μπαίνει πλέον αριθμός στη λίστα εγκλημάτων ερωτικού πάθους. Δεν είναι το είδος που σπανίζει, αλλά η ιστορία που επαναλαμβάνεται».
«Απέναντι σε αυτή την απλουστευτική κοινότοπη ερμηνεία ένας εναλλακτικός λόγος απορρέει από τα λόγια της Judith Butler», μας λέει η Α. Κουκουτσάκη: «Η έμφυλη πραγματικότητα είναι πραγματική μονάχα στο βαθμό που επιτελείται. Θα ήταν σωστό να πούμε ότι ορισμένα είδη πράξεων ερμηνεύονται συνήθως ως εκφράσεις ενός έμφυλου πυρήνα ή μιας έμφυλης ταυτότητας, κι ότι αυτές οι πράξεις είτε συμμορφώνονται με την προσδοκώμενη έμφυλη ταυτότητα είτε, κατά κάποιο τρόπο, συγκρούονται με αυτή την προσδοκία».Μια άλλη τάση στα social media και γενικότερα στον δημόσιο λόγο σήμερα, αλλά και σε τέτοιου είδους high profile εγκλήματα, είναι οι προτάσεις για αυστηροποίηση των ποινών. Η εμπειρία έχει δείξει ότι οι αυστηρές ποινές επιδικάζονται μόνο στα πιο αδύναμα κοινωνικά στρώματα, τους φτωχούς ή περιθωριοποιημένους που δεν αντέχουν τα έξοδα για έναν καλό δικηγόρο. Από την άλλη πλευρά δεν υπάρχει μελετη που να αποδεικνύει ότι οι αυστηρότερες ποινές μειώνουν την εγκληματικοτητα. Σε μια τέτοια περίπτωση θα λύναμε το πρόβλημα επιβάλοντας τη θανατική ποινή.«Η τωρινή κυβέρνηση ψηφίζει νόμους, αλλάζει νόμους, παραβλέπει νόμους συγκυριακά, απαντώντας εν μία νυκτί στο κλίμα που δημιουργείται μετά την τέλεση κάποιου εγκλήματος, η σοβαρότητα του οποίου θεωρείται ότι νομιμοποιεί τα μπαλώματα στην ισχύουσα νομοθεσία», παρατηρεί η Αφροδίτη Κουκουτσάκη. Και εξηγεί: «Το ερώτημα διατύπωσε καθαρά η πρώην ΓΓ Αντεγκληματικής πολιτικής Σοφία Νικολάου: “Άραγε υπάρχει τιμωρία για τέτοιο έγκλημα;” Είναι ίσως το πιο επικίνδυνο ερώτημα από όσα κυκλοφόρησαν αυτήν την περίοδο». Με άλλα λόγια: «Υπάρχει τιμωρία; Επαρκεί ο Ποινικός νόμος; Να επανέλθει η θανατική ποινή δηλαδή; Σε μια καθημαγμένη κοινωνία είναι αναγκαίο να θυμηθούμε πόσο δυσκολεύουμε τη ζωή μας αν μας συσπειρώνει το έγκλημα, όσο αποτρόπαιο κι αν είναι, και όχι οι τοξικές πολιτικές που έχουν μολύνει τον κοινωνικό ιστό ή ό,τι έχει απομείνει κι από αυτόν».