Εις μνήμην
Και τότες πια δεν ξέρεις [….]
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν' ανάψουν το τσιγάρο τους
ή το φιτίλι του δυναμίτη
(Γιάννης Ρίτσος, Καντάτα για την Μακρόνησο)
Κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά, πολιτισμικά… δεδομένα στη διαδικασία μιας ραγδαίας εξέλιξης, με σταθερό
χαρακτηριστικό τη δημιουργία όλο και περισσότερων, όλο και ευρύτερων ευάλωτων
ομάδων. Οι ενήλικες, ως εξ ορισμού «εχέφρονες», αναζητούν να επαναπροσδιορίσουν
τη θέση τους και τη σχέση τους με τους θεσμούς, μετακινούμενοι, μπρος, πίσω,
στις διάφορες θέσεις ενός συνεχούς μεταξύ κομφορμισμού και λαμογιάς. Οι νέοι,
ως η πρώτη μεταπολεμική γενιά που θα ζήσει χειρότερα από τους γονείς της, εξ
ορισμού ευάλωτοι στο να στριμωχτούν στις διάφορες κατασκευές που παράγει ένα
συνεχές μεταξύ κοινωνικής επιτυχίας και κοινωνικής περιθωριοποίησης. Σ' αυτό το
μεταξύ, οι ομιλούντες περί νέας γενιάς έχουν ήδη εκπονήσει τις καινούργιες
κατηγορίες ομαλότητας και παρέκκλισης·
οι θεσμοί, είναι αποσαθρωμένοι ή άτεγκτοι· και η οργή, ενίοτε
ανεκλάλητη, το κόκκινο νήμα που συνδέει τις πρόσφατες κινητοποιήσεις με αυτές του
παρελθόντος. Μια οργή διάχυτη, ακόμα κι όταν δεν νοιώθεις την αντήχησή της στα
συνθήματα των συλλαλητηρίων και τον
ρυθμικό ήχο των ποδιών στην άσφαλτο.
Τα γεγονότα αυτών των ημερών δεν είναι, λοιπόν, κεραυνός
εν αιθρία. Θεωρώ, όμως, ότι τα κρίσιμα στοιχεία τους είναι η ένταση, η διάρκεια
και η πολύ νεαρή ηλικία του μεγαλύτερου αριθμού των διαδηλωτών. Δεκαπεντάχρονα
ξεχύθηκαν στους δρόμους κι έγιναν οι πρωταγωνιστές μιας συνθήκης που μας
ταρακούνησε συθέμελα, που σχεδόν μας πέταξε στην άκρη κι έβαλε τα παιδιά μας
στην καρδιά των γεγονότων ή των ενδεχόμενων εξελίξεων. Δεκαπεντάχρονα με περισσότερη ή λιγότερη συνείδηση του
γεγονότος ότι βρίσκονται ενόψει μιας τυφλής διαδρομής, που δεν τους ανήκει μεν
αλλά και που δεν μπορούν να την παρακάμψουν γιατί κάψαμε πια τα καράβια τους.
Κάποιοι απ' αυτούς «παρεκτράπηκαν». Επί ώρες, επί μέρες
πέταγαν πέτρες, περιγελούσαν, λοιδορούσαν και, γενικότερα, έγραφαν στα παλιά
τους τα παπούτσια τους όποιους όρους
πολιτικής ορθότητας προβάλλονται ως δεδομένοι και αυτονόητοι. Κάποιοι
άλλοι συντάχτηκαν κάτω από τα πανό τους και κάποιοι ακόμα απλώς φοβήθηκαν. Σίγουρα δεν ήταν μια άμορφη μάζα, δεν ήταν
όλοι ίδιοι ή αναγνωρίσιμοι ή κατατάξιμοι σε τετριμμένες κατηγορίες ευρείας
κατανάλωσης. Θα έλεγα, λοιπόν, χωρίς καμιά πρόθεση απλουστεύσεων ή γενικεύσεων,
ότι το σημαντικό στοιχείο ήταν ποιοτικό και όχι ποσοτικό: τα δεκαπεντάχρονα μας
πέταξαν στα μούτρα την «θεσμική αλήθεια» μας περί νομιμότητας όπου, σαν το
γαϊτανάκι, χορεύουν πλάι-πλάι το σκάνδαλο του Βατοπεδίου με τα ληστρικά
οικονομικά μέτρα και την αποδιοργάνωση της εκπαίδευσης.
Αφετηρία, ένα οριακό, ένα ρηγματικό γεγονός, ο θάνατος
του συνομηλίκου τους. Ένα γεγονός που ακυρώνει τον χρόνο, γιατί τίποτα δεν
είναι τόσο μεγάλο όσο ο θάνατος ενός παιδιού, ένας τέτοιος θάνατος μάλιστα που
να δίνει σάρκα και οστά στα φαντάσματα των συνομηλίκων του, τα φαντάσματα ενός μέλλοντος που, εκτός από
την ανεργία και την ανασφάλεια, τους επιφυλάσσει και νεκρούς, τους δικούς τους
νεκρούς. Κι αν κάπως έτσι χάθηκε ο έλεγχος [μας], είναι μάλλον υποκριτικό να
λέμε ότι η οργή που ξεχείλιζε ήταν τυφλή, απλώς και μόνο γιατί δεν καταφέρνουμε
να της αποδώσουμε κίνητρα με όρους μιας
συμβατικά αποδεκτής κοσμοθεώρησης. Γιατί από εκεί κι έπειτα, τόσο η εμπειρία
της τυφλής διαδρομής, όσο και η διεκδίκηση ενός προσδιορίσιμου, ή
απροσδιόριστου ακόμα, «καλύτερου
μέλλοντος», γίνεται αφήγηση με καλούς και κακούς, διαδηλωτές «νομιμοποιημένους»
και μη, δράσεις «νόμιμες» και «παράνομες». Είναι, όμως, παλιά και δοκιμασμένα
αδιέξοδη αυτή η συνταγή της αφήγησης που ακυρώνει το γεγονός με τους δικούς του
όρους, ρίχνοντας τον φακό εκεί που θα ξεπεταχτούν τα στοιχειά με τις κουκούλες,
οι μετανάστες, τα πρεζόνια, τα κρεφτρόνια, όλες οι πιθανές εκδοχές του Άλλου,
του επίφοβου, μιαντικού Άλλου. Πιθανολογώ ότι τα παιδιά που μας λαχταρίσανε,
μάλλον δεν τα πρόσεξαν αυτά τα «στοιχειά», αυτά είναι τα δικά μας φαντάσματα,
τα δικά μας άλλοθι νομιμοφροσύνης. Συμπορεύτηκαν για λίγες μέρες, μπερδεύτηκαν
μεταξύ τους και, όπως γίνεται στις κηδείες, ο καθένας θυμήθηκε τον δικό του
νεκρό. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσο ρεαλιστικό είναι να πιστεύουμε ότι η οργή που
ξεχύθηκε στους δρόμους μπορεί να καναλιζαριστεί ανώδυνα, με τους όρους μιας συμβατικής νομιμοφροσύνης. Πολλώ δε
μάλλον, που η μέχρι τώρα κατασταλτική αντιμετώπιση της απλώς αναζωπυρώνει,
συχνά απάνθρωπα, τις εστίες. Και η οργή είναι τόσο εύφλεκτο υλικό που δίνει
ίσες πιθανότητες στα υποκείμενά της να πυρπολήσουν ή να πυρποληθούν.
Των γραμμάτων και των τεχνών: πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στους
συγγραφείς δύο κειμένων
Κάλαντα
πρώτου κειμένου: Καλήν εσπέραν Άρχοντες Α. Δοξιάδη, Τ. Θεοδωρόπουλε, Π. Μάρκαρη,
καθόλου δεν θέλω να μπω στο αρχοντικό σας, είναι κλειδομανταλωμένο και μου
φέρνει ασφυξία. Το ξέρω, δεν θα σας στεναχωρήσω έγκριτοι συγγραφείς που σας
προσπερνώ. Στην περίτεχνη πινακοθήκη καταστάσεων, ρόλων, θέσεων και συνθηκών
που εκπονήσατε και μας παρουσιάζετε στο σύντομο κείμενό σας: Η «πολιτιστική
επανάσταση», εγώ υπάγομαι στην κατηγορία «των ενοχικών μεσηλίκων που μας
προτρέπουν να αφουγκραστούμε τα μηνύματα της ανομίας των εκ του ασφαλούς
αντιεξουσιαστών, τα οποία τάχα περιέχουν περισπούδαστες και τολμηρές απόψεις
για τα προβλήματα του τόπου τα οποία εμείς, οι αμέτοχοι στο “κίνημα”, δεν
αντιλαμβανόμαστε». Εγώ στο «τάχα», εσείς αμέτοχοι στο κίνημα με εισαγωγικά, σας
κουράζω και με κουράζετε, καλή χρονιά μας .
Κάλαντα δεύτερου κειμένου:
Καλήν εσπέραν και σ’ εσάς Άρχοντες της «Κίνησης Πολιτών για μια Ανοιχτή
Κοινωνία». Εσείς πάλι, με ανησυχήσατε
λίγο, γιατί οι δημοσιογράφοι (καλά τους λένε… ρουφιάνους!), μας ενημερώνουν ότι
το κείμενό σας ήταν, πώς να το πω, κυλιόμενο: [«Προστασία των συγκεντρώσεων από
κουκουλοφόρους», όπως τροποποιήθηκε, αργά χθες το βράδυ, η συγκεκριμένη
πρόταση, καθώς ορισμένοι εκ των υπογραφόντων διαφώνησαν και ζήτησαν την
αντικατάσταση της προηγούμενης διατύπωσης που υπερέβαινε τα εσκαμμένα. Αρχικά
ζητούνταν: «Προστασία του δικαιώματος του συνέρχεσθαι με την ποινική δίωξη της
χρήσης μεταμφιέσεων που επιτρέπουν τη διείσδυση ξένων στοιχείων στις
συγκεντρώσεις και πορείες»] (Ελευθεροτυπία, 18/12/2008, το ίδιο δημοσιεύεται
και σε άλλες εφημερίδες). Κι αναρωτιέμαι, υπολανθάνουν κι άλλες προτάσεις
καταστολής πίσω από τις γραμμές του τελικού κειμένου που διαβάσαμε («Εφαρμογή
του νόμου για την προστασία του πανεπιστημιακού ασύλου με την απομάκρυνση από
τα ΑΕΙ όλων των διευκολύνσεων που σιωπηρώς έχουν παραχωρηθεί σε
εξωπανεπιστημιακές ομάδες», «Επίσπευση κατά προτεραιότητα της απονομής
δικαιοσύνης σε όλες τις υποθέσεις που σχετίζονται με αδικήματα των τελευταίων
ημερών»…);
Δεν μπορώ παρά να σας συγχαρώ, ωστόσο, που εκπονήσατε
σε τόσο σύντομο χρόνο, σαν έτοιμοι από καιρό…, τον κατάλογο των «βασικών
παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας («αναποτελεσματικότητα του κράτους» στην
«πρωταρχική του υποχρέωση να προστατεύει τη ζωή και την περιουσία των πολιτών»,
«ατιμωρησία έκνομων δραστηριοτήτων», η «εμμονή των ΜΜΕ σε μια λαϊκίστικη,
συγκινησιακή προσέγγιση αντί για νηφάλια έκθεση των γεγονότων»…, ό.π.).
Τόσο απλά ήταν λοιπόν τα πράγματα κι εγώ κάθομαι και
τα μηρυκάζω ίσαμε ένα μήνα τώρα και άκρη δεν βγάζω! Mea culpa,
λοιπόν, που αντί να αναζητάω αίτια και λύσεις, χάνω το χρόνο μου ασχολούμενη με
εικόνες,
«εικόνες των εικόνων, έναν απέραντο χώρο διαμεσολαβητικών κατόπτρων»· που αντί να
εστιάσω στους χώρους των συγκρούσεων με τις δυνάμεις του νόμου και της τάξης,
ασχολούμαι με τους χώρους όπου παράγονται οι δεσπόζουσες εικόνες αυτών των
συγκρούσεων και οργανώνεται αυτό που ορίζει ο H. Becker ως «ιεραρχία της
αξιοπιστίας»· που αντί να με απασχολεί η όποια εμμονή των ΜΜΕ, με απασχολεί ο
τρόπος που σημασιοδοτούνται πρωταρχικά τα γεγονότα από τους έχοντες, κατά S. Hall,
μια «συστηματικά δομημένη μεγαλύτερη πρόσβαση» στους επικοινωνιακούς
οργανισμούς, και των οποίων οι οπτικές θέτουν τα όρια του ερμηνευτικού πλαισίου
της κοινωνικής πραγματικότητας· που αντί να με ανησυχούν οι «ταραχοποιοί», μ’
ανησυχεί η «εγρήγορση» της χορείας των
«διανοούμενων-προφητών» να εκπονήσουν για λογαριασμό μας ορισμούς, ερμηνείες
και λύσεις, μπαίνοντας σε γραμμή παραγωγής ετοιμοπαράδοτων απαντήσεων και
κριτικάροντας τους θεσμούς, χωρίς να απομακρύνονται ούτε ένα πόντο από
συστήματα σκέψεις που προϋποθέτουν ως αυτονόητους τους καταναγκασμούς που
ασκούν επάνω μας οι θεσμοί και οι πρακτικές των φορέων τους.
Θα προσπεράσω λοιπόν τ’ αρχοντικό σας γιατί με
τρομάζουν εκείνοι που, ιδεολογικά, εξοστρακίζουν και την υποψία ακόμα ότι
εκφέρουν εξουσιαστικό λόγο, ένα λόγο που μπορεί να έχει τη δύναμη της σφαίρας
στην καρδιά του κοινωνικού σώματος, μιας και οι άλλοι, στο παράδειγμά μας οι
«κουκουλοφόροι», οι «ταραχοποιοί» ή τα παιδιά των δραματικών σχολών που είχαν
το θράσος να μιλήσουν για τέχνη εκφέροντας εξεγερτικό λόγο, θα παραμείνουν
αενάως οι Άλλοι, οι εξ ορισμού ανίκανοι να επεξεργαστούν άλλες μορφές σκέψης.
Παρόλα αυτά, δεν υποστηρίζω ότι είναι απλά τα
πράγματα, ούτε ότι είναι σαφείς οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην απάντηση
και το ερώτημα που εμπεριέχει την απάντηση. Ολισθηρό το έδαφος και ουδείς εξ
ημών αναμάρτητος. Και, δανειζόμενη από τους G. Barak, & D. Milovanovic,
θέτω προς συζήτηση ένα άλλο πρόβλημα: «Η
διαμόρφωση διαφορών και η αξιολόγηση κατηγοριών ως καλών ή κακών είναι το
πρόβλημα. Η λύση δεν είναι εύκολη διότι, ως ακαδημαϊκοί, εμπλεκόμαστε στη
παραγωγή και αξιολόγηση της διαφοράς. Η λύση είναι δύσκολη διότι η σύγχρονη
βιομηχανική κοινωνία, η διανοητική ικανότητα και η επιστημονική πρόοδος
βασίζονται στην παραγωγή και διατήρηση διαφορών, ως εάν αυτές οι κατασκευές να
ήσαν αληθινές. Δεν είναι αληθινές. Αλλά το ότι επενδύουμε στην πραγματικότητά
τους αποτελεί το πρόβλημα και τη λύση. Τι μπορεί να γίνει για να ξεπεραστεί
αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα;»