Απόδοση στα ελληνικά
του A. Koukoutsaki (2003) Images of criminals. Deconstructing
the law-breaker, constructing the criminal, στο
H.-J.
Albrecht, T. Serassis, H. Kania, Images of Crime II, Freibourg:
Max-Planck Institut fur auslandisches und internationales Strafrecht.
Σ’
όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού του 2002, στα ελληνικά ΜΜΕ, ηλεκτρονικά και
έντυπα, κυριαρχούσε το θέμα της εξάρθρωσης της οργάνωσης 17Ν, η
οποία πρωτοεμφανίστηκε πριν 27 χρόνια και παρέμενε άγνωστη μέχρι τις 29
Ιουνίου, όταν ένα τυχαίο γεγονός οδήγησε στη σύλληψη των πρώτων μελών της.
«Είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας
και ήρθα να παραδοθώ»
Το μεσημέρι της Πέμπτης 5 Σεπτεμβρίου 2002, ένας μελαχρινός άνδρας, με
κοντοκομμένα μαλλιά και με χαρακτηριστικά, έντονα, μάτια, πήρε ταξί από το
κέντρο του Πειραιά και, διανύοντας διαδρομή περίπου 10 χιλιομέτρων σε
κεντρικούς και πολυσύχναστους δρόμους, έφτασε στο κτίριο της Γενικής
Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του κτιρίου, ο οδηγός
του ταξί τον ακολούθησε για να του επιστρέψει τα ρέστα από το χαρτονόμισμα των
100 euro, με το οποίο είχε πληρώσει τη διαδρομή αξίας 10 euro. Εκείνος του έγνεψε να τα κρατήσει και κατευθύνθηκε προς
τον φρουρό, καλύπτοντας – μόνον τότε – τα χαρακτηριστικά του με γυαλιά και
κασκέτο. Ο οδηγός του ταξί έμαθε, από
έκτακτο δελτίο ειδήσεων, ότι είχε συνοδεύσει στην αντιτρομοκρατική υπηρεσία τον
υπ’ αριθμόν 1 καταζητούμενο ως επιτελικό αρχηγό της τρομοκρατικής οργάνωσης 17
Νοέμβρη, του οποίου φωτογραφίες και video προβάλλονταν καθημερινά από τα ελληνικά ΜΜΕ. Τα σχετικά
ρεπορτάζ συνοδεύονταν από την προειδοποίηση ότι πρόκειται για τον «σκληρό» της
οργάνωσης, οπλισμένο με το ιστορικό 45άρι των εκτελέσεων, ο οποίος θα έδινε
μάχη προκειμένου να μην συλληφθεί.
«Είμαι ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ήρθα να παραδοθώ»,
φέρεται να είπε στον φρουρό της εισόδου, που απόμεινε άναυδος να τον κοιτάζει.
Πριν ξεκινήσουν οι συνήθεις διαδικασίες, η ταυτότητα του Δημήτρη Κουφοντίνα
επιβεβαιώθηκε και από τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Η απεικόνιση ενός παραβάτη του νόμου στα ΜΜΕ προσωποποιεί
την κυρίαρχη αναπαράσταση για τον εγκληματία, την καθιστά συγκεκριμένη και
«χειροπιαστή». Η εικόνα, όμως, δεν «μιλάει» από μόνη της. Αυτό το οποίο της δίνει
περιεχόμενο είναι τα στοιχεία του υποστρώματος, ο συνδυασμός εικόνας και
κειμένου, η αφήγηση μιας ιστορίας. Η εισαγωγή που επέλεξα για το άρθρο μου
αναφέρεται σ’ ένα πραγματικό περιστατικό και συνιστά μια εμβληματική περίπτωση
κοινωνικής κατασκευής του εγκληματία: η εικόνα των media, απογυμνωμένη απ’ τα στοιχεία του
υποστρώματος και τοποθετημένη σ’ ένα διαφορετικό milieu, έπαψε να
αντιστοιχεί στο πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν, δηλαδή στον πολλαπλά
φωτογραφημένο καταζητούμενο, έτσι ώστε αυτός να μην είναι πλέον αναγνωρίσιμος.
Το άρθρο αυτό
αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου ερευνητικού προγράμματος για τις κοινωνικές
αναπαραστάσεις του εγκλήματος και τα ΜΜΕ, το οποίο εκπονείται υπό την εποπτεία
μου στο πλαίσιο προπτυχιακού σεμιναρίου του Τμήματος Κοινωνιολογίας του
Παντείου Πανεπιστημίου. Ειδικότερο αντικείμενο του δε είναι η αναπαράσταση του
ανθρωποκτόνου μέσα από την ανάλυση τριών περιπτώσεων ανθρωποκτονίας, όπως
παρουσιάστηκαν στον αθηναϊκό τύπο.
Η αναπαράσταση του ανθρωποκτόνου στα media
O
τρόπος κάλυψης των ιστοριών εγκλημάτων, είναι από τα πιο ενδεικτικά
παραδείγματα της γενικότερης τάσης των media να συνδυάζουν πρακτικές
προσωποποίησης και δραματοποίησης των ειδήσεων.
Οι δραματοποιημένες ειδήσεις ταιριάζουν απόλυτα με την τάση για
προσωποποιημένη ενημέρωση. Σε τελική ανάλυση, είναι το δράμα είναι το
ιδανικότερο μέσο για την απεικόνιση των ανθρώπινων συγκρούσεων
Αυτή τη διπλή
τάση των media τείνει επίσης να υποβαθμίζει σταθερά τη σημασία των
δομικών ή θεσμικών παραγόντων που βρίσκονται στη βάση τόσο αυτού που ορίζεται
ως εγκληματικότητα, όσο και των μορφών διαχείρισής της. Αντίθετα, δίδεται
σταθερά προτεραιότητα στον προσωπικό παράγοντα, τόσο στο επίπεδο της
αναπαράστασης δράστη, θύματος και κινήτρων της εγκληματικής ενέργειας, όσο και
στο επίπεδο της σύνδεσης της εγκληματικής ενέργειας με την κοινωνία, καθώς το
στοιχείο το οποίο αναδεικνύεται συνήθως είναι η προσωπική και συναισθηματική
εμπλοκή του κοινού με τα αναπαριστώμενα γεγονότα.
H αναπαράσταση
του ανθρωποκτόνου στα media συνοψίζει με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο παρόμοιες
πρακτικές.
Αντικείμενο
αυτού του άρθρου είναι η ανασυγκρότηση του ιδεολογικού λόγου των ΜΜΕ για τον
εγκληματία. Ειδικότερα, η διερεύνηση των μηχανισμών διαμέσου των οποίων ο
παραβάτης του νόμου μετατρέπεται σε «εγκληματία», μέσα από μια αναδρομική
ανατροπή της ταυτότητάς του, και εντάσσεται στις κατηγορίες που παράγει ο
επιστημονικός λόγος για το έγκλημα και τη μεταχείριση του εγκληματία.
Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αλλά και γενικότερα η ανθρωπολογία του
εγκλήματος και τα ακατάπαυστα αναμασήματα της εγκληματολογίας αποκτούν εδώ τη
συγκεκριμένη τους λειτουργία: με την πανηγυρική εγγραφή των παράνομων πράξεων
στο πεδίο των αντικειμένων που επιδέχονται επιστημονική γνώση δίνεται στο
μηχανισμό της νόμιμης τιμωρίας μια δικαιολογήσιμη επιβολή όχι απλώς πάνω στα
αδικήματα, αλλά και πάνω στα άτομα. Όχι μονάχα πάνω στις πράξεις τους, αλλά και
πάνω σ’ αυτό που οι ίδιοι είναι, που θα είναι ή που ενδεχόμενα θα γίνουν.
Ξεκινώντας από
την υπόθεση ότι οι ειδήσεις δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα στην οποία
αναφέρονται αλλά την ερμηνεύουν, της προσδίδουν συγκεκριμένο περιεχόμενο,
εξετάζω την ειδησεογραφία για το έγκλημα ως μέρος ενός πιο σύνθετου συστήματος
ορισμών και ερμηνειών. Στόχος μου είναι να αναζητήσω την ιδεολογική ενότητα των
παραγόμενων μηνυμάτων για τον ανθρωποκτόνο, κατά πόσον αυτά αναπαράγουν τους
ορισμούς και ερμηνείες των φορέων πρωταρχικού προσδιορισμού (primary definers) καθώς και τις περαιτέρω ιδεολογικές τους
συνέπειες.
Η είδηση δεν
είναι το γεγονός per se αλλά μια σχέση πάνω σε ένα γεγονός,
είναι οι πληροφορίες που έχουμε γύρω από γεγονότα τα οποία θα επιλέξει κάποιος
επικοινωνιακός οργανισμός για να τα κάνει είδηση. Κατά συνέπεια, ένας από τους
πιο σημαντικούς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν το ιδεολογικό περιεχόμενο της
ειδησεογραφίας για το έγκλημα, είναι οι σχέσεις των media με τις πηγές
από τις οποίες αντλούν τις πληροφορίες τους, καθώς και το είδος των πηγών,
συνήθως άτομα ή φορείς του κοινωνικού κατεστημένου στους οποίους αναγνωρίζεται
αυθεντία για κάθε ζήτημα που απασχολεί τα media. Σύμφωνα με την
ανάλυση του Stuart Hall (1988), οι ιστορίες εγκλήματος κατασκευάζονται σχεδόν εξ
ολοκλήρου από τους ορισμούς και τις αντιλήψεις των θεσμικών φορέων πρωταρχικού
προσδιορισμού (institutional primary definers). Αυτοί οι
ορισμοί και οι αντιλήψεις
ανατροφοδοτούνται και ενισχύονται
από τον λόγο των «ειδικών» (κατά κανόνα, στερεότυπο και συντηρητικό), ο
οποίος προσδίδει επιστημονικό κύρος στα
παραγόμενα μηνύματα και κλείνει τον ιδεολογικό κύκλο αναπαράγοντας παγιωμένες
αντιλήψεις για το έγκλημα και τον εγκληματία.
Στην περίπτωση
του εγκλήματος η λειτουργία των media να
διαμορφώνουν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο στην παρεχόμενη πληροφόρηση, είναι
ιδιαίτερα σημαντική για δυο επιπλέον λόγους: Πρώτον, διότι η ισχύς των media να
παρέχουν μια εικόνα του κόσμου, η ισχύς του agenda-setting, είναι ακόμα
μεγαλύτερη όταν πρόκειται για ζητήματα που δεν εμπίπτουν στην άμεση εμπειρία
του ατόμου. Τότε τα media αποτελούν την
πρωταρχική - αν όχι τη μοναδική - πηγή ενημέρωσης, η οποία προκρίνει ποια
γεγονότα θα γίνουν είδηση, περιλαμβάνοντας, επιπλέον, και ισχυρές ερμηνείες
περί του πώς θα γίνουν αντιληπτά αυτά τα γεγονότα. (Hall, S. 1988: 340).
Δεύτερον, επειδή το έγκλημα, σε σχέση με άλλα θέματα της δημόσιας ζωής, είναι
μάλλον «κλειστό» σε πολλαπλές ερμηνείες, από το πεδίο της σημασιοδότησης
απουσιάζουν σχεδόν εντελώς οι εναλλακτικές αντιλήψεις, ως εκ τούτου οι
κυρίαρχες ερμηνείες εμφανίζονται ως αδιαφιλονίκητες. (Hall, S.,1988: 355).
Όμως αυτές οι αδιαφιλονίκητες αντιλήψεις για
το έγκλημα και τον εγκληματία (σωστότερα, τα στερεότυπα τα οποία διαχειρίζονται
τα media) επιστρέφουν στην
κοινωνία με την ισχύ μιας οντολογικής πραγματικότητας και παράγουν αποτελέσματα
στο επίπεδο της κοινωνικής αντίδρασης, άτυπης και θεσμικής. Στη βιβλιογραφία
αναφέρεται η τάση των media να μεγιστοποιούν τους κινδύνους από την εγκληματική
δραστηριότητα,
τόσο σε ό,τι αφορά το μέγεθος του προβλήματος, όσο και σε ό,τι αφορά τα
χαρακτηριστικά, την προσωπικότητα και την κρίση περί επικινδυνότητας του
εγκληματία. Έτσι, πολλές φορές, η
ειδησεογραφία για το έγκλημα παράγει (ή τείνει να παράγει) δυσανάλογα
αποτελέσματα, τα οποία αποτελούν περαιτέρω ειδησεογραφικά ενδιαφέροντα θέματα.
Στην έρευνα για τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του εγκλήματος στα ελληνικά ΜΜΕ,
είχαμε αρκετές φορές την ευκαιρία να επαληθεύσουμε αυτή την υπόθεση,
ενώ στις περιπτώσεις ανθρωποκτονίας, στις οποίες θα αναφερθώ στη συνέχεια, ένας
από τους άξονες της ανάλυσης είναι ακριβώς αυτή τη λειτουργία των media να συντελούν
στη διαμόρφωση της κοινωνικής αντίδρασης στο έγκλημα διαμέσου της αναπαράστασης
της.
Οι περιπτώσεις
ανθρωποκτονίας στις οποίες θα αναφερθώ ήταν και οι τρεις high-profile στα ελληνικά media καθώς, με
διαφορετικούς όρους η κάθε μια, εμπεριείχαν το στοιχείο του πρωτοφανούς και του
ασυνήθιστου ή επενδύθηκε σ’ αυτές μια έντονη συναισθηματική φόρτιση. Υλικό της
έρευνας αποτελούν τα δημοσιεύματα πέντε απογευματινών εφημερίδων που καλύπτουν
την περίοδο της ανακάλυψης του εγκλήματος και της εκδίκασης της υπόθεσης. Οι
εφημερίδες επιλέχτηκαν με κριτήριο το γεγονός ότι στον απογευματινό τύπο το
αστυνομικό και το δικαστικό ρεπορτάζ είναι, κατά τεκμήριο, περισσότερο
εκτεταμένο. Επιπλέον, οι συγκεκριμένες εφημερίδες ήσαν πρώτες σε κυκλοφορία
στην περίοδο κατά την οποία σχεδιάστηκε η έρευνα, απευθύνονταν, κατά συνέπεια,
σε ευρύτατο αναγνωστικό κοινό. Με κριτήριο, τέλος, την «πολιτική» τους και τη
συνολική δόμηση του περιεχομένου τους (επιλογή θεμάτων, τρόπος παρουσίασης,
μορφολογικά στοιχεία) τις εντάξαμε σε δυο συμβατικές κατηγορίες, δηλαδή σε εφημερίδες
«γνώμης» και σε «λαϊκές».
Στην ανάλυσή
που ακολουθεί οι βασικές πληροφορίες αντλούνται από τα στοιχεία του
υποστρώματος (γνώμες φορέων του τιμωρητικού μηχανισμού, απόψεις ειδικών,
συνεντεύξεις κοινού κ.ά.), δηλαδή από την ερμηνεία των γεγονότων, η οποία
υποδεικνύει και το βασικό ιδεολογικό αποτέλεσμα της αναπαράστασης του
ανθρωποκτόνου.
Κατασκευάζοντας
το «Τέρας»
Στις 30 Δεκεμβρίου του 1993, ανακαλύπτεται στο χωριό Ερμιόνη της Αργολίδας
(Πελοπόννησος), το πτώμα του εξάχρονου Νίκου Δουρή, ο οποίος πριν τη δολοφονία
του είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά. Τρεις ημέρες αργότερα, ο πατέρας του θύματος
Μανόλης Δουρής, παρουσιάζεται στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του και
ομολογεί ότι αυτός είναι ο δράστης της σεξουαλικής κακοποίησης, αποδίδοντας σε
ατύχημα το θάνατο του μικρού. Η δίκη του έγινε τον Νοέμβριο του 1994 και
καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Τρία χρόνια αργότερα ο Μανόλης Δουρής
αυτοκτόνησε στη φυλακή.
Η υπόθεση Δουρή
αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα υποστασιοποίησης του πιο ανελαστικού και απωθητικού
εγκληματικού στερεότυπου, κατασκευής ενός monstruum, κατά τρόπο ο
οποίος δεν επιτρέπει άλλη ανάγνωση της εικόνας που παρέχουν τα media.
Το κοινωνικό
προφίλ του δράστη σκιαγραφήθηκε από όλες σχεδόν τις εφημερίδες ήδη στο
περιγραφικό τμήμα της είδησης, για να αποτελέσει στη συνέχεια σημαντικό
στοιχείο του ερμηνευτικού πλαισίου:
«Ο Μανώλης Δουρής, 41 ετών, […] επάγγελμα: οικοδόμος,
ελαιοχρωματιστής, απ’ το Περιστέρι,
κάτοικος Ερμιόνης, γραμματικές γνώσεις: Δημοτικό, πατέρας επτά παιδιών»
(Εφημερίδα Έθνος, 4/1/94)
Η εικόνα του
«παιδεραστή, βιαστή, αιμομίκτη», δομήθηκε σε ένα πρώτο επίπεδο με βάση
μαρτυρίες κατοίκων του χωριού, οι οποίοι αναφέρονταν στη βαναυσότητά του, την
αδιαφορία του για την οικογένειά του
και τον κίνδυνο που εκπροσωπούσε για την μικρή κοινωνία του χωριού του σε σχέση
με την οποία εμφανιζόταν ως απόβλητος πριν ακόμα τη διάπραξη του εγκλήματος.
Συγκεκριμένα, οι μαρτυρίες τον περιγράφουν ως άτομο με σεξουαλικές διατροφές,
το οποίο εξέδιδε τα παιδιά του και εν συνεχεία εκβίαζε τους συγχωριανούς του.
Ο λόγος των
κατοίκων του χωριού, επιβεβαιώνεται από τον λόγο των θεσμικών φορέων
πρωταρχικού προσδιορισμού:
«Ο άνθρωπος που
χαρακτηρίστηκε από τον ιατροδικαστή κ. Φ. Κουτσαύτη σεξουαλικά διεστραμμένο
τέρας και επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» (Έθνος, 4.1.1994).
Και
επικυρώνεται από τους ειδικούς:
«Έχουμε μπροστά
μας μια πολύ βαριά εγκληματική προσωπικότητα, ιδίως αν αληθεύουν οι πληροφορίες
ότι στο παρελθόν είχε καταγγείλει τρίτους για σεξουαλική παρενόχληση των
παιδιών του» (εγκληματολόγος, Έθνος 4/1/1994)
Βασικός άξονας,
λοιπόν, της συζήτησης για το συγκεκριμένο έγκλημα (άρα και για την
ανασυγκρότηση της εικόνας του δράστη σ’ ένα πρωταρχικό επίπεδο), υπήρξαν οι
αντιδράσεις που προκάλεσε τόσο στο επίπεδο της τοπικής, όσο και στο επίπεδο της
ευρύτερης κοινωνίας.
Η αναπαράσταση αυτών των αντιδράσεων, σε συνδυασμό με την εμμονή των εφημερίδων
(ιδιαίτερα των «λαϊκών») στην περιγραφή λεπτομερειών του εγκλήματος που
προκαλούσαν δέος, κατά συνέπεια έντονη συναισθηματική εμπλοκή του κοινού με τα
γεγονότα, αποτέλεσαν σημαντικότατα στοιχεία του υποστρώματος, τόσο κατά την
περίοδο της σύλληψης, όσο και κατά τη διάρκεια της δίκης. Σ’ ένα δεύτερο
επίπεδο, ο λόγος των «ειδικών» επικύρωνε την εικόνα των media, αποδίδοντας
τη συγκρότηση αυτής της ιδιαίτερης προσωπικότητας στις εμπειρίες των παιδικών
χρόνων (παιδί που μεγάλωσε στο δρόμο και σε συνθήκες απόλυτης ένδειας, από
διαλυμένη οικογένεια κλπ.), ενώ οι επιχειρούμενοι συσχετισμοί διατυπώθηκαν ως
αυταπόδεικτοι
προκειμένου να τεκμηριώσουν περαιτέρω την κρίση περί κοινωνικής
επικινδυνότητας.
Ωστόσο, το
βιωματικό background του Δουρή δεν λειτούργησε αποενοχοποιητικά. Αντίθετα
υπαγόρευσε ερμηνείες για μια σειρά από ατομικά χαρακτηριστικά που του
αποδόθηκαν, τα οποία παρέπεμπαν σε ένα είδος ανθρωπολογικής διαφορετικότητας,
λομπροζιανής σχεδόν διάστασης, καθώς χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον λογοπαίγνια
και σημασιολογικά φορτισμένες εκφράσεις που υποδείκνυαν την απόσταση του δράστη
από το κοινωνικό σώμα (ο «πα – Τέρας» είναι ένα λογοπαίγνιο που εμφανίζεται σε
πολλά δημοσιεύματα, ο «λυκάνθρωπος της Ερμιόνης» εμφανίζεται συχνά στα
δημοσιεύματα και τους τίτλους της Απογευματινής, κ.ο.κ).
Τα
χαρακτηριστικά του θύματος (προφανώς εξαιρετικά προβεβλημένου στα
δημοσιεύματα), αποτελέσανε επίσης σημαντικότατο στοιχείο για την ανασυγκρότηση
της εικόνας του θύτη, καθώς, υπό μια έννοια, αυτό το οποίο κυριαρχούσε στο
περιεχόμενο πολλών δημοσιευμάτων ήταν η αρχέγονη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και
το καλό μέσα από την προβολή του ζεύγους «άγγελος/ σατανάς».
Ο ίδιος ο Δουρής,
αρνούμενος την ενοχή του, επικαλέστηκε διανοητική διαταραχή, η οποία τον
καθιστούσε κάποιες στιγμές ανίκανο να έχει επαφή με την πραγματικότητα.
Το ίδιο υποστήριξαν και άλλα μέλη της οικογένειάς του.
Το ενδεχόμενο, ωστόσο, μειωμένου καταλογισμού λόγω διανοητικής διαταραχής
τέθηκε απλώς για να ανατραπεί μέσα από τον λόγο των ειδικών, τον οποίο
υιοθετούσαν και τα media.
Έτσι, το στοιχείο αυτό λειτούργησε κυρίως για να ενισχύσει την
επιχειρηματολογία περί «ιδιαίτερα επικίνδυνου ατόμου». Τουτέστιν, την προβολή
μιας ακραίας εκδοχής του εγκληματικού στερεοτύπου, η οποία επιτελεί
αποτελεσματικότερα τις λειτουργίες οριοθέτησης της φυσιολογικότητας και
επιβεβαίωσης της αναγκαιότητας για αποπομπή του δράστη από το κοινωνικό σώμα.
Κατά συνέπεια,
οι τρόποι με τους οποίους διαχειρίστηκαν την υπόθεση τα media, συνεπάγονταν
τη διαμόρφωση ενός πεδίου που αναδείκνυε με πολλαπλά επιχειρήματα το ζήτημα της
αποπομπής του δράστη από το κοινωνικό σώμα.
Πράγματι, μεγάλο μέρος των δημοσιευμάτων επικεντρώνονταν ακριβώς στην προβολή
μιας μονολιθικής και ιδιαίτερα έντονης αντίδρασης, η οποία έφτασε σε ακραίες
εκδοχές με τη εκδήλωση βιαιοπραγιών κατά τη μεταγωγή του δράστη στη φυλακή.
Με δυο λόγια, το μήνυμα, τόσο σε καταδηλωτικό, όσο και συμπαραδηλωτικό
επίπεδο, είναι ότι συνιστά υπερβολή το
να απολαύει δικαιωμάτων ή της προστασίας του νόμου ο δράστης ενός παρόμοιου
εγκλήματος.
Ως φυσική συνέπεια των παραπάνω, η κοινή γνώμη εμφανίστηκε να υπερφαλαγγίζει σε
αυστηρότητα την κρίση των δικαστών που επέβαλαν την ποινή της ισόβιας κάθειρξης
και το «αίτημα» για επιβολή της ποινής του θανάτου προβλήθηκε ήδη στο επίπεδο
των τίτλων αρκετών δημοσιευμάτων.
Η κοινωνική
απόρριψη δε, όπως προανέφερα, εμφανίστηκε να περιλαμβάνει ολόκληρη την
οικογένεια, η οποία, κατά τις μαρτυρίες, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα στο
χωριό. Ωστόσο, οι κοινωνικές συνιστώσες τόσο του αναδρομικού εξοστρακισμού της
οικογένειας, όσο των βιωμένων σε πραγματικό επίπεδο – δηλαδή, σε σχέση με το
περιβάλλον – προβλημάτων της, πέρναγαν σε δεύτερη μοίρα, διατυπώνονταν σε
ρητορικό επίπεδο, και το ερμηνευτικό πλαίσιο παρέπεμπε σε ατομικά
χαρακτηριστικά ανεπάρκειας, αδιαφορίας, ανηθικότητας κ.ο.κ.
Έτσι και το θέμα της πολύτεκνης οικογένειας και των συνθηκών ανέχειας στις
οποίες ζούσε, μολονότι επανερχόταν συνεχώς στη συζήτηση, δεν εστίαζε σε
κοινωνικούς και θεσμικούς παράγοντες, αλλά σε ατομικά χαρακτηριστικά των
ενήλικων μελών της. Κατά συνέπεια, η πολύτεκνη οικογένεια, ως στοιχείο του
ερμηνευτικού πλαισίου, αποτέλεσε κατά κύριο λόγο μέρος της επιχειρηματολογίας
περί «αιμομικτικής οικογένειας», και η εγκυρότητα αυτού του στοιχείου
κατοχυρώθηκε μέσα από το λόγο των ειδικών.
Σ’ αυτό το ερμηνευτικό πλαίσιο, κατακερματίστηκε και η εικόνα της μητέρας, στην
οποία αποδόθηκε μεγάλο μέρος της ευθύνης για την σεξουαλική κακοποίηση και τον
φόνο του παιδιού.
Έτσι, μολονότι η μητέρα δεν είχε υποστεί κανενός είδους κύρωση η οποία να την
απομακρύνει από την οικογένεια ως φυσική παρουσία, ένα από τα κεντρικά ζητήματα
της συζήτησης, υπήρξε το αίτημα να αναλάβει η πολιτεία τη φροντίδα των υπόλοιπων
παιδιών.
Στην
ανασυγκρότηση, λοιπόν, από τα media της ιστορίας αυτού του εγκλήματος, αλλά και
της ιστορίας της οικογένειας Δουρή συνολικά, η τοπική κοινωνία εμφανίζεται
απενοχοποιημένη για την ανοχή ή και τη συμμετοχή της σ’ αυτά τα οποία καταγγέλλει
μετά την τέλεση του εγκλήματος: η περίπτωση Δουρή είναι τόσο ακραία, ώστε να
υπερβαίνει τις δυνατότητες αυτορρύθμισης των συγκρούσεων από την ίδια την
κοινότητα στο πλαίσιο της οποίας παράγονται. Έτσι, η δευτερογενής
περιθωριοποίηση και των υπόλοιπων μελών της οικογένειας (ως αποτέλεσμα του
ποινικού και κοινωνικού στιγματισμού τους), μεταθέτει το πρόβλημα και την
επίλυσή του από το επίπεδο της κοινότητας στους θεσμούς του επίσημου κοινωνικού
ελέγχου, συντελώντας παράλληλα σε μια αναπαράσταση του κράτους-αρωγού, το οποίο
δεν ασκεί μόνον τιμωρητική λειτουργία, αλλά είναι ικανό να μεριμνά για τους
πολίτες με κοινωνικό handicap.
Κατασκευάζοντας τη «διαταραγμένη
προσωπικότητα»
Τον
Ιανουάριο του 1994, ο Ματθαίος Μονσελάς πυροβόλησε και σκότωσε την Γεωργία Βαγενά,
κατόπιν επανειλημμένων και επίμονων αιτήσεων της ίδιας, η οποία, συντετριμμένη
λόγω της εγκατάλειψής της από τον σύζυγό της, επιθυμούσε να πεθάνει, αλλά δεν
είχε το θάρρος να αυτοκτονήσει. Η δίκη έγινε τον Φεβρουάριο του 1995 και ο
δράστης καταδικάστηκε σε κάθειρξη 12 ετών.
Η αμφιλεγόμενη
προσωπικότητα του Μονσελά εμφανίστηκε, κατά συνέπεια, ανοιχτή σε πολλαπλές
εκδοχές και ερμηνείες, καθώς το κλίμα συμπάθειας, από κάποιο σημείο και μετά,
λειτούργησε ως άξονας της επιχειρηματολογίας περί της ύπαρξης μιας «ιδιαίτερης
προσωπικότητας». Δηλαδή, η ακραία, σχεδόν «παρεκκλίνουσα» αγαθότητα του Μονσελά
αποτέλεσε επιχείρημα για τη διάγνωση μιας «διαφορετικότητας» η οποία, με άλλους
όρους, τον απομάκρυνε και πάλι από το κοινωνικό σώμα. Στην περίπτωση Μονσελά,
ωστόσο, η αναπαράσταση μιας «ιδιαίτερης προσωπικότητας», αποτέλεσε αφορμή για
μια συζήτηση περί μειωμένου καταλογισμού και η, εξαιρετικά επιεικής για
ανθρωποκτονία, ποινή των 12 χρόνων έγινε δεκτή ως ένδειξη μιας Δικαιοσύνης
ευαίσθητης στην κοινή γνώμη.
Σε σχέση με το
κοινωνικό profile του Μονσελά, τον πρώτο καιρό της δημοσιογραφικής κάλυψης
της υπόθεσης κυριαρχούσε η αντιπαράθεση του κοινωνικού του status δράστη με αυτό
του θύματος, αντιπαράθεση η οποία αποτυπωνόταν στους τίτλους πολλών
δημοσιευμάτων («ο παρκαδόρος και η οδοντίατρος»). Συχνές αναφορές γινόταν
επίσης στο γεγονός ότι η γνωριμία τους ήταν τυχαία, δεν υπήρχε, κατά συνέπεια,
κοινωνική εγγύτητα μεταξύ τους. Σε αρκετά δημοσιεύματα, μάλιστα, έγινε αναφορά
σε δηλώσεις που είχε κάνει το θύμα σε πρόσωπά του περιβάλλοντός του, σύμφωνα με
τις οποίες αν δεν δεχόταν ο Μονσελάς να την σκοτώσει, θα πλήρωνε κάποιον Αλβανό
για να το κάνει. Ωστόσο, η προβολή κοινωνικών χαρακτηριστικών του δράστη, τα
οποία υποδείκνυαν ένα «περιθωριακό» άτομο, δεν κατάφερνε να δώσει πειστικές
απαντήσεις στα ανοιχτά ερωτήματα που ανέκυπταν από τα υπόλοιπα στοιχεία του
υποστρώματος (συνθήκες τέλεσης του εγκλήματος, χαρακτηριστικά θύματος, έλλειψη
υλικού κινήτρου κλπ.). Έτσι, όπως προανέφερα, σύντομα η συζήτηση εστιάστηκε σε
ένα πλαίσιο ψυχοπαθολογίας, το οποίο περιλάμβανε δράστη και θύμα, σ’ ένα
αδιάρρηκτο σχήμα, σ’ ένα συνεχές feedback.
Στο σημείο αυτό
έχουμε και ένα ενδιαφέρον σημείο διαφοροποίησης ανάμεσα στις δυο κατηγορίες
εφημερίδων του δείγματός μας: στις «λαϊκές» εφημερίδες, ενώ παραμένει σε κάποιο
βαθμό η επιχειρηματολογία περί «θυματοποίησης» του δράστη λόγω της ευάλωτης
προσωπικότητάς του, προβάλλεται ταυτόχρονα και το θέμα της ψυχικής διαταραχής
ως στοιχείο προσωπικότητας με εγκληματική ροπή, στοιχείο στο οποίο υπολανθάνει
ή εκφράζεται ρητά η κρίση περί επικινδυνότητας.
Το στοιχείο αυτό εμφανίζεται εντελώς περιθωριακά στις εφημερίδες γνώμης.
Ούτως ή άλλως,
όμως, ο Μονσελάς καταχωρήθηκε ως μια «ιδιαίτερη ψυχοπαθητική προσωπικότητα»,
ενώ την εγκυρότητα της «διάγνωσης» επικύρωνε και η συνεχής παρουσία «ειδικών»
στη δημόσια συζήτηση.
Καθώς δε η εικόνα της “διαταραγμένης προσωπικότητας” άρχισε να μορφοποιείται, η
συνεχής αφήγηση της ιστορίας του εγκλήματος σε πρώτο πρόσωπο θα μπορούσε να
ερμηνευθεί και υπό μια άλλη έννοια: τα media «δανείστηκαν»
από την «κλινική μέθοδο», καθιστώντας τον λόγο του Μονσελά αντικείμενο
εξέτασης, ερμηνείας, διάγνωσης και ταξινόμησης στις κατηγορίες που παρέχει ο
επιστημονικός λόγος για το έγκλημα, την ψυχική διαταραχή και τη μεταξύ τους
σχέση.
Κατασκευάζοντας την «Τίγρη»
Το Νοέμβριο του 1982 ο αστυνομικός Χρήστος Κολιτσόπουλος, επιστρέφοντας στο
διαμέρισμά του με τον ηλικίας 3 χρόνων τότε γιο του, δέχτηκε θανατηφόρα επίθεση
με μαχαίρι από τον Γιάννη Σγουρίδη. Ο δράστης εντοπίστηκε αργότερα και ομολόγησε
την πράξη του, υποστηρίζοντας ότι τη δολοφονία είχαν σχεδιάσει από κοινού με
την ερωμένη του και σύζυγο του θύματος Κάτια Κολιτσοπούλου, κατηγορία την οποία
η ίδια η Κολιτσοπούλου δεν αποδέχτηκε ποτέ. Στη δίκη σε πρώτο βαθμό
καταδικάστηκαν κατά πλειοψηφία και οι δυο σε ισόβια κάθειρξη, ως φυσικός και
ηθικός αυτουργός αντίστοιχα. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε (ομόφωνα αυτή τη φορά) και
στη δίκη σε δεύτερο βαθμό. Η δίκη αυτή ξεκίνησε τον Μάρτη του 1986, αλλά δεν
μπόρεσε να ολοκληρωθεί εξαιτίας των συνθηκών διεξαγωγής της (επεισόδια που
προκάλεσαν συγγενείς και συνάδελφοι του θύματος, προπηλακισμοί και άσκηση
φυσικής βίας κατά της κατηγορουμένης από
αστυνομικούς κατά τη μεταγωγής της από τη φυλακή στο δικαστήριο κλπ),
διεκόπη και επαναλήφθηκε τον Νοέμβρη του 1986, σε ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα
των γυναικείων φυλακών και με έντονη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων για λόγους
ασφαλείας
Κεντρικό στοιχείο στην ανασυγκρότηση της ιστορίας αυτού
του εγκλήματος υπήρξε η γυναικεία παρουσία, στην οποία αποδόθηκε πρωταγωνιστικός
ρόλος. Στο στοιχείο αυτό
οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και το ειδησεογραφικό ενδιαφέρον της υπόθεσης, καθώς
η γυναικεία εγκληματικότητα συνιστά ένα μη προσδοκόμενο κοινωνικά γεγονός, η
εγκληματικότητα εμφανίζεται να είναι κατά βάση ανδρική δραστηριότητα, τόσο στο
επίπεδο του ορισμού του προβλήματος, όσο και στη μεταφορά του στο επίπεδο της
είδησης.
Την εκδοχή ότι
η Κολιτσοπούλου ήταν η βασική υπεύθυνη για το έγκλημα δεν την πρόβαλε μόνον ο
ίδιος ο Σγουρίδης στην απολογία του, αλλά την υιοθέτησαν από την πρώτη στιγμή
και οι συγγενείς του θύματος, οι οποίοι σχεδόν αδιαφορούσαν για τον φυσικό
αυτουργό, θεωρώντας τον «θύμα του πάθους του γι’ αυτή τη γυναίκα», ενώ πρόβαλαν
ιδιαίτερα το ζήτημα της παρουσίας του μικρού παιδιού στη σκηνή του φόνου. Με βάση
το υλικό των καταθέσεων τόσο των συγγενών του θύματος, όσο και των συγγενών του
φυσικού αυτουργού όπως μεταφέρθηκαν στα media, η
Κολιτσοπούλου περιγράφεται ως χαλαρής ηθικής άτομο, με ερωτικές περιπέτειες στη
διάρκεια του γάμου της,
ψυχρή
και αδίστακτη,
που ήθελε με κάθε τρόπο να απαλλαγεί από τον σύζυγό της ο οποίος, όμως, δεν
συναινούσε στο διαζύγιο.
Έτσι, στην ανασυγκρότηση της εικόνας της, βασικό άξονα αποτέλεσε η ηθική της
υπόσταση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η εικόνα να μην παραπέμπει στα συνήθη
στερεότυπα για τον εγκληματία, δεν ανασυγκροτήθηκε μια «ιδιαίτερη εγκληματική
προσωπικότητα» ή μια «ιδιαίτερη κοινωνική περίπτωση» με χαρακτηριστικά που
προδιαθέτουν στο έγκλημα. Στην περίπτωση Κολιτσοπούλου,
ο ιδεολογικός κύκλος εξαντλήθηκε στην επίκληση των παραδοσιακών γυναικείων
χαρακτηριστικών και η κρίση περί επικινδυνότητας συναρτήθηκε προς την ακύρωση
των γυναικείων ρόλων που παραπέμπουν στις κυρίαρχες αναπαραστάσεις περί φύλου.
Πράγματι, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο κάλυψης της υπόθεσης, αναδείχτηκε
ποικιλοτρόπως η έλλειψη φροντίδας για το παιδί της, το οποίο άφησε εκτεθειμένο
να γίνει μάρτυρας στη σκηνή του φόνου προκειμένου να μην υποψιαστεί το θύμα τι
επρόκειτο να συμβεί.
Η δε ποινική αντιμετώπιση της υπόθεσης (καταδίκη σε ισόβια και της ηθικής
αυτουργού) και οι παρεπόμενες κυρώσεις, όπως η απαγόρευση να συναντά το παιδί
της, έδωσαν μια θεσμική επιβεβαίωση στην εικόνα της «κακής γυναίκας», η οποία
λειτούργησε καταστροφικά στις σχέσεις με τους γύρω της, συμπεριλαμβανομένης και
της σχέσης με το παιδί της.
Ο
πρωταγωνιστικός ρόλος ο οποίος αποδόθηκε στην Κολιτσοπούλου,συνιστώντας με τη σειρά του μια ακόμα
ανατροπή του κοινωνικά προσδοκόμενου, κυρίως στο λόγο των «λαϊκών» εφημερίδων μετέφερε την αναπαράσταση
της σχέσης ανάμεσα στους δυο κατηγορούμενους σε ένα «αφύσικο», σχεδόν
μη-ανθρώπινο επίπεδο,
ήταν η σχέση ανάμεσα σε μια «σατανική» γυναίκα και έναν άνδρα-θύμα, ο οποίος
παρασύρθηκε και οδηγήθηκε στο έγκλημα, βοηθώντας την να απαλλαγεί από τον
ανεπιθύμητο σύζυγο.
Οι εφημερίδες
«γνώμης», χωρίς να υιοθετούν παρόμοια «σεξιστικό» λεξιλόγιο ή να εστιάζουν στο
θέμα της σχέσης ανάμεσα στους δυο κατηγορούμενους, συντηρούσαν ωστόσο το
ενδιαφέρον της πρωταγωνιστικής γυναικείας παρουσίας μέσα από αφηγηματικές και
αναπαραστατικές τεχνικές που αφορούσαν κυρίως το θέμα των αντιδράσεων που
εκδηλώθηκαν σε άτυπο επίπεδο απέναντι στην Κολιτσοπούλου.
Είτε
ούτως, είτε άλλως όμως, το πλαίσιο της συζήτησης το διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό
το ζήτημα της κοινωνικής αντίδρασης απέναντι στη γυναίκα κατηγορούμενη και όχι
στο έγκλημα καθεαυτό. Πράγματι, ήδη από την περίοδο της δίκης σε πρώτο βαθμό,
κεντρικό ζήτημα των δημοσιευμάτων αναδείχτηκαν οι συνθήκες διεξαγωγής της δίκης
και η βία η οποία, με υλικούς και ψυχολογικούς όρους, ασκήθηκε στην
κατηγορούμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της.
Μια πρώτη
παρατήρηση, λοιπόν, η οποία οριοθετεί και το πλαίσιο της ανάλυσης που
ακολουθεί, είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκαν τα media το υλικό των
καταθέσεων και το ζήτημα της κοινής γνώμης,
συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία και τη διαιώνιση ενός φορτισμένου
κλίματος, το οποίο οδήγησε εντέλει στη διακοπή της δίκης.
Με άλλα λόγια, τα media αναπαριστώντας την κοινωνική αντίδραση, συντελέσανε σε
μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωσή της, αποτελώντας και τα ίδια μέρος της
προβληματικής κατάστασης η οποία ανέκυψε και αποτέλεσε ένα περαιτέρω
ειδησεογραφικά ενδιαφέρον θέμα.
Τα γεγονότα
αυτά, σ’ ένα θεσμικό επίπεδο, προκάλεσαν δυο φορές παρέμβαση του Υπουργού
Δικαιοσύνης, οδήγησαν στην αναβολή της δίκης και ασκήθηκε ποινική δίωξη στους
υπεύθυνους, ενώ, σ’ ένα πολιτικό επίπεδο, προκάλεσαν την παρέμβαση γυναικείων
οργανώσεων και ομάδων αναρχικών.
Η πολιτικοποίηση αυτή του θέματος υπήρξε και το γεγονός το οποίο οδήγησε στην
αποσαφήνιση του πεδίου αντιπαράθεσης μεταξύ εφημερίδων γνώμης και λαϊκών
εφημερίδων. Ειδικότερα: οι λαϊκές εφημερίδες χωρίς να υιοθετούν ανοιχτά την
υπέρβαση των ορίων που εκφραζόταν με προπηλακισμούς και άλλες βίαιες εκδηλώσεις
από το κοινό που παρακολουθούσε τη δίκη, εμφανίζονται ωστόσο να «κατανοούν» την
αγανάκτηση του κόσμου. Οι δε εφημερίδες «γνώμης», με αφετηρία την καταδίκη της
άσκησης κάθε μορφής άτυπης βίας εναντίον των κατηγορουμένων, υιοθετούν εντέλει
ένα ηθικό λόγο υπεράσπισης των δικαιωμάτων του κρατούμενου και γενικότερα των
αρχών του κράτους δικαίου.
Το δημοσίευμα
της Ελευθεροτυπίας την ίδια ημέρα, με τίτλο «Επέμβαση Μαγκάκη»
καλύπτει τα 2/3 μιας εσωτερικής σελίδας και έχει ως κεντρικό θέμα την παρέμβαση
του Υπουργού Δικαιοσύνης και την καταγγελία γυναικείας οργάνωσης για τις
συνθήκες διεξαγωγής της δίκης.
Συμπερασματικά,
στις «λαϊκές» εφημερίδες, μέσα από έναν απροκάλυπτα σεξιστικό λόγο, η αναπαράσταση της
Κολιτσοπούλου είναι αυτή της «κακιάς γυναίκας», η οποία, μεταστρέφοντας σε πηγή
δύναμης τα παραδοσιακά γυναικεία χαρακτηριστικά της, καταφέρνει να εξαπατά και
να γοητεύει το αρσενικό, μεταστρέφοντας την υποτέλεια σε καταστροφικότητα.
Μια παρόμοια
αναπαράσταση της γυναίκας-εγκληματία δεν ανιχνεύτηκε στις εφημερίδες «γνώμης»,
τουλάχιστον στο βαθμό που μας επέτρεψε να εξάγουμε συμπεράσματα το υλικό που
είχαμε στη διάθεσή μας. Καθώς μάλιστα οι συνθήκες διεξαγωγής της δίκης
επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό το agenda-setting της υπόθεσης, σε αντιπαράθεση με τον απροκάλυπτα
σεξιστικό λόγο των λαϊκών εφημερίδων, η «προοδευτική» επιχειρηματολογία που
υιοθετούν οι εφημερίδες «γνώμης» εξελίσσεται σε ένα ηθικό λόγο υπεράσπισης των
αρχών του κράτους δικαίου. Ωστόσο, η επιφαινόμενη «σύγκρουση» και ο
προοδευτικός λόγος των εφημερίδων γνώμης, ουσιαστικά εξαντλείται σε ένα
ρητορικό επίπεδο, το οποίο αντιμετωπίζει υπαινικτικά τους θεσμικούς και
κοινωνικούς παράγοντες που βρίσκονται στη βάση αυτού που μεταφέρεται στο
επίπεδο της είδησης ως προβληματική κατάσταση.
Με άλλα λόγια, η κοινωνικά κυρίαρχη
αντίληψη about what constitutes proper gender behavior δεν συνιστά
ποτέ το πραγματικό διακύβευμα, καθώς η συζήτηση μεταφέρεται συνεχώς στην
«ανάγκη υπεράσπισης των δικαιωμάτων του κρατούμενου». Αυτός ο ηθικός λόγος,
όμως, περί κράτους δικαίου δεν παύει να έχει ως αφετηρία τη γυναίκα-κρατούμενη
ως θύμα ανδρικής βίας
και εξευτελισμού της γυναικείας της υπόστασης από τα ίδια τα media και την κοινή
γνώμη. Μ’ αυτή την έννοια, δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς την απουσία
του γυναικείου στερεοτύπου, καθώς η Κολιτσοπούλου, παραμένει η πρωταγωνίστρια
της υπόθεσης και για τις εφημερίδες «γνώμης», μέσα από τη «θυματοποίηση» της
που προβάλει, έστω και υπαινικτικά, ως ειδικότερη έκφανση της γυναικείας
υποτέλειας.
Συμπεράσματα
Η ποινή κοινοποιεί νοήματα όχι μόνον σε σχέση με το έγκλημα και την τιμωρία
του, αλλά και σε σχέση με την εξουσία, τις αρχές, τη νομιμότητα, την ομαλότητα,
την ηθική, την προσωπικότητα, τις κοινωνικές σχέσεις και πολλά άλλα σχετικά
θέματα {…..} Εν κατακλείδι, η ποινή συνιστά ένα πολιτισμικό κείμενο – ή,
καλύτερα, μια πολιτισμική αναπαράσταση – που μεταδίδει και κοινοποιεί
διαρθρωμένα μηνύματα σ’ ένα πλήθος αποδεκτών {…..} Προκειμένου να κατανοήσουμε
τα κοινωνικά αποτελέσματα της ποινής είναι, λοιπόν, αναγκαίο να αναλύσουμε όχι
μόνον την αρνητική της λειτουργία του ελέγχου της παρέκκλισης, αλλά και τη
θετική της ικανότητα να παράγει νοήματα και να κατασκευάζει την «ομαλότητα».
Κατά τον S.Hall, η στιγμή της
κατασκευής της είδησης είναι η στιγμή της εγγραφής της σ’ ένα πολιτισμικό
χάρτη, σ’ ένα χάρτη κοινωνικών νοημάτων στον οποίο προϋποτίθεται ότι έχει
πρόσβαση το κοινό και τον συμμερίζεται. Όπως υποστηρίζεται δε, τα ΜΜΕ δεν
θέτουν υπό αμφισβήτηση τον συναινετικό χαρακτήρα της κοινωνίας, ο οποίος
αποτελεί ακριβώς το θεμελιακό δεδομένο του ιδεολογικού πλαισίου που οριοθετεί την επιλογή και το
περιεχόμενο των παραγόμενων μηνυμάτων προκειμένου αυτά να αποκωδικοποιηθούν
επιτυχώς, να κοινοποιήσουν, δηλαδή, το επιθυμητό περιεχόμενο (Hall, S et al. 1988: 337).
Με τις
περιπτώσεις τις οποίες παρουσίασα, επιθυμώ να καταδείξω την ιδεολογική ενότητα
των παραγόμενων από τα ΜΜΕ μηνυμάτων σε σχέση με τον εγκληματία, ο οποίος, ως
ιδιαίτερη προσωπικότητα ή ιδιαίτερη κοινωνική περίπτωση, «προσωποποιεί» την
αρνητική όψη της κοινωνικής συναίνεσης.
Με άλλα λόγια, έστω κι αν διαφοροποιούνται εν μέρει οι ιδεολογικοί άξονες της
αναπαράστασης του ανθρωποκτόνου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, δεν
εντοπίστηκαν διαφοροποιήσεις από τους κυρίαρχους ορισμούς και ερμηνείες του
εγκλήματος, του εγκληματία και του κοινωνικού ελέγχου. Κατ’ επέκταση δε, δεν
εντοπίστηκαν ρωγμές και ως προς τις κυρίαρχες αντιλήψεις για την κοινωνία, τους
κοινωνικούς ρόλους, τις σχέσεις κράτους-πολίτη κ.ο.κ. Πράγματι, οι
διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δυο κατηγορίες εφημερίδων του δείγματός μας, χωρίς
είναι αυστηρές καθώς υπήρχαν και παρεκκλίσεις, εντοπίστηκαν κυρίως σε θέματα τα
οποία δεν επηρέαζαν τον σκληρό πυρήνα της αναπαράστασης. Έτσι, οι
σημαντικότερες διαφορές ήταν συνάρτηση ακριβώς των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών
κάθε εφημερίδας και της αντίληψης για το κοινό της. Κατά συνέπεια, αφορούσαν
τον τρόπο ανασυγκρότησης της υπόθεσης, τα επί μέρους στοιχεία στα οποία δινόταν
έμφαση και, κυρίως, το χρησιμοποιούμενο ιδίωμα. Ειδικότερα, οι «λαϊκές»
εφημερίδες είχαν μια τάση έντονης δραματοποίησης, με περισσότερες φωτογραφίες,
κραυγαλέους τίτλους και αρκετές αναφορές στον αντίκτυπο της εγκληματικής
ενέργειας στον κοινωνικό περίγυρο.
Συμπερασματικά,
τα στοιχεία της έρευνάς μας υποδεικνύουν ότι η κατασκευή της εικόνας του
ανθρωποκτόνου από τα media συνδέεται με την αναπαράσταση του εγκλήματος ως μιας
ενέργειας που αντλεί τα κίνητρά της από τον αυστηρά περιχαρακωμένο ιδιωτικό
χώρο των διαπροσωπικών ή ενδοοικογενειακών σχέσεων. Έτσι και τα στοιχεία του
υπόβαθρου σπάνια παραπέμπουν στη βασική δομή της κοινωνίας, καθώς συνήθως
επικεντρώνονται στα επιμέρους (άτομο, οικογένεια κ.ο.κ.). Θα μπορούσε, μάλιστα,
να πει κανείς ότι στη διαδικασία κοινωνικής κατασκευής της είδησης μεταφέρεται
η βασική διαδικασία την οποία υιοθέτησε η εγκληματολογία από τις απαρχές της: η
μελέτη του εγκληματία βασίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει μια ποιοτική και
αποδεδειγμένη διαφορά μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς. Αυτή η
διαδικασία προϋποθέτει μια σειρά χειρισμών που να παρέχουν νόημα στο ερώτημα
«τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας». (Garland, D., 1985: 122).
Σ’ αυτήν την
αναπαράσταση συγκλίνει και η εικόνα του θύματος της εγκληματικής ενέργειας,
παρά τις επί μέρους διαφορές και τις ιδιαιτερότητες κάθε συγκεκριμένης
περίπτωσης. Δηλαδή, τόσο το εξιδανικευμένο, όσο και το αμφιλεγόμενο θύμα, δεν
μεταφέρουν τη δυναμική της εγκληματικής πράξης στο επίπεδο των ευρύτερων
κοινωνικών σχέσεων,
καθώς το σημείο σύνδεσης της εγκληματικής ενέργειας με την κοινωνία εξαντλείται
συνήθως στον αντίχτυπο της εγκληματικής ενέργειας στο επίπεδο της κοινωνία ή
στις αναπαραστάσεις θυματοποίησης του κοινωνικού σώματος (Koukoutsaki, A. 2000: 459)
Τα ιδεολογικά
αποτελέσματα αυτής της εξατομίκευσης του προβλήματος της εγκληματικότητας είναι
ότι, αφ’ ενός μεν νομιμοποιείται η απώθηση του εγκληματία από το κοινωνικό
σώμα, αφ’ ετέρου δε επιβεβαιώνεται η συνοχή και η εγκυρότητα του «ηθικού
σύμπαντος» από το οποίο απωθείται ο παραβάτης των κανόνων. Σ’ αυτή τη
γενικευτική – ως εκ τούτου, παραπλανητική - διαχείριση της σχέσης εγκλήματος /
κοινωνίας, η κοινωνία καθίσταται μια αφαίρεση, ως μη αποτελούμενη από
συγκεκριμένες ομάδες και συμφέροντα, μια κοινωνία ακριβώς συναίνεσης,
ενώ «το ζήτημα του εγκλήματος καθώς εκριζώνεται από την πολυπλοκότητα των
κοινωνικών σχέσεων, καθίσταται απλώς μια υπόθεση ηθικής διαπαιδαγώγησης» (Melossi, D., 2001: 29).
Σε ό,τι αφορά
ειδικότερα την αναπαράσταση της γυναίκας εγκληματία, αυτή συναρτήθηκε κυρίως
προς την κυρίαρχη αντίληψη ότι η γυναικεία εγκληματικότητα θεωρείται σπάνιο και
μη προσδοκόμενο κοινωνικά γεγονός. Αυτή η εικόνα προκύπτει από τις στατιστικές
ή, διατυπωμένο με άλλους όρους, αυτό υποδεικνύει το τελικό «προϊόν» των
μηχανισμών επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, στο οποίο η γυναικεία
συμμετοχή είναι ελάχιστη, ενώ η γυναικεία εγκληματικότητα είναι ένας
παραμελημένος τομέας μελέτης και στο πλαίσιο της εγκληματολογίας.
Με άλλα λόγια, καθώς η εγκληματικότητα εμφανίζεται να είναι κατά βάση ανδρική
δραστηριότητα, η «παρέκκλιση» της γυναίκας εμπίπτει σε άλλες μορφές κοινωνικού
ελέγχου, αυτού ο οποίος ενεργοποιείται στο πλαίσιο της οικογένειας και των
τυπικά γυναικείων ρόλων που συγκροτούν την αναπαράσταση του γυναικείου φύλου. Αυτό
το γυναικείο στερεότυπο ανιχνεύτηκε και στο τρόπο με τον οποίο ανασυγκρότησαν
οι εφημερίδες του δείγματός μας, όχι μόνον την συγκεκριμένη υπόθεση γυναικείας
εγκληματικότητας, αλλά το σύνολο των αντίστοιχων υποθέσεων που αποτελέσανε
μέρος του πραγματολογικού υλικού μας.
Bibliography
Albrecht, H-J. A. Koukoutsaki, T.Serassis (eds), Images of Crime.
Representations of Crime and the Criminal in Science, the Arts and the Media,
Freibourg: Max-Planck Institut fur auslandisches und internationales Strafrecht,
Band 97
Basaglia,F, F. Basaglia – Ongaro
(1976), La maggioranza deviante. L’
ideologia del controllo sociale totale, Torino: Einaudi
Bennet, W. L. (1996), News. The politics of illusion, Longman
Publishers (Greek edition, Athens:
Dromeas, 1999)
Cain, M. (1990), ‘Towards Transgression: new directions in feminist
criminology’ στο International Journal of the Sociology of Law, n. 18
Carlson, J. M. (1985), Prime-Time Law Enforcement: Crime Show Viewing
and Attitudes in the Criminal Justice System, New York: Praeger
Cohen, S, J.Young (eds) (1988), The
manufacture of news. Social problems, deviance and the mass media, London:
Constable
Foucault, M. (1976), Surveiller et
punir. Naissance de la
prison. ( Ελληνική έκδοση 1989, Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της
φυλακής, Αθήνα: Ράππας)
Faustini, G,. (1995), Le tecniche del linguaggio giornalistico, Roma:
NIS
Fiske, J. (1995), Television Culture, London: Routledge (Greek
edition, 2000, TV. Η ανατομία του τηλεοπτικού λόγου, Αθήνα:
Δρομέας)
Garland, D. (1985), “The criminal and his science. A critical account of
the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, in The
British Journal of Criminology, vol. 25, n. 2
Garland, D. (1990), Punishment and
modern society (ιταλική έκδοση Pena
e societa moderna, Milano: il Saggiatore, 1999)
Gerbner, G, L.Gross, L. (1976), “Living with television: The violence
profile”, in Journal of Communication, 26, 1
Halkias, A.(1999), “From social butterfly to modern-day Medea: Elizabeth
Broderick’s portrayal in the press”, in Critical Studies in Mass
Communication, n. 19.
Hall, S. et al. (1978), Policing the crisis: Mugging, the State, and
Law and Order, London: Mcmillan, Greek translation of Balancing accounts.
Cashing in on Handsworth” in Komninou, M., Ch. Lyrintzis (eds) (1989), Society,
Power and the Mass Media, Athens: Papazisis,
Hall, S et al. (1988), “The social production of news: mugging in the
media”, in Cohen, S, J.Young (eds), The
manufacture of news. Social problems, deviance and the mass media, London:
Constable
Komninou, M., Ch. Lyrintzis (eds) (1989), Society, Power and the Mass
Media, Athens: Papazisis
Konstantinidou, Ch. (2001) “Social representations of crime: the
criminality of Albanian immigrants in Athens press”, in Albrecht, H-J. A.
Koukoutsaki, T.Serassis (eds)
Koukoutsaki, A.. (2000), «Εγκληματικό στερεότυπο και ΜΜΕ» στο Εγκληματίες
και θύματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία
Δασκαλάκη (συλλογικό), Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικών Ερευνών
Melossi,
D.
(2001), “Changing representations of the criminal”,
in J.-H. Albrecht,
A.
Koukoutsaki,
T.
Serassis
(eds)
Melossi, D, 2002, Stato, controllo sociale, devianza, Milano: Bruno
Mondatori
McGiure, M., R. Morgan, R. Reiner (eds) (1997), The Oxford Handbook
of Criminality, Oxford: Clarendon Press
Reiner, R. (1997) “Media Made Criminality. The representation of Crime
in Mass Media” in McGiure, M., R. Morgan, R. Reiner (eds) (1997
Sacco, V.F. (1995), “Media constructions of crime”, in The Annals of
the American Academy of Political and Social Science, 539
Serafetinidou, M (1991), Κοινωνιολογία των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.
Ο ρόλος των μέσων στην αναπαραγωγή του σύγχρονου καπιταλισμού, Αθήνα: Gutemberg
Shaw, E.(I979), “Agenda-setting and Mass Communication Theory”, in International
Journal far Communication Studies, vol. XXV, n. 2
Varvaresou, X. (2000), «Αναπαραστάσεις του δράστη και του θύματος και
ΜΜΕ. Μια εμπειρική προσέγγιση: Υπόθεση Μανώλης Δουρής», Εγκληματίες και
θύματα στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Αφιέρωμα στη μνήμη Ηλία Δασκαλάκη
(συλλογικό), Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Κοινωνικών Ερευνών.
«Κάθε
άνθρωπος αναπαράγει τις συμπεριφορές που έχει υποστεί» Τίτλος σύνθετου
δημοσιεύματος (ρεπορτάζ, σχόλιο, συνεντεύξεις με ειδικούς) της εφημερίδας Ελευθεροτυπία
της 7/1/94. Σύνθετα δημοσιεύματα που
περιέχουν και συνεντεύξεις ειδικών εμφανίζονται και σε άλλες εφημερίδες.
Οι
«λαϊκές» εφημερίδες ειδικότερα, παρουσιάζουν μεγαλύτερο αριθμό δημοσιευμάτων
και φωτογραφιών που αναφέρονται στον δράστη και στην κοινωνική αντίδραση,
αναπαριστώντας έτσι και στο μορφολογικό επίπεδο των δημοσιευμάτων αυτήν την
θεμελιακή αντιπαράθεση μεταξύ εγκληματία και κοινωνικού σώματος (Βλ. Βαρβαρέσου
Ξ., 2000: 474-5)
«Συνήθως η μητέρα κακοποιημένων παιδιών, ενώ έχει – αν όχι αποδείξεις – έστω
σημαντικές ενδείξεις της κατάστασης, δεν βγαίνει προς τα έξω να καταγγείλει τον
δράστη» (ψυχολόγος, στην εφημερίδα Έθνος, 4/1/94).
Στις
καταθέσεις περιγράφονται περιστατικά όπου η Κολιτσοπούλου σκηνοθετούσε,
παρουσία του παιδιού της, σκηνές ξυλοδαρμού από τον σύζυγό της, προκειμένου να
τον καταγγείλει στην Αστυνομία και να μπορέσει να φύγει από το σπίτι
εγκαταλείποντάς τον.