Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Επιλεκτική εξουδετέρωση και κοινωνίες του ελέγχου



[η παρέμβασή μου]
Θα εισηγηθώ ένα σχήμα ερμηνείας των σύγχρονων μορφών καταστολής, από την στενή έννοια της ποινικής καταστολής μέχρι την ευρύτερη συνθήκη των σύγχρονων κοινωνιών του ελέγχου.
Την ανάδυση, λοιπόν, ενός νέου παραδείγματος τιμωρητικών πρακτικών, όπου ένας όρος κλειδί για να τον συνδέσουμε με τα ευρύτερα συμφραζόμενα και να τον κατανοήσουμε είναι ο όρος διαχείριση του κινδύνου.
Διαχείριση του κινδύνου σημαίνει ότι δεν αποτελεί παραδοξότητα η λειτουργία του νόμου ενάντια στον νόμο εάν το πρόταγμα είναι η ανάγκη προστασίας του πληθυσμού από τον μιαρό, τον επικίνδυνο ο οποίος, ως τέτοιος, παύει να είναι υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων.
Πριν μιλήσω για το νέο ποινικό παράδειγμα να κάνω κάποιες διευκρινίσεις: Πρώτον, η βία του τιμωρητικού μηχανισμού γενικά και αυτή που ασκείται στο σώμα του εγκλείστου ειδικότερα, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, δεν είναι γέννημα της κρίσης. Η εισαγωγή της φυλακής ως αυτόνομης ποινής και γενικότερα η τομή που επέφερε στις ποινικές πρακτικές ο νομικός διαφωτισμός, παρά τις διακηρύξεις και τις καλές προθέσεις των εμπνευστών τους δεν κατάργησαν ούτε την υλική βία πάνω στο σώμα του κρατούμενου ούτε διασφάλισαν τη δίκαιη ποινή με βάση το πρόταγμα της ισότητας απέναντι στον νόμο [επιλεκτικότητα].
Δεύτερον, η ποινή ποτέ δεν υπήρξε μόνον τιμωρία, καθώς πλάι στην ποινή που επιβάλλει το δικαστήριο υπάρχει πάντα ένα πειθαρχικό συμπλήρωμα το οποίο την επεκτείνει πέρα απ’ αυτό που προβλέπει η δικαστική απόφαση. Το σημείο στο οποίο οι δικαστές νίπτουν τας χείρας και παραδίδουν τα σώματα στη σωφρονιστική εξουσία
Αυτό που αλλάζει, λοιπόν, αυτό που βλέπουμε σήμερα, είναι ότι η βία, η επιλεκτικότητα, η αυστηροποίηση της ποινικής μηχανής, δεν αποκρύπτονται πλέον ως αστοχίες. Αντίθετα προβάλλονται, «διαφημίζονται» και αντλούν νομιμοποίηση από έναν λόγο που προτάσσει τον κίνδυνο τον οποίο αποτελούν οι έγκλειστοι για την νομοταγή [βλ. υγιή] πληθυσμός.
Το νέο παράδειγμα, λοιπόν, δεν μιλάει με αρχές [δικαιοσύνης, ισότητα, νομιμότητας], μιλάει με υπολογισμούς. Υπολογισμούς επικινδυνότητας. Είναι το παράδειγμα της ασφάλειας, το οποίο ακυρώνει οτιδήποτε ξέραμε μέχρι τώρα περί αναλογικότητας, ανταπόδοσης, επανακοινωνικοποίησης κλπ. Άξονας είναι η επιλεκτική εξουδετέρωση του παραβάτη των νόμων μέσα από ένα ορθολογικό σχέδιο διαχείρισης του ρίσκου.
 Έτσι, αντλεί νομιμοποίηση από τις χρήσεις της κοινωνίας του φόβου, όπως εκβάλλουν στις κοινωνίες του ελέγχου.
Αυτή η αλλαγή μπορεί σε περιόδους οξυμένης κρίσης, όπως αυτή που ζούμε τώρα, να εκδηλώνεται στις πιο άγριες μορφές της αλλά στην πραγματικότητα δεν συντελέστηκε τώρα, έχει ήδη 30 χρόνια ζωής και η πιο γνωστή εφαρμογή της είναι οι τεχνολογίες της μηδενικής ανοχής.
Το παράδειγμα της ασφάλειας λοιπόν βασίζεται στην πρόγνωση και την πρόληψη του κινδύνου βάση πιθανοτήτων! Κάποιες ομάδες –βάσει μετρήσεων, στατιστικών δεδομένων, κατάρτισης πινάκων εγκληματικότητας και υποτροπής- εμφανίζουν μεγαλύτερη πιθανότητα να θέσουν σε κίνδυνο τον πληθυσμό.
Καταρτίζονται, λοιπόν, πίνακες επικινδυνότητας που αφορούν ομάδες πια και όχι μεμονωμένα άτομα όπως η θετικιστική έννοια της επικινδυνότητας η οποία αναφερόταν σε ατομική επικινδυνότητα. Έτσι, η διαχείριση του εγκλήματος εμφανίζει για πρώτη φορά μια «επιχειρηματική» διάσταση με τη μορφή υπολογισμών «κόστους-ωφέλειας», καθώς η εγκληματικότητα θεωρείται κάτι ως φυσική κατάσταση, ως ασθένεια, θάνατοι κλπ και το ποινικό σύστημα λειτουργεί όχι για να την εξαλείψει αλλά για να τη διαχειριστεί προληπτικά και με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Αυτό έχει σχέση με δυο βασικές μετατοπίσεις
Πρώτον, όπως είπαμε, επανέρχεται η έννοια της επικινδυνότητας αλλά όχι ως ατομικής ιδιότητας αλλά ως συνθήκης που αφορά ομάδες
Η επικινδυνότητα ως ατομική ιδιότητα, επέτρεπε τη ρητορική περί αναμόρφωσης κι επανακοινωνικοποίησης με παρέμβαση στους παράγοντες που θεωρείτο ότι διευκόλυναν την εκδήλωση εγκληματικής δράσης
Ως συνθήκη ομάδων συναρθρώνεται με έναν λόγο που εγκαταλείπει το στόχο της αναμόρφωσης κλπ ως αποτυχημένου και πολυέξοδου μοντέλου και εισηγείται το στόχο της επιλεκτικής εξουδετέρωσης: καμία παρέμβαση στους θεωρούμενους εγκληματογόνους παράγοντες σε ατομικό ή κοινωνικό επίπεδο γιατί ούτως ή άλλως δεν επηρεάζει το φαινόμενο όπως δείχνουν τα μεγάλα ποσοστά υποτροπής, ενώ είναι και πολυέξοδος. Άρα ο έλεγχός  θα συνίσταται στην εξουδετέρωση όχι παραγόντων αλλά ομάδων και θα είναι ανάλογος του βαθμού επικινδυνότητάς τους.
Συνδυάζοντας έτσι τα διάφορα στοιχεία, η πελατεία του ποινικού συστήματος ή η εν δυνάμει πελατεία του ταξινομείται σε κατηγορίες χαμηλής, μέσης και υψηλής επικινδυνότητας. Η ταξινόμηση αυτή καθορίζει  και το είδος της ποινικής μεταχείρισης αλλά και το πειθαρχικό καθεστώς κράτησης.
Άρα, στόχος της ποινής δεν είναι ούτε η ανταπόδοση ούτε η επανένταξη, αλλά η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου τον οποίο εκπροσωπούν αυτές οι ομάδες, δια μέσου της εξουδετέρωσής τους για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα: Κρατούνται όχι για να βελτιωθούν για να ανασταλεί η δράση τους για όσο διάστημα διαρκεί ο εγκλεισμός και μέχρι τον επόμενο εγκλεισμό.
Αυτό λέγεται επιλεκτική εξουδετέρωση.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα είναι η μείωση των εξω-ιδρυματικών ποινών [θεωρούνται πολυέξοδες αλλά και αναποτελεσματικές λόγω των ποσοστών υποτροπής, της παραβίαση των όρων που βάζει το δικαστήριο κλπ] και κυριαρχεί η φυσική εξουδετέρωση δια του εγκλεισμού.

Συμφραζόμενα της κρίσης:
Το μοντέλο κοινωνικής συμβίωσης που επιβάλλεται είναι ένα μοντέλο αποκλεισμού κι όχι ένταξης. Φτώχεια είναι όχι απλώς ανεργία αλλά η ιδιότητα του παρία και, ως τέτοια, κατέχει προνομιακή θέση στους πίνακες επικινδυνότητας μέσα από ένα λόγο όπου οι φτωχοί θα γίνουν  φτωχότεροι χωρίς προοπτική επανένταξης στο σύνολο όπου θα έχουν κάποια χρησιμότητα, θα παίξουν κάποιο ρόλο
Έτσι, η φτώχεια δεν παραπέμπει πια σε μια κοινωνική τάξη, την εργατική τάξη γιατί η εργατική τάξη έχει κάποιο ρόλο στη ζωή και την εξέλιξη της κοινωνίας. Η φτώχεια αναφέρεται πλέον σ’ εκείνους για τους οποίους δεν υπάρχει σωτηρία, δεν υπάρχει η δυνατότητα να ξεφύγουν απ’ την κατωτερότητά τους στην κοινωνική κλίμακα. Ως τέτοιοι λοιπόν απειλούν την κοινωνία διεκδικώντας αυτό το οποίο για να τους δοθεί θα το στερηθεί η πλειοψηφία η οποία διατηρεί ακόμα κάποια προνόμια. Αυτός είναι ο κυρίαρχος λόγος της κρίσης για τη φτώχεια. Και το μήνυμα; Συμμορφώσου με ό, τι σου ζητάνε για να μην βρεθείς σ’ αυτήν την κατάσταση. Συμμορφώσου! Δεν χρειάζεται να συμφωνήσεις μ’ αυτό που σου ζητάνε  [ελαστικοποιημένη εργασία, ασυνδικάλιστη, χωρίς κατοχύρωση των εργασιακών σου δικαιωμάτων], διαφορετικά θα βρεθείς από τη λάθος πλευρά
Έτσι, μέσω του φόβου για το μέλλον, για το έγκλημα, για την κοινωνική αταξία επιχειρείται η εκπειθάρχηση του πληθυσμού, να μην μετατραπεί ο φόβος σε οργή. Δηλαδή, η εκπειθάρχηση της οργής σημαίνει ταυτόχρονα έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς   διαμέσου του φόβου. Σε πρακτικό δε επίπεδο, διαμέσου της διοχέτευσής του φόβου σε ομάδες ατόμων οι οποίες υποτίθεται ότι προσωποποιούν την απειλή, διαμέσου της κατασκευής εσωτερικών εχθρών: Ο επικίνδυνος, ο επίφοβος, ο μιαρός γίνεται αντιληπτός ως Σώμα του οποίου θα πρέπει να κατασταλεί όχι απλώς η δράση αλλά η ίδια η ύπαρξη. Αυτό είναι που τον τοποθετεί εκτός της προστασίας του δικαίου και επιτρέπει την αναστολή ή και την ακύρωση των δικαιωμάτων του.

Η συνθήκη στην οποία αναφέρομαι χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλες διαδικασίες: την κατάρρευση του προνοιακού συστήματος, του λεγόμενου κράτους πρόνοιας και την ταυτόχρονη ανάδυση του, κατά Λόικ Βακάν, ποινικού κράτους. Μια διαδικασία, δηλαδή, όπου όχι μόνον ο έλεγχος του εγκλήματος αλλά η καταστολή κάθε μορφής απείθειας, ακόμα κι όταν δεν εμπίπτει έμμεσα ή άμεσα στην ύλη του ποινικού συστήματος, είναι η κυρίαρχη στρατηγική διαχείρισης του κινδύνου.  Και εδώ μπορούμε να εντάξουμε όλο το κομμάτι της καταστολής κάθε μορφής απείθειας, από τις περιφρουρούμενες συγκεντρώσεις μέχρι την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, από τις μαζικές ή και τις προληπτικές συλλήψεις, την φαντασμαγορικά θεαματική βία που ασκείται, τη βία θέαμα κι όχι αστοχία ή ανάρμοστη εικόνα
ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα για συγκροτημένο μοντέλο ούτε για ισχυρή επιστημονική θεμελίωση όπως στις ΗΠΑ, για παράδειγμα. Μιλάμε για τάσεις μάλλον ή, πιο σωστά, για συμβολικές μετατοπίσεις ήδη υφιστάμενων ποινικών θεσμών πριν ακόμα την εισαγωγή νέων.
Για παράδειγμα, η αστυνομία και οι περίφημες «ασφαλείς υγειονομικές ζώνες». Το θέμα των υγειονομικών ζωνών προϋπήρχε με αποκορύφωμα την περίοδο πριν του ΟΑ, ήδη με τις επιχειρήσεις σκούπες. Δηλαδή πολλά χρόνια πριν τη διαπόμπευση των οροθετικών.
Αυτό έχει τη σημασία του διότι εκτός από τη φυλακή ή τον εγκλεισμό γενικότερα, η αστυνομία είναι σημαντικό κεφάλαιο, βρίσκεται στο κέντρο των ποινικών πρακτικών και συνάμα στον πυρήνα του κράτους, όχι μόνον ως θεσμός αλλά ως στρατηγική της εξουσίας.
Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά της αστυνομικής βίας; Η θεαματικότητα της και η σωματικότητα. Μία βία θεαματικά σωματική όπου ο καθένας μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπει στον περίκλειστο χώρο της φυλακής: ότι η βία είναι υλικά σωματική, αφήνει το σημάδι της στον παραβάτη.
Έτσι, στην μνημονιακή εποχή, χωρίς να νομοθετούνται αναγκαία νέες ρυθμίσεις για την αστυνομία, ανασημαίνεται ο ρόλος της, καθώς αναδύεται ένα προληπτικό ποινικό δίκαιο, ένα ποινικό δίκαιο του ύποπτου και όχι του δράστη.
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει τον ad hoc ορισμός των νόμιμων ορίων δράσης της: Νόμος είναι η διαταγή, ο τρόπος που θα οριστεί και θα αξιολογηθεί τη δεδομένη στιγμή το υπό διακινδύνευση αγαθό – η ασφάλεια του πληθυσμού- είναι αυτό που θα καθορίσει το είδος της δράσης μέσα από τη διαταγή, όχι ο νόμος. Ελαστικοποιούνται δηλαδή τα όρια της νόμιμης δράσης -πχ προληπτικές συλλήψεις με βάση όχι δράσεις αλλά χαρακτηριστικά των ατόμων.
Να σημειώσω, όμως, απλώς ότι η βία όμως είναι, έτσι κι αλλιώς, μέρος της ενεργού λειτουργίας της αστυνομίας, υπαρκτή ακόμα και σε περιόδους ανοδικής φάσης του οικονομικού κύκλου. Μια «κανονικότητα», με δυο λόγια, η οποία αντλεί νομιμοποίηση από τον εκάστοτε Λόγο των θεσμών περί διαχείρισης του ρίσκου. Αυτό είναι που αλλάζει είναι ποσοτικής και ποιοτικής φύσης μεν αλλά δεν αφορά τη δομή, τον ίδιο τον μηχανισμό καταστολής. Το να τη θεωρήσουμε, λοιπόν, σημείο των καιρών σημαίνει ότι μετατρέπουμε μια κανονικότητα σε εξαίρεση ή, ακόμα περισσότερο, ότι θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια μη βίαιη αστυνομία
ΦΥΛΑΚΗ
Το υπό κατάθεση ν/σ είναι κραυγαλέα τόσο συγκυριακό όσο και ενάντια στο νόμο. Αυτό δε σημαίνει ότι η φυλακή δεν λειτουργούσε άτυπα με βάση άξονες που συγκεκριμενοποιούνται σ’ αυτό το ν/σ, το οποίο όμως και τυπικά οργανώνει την ιδέα της επιλεκτικής εξουδετέρωσης των παραβατών του νόμου: Η κατασκευή φυλακών στη μέση του πουθενά αλλά και το αίτημα που διατυπώνεται από δημοτικές αρχές και κατοίκους του Κορυδαλλού για απομάκρυνση του μιάσματος των φυλακών από την περιοχή τους, για παράδειγμα. Κυρίως, όμως, οι καταχρήσεις που γίνονται σε δυο σημαντικούς θεσμούς, δηλαδή, στον θεσμό της προσωρινής κράτησης αφ’ ενός και της χορήγησης αδειών σε κρατούμενους αφ’ ετέρου. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, κατά τη γνώμη μου, αυτοί οι θεσμοί είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις το διακύβευμα εάν είναι «άξιος ελευθερίας». Η καταχρηστική ερμηνεία και εφαρμογή και των δύο αυτών θεσμών αποτελεί μια ισχυρή έκφραση της παγιωμένης πλέον συνθήκης όπου το πρόταγμα της  ασφάλειας νομιμοποιεί την υποχώρηση του κράτους δικαίου σε ό, τι αφορά την ύλη των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων του κρατούμενου: οι κρατούμενοι δεν δικαιούνται να έχουν δικαιώματα, το μείζον αίτημα για τη φυλακή είναι να πληροί τις προϋποθέσεις ασφάλειας, αυτό ακριβώς το οποίο υποδηλώνει η αρχιτεκτονική και οργανωτική δομή της.
Με δυο λόγια, η νομιμότητα των μέτρων εγκλεισμού  είναι θεμιτά ελαστική και αναπροσδιορίζεται συνεχώς μέσα από λόγους, των οποίων κεντρικός ιδεολογικός άξονας είναι ότι το κράτος είναι ικανό να απαντά αποτελεσματικά  στην ανασφάλεια του πληθυσμού, ελέγχοντας ή εξουδετερώνοντας την απειλή. Αυτό είναι και ο νομιμοποιητικός λόγος. Πολύ περισσότερο όταν οι κοινωνίες αναπαριστώνται ως εάν να βρίσκονται σε κατάσταση υψηλής επικινδυνότητας ενόψει μιας ενδεχόμενης κοινωνικής έκρηξης, που δε θα σημαίνει περιστασιακή και διαχειρίσιμη διασάλευση της έννομης τάξης αλλά το χάος που θα καταπιεί κάθε κεκτημένο, έστω και αυτά τα λίγα που έχουν απομείνει.
Και το υπόστρωμα της νομιμοποίησης θα μπορούσαμε ίσως να το αναζητήσουμε στη διαχείριση του δίπολου οργής/φόβου. Στην αποπολιτικοποίηση τόσο της οργής όσο και του φόβου, μέσα από ένα συνεχές, όπου η οργή τροφοδοτεί τον φόβο, αλλά ο φόβος επανορίζεται με όρους "επικίνδυνων ομάδων", οι οποίες θα πρέπει να υποταχθούν, να παταχθούν ως εάν αυτό να ήταν το μέσο που θα αποκαθιστούσε την τάξη πραγμάτων και την διαρρηγμένη αίσθηση ασφάλειας.
 Εμβληματική μορφή των παραπάνω είναι η διάκριση των φυλακών που προβλέπει το ν/σ στο οποίο εξεικονίζονται με κάθε σαφήνεια οι επιταγές του μοντέλου της ασφάλειας, οι οποίες μέχρι τώρα συνιστούσαν, εν μέρει τουλάχιστον, την ανάρμοστη εικόνα του εγκλεισμού ως τόπου επιλεκτικής εξουδετέρωσης του παραβάτη