panopticon


To Πανοπτικό, επινόηση του Jeremy Bentham προς τα τέλη του 18ου αιώνα, αποτελεί ένα υπόδειγμα εφαρμογή της κυκλοειδούς αρχιτεκτονικής: τα κελιά εκτείνονται ακτινωτά γύρω από ένα κεντρικό κουβούκλιο στο οποίο βρίσκονται οι φύλακες. Έτσι, οι φύλακες έχουν μια συνεχή εποπτεία του χώρου των κελιών, τη δυνατότητα επιτήρησης και ελέγχου του συνόλου των κρατουμένων με μια μόνη ματιά. Ταυτόχρονα, η αρχιτεκτονική κατασκευή δεν επιτρέπει στους κρατούμενους να γνωρίζουν εάν και πότε υπάρχουν φύλακες στο κεντρικό κουβούκλιο, κατ’ επέκταση να γνωρίζουν πότε επιτηρούνται, με αποτέλεσμα η επιτήρηση να λειτουργεί αυτόματα χωρίς την ανάγκη της φυσικής παρουσίας των επιτηρητών. Υπ’ αυτήν την έννοια το Πανοπτικό συνιστά υλοποίηση της έκφρασης μιας εξουσίας για την άσκηση της οποίας δεν απαιτούνται πρόσωπα.

Το Πανοπτικό σχεδιάστηκε για ιδρύματα πολλαπλών χρήσεων, τα οποία περισυνέλεγαν το κοινωνικό περιθώριο της εποχής, και όχι μόνον για φυλακές. Όπως αναφέρει ο Bentham στην προμετωπίδα του έργου του «Πανοπτικόν», πρόκειται για ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο το οποίο αφορά: «Κάθε μορφή κτιριακής εγκατάστασης, στην οποία θα κρατούνταν υπό επιτήρηση όλοι οι τύποι ανθρώπων, είτε αυτές ήταν σωφρονιστήρια, φυλακές, εργοστάσια, οίκοι εργασίας, άσυλα για τους απόρους, ψυχιατρικές κλινικές, λοιμοκαθαρτήρια, νοσοκομεία ή σχολεία» (Bentham, 1787). Ιδρυμάτων, δηλαδή, τα οποία προηγήθηκαν της φυλακής και αποτέλεσαν πρόδρομο αυτού που αποτέλεσε τον κυρίαρχο τιμωρητικό θεσμό, με κοινή οργανωτική δομή και κοινές λειτουργίες, έτσι ώστε να συγχέονται με τη φυλακή.

Έτσι, το Πανοπτικό εμφανίζεται ως μια πρώτη προσπάθεια συνδυασμού πολλαπλών λειτουργιών: απομόνωση, επιτήρηση, εκφοβισμός και, παράλληλα, εργασία. Αποτελεί δε την αρχιτεκτονική εκδοχή του απομονωτικού συστήματος κράτησης. Καθώς, όμως, η εργασία δεν μπορούσε να είναι παραγωγική ή να καλύπτει πραγματικές ανάγκες γιατί η υποδομή και η οργάνωσή της δεν συμβάδιζε με την οικονομική εξέλιξη της περιόδου, η οποία απαιτούσε τη χρήση μηχανών και ένα μοντέλο συλλογικής εργασίας, στην ανάλυση των Melossi & Pavarini η ίδια η αντιφατικότητα του σχεδίου του Bentham (συνδυασμός της αρχής της ηθικής αναμόρφωσης μέσα από την εργασία, η οποία, όμως, δεν είναι παραγωγική, και τήρησης της τάξης) αναδεικνύει ότι κυρίαρχος στόχος είναι αυτός της εκπειθάρχησης των εγκλείστων (Melossi Dario, Pavarini Massimo, 1977, Carcere e fabbrica, Bologna: il Mulino)

Το Πανοπτικό έγινε ευρύτερα γνωστό κυρίως μέσα από το έργο του Μισέλ Φουκώ (Φουκώ, Μ. (1976/1989), Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Ράππας). Κατά τον Φουκώ, η επινόηση του πανοπτισμού είναι η αρχιτεκτονική απεικόνιση μιας πανοπτικής κοινωνίας με γενικευμένες δομές επιτήρησης. Συνδέει δε τη γέννηση της φυλακής με τη γέννηση αυτού που ορίζει ως πειθαρχική κοινωνία, της οποίας οι θεσμοί εξουσίας προετοιμάζουν άτομα (σώματα) χρήσιμα (με όρους οικονομικής χρησιμότητας) και πειθήνια, υπάκουα (με όρους πολιτικής υπακοής). Στην αστική κοινωνία, καθώς οικοδομείται λοιπόν αυτό που ο Φουκώ ορίζει ως πειθαρχική κοινωνία, η πειθαρχία δεν είναι χαρακτηριστικό μόνο του τιμωρητικού μηχανισμού αλλά καθίσταται χαρακτηριστικό ενός γενικού τύπου εξουσίας που δεν περιορίζεται μόνον στους έγκλειστους, αλλά διαχέεται κι ακολουθεί τα άτομα στους χώρους που κινούνται τείνοντας στον έλεγχο όλου του κοινωνικού σώματος, μέσα στην οικογένεια, το σχολειό, το εργαστήρι, το στρατό, τα άσυλα κλπ. Της εξουσίας η οποία παρατηρεί και ελέγχει τη συμπεριφορά μέσα από το διττό σύστημα ανταμοιβής και κύρωσης. Στην ανάλυση του Φουκώ, η πειθαρχία είναι ένας τύπος εξουσίας, ένας τρόπος άσκησής της και περιλαμβάνει ένα σύνολο οργάνων, τεχνικών, μεθόδων, διαδικασιών, επιπέδων εφαρμογής, στόχων: «Είναι μια “φυσική” ή μια “ανατομία” της εξουσίας, μια τεχνολογία. Και μπορούν να την αναλάβουν είτε “εξειδικευμένα” ιδρύματα (σωφρονιστήρια ή τα αναμορφωτήρια του 19ου αιώνα), είτε ιδρύματα που τη χρησιμοποιούν ως βασικό όργανο για ένα καθορισμένο στόχο (εκπαιδευτήρια, νοσοκομεία), είτε προϋπάρχουσες αρχές που, με την πειθαρχία, βρίσκουν τον τρόπο να ενισχύσουν ή να αναδιοργανώνουν τους εσωτερικούς τους μηχανισμούς εξουσίας (θα χρειαστεί ν’ αποδειχθεί κάποτε πώς οι ενδο-οικογενειακές σχέσεις –και ιδιαίτερα ο πυρήνας γονείς-παιδιά– “πειθαρχήθηκαν”, αφομοιώνοντας, απ’ την κλασική κιόλας εποχή,[1] εξωτερικά σχήματα: σχολικά, στρατιωτικά και, αργότερα, ιατρικά, ψυχιατρικά, ψυχολογικά που έκαναν την οικογένεια προνομιακό τόπο εμφάνισης για το πειθαρχικό πρόβλημα και του μη φυσιολογικού, είτε οργανισμοί που κατέστησαν την πειθαρχία θεμελιακή αρχή της εσωτερικής τους λειτουργίας (“πειθαρχοποίηση” του διοικητικού οργανισμού από την εποχή του Ναπολέοντα), είτε, τέλος, κρατικοί μηχανισμοί που, μείζον αλλά όχι αποκλειστικό τους έργο είναι να επιβάλλουν την πειθαρχία σε κοινωνική κλίμακα (αστυνομία). Γενικότερα, λοιπόν, μπορούμε να μιλάμε για διαμόρφωση μιας πειθαρχικής κοινωνίας μέσα από την κίνηση αυτή που ξεκινάει από τα κλειστά πειθαρχικά συστήματα (ένα είδος κοινωνικής “καραντίνας”) και φτάνει ως τον απεριόριστα γενικεύσιμο μηχανισμό του “πανοπτισμού”» (Φουκώ, 1976 /989: 283-4).

Αφροδίτη Κουκουτσάκη



[1] Ο Φουκώ διακρίνει τρεις εποχές στη γαλλική ιστορία: την αναγεννησιακή έως περίπου τα μέσα του 17ου αιώνα, την κλασική - που εν μέρει ταυτίζεται με την εποχή του Διαφωτισμού – έως περίπου τα τέλη του 18ου αιώνα και τη σύγχρονη εποχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου