Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Τρεις γυναίκες στη γραμμή του φεγγαριού




[το έγραψα πριν χρόνια, όταν μου ζητήθηκε να γράψω κάτι για μια έκδοση διηγημάτων με θέμα τα Χανιά. Δεν έμαθα ποτέ την τύχη της έκδοσης, τον λόγο για τον οποίο ακυρώθηκε.
Τις τρεις γυναίκες τις δανείστηκα από το μυθιστόρημά μου "Στο τέλος όλα γυρνάνε στη θάλασσα", που τελειώνει με την αναμονή ης γέννησης της Λενιώς. Η σειρά είναι: Έλενα, Αντιγόνη, Λενιώ]


…Και προπαντός, όχι άλλες δαχτυλιές στα τζάμια
φτάνουν τα χέρια πια, εκκρίνουν στο τελείωμα του κεντητού λαιμού σου
αλκοολούχα γάντια
παραπατούν τα αγγίγματα σκοντάφτοντας στη δεύτερη εκδοχή μας. 
Να δεις που φταίει το κάτοπτρο

(Θέμα φωτός, Ελίνας Ρίζου, αδημοσίευτο)

Λενιώ


Το άσπρο φόρεμα κόλλαγε στο κορμί της απ’ την υγρασία και το gel είχε μετατρέψει τα μαλλιά της σε μια συμπαγή λιγδερή μάζα που της έφερνε φαγούρα στο σβέρκο.
                «Λενιώ, μαζέψου λίγο, μην πιάνεις τόσο χώρο, έρχεται κόσμος».
                Έριξε μια φονική ματιά στη μάνα της και σταύρωσε τα πόδια, προσπαθώντας να βολευτεί στη θέση της. Η μάνα της συνέχισε να την κοιτάζει.
                «Λίγο φαρδύ δεν είναι αυτό το φόρεμα; Γιατί δεν πήρες πιο μικρό μέγεθος;»
                «Γιατί δεν είχε», απάντησε κοφτά και τράβηξε το βαμβακερό ύφασμα πάνω από τα σταυρωμένα πόδια της, το ξεχείλωσε, το έφτασε μέχρι τους αστραγάλους.
                «Γιατί, πουλάκι μου…»
                «Πότε θα αρχίσει επιτέλους η κωλοπαράσταση;» δεν την άφησε να συνεχίσει. «Εννιάμιση δεν είπαν; Κοντεύει δέκα. Γιατί δεν κλείνουν πια τις πόρτες να τελειώνουμε;»
                Η μάνα της, όμως, δεν την άκουγε πια, της είχε γυρίσει την πλάτη και χαζογελούσε με την παρέα της.  Έβγαλε από την τσάντα της το μπουκαλάκι με το νερό, το ήπιε μέχρι την τελευταία σταγόνα κι έπειτα το ακούμπησε πλάι της κι άρχισε να το σπρώχνει σιγά σιγά, μέχρι που το είδε να πέφτει στο κενό, κάτω από τις κερκίδες του θεάτρου. 
Ένα συνεχές κορνάρισμα και δυνατές φωνές την έκαναν να στρέψει το κεφάλι προς το διπλανό υπαίθριο πάρκινγκ. Ολόκληρη η σκηνή λούστηκε από τα φώτα του αυτοκινήτου που έφευγε σημαδεύοντας το χώρο με τους μεγάλους προβολείς του.  
                «Δεν είναι σωστό να λειτουργεί πάρκινγκ πλάι στο θέατρο. Ενοχλεί τους ηθοποιούς που παίζουν», άκουσε πίσω της μια γυναικεία φωνή. 
Σηκώθηκε απότομα κι έριξε την τσάντα της στην πλάτη.
                «Φεύγω», είπε κι άρχισε να στριμώχνεται ανάμεσα στον κόσμο που ανέβαινε  τα σκαλιά της εξέδρας για να βρει θέση.
            «Άι, σιχτίρ», είπε και πάτησε εσκεμμένα το πόδι με το άγαρμπο πέδιλο που εμπόδιζε το βήμα της, και την ίδια στιγμή άκουσε τη μάνα της να τη φωνάζει. 
Βγήκε από το θέατρο και κοντοστάθηκε πριν πάρει το δρόμο για το Κουμ Καπί.  
«Με κλωστοπατινάδα θα περπατάω πάλι ανάμεσα στα τραπεζάκια αν πάω από εκεί», σκέφτηκε προσπαθώντας να δώσει μια φόρμα στο άσπρο φουστάνι της, που το ένιωθε να κρέμεται επάνω της σαν σακί. «Απ’ τον άλλο δρόμο, όμως, θα κάνω δυο μέρες μέχρι να φτάσω σπίτι». Ρουθούνισε θυμωμένη κι έπειτα ρούφηξε τη μύτη της. «Αι, σιχτίρ», ξανάπε και πήρε το δρόμο για το Κουμ Καπί.
Της τρύπησε τ’ αυτιά το στρίγκλισμα απ’ τα φρένα, είδε μια μηχανή μεγάλου κυβισμού να γέρνει και να σκάει στο οδόστρωμα, φωνές, ένα φως εκτυφλωτικό κι έπειτα έγινε μικρή μικρή, τόσο όσο μια σταγόνα υγρασίας στην άσφαλτο.

Έλενα


«Νάνι, το παιδί μου νάνι, που δεν ήθελε νερό το άλογό μας το μεγάλο…»
«Πες μου για το φεγγάρι, μαμά…»
«Ξέρει όλα τα μυστικά…»
«Είναι κακό το φεγγάρι;»
«Στο φως του μιλούν οι άνθρωποι για τα μελλούμενα. Ξέρει όλα τα μυστικά…»
«Είναι κακό το φεγγάρι, μαμά;»
«Αν ταξιδέψουν στη γραμμή του φεγγαριού οι ναυτικοί, τους περιμένει ο θάνατος…»
«Φοβάμαι. Κλείσε το παράθυρο…»
«Θα πάμε μαζί να το βρούμε. Σήκω. Θα πάμε στη θάλασσα, θα είμαστε μόνες μας και θα του ζητήσουμε να μας μιλήσει. Έλα Αντιγόνη μου, μη φοβάσαι…»
Βγήκαν στις μύτες των ποδιών από το σπίτι. Η Αντιγόνη, μ’ ένα άσπρο μακρύ νυχτικό και κατακόκκινα πέδιλα.  Η Έλενα ξυπόλυτη, μ’ ένα χρωματιστό φουστάνι να ανεμίζει γύρω από τις γάμπες της στο ρυθμό που χόρευαν τα βήματά της.
«Μαμά, ντρέπομαι».
«Γιατί ντρέπεσαι;»
«Μα δεν μ’ έντυσες. Αν μας δουν;»
«Τι κι αν μας δουν; Δικά μας είναι όλα! Η θάλασσα, η πόλη, οι δρόμοι της. Την σεργιανίζουμε. Μας αγαπάει. Τι κι αν μας δουν;»
«Πάμε εκεί μέσα, ντρέπομαι που με βλέπουν», είπε η Αντιγόνη κι έδειξε με  το χέρι το σπίτι των Κούνδουρων.
«Έλα κοντά μου», της είπε η Έλενα και έπιασε σταθερά το τεντωμένο χέρι. Δεν άφησε το χέρι της κόρης της όσο κατέβαιναν προσεκτικά στην παραλία με τα βράχια. 
«Μην φοβάσαι», της είπε και την τράβηξε κοντά της, στην αγκαλιά της. Της έβγαλε τρυφερά το νυχτικό και το εσώρουχο με τα σταμπαριστά λουλούδια και την έσπρωξε μαλακά στη θάλασσα.
«Μην κολυμπήσεις στη γραμμή του φεγγαριού».

Αντιγόνη


Άνοιξε την μπαλκονόπορτα, να δει την ανατολή του ήλιου. Τράβηξε έπειτα μια καρέκλα απ' το δωμάτιο και βγήκε να καθίσει στο μπαλκόνι. Κάποτε είχε όλο μονοκατοικίες αυτός ο δρόμος, απ’ το μπαλκόνι της έβλεπε τον κήπο της διπλανής αυλής. Τώρα όλη σχεδόν η Ηρώων Πολυτεχνείου έγινε πολυκατοικίες, είναι κι ακριβή περιοχή, χρυσάφι θα τα πουλάνε τα διαμερίσματα.
                Τακτοποίησε τα πράγματα της κι είπε να βγει μια βόλτα, Κυριακή πρωί, θα ήταν έρημη η πόλη. Δεν πρόλαβε να βγει απ’ την πόρτα και είδε τον πατέρα της που γύριζε απ' το νοσοκομείο, δυο βήματα ήταν το νοσοκομείο από το σπίτι, με τα πόδια πηγαινοερχόταν, κάθε μέρα, πάντα θα υπήρχε κάποιος άρρωστος που τον ανησυχούσε η πορεία του.
                «Θες να περπατήσουμε μαζί;» του είπε. «Είναι ωραία τώρα που δεν έχει κόσμο». Πέρασε το χέρι της στο μπράτσο του. «Πάμε προς το Κουμ Καπί; Κάθε φορά που σκεφτόμουνα στα Χανιά, ονειρευόμουνα να κάνω αυτή τη βόλτα, όπως τότε που με πήγαινε η μαμά».
                «Κι εγώ έχω χρόνια να κάνω αυτή τη βόλτα». Γέλασε σιγανά. «Κι ας είναι δυο βήματα απ' το σπίτι».
                Βγήκανε στη θάλασσα και κατηφορίσανε προς την παραλία του Κουμ Καπί.
                «Τι είναι αυτοί;» ρώτησε η Αντιγόνη βλέποντας μια ομάδα ανθρώπων να κάθονται γύρω από ένα τραπεζάκι, κολλημένο στην εσοχή ενός τοίχου. Φαινόταν σαν κάτι να παίζουν, αλλά δεν έβλεπε καλά.
«Αιγύπτιοι αλιεργάτες θά 'ναι, εδώ είναι τα στέκια τους. Δεν τους είχες προλάβει πριν φύγεις; Μα τι λέω; Πόσα χρόνια είναι που λείπεις…» αποκρίθηκε εκείνος και κοντοστάθηκε να της χαμογελάσει.
                «Πολλά. Όλα αλλιώτικα μου φαίνονται…»
Ακούμπησαν σ' ένα παγκάκι. Κοιτούσαν τη θάλασσα.
                «Όταν ήταν άρρωστη η μητέρα σου και πήγαινα αξημέρωτα στο νοσοκομείο, πάντα περνούσα απ' εδώ, καθόμουν λίγο και κοίταζα τη θάλασσα και μετά πήγαινα να τη δω. Το ήξερα πως δεν ήταν ακόμα η ώρα της, είχε πολύ να βασανιστεί ακόμα, αλλά κάθε πρωί νόμιζα πως θα 'ναι το τελευταίο, πως θα πήγαινα στο νοσοκομείο και δεν θα την έβρισκα στο δωμάτιο».
            Χαμογέλασε το λυπημένο του χαμόγελο και πήρε πάλι να περπατάει.
                «Παράξενο δεν είναι; Γέννημα, θρέμμα Χανιώτης κι αυτή τη βόλτα μου φαίνεται ότι την κάνω πρώτη φορά».
                «Εσύ δεν μ’ έφερνες ποτέ από εδώ. Μαζί σου είχα μάθει το κέντρο της πόλης. Θυμάσαι όταν ήμουνα μικρή και με πήγαινες για φαγητό στη Βουλή; Τι του βρίσκετε για εστιατόριο, στο Θεό σας, έλεγε η μαμά. Ποτέ δεν ήρθε μαζί μας. Η μαμά ήταν θαλασσινή. Φύκια είχαν φυτρώσει στα μαλλιά της…»
                Είχανε φτάσει πια στον προμαχώνα και στρίβανε για το παλιό λιμάνι. Κοντοστάθηκαν πάλι.
                «Κοίτα!» είπε έκπληκτος ο πατέρας της. «Μπαρ κάνανε εκεί πάνω; Δεν το είχα δει ποτέ» και συνέχιζε να το κοιτάζει έκπληκτος.
Πέρασε η Αντιγόνη το χέρι κάτω απ’ το μπράτσο του πατέρα της. Σφίχτηκε επάνω του και τον παρέσυρε να προχωρήσουν.
«Δεν θέλω να βάλω τα κλάματα, αλλά να, σ’ όλα τα παιδικά μου χρόνια για μένα τα Χανιά ήταν αυτή η γειτονιά. Τα παραμύθια της μαμάς για την Πύλη της Άμμου. Και τα δικά σου μεγάλα βιβλία. Ανάμεσα τους ταξίδευα και ήταν ολόκληρη η πόλη μου  τόσο μικρή, όση αυτή εδώ η παραλία…»               
                «Θα 'χουν περάσει τα χρόνια κι η πόλη θα 'χει αλλάξει πάλι όψη όταν ξανάρθεις. Μπορεί να έχει μεγαλώσει πια και για σένα», της έσφιξε το χέρι ο πατέρας της κι έπειτα στερέωσε με το άλλο χέρι τα γυαλιά του για να διαβάσει μια πινακίδα.
Είχανε φτάσει πια στο παλιό λιμάνι και κοίταζαν τα έργα που γινόταν στο μεγάλο αρσενάλι.  

Έλενα


Βράδυ φτάσανε στα Χανιά για να γνωρίσουν την Έλενα οι γονείς του Μάνου. Με το αεροπλάνο. Αύγουστο μήνα. Ζήτημα είναι αν  καθίσανε στο σπίτι μια ώρα, κι ας είχε οργανώσει η μητέρα του Μάνου οικογενειακή σύναξη με κρασί και μεζέδες για να γνωρίσουν οι συγγενείς τη νύφη.  Ούτε ένα «γιατί» δεν πρόλαβε να ρωτήσει η Έλενα και βρέθηκε να περπατάει στην άγνωστη πόλη, σφιγμένη στην αγκαλιά του Μάνου.
                «Πώς την λένε αυτήν την περιοχή;» τον ρώτησε, προσπαθώντας να συγκεντρώσει την προσοχή της – πίσω της ένιωθε τη θάλασσα και φτεροκοπούσε η καρδιά της που θα ξανάρχιζε τη ζωή της τόσο κοντά στη θάλασσα.
                «Μπόλαρη τη λένε. Και αυτά είναι τα Δικαστήρια», της είπε δείχνοντάς της το μεγάλο κτίριο στη μέση της πλατείας στην οποία οδηγούσε ο δρόμος του σπιτιού του.
                «Νεοκλασικό είναι;» τον ξαναρώτησε για να πει κάτι, αν και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πόσο όμορφα φώτιζε το κτίριο το ολόγιομο φεγγάρι.
                «Νεοκλασικίζον θα το έλεγα», απάντησε σοβαρός ο Μάνος και τράβηξε το χέρι του από τον ώμο της για να στερεώσει τα γυαλιά του. «Κτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν…», αλλά εκείνη δεν τον κοίταζε πια, είχε στραφεί κι έτρεχε προς τη θάλασσα.
                «Στα άλλα Χανιά θέλω να με πας. Μέσα απ’ τα τείχη. Αυτά θέλω να σεργιανίσουμε», του φώναξε και σταμάτησε σκασμένη στα γέλια, έτσι όπως γύρισε και τον είδε να την κοιτάζει ακίνητος κι όλα στη στάση του έδειχναν ότι ήθελε ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. 
                Μέσα απ’ τα τείχη πρωτογνώρισε η Έλενα τα Χανιά, ατέλειωτες ώρες περπατούσε στα δρομάκια της παλιάς πόλης. Στην Οβριακή την πιάσανε οι πόνοι της γέννας και, όσο να βρει τον Μάνο και να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο, κομμάτιασε τα χείλια της για να πνίξει τους λυγμούς και να δείχνει ψύχραιμη.
Μόλις που είχε σαραντίσει το μωρό της εκείνο το βράδυ. Το έντυσε καλά, το τύλιξε με ένα χρωματιστό  κουβερτάκι, το πήρε αγκαλιά και φύγανε προς τη μεριά της θάλασσας.  Εκεί τις βρήκε ο Μάνος, τον οδήγησε το τραγούδι της Έλενας - «νάνι, το μωρό μου νάνι, που δεν ήθελε νερό το άλογό μας το μεγάλο…»
                Απ’ όταν πέθανε η Έλενα –η Αντιγόνη ήταν τότε δέκα χρόνων- ο Μάνος  έκανε γύρους μεγάλους κάθε φορά που χρειαζόταν να πάει στον Κουμ Καπί. Για ν’ αποφύγει εκείνη την παραλία, τα βράχια του Μπόλαρη. Κι ας μην έσβησε ποτέ από το μυαλό του η εικόνα της γυναίκας του στο φεγγαρόφωτο, να τραγουδάει και να κρατάει το μωρό τους σφιχτά στην αγκαλιά της.  

Λενιώ


            «Δεν θέλω, σου λέω. Είμαι μεγάλη πια, γιατί θα πρέπει να με κουβαλήσεις πάλι μαζί σου στα Χανιά; Θέλω να πάω διακοπές με τους φίλους μου σ’ ένα νησί».
«Νησί είναι κι η Κρήτη. Κι έπειτα, στην κοιλιά μου σε είχα ακόμα όταν σου έταξα ότι θα ζήσουμε για πάντα εκεί», μουρμούριζε η Αντιγόνη, συνεχίζοντας να βάζει τακτικά τα ρούχα στις βαλίτσες.
«Καλά που δεν τ’ άκουσα, γιατί ακόμα στην κοιλιά σου θα ήμουνα».
«Κι είναι ζήτημα αν έχουμε πάει πέντε φορές όλες κι όλες», συνέχισε εκνευρισμένη η Αντιγόνη, χωρίς να της δώσει προσοχή.
«Μα τι φταίω εγώ που εσύ γεννήθηκες στα Χανιά; Αν είχες γεννηθεί, δηλαδή, στην Καβάλα, θα περνάγαμε όλα τα καλοκαίρια μας στην Καβάλα;»
«Μην γίνεσαι ανόητη…»
«Δεν μ’ αρέσει, θες να το καταλάβεις επιτέλους; Τι πάω και κάνω εκεί; Δεν μπορείς να περάσεις ένα δρόμο απέναντι απ’ τα αυτοκίνητα, δεν μπορείς να περπατήσεις απ’ τον κόσμο. Διακοπές μες στο στριμωξίδι, τι χαρά!…»
Παράτησε τις βαλίτσες η Αντιγόνη και την κοίταξε αγριεμένη.
«Πού τα είδες όλα αυτά; Θες να με τρελάνεις; Εσύ δεν ήθελες να βγαίνουμε βόλτες το βράδυ; Πού θα πηγαίναμε το βράδυ; Στις ερημιές; Και η θάλασσα; Εσύ δεν με τραβολογάς στα Χανιά γιατί βαριέσαι τις εκδρομές; Τι σου φταίει, λοιπόν, ο κόσμος;»
«Μου φταίει που είναι πολύς! Αυτό μου φταίει! Μου φταίει που είσαι κολλημένη στο Κουμ Καπί και που νομίζεις ότι μου κάνεις χάρη αν με πας δυο βήματα πιο έξω! Γι’ αυτό δεν έρχομαι στις εκδρομές σου, γιατί εγώ δεν σου ζήτησα καμιά χάρη…»
«Λενιώ, παραλογίζεσαι!»
«Αλλιώς σε νόμιζα! Άλλα μου έλεγες! Ψέματα μου έλεγες! Τίποτα απ’ όσα μου έλεγες δεν είναι αλήθεια! Κι αν δεν ήταν ο παππούς, μην σου περνάει η ιδέα ότι θα ‘ρχόμουνα μαζί σου… Θα έμενα στην Αθήνα και θα πέρναγα πολύ καλύτερα!»
Είχε προλάβει η Λενιώ τα μαγέρικα της Δημοτικής Αγοράς. Όλοι τον γνώριζαν εκεί τον παππού της, «έλα γιατρέ, να σε κεράσουμε». «Άλλη φορά, άλλη φορά, ευχαριστώ», έλεγε εκείνος και της κρατούσε σφικτά το χέρι, φοβόταν η Λενιώ μην δεχτεί και τον τράβαγε να φύγουν. Κι όμως εκείνη του ζητούσε πάντα να περάσουν απ’ τα μαγέρικα της Αγοράς πριν πάνε στη Βουλή για φαγητό.  «Να χαζέψουμε στην Αγορά», του έλεγε και γέλαγε εκείνος, ήξερε, καταλάβαινε. Κι η βόλτα τέλειωνε πάντα στον Κρόνο για λουκουμάδες. Στρίβανε από τα κεράδικα και χάζευε η Λενιώ τα μαγαζιά της Μουσούρων με την πραμάτεια απλωμένη. Κοντοστεκόταν κι ο παππούς, ήταν άρρωστος πια και λαχάνιαζε εύκολα. Κι έπειτα ξαναπέρναγαν μέσα από την αγορά, για να βγούνε στην πιάτσα των ταξί, δεν άντεχε ο παππούς το περπάτημα στο δρόμο του γυρισμού. Τώρα ήταν κατάκοιτος, δεμένος σ’ ένα μηχάνημα οξυγόνου.
«Δεν θα κουνήσω απ’ το σπίτι όλον τον Αύγουστο», μουρμούριζε η Λενιώ ρίχνοντας άτσαλα τα ρούχα της στη βαλίτσα. «Θα κάθομαι με τον παππού μου να μου λέει ιστορίες». Τράβηξε μανιασμένα τα τσουλούφια που πέφτανε στα μάτια της. «Όταν μπορεί να μου λέει ιστορίες».

Αντιγόνη

Πρώτη φορά βρέθηκε στο καινούργιο νοσοκομείο η Αντιγόνη. Άργησαν να την ειδοποιήσουν, είχε κλειστό το κινητό για την παράσταση. Ατέλειωτος της φάνηκε ο δρόμος, είχε και κίνηση, τρόμαξαν να βγουν απ’ την πόλη.
                «Δεν είναι αλήθεια», μουρμούριζε σ’ όλη τη διαδρομή και δάγκωνε τα χείλη της να τα ματώσει. «Δεν είναι αλήθεια. Εκεί που κάθεσαι… Και δεν ξέρεις… Το παιδί μου…»
            Η Λενιώ ήταν ακόμα στο χειρουργείο. Την Αντιγόνη την περίμενε ένας παλιός βοηθός του πατέρα της, Διευθυντής ήταν πια, αυτός την ειδοποίησε. Την έβαλε να καθίσει στο γραφείο του και της έφερε αχνιστό καφέ. Δεν τον ήπιε, ζέσταινε με την κούπα τα παγωμένα της δάκτυλα κι έβλεπε απ’ το ανοιχτό παράθυρο ένα κοριτσάκι με μακρύ άσπρο νυχτικό και κατακόκκινα πέδιλα να τρέχει προς τη θάλασσα.
                «Μαμά, μην μου την πάρεις. Θα την μάθω κι εγώ να κοιτάζει τη γραμμή του φεγγαριού, θα την μάθω κι εγώ να αγαπάει τις νύχτες και τα μάγια τους, μόνο μην μου την πάρεις, σε παρακαλώ».
                Ξημέρωνε. Πήγε να σηκωθεί κι ένιωσε το κορμί της άκαμπτο, παγωμένο.
                «Αντιγόνη…»
Γύρισε το κεφάλι προς την πόρτα.
«Τώρα την βγάλανε από το χειρουργείο…»
«Και…»
«Καλά πήγε η εγχείρηση. Περιμένουμε να συνέλθει…»
«Τα πόδια της;…»
«Μην φοβάσαι. Θα κάνει την θεραπεία της και το άλλο καλοκαίρι ούτε που θα τη θυμάται πια αυτή την περιπέτεια…»
«Το άλλο καλοκαίρι…»


Λενιώ

«Μαμά. Κοιμήθηκα κι ονειρεύτηκα τρεις γυναίκες. Κι ένα μεγάλο φεγγάρι. Ήτανε Αύγουστος, λέει».