Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Η έννοια της επικινδυνότητας και οι λειτουργίες της στο ποινικό πεδίο[1]



Στο πλαίσιο της συζήτησης ενόψει της ψήφισης του νόμου: «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου και άλλες διατάξεις», η έννοια της επικινδυνότητας κατείχε κεντρική θέση, καθώς σε μεγάλο μέρος των ομιλιών η «διάγνωση» της επικινδυνότητας, ως αντικειμενικής και μετρήσιμης κατάστασης, εμφανιζόταν ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για την εφαρμογή ή μη των προβλεπόμενων ευεργετικών διατάξεων. Κατά έναν ενδιαφέροντα δε τρόπο, η επίκληση της επικινδυνότητας συνήθως γινόταν υπονομεύοντας ή και ακυρώνοντας τη δυνατότητα «διάγνωσής» της, όχι επειδή οι ομιλητές και οι ομιλήτριες την κατέτασσαν στην κατηγορία των ψευδο-επιστημονικών όρων αλλά, αντίθετα, υπονοώντας ότι είναι μία πραγματική και μη αναστρέψιμη συνθήκη. Υπ’ αυτό το πρίσμα, αποκαλύφτηκε, εμμέσως πλην σαφώς και παρά τη συνεχή επίκληση της σωφρονιστικής και επανακοινωνικοποιητικής λειτουργίας της ποινής, η πραγματική λειτουργία της φυλακής, τουτέστιν η απομάκρυνση του παραβάτη από το κοινωνικό σώμα και η αποτελεσματική φύλαξή του στο όνομα της ασφάλειας.
Η γέννηση της έννοιας της επικινδυνότητας
Η επιστημονική κατοχύρωση της έννοιας της επικινδυνότητας συντελείται κατά τον 19ο αιώνα και είναι αποτέλεσμα της συνάντησης της ψυχιατρικής με τη νεοσύσταση τότε επιστήμη της εγκληματολογίας, η μήτρα της οποίας ήταν η Ιταλική Θετική Σχολή.  Μέχρι τότε και υπό την επίδραση της προγενέστερης Κλασικής Σχολής του δικαίου, γέννημα του νομικού διαφωτισμού, η οποία αποτέλεσε τη μεγάλη τομή στις τιμωρητικές πρακτικές, ο «εγκληματίας» οριζόταν από μια στενά νομική άποψη. Δηλαδή, με εξαίρεση τους διανοητικά άρρωστους και τα παιδιά και στον βαθμό που δεν υπήρχε κάποια κατάφωρη απόδειξη για το αντίθετο, θεωρείτο ότι διέθετε τις ικανότητες της βούλησης, της ευθύνης και της λογικής, άρα ήταν ποινικά υπεύθυνος για τις πράξεις του (Cohen, 1988: 3). Κατά συνέπεια, δεν υπήρχε ενδιαφέρον για το πρόσωπο του εγκληματία, στο κέντρο του τιμωρητικού μηχανισμού ήταν η πράξη και η ακριβοδίκαιη τιμωρία της με βάση τη βαρύτητα της πράξης.
Προκειμένου να αναφερθώ πιο αναλυτικά στην γέννηση της έννοιας της επικινδυνότητας, θεωρώ χρήσιμη μια αναφορά στο έργο του Μισέλ  Φουκώ, Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τον αδελφό μου. Μια περίπτωση μητροκτονίας-αδελφοκτονίας του 19ου αιώνα,[2] καθώς στον πυρήνα αυτού του έργου βρίσκεται ακριβώς η διαμάχη μεταξύ δικαστικού και ψυχιατρικού λόγου, οι οποίοι διασταυρώνονται διεκδικώντας τον κύριο λόγο και ρόλο στην ερμηνεία της περίπτωσης του νεαρού χωρικού Πιέρ Ριβιέρ, πριν ακόμα τη γέννηση της εγκληματολογίας ως αυτόνομης επιστήμης. Η περίοδος, όμως, κατά την οποία διαπράχθηκαν τα εγκλήματα του Πιερ Ριβιέρ, βρίσκεται στο μεταίχμιο, καθώς λίγες δεκαετίες αργότερα εμφανίζεται η Ιταλική Θετική Σχολή με ιδρυτές τους Cesare Lombroso, Enrico Ferri και Gabrielle Garofalo[3] και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την πράξη στον δράστη. Συνάρτηση αυτής της μετατόπισης είναι  και το ότι η έννοια της ποινικής ευθύνης αντικαθίσταται από αυτήν της επικινδυνότητας  ενώ ο εγκληματίας καθίσταται πλέον αντικείμενο όχι μόνον τιμωρίας αλλά – κυρίως -  γνώσης, όπως θα αναπτύξω στη συνέχεια.
Το αινιγματικό κείμενο
Σ’ αυτό το βιβλίο, δεν θέλαμε καθόλου να κάνουμε μια ψυχολογική, ψυχαναλυτική ή γλωσσολογική ανάλυση του λόγου του Πιερ Ριβιέρ, αλλά να παρουσιάσουμε τον τρόπο που λειτούργησε ο δικαστικός και ο ιατρικός μηχανισμός σ’ αυτή την ιστορία. Για τα υπόλοιπα αφήνουμε να μιλήσουν οι ψυχαναλυτές και οι εγκληματολόγοι. Αλλά προξενεί κατάπληξη το γεγονός ότι αυτό το κείμενο που τους άφησε άφωνους εκείνη την εποχή, τους αφήνει και σήμερα στην ίδια αφωνία.[4]
Το παράθεμα αυτό αναφέρεται στο μεγάλης έκτασης και εντυπωσιακής γραφής υπόμνημα που έγραψε ο ίδιος ο Πιερ Ριβιέρ μετά τη σύλληψή του και κατόπιν αιτήματος του ανακριτή, το οποίο περιλαμβάνεται στο πρώτο μέρος του βιβλίου, μαζί με ένα πλούσιο αρχειακό υλικό της περιόδου, πραγματογνωμοσύνες των ειδικών, δικόγραφα, δημοσιογραφικές αφηγήσεις, καταθέσεις  μαρτύρων.  Πρόκειται για ένα κείμενο το οποίο κατέχει κεντρική θέση και συνεκτικό ρόλο του υπόλοιπου υλικού στις αναλύσεις της υπόθεσης στο δεύτερο μέρος του έργου, όπου περιλαμβάνονται κείμενα τόσο του ίδιου του Φουκώ όσο και συνεργατών του.
Στο υπόμνημα αυτό, ο Πιερ Ριβιέρ ξεκινάει από την παιδική του ηλικία, περιγράφοντας τα παιγνίδια του, τα συναισθήματά του, τη ζωή της οικογένειας του, τη μεγάλη του ευσέβεια. Στο δεύτερο μέρος του υπομνήματος μιλάει για την οικογένειά του εστιάζοντας στην κακή συμπεριφορά της μάνας του απέναντι στον πατέρα του, στην πραγματοποίηση του φόνου και την περιπλάνηση του για ένα μήνα μέχρι να τον συλλάβουν -ουσιαστικά πριν παραδοθεί, καθώς σ’ όλη τη διάρκεια της περιπλάνησής του η ιδέα της παράδοσης τον ακολουθεί.
Το υπόμνημα αποτελεί τον πυρήνα της ανάλυσης. Ωστόσο η ανάλυση δεν αφορά τόσο το κείμενο του υπομνήματος καθεαυτό όσο, κυρίως, τη χρήση του: Το υπόμνημα μιλάει μόνον μέσα από την χρήση του. Και η χρήση είναι επιλεκτική, καθώς ο κάθε τύπος λόγου (δικαστικός ή ψυχιατρικός) επιλέγει στοιχεία και τα ερμηνεύει, με αποτέλεσμα να προκύψουν διαφορετικές εκδοχές για τη ζωή και την προσωπικότητα  του Πιέρ Ριβιέρ, μολονότι αυτές βασίζονται στις ίδιες πηγές (Ριό,  2002:297).
Ένα από τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα αφορά τον τρόπο με τον οποίο μπαίνει στη συζήτηση ή αποσιωπάται η τομή στη ζωή του Πιερ Ριβιέρ, η οποία φαίνεται να συντελείται στα 10-11 χρόνια του. Μέχρι αυτή την ηλικία, ο ίδιος περιγράφει τον εαυτό του ως ένα φυσιολογικό παιδί το οποίο προαλείφεται για μια ιερατική σταδιοδρομία. Από αυτή την ηλικία και μετά, όπως αναφέρουν και οι μάρτυρες, αρχίζουν οι παραξενιές του, διακατέχεται από ιδέες μεγαλείου και δόξας, αποζητά τη μοναξιά και ο κόσμος του χωριού αρχίζει να τον θεωρεί ηλίθιο.
Όμως, τόσο ο δικαστικός όσο και ο ψυχιατρικός λόγος, δεν φαίνεται να λαμβάνουν υπόψη αυτή την τομή καθώς, όπως λέει ο Φιλίπ Ριό [Ριο, 2002: 300 κε], «και οι δύο λόγοι δεν αποσκοπούν να εγκαθιδρύσουν την αλήθεια της αφήγησης αλλά να σκιαγραφήσουν το πορτραίτο που τους ταιριάζει». Για τους δικαστές, ο Πιερ Ριβιέρ είναι ο εγκληματίας που αφέθηκε στα ένστικτα της κακής του φύσης. Έτσι η προσωπογραφία του κατασκευάζεται με αναφορά στο έγκλημα και από το υπόμνημα αντλούν παραδείγματα που επιβεβαιώνουν και παγιώνουν την εικόνα. Για τους γιατρούς, ο Πιερ Ριβιέρ ήταν από πάντα τρελός. Είτε 4 είτε 18 ετών, όταν διέπραξε το έγκλημα, ήταν πάντα ο ίδιος με εξελίξεις που συντελούνται στο φόντο της φρενοβλάβειας. Και στις δύο περιπτώσεις, λοιπόν, παραβλέπεται η σημασία της τομής που έγινε στα 10-11 χρόνια του. Και συνεχίζει ο Ριό, «Γίνεται λοιπόν φανερό ότι εάν η ζωή του δεν ήταν χωρισμένη σε δύο περιόδους, δεν θα ήταν δυνατόν να κατασκευαστούν δυο τόσο διαφορετικές εκδοχές για το πρόσωπό του. Θα ήταν από πάντα τρελός, όπως ήθελαν οι γιατροί ή πάντα υγιής, όπως τον ήθελαν οι δικαστικοί» (Ριό, 2002:302)
Το μη-αποφαντό
Μ’ αυτό το υπόμνημα οφείλει ο Ριβιέρ να δώσει τις αποδείξεις που του ζητούν, να συμπληρώσει το κενό, να ξαναδώσει τη βεβαιότητα στη δικαστική και ιατρική μάθηση. Τι όμως συμβαίνει εντέλει; Το υποκείμενο που έχει παγιδευτεί στήνει κι αυτό. με τη σειρά του, μια παγίδα. Αντί να δώσει τις απαντήσεις που του ζητούν, οδηγεί στην αβεβαιότητα των δικαστών και των γιατρών, σε μια αδυναμία αποφάνσεως: στο μη-αποφαντό της τρέλας. Από τη στιγμή που νομίζουν ότι κρατούν στα χέρια τους μιαν απόδειξη, αυτή αυτοκαταστρέφεται. Φτάνει μονάχα μια μικρή φράση για να εικονογραφήσει αυτό το σημείο: Με συνέλαβαν με μια βαλίστρα. Παρότι είπα ότι την έκανα για να με περάσουν για τρελό, δεν ήταν γι’ αυτό (Φοντανά, 2002: 346)
Η διαμάχη δικαστικού και ιατρικού λόγου δεν βγάζει καθαρό νικητή, γιατροί και δικαστές δεν μπορούν να αποφανθούν. Ο ίδιος Πιερ Ριβιέρ, στο υπόμνημά του, ζητά να θανατωθεί. Όχι γιατί μετανοεί για το έγκλημα, αλλά για να μετριασθεί με τον θάνατό του ο πόνος που προκάλεσε στον πατέρα του κυρίως ο φόνος του 8χρονου αδελφού του στον οποίο ο πατέρας του είχε αδυναμία.
Ο Πιερ Ριβιέρ καταδικάζεται μεν σε θάνατο αλλά  η ποινή του μετατρέπεται αργότερα σε ισόβια με την παρέμβαση σημαντικών ψυχιάτρων που υποστήριξαν την αίτηση για απονομή χάριτος- δεν είναι γνωστό ποιος και γιατί τους κινητοποίησε. Το τέλος το έδωσε ο ίδιος αυτοκτονώντας, κρεμάστηκε στο κελί του.[5]
Η επιστημονική κατοχύρωση της έννοιας της επικινδυνότητας
Η περίπτωση του ΠΡ αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου η ψυχιατρική με τη στρατηγική της διεισδύει στον δικαστικό μηχανισμό μέσα από τη ρωγμή που αφήνουν οι “δύσκολες περιπτώσεις”» (Καστέλ, 2002:332). Η μετέπειτα στενή σχέση, όμως, της ψυχιατρικής με την νεοσύστατη επιστήμη της εγκληματολογίας δεν εξαντλείται στις δύσκολες περιπτώσεις. Η ίδια η δομή του εγκληματολογικού λόγου [διάγνωση, θεραπεία, πρόγνωση] αναπαράγει τη δομή του ιατρικού μοντέλου. Παράλληλα, η ανάπτυξη και το κύρος της ψυχιατρικής συνέβαλε καθοριστικά στην εμφάνιση και την εξέλιξη του εγκληματολογικού εγχειρήματος. Δηλαδή, καθώς υποχωρεί η έννοια της ελεύθερης βούλησης και αντικαθίσταται από αυτήν της αιτιότητας,  η εγκληματολογία στηρίχθηκε στα δεδομένα και το κύρος της ψυχιατρικής προκειμένου να τεκμηριώσει επιστημονικά τις υποθέσεις της περί ιδιαίτερης εγκληματικής προσωπικότητας και τις προτάσεις της για την «αναμορφωτική παρέμβαση στον εγκληματία» (Garland, 1985: 112 και επ.).
  
Λέει ο Φουκώ:
Η ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη, αλλά και γενικότερα η ανθρωπολογία του εγκλήματος και τα ακατάπαυστα αναμασήματα της εγκληματολογίας αποκτούν εδώ τη συγκεκριμένη τους λειτουργία: με την πανηγυρική εγγραφή των παράνομων πράξεων στο πεδίο των αντικειμένων που επιδέχονται επιστημονική γνώση δίνεται στο μηχανισμό της νόμιμης τιμωρίας μια δικαιολογήσιμη επιβολή όχι απλώς πάνω στα αδικήματα, αλλά και πάνω στα άτομα. Όχι μονάχα πάνω στις πράξεις τους, αλλά και πάνω σ’ αυτό που οι ίδιοι είναι, που θα είναι ή που ενδεχόμενα θα γίνουν (Φουκώ, 1989: 29,30)

Και φυσικά, σημαντική εξέλιξη ενόψει το στόχου της γνώσης του παραβάτη των κανόνων υπήρχε και θέσπιση της φυλάκισης ως αυτόνομης ποινής, στο πλαίσιο του νομικού διαφωτισμού. Η φυλακή αποτέλεσε ένα είδος πειραματικού εργαστηρίου, έναν ελεγχόμενο περίφρακτο χώρο στον οποίο μπορούσε να αναπτυχθεί η γνώση γύρω από το αντικείμενο της νέας επιστήμης αλλά και το νέο αντικείμενο του ποινικού μηχανισμού, τον εγκληματία. Η φυλακή παρείχε την ευκαιρία για παρατήρηση και μελέτη των εγκληματιών, στατιστικά στοιχεία για τις καταδίκες, την υποτροπή, τις εγκληματικές σταδιοδρομίες κλπ., στοιχεία, δηλαδή, τα οποία δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά διαθέσιμα. (Garland, 1985: 112 και επ.).
Έτσι, σ’ ένα διανοητικό περιβάλλον όπου η ανάπτυξη των φυσικών επιστημών επιτρέπει στους επιστήμονες να εγκαταλείψουν τις μεταφυσικές, θεοκρατικές ερμηνείες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, παρέχεται ένα πλήθος επιχειρημάτων για να αναζητηθεί μια μετρήσιμη, αντικειμενική ερμηνεία των συμπεριφορών μη συμμόρφωσης στους κανόνες που διέπουν την κοινωνική ζωή.
Έχω ήδη αναφερθεί στην εγκληματολογία ως ένα πεδίο μελέτης και γνώσης το οποίο προέρχεται από το ερώτημα «τι είναι στην πραγματικότητα ο εγκληματίας;». Αυτό το ερώτημα,  το οποίο διαμορφώνει τη βάση της εγκληματολογίας, προϋποθέτει ήδη μια σειρά χειρισμών οι οποίοι θα επιτρέψουν σ’ αυτό το πρόβλημα να τεθεί με ένα τρόπο που να παράγει νόημα. Ως εκ τούτου, αποδέχεται δύο θέσεις, αυτήν της εξατομίκευσης, η οποία προσδιορίζει το άτομο ως κατάλληλο αντικείμενο και μονάδα ανάλυσης, και αυτήν της διαφοροποίησης, η οποία υποστηρίζει την υπόθεση περί της ύπαρξης μιας ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς  μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς (Garland, 1985: 122).

Ο λόγος, όμως, περί «ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς», προσδίδουν στο κοινωνικό φαινόμενο έγκλημα ερμηνείες με την ισχύ φυσικών, αντικειμενικών νόμων. Και είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες στο εύφλεκτο περιβάλλον του 19ου αιώνα, όπου ο φόβος του εγκλήματος αρχίζει σταδιακά να ταυτίζεται με τον φόβο των μαζών, γιατί προϋποθέτει την ηθική μειονεξία κάποιων ατόμων –ιστορικά προερχόμενων απ’ τα φτωχότερα στρώματα- τα οποία λόγω αυτής της ηθικής μειονεξίας δεν μπορούν να προσαρμοστούν στους κανόνες που διασφαλίζουν τη  ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Ο φιλελευθερισμός της κλασικής σχολής, ως πολιτικής θεωρίας, δεν είχε λογικά επιχειρήματα εναντίον της ισότητας και της δημοκρατίας –καθαγιασμένες έννοιες από την αστική τάξη η οποία βρισκόταν σε διαδικασία νομιμοποίησης και παγίωσης της εξουσίας της. Έτσι, η θετικιστική εγκληματολογική προσέγγιση, η επιστημονική ερμηνεία της διάκρισης σε ηθικά ανώτερα και ηθικά κατώτερα έρχεται σαν ρεαλιστική απάντηση στην ερμηνεία και την εκλογίκευση του κοινωνικών ανισοτήτων και της κοινωνικής εκμετάλλευσης (Melossi, 2002: 47).
Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε και για το ψυχιατρείο και δανείζομαι από το κείμενο του Franco Basaglia, Η τελική λύση
Όταν ο Pinel απελευθέρωσε τους τρελούς από τις φυλακές ξεχωρίζοντάς τους από τους εγκληματίες και αποδίδοντάς τους την αξιοπρέπεια της αρρώστιας από την οποία υπέφεραν, δεν έκανε άλλο από το να τους μετατοπίσει σε μια νέα φυλακή, στην οποία η ηθική κατωτερότητα του έγκλειστου ήταν επιστημονικά επικυρωμένη και ο εγκλεισμός επιστημονικά δικαιολογημένος.
Ένας όρος ο οποίος αποδίδει επιτυχώς, κατά την άποψή μου, τη διαδικασία που συντελείται στο πλαίσιο τόσο της ψυχιατρικής όσο και της εγκληματολογίας και στη στενή μεταξύ τους σχέση, είναι ο όρος αναδρομική κατασκευή της ταυτότητας. Ο όρος αναφέρεται στην επιλεκτική συλλογή και την αναδρομική ερμηνεία στοιχείων της ζωής και της συνολικής προσωπικότητας του ατόμου, έτσι ώστε να ενταχθεί στις κατηγορίες που παράγει ο επιστημονικός λόγος για την ψυχική ασθένεια, την εγκληματικότητα, την επικινδυνότητα. Και μέσα από τη θεσμική κατοχύρωση και διαχείριση αυτών των ταξινομήσεων να επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων.
Από το επικίνδυνο άτομο στις επικίνδυνες ομάδες: Αναδιατύπωση της έννοιας της επικινδυνότητας
 Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η έννοια της επικινδυνότητας αποκτά άλλες σημάνσεις, καθώς από ατομική ιδιότητα μετεγγράφεται στον λόγο περί δημόσιας τάξης και ασφάλειας ως ιδιότητα ομάδων λόγω των κοινωνικών, φυλετικών, πολιτικών κ.α. χαρακτηριστικών τους. Ομάδων στις οποίες αποδίδεται ο ρόλος του εσωτερικού εχθρού και συναρθρώνεται με έναν λόγο ο οποίος εγκαταλείπει το στόχο της αναμόρφωσης ή της θεραπείας και επικεντρώνεται σε στρατηγικές επιλεκτικής εξουδετέρωσης, ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας ο οποίος  αποδίδεται στις εκάστοτε στοχοποιημένες ομάδες.
Αυτήν την αναδιατύπωση της έννοιας της επικινδυνότητας θα μπορούσαμε να την συνδέσουμε με την  ανάδυση ενός νέου παραδείγματος κοινωνικού ελέγχου, του παραδείγματος της ασφάλειας, ενώ ένας όρος κλειδί για να συνδέσουμε το παράδειγμα της ασφάλειας με τα ευρύτερα συμφραζόμενα και να το κατανοήσουμε είναι ο όρος διαχείριση του κινδύνου. Διαχείριση του κινδύνου σημαίνει ότι δεν αποτελεί παραδοξότητα ακόμα και η λειτουργία του νόμου ενάντια στον νόμο εάν το πρόταγμα είναι η ανάγκη προστασίας του πληθυσμού από τον θεωρούμενο ως μιαρό, ως επικίνδυνο ο οποίος, ως τέτοιος, παύει να είναι υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων.
Αυτή η αλλαγή παραδείγματος,  σε περιόδους οξυμένης πολιτικής και οικονομικής κρίσης, όπως αυτή που ζούμε σήμερα,  μπορεί να εκδηλώνεται στις πιο άγριες μορφές της αλλά στην πραγματικότητα έχει ήδη 30 χρόνια ζωής και η πιο γνωστή εφαρμογή της είναι οι τεχνολογίες της μηδενικής ανοχής. Αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αλλάζει είναι ότι πλέον η βία, η επιλεκτικότητα, η αυστηροποίηση της ποινικής μηχανής, δεν αποκρύπτονται πλέον ως αστοχίες. Αντίθετα προβάλλονται, «διαφημίζονται» και αντλούν νομιμοποίηση από έναν λόγο που προτάσσει τον κίνδυνο τον οποίο αποτελούν οι επικίνδυνες ομάδες για την  υγιή πλειοψηφία.
Το νέο παράδειγμα, λοιπόν, δεν μιλάει με αρχές [δικαιοσύνης, ισότητας, νομιμότητας]. Υπ’ αυτό το πρίσμα, ακυρώνει οτιδήποτε ξέραμε μέχρι τώρα περί αναλογικότητας, ανταπόδοσης, επανακοινωνικοποίησης κλπ. Άξονας είναι, αντίθετα, η επιλεκτική εξουδετέρωση του παραβάτη των νόμων αλλά και ευρύτερα του κρινόμενου ως επικίνδυνου. Παράλληλα, αλλάζει και η αναπαράσταση του θύματος: ο όρος δεν αναφέρεται μόνον σε κάποιους ατυχείς πολίτες που έπεσαν θύματα εγκληματικών ενεργειών ή επικίνδυνων ατόμων αλλά σε ένα συλλογικό υποκείμενο, καθώς η θυματοποίηση αναπαριστάται ως η εν δυνάμει συνθήκη στην οποία μπορεί να βρεθεί ο καθένας. Η επικινδυνότητα δεν αφορά πια άτομα αλλά την πόλη. Οι επιχειρήσεις σκούπα εξεικονίζουν αυτή τη συνθήκη καθώς το πρόταγμα είναι καθαρή πόλη από ανθρώπινα απορρίμματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσβάλλουν τον νομοταγή [βλ. υγιή] πληθυσμό.
Καθώς λοιπόν το κυρίαρχο κοινωνικό μοντέλο τείνουν να γίνουν οι κοινωνίες αποκλεισμού και όχι ενσωμάτωσης, η ευρύτερη συνθήκη στην οποία εντάσσεται αυτή η αλλαγή παραδείγματος,  χαρακτηρίζεται από δύο παράλληλες διαδικασίες: την κατάρρευση του προνοιακού συστήματος, του λεγόμενου κράτους πρόνοιας και την ταυτόχρονη ανάδυση του, κατά  Loïc Wacquant, ποινικού κράτους[6] του οποίου οι στρατηγικές διευρύνονται και πέρα από την στενά ποινική ύλη.  Δηλαδή, όχι μόνον ο έλεγχος του εγκλήματος αλλά η καταστολή κάθε μορφής απείθειας, ακόμα κι όταν δεν εμπίπτει έμμεσα ή άμεσα στην ύλη του ποινικού συστήματος, είναι η κυρίαρχη στρατηγική διαχείρισης του κινδύνου
Και φυσικά, μιλώντας για το μοντέλο της ασφάλειας, θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστό αντικείμενο εισήγησης το ζήτημα των αντιτρομοκρατικών νόμων, από τις ακραίες του μορφές τύπου Patriot Act στις ΗΠΑ ως απάντηση στην 11/9, όπου η ζωή και η ελευθερία όχι δραστών αλλά ολόκληρων κατηγοριών υπόπτων τίθενται ρητά εκτός της προστασίας του νόμου,  μέχρι τυπικά πιο ήπιες νομοθεσίες, με κοινό χαρακτηριστικό όμως τη μετατόπιση από τον δράστη στον ύποπτο για διάπραξη τρομοκρατικών ενεργειών.
Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα για συγκροτημένο μοντέλο ούτε για ισχυρή επιστημονική θεμελίωση όπως στις ΗΠΑ, για παράδειγμα. Μιλάμε για τάσεις μάλλον ή, πιο σωστά, για συμβολικές μετατοπίσεις ήδη υφιστάμενων ποινικών θεσμών πριν ακόμα την εισαγωγή νέων.
Θα μπορούσα να αναφέρω πολλά παραδείγματα αλλά για λόγους οικονομίας θα περιοριστώ στο παράδειγμα της αστυνομίας, η οποία εξάλλου βρίσκεται στον πυρήνα του κράτους, όχι μόνον ως θεσμός αλλά ως στρατηγική της εξουσίας.  Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της αστυνομικής βίας, υπαρκτά σε κάθε εποχή; Η θεαματικότητα και η σωματικότητα. Μία βία θεαματικά σωματική όπου ο καθένας μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπει στον περίκλειστο χώρο της φυλακής: ότι η θεσμική βία είναι υλικά σωματική, αφήνει το σημάδι της στον παραβάτη. Και είναι λάθος να συνδέουμε την αστυνομική βία μόνον με την μνημονιακή περίοδο. Αρκεί να θυμηθούμε τις περίφημες «ασφαλείς υγειονομικές ζώνες», ζήτημα το οποίο προϋπήρχε -με αποκορύφωμα την περίοδο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και κατά τη διάρκειά τους-, ήδη με τις επιχειρήσεις σκούπα».
Αυτό που αλλάζει, λοιπόν, σε περιόδου»ς κρίσης δεν είναι η βία καθεαυτή, η οποία αποτελεί μέρος του ενεργού ρόλου της αστυνομίας, αλλά η ρευστότητα των ορίων μεταξύ νόμιμης και νομιμοποιημένης αστυνομικής βίας, έτσι ώστε να μην αποτελεί παραδοξότητα ο ad hoc προσδιορισμός της νομιμότητας της δράσης της ακόμα κι αν είναι εκτός νόμου (Κουκουτσάκη, Α. 2013).
Καθώς δε η αστυνομία είναι ο πρώτος θεσμός που θα ορίσει, σε πρακτικό, επιχειρησιακό επίπεδο, το συμβάν ως κίνδυνο και τους συμμετέχοντες στο συμβάν ως επικίνδυνους, έχει μεγάλη σημασία η ανάδειξη του λεγόμενου προληπτικού δικαίου,[7] όπου ο ποινικός μηχανισμός μετακινείται από τον δράστη στο ύποπτο και, υπ’ αυτό το πρίσμα, συναρθρώνεται άμεσα με τον Λόγο περί επικίνδυνων ομάδων. Έτσι, οι μαζικές προσαγωγές, οι προληπτικές κρατήσεις υπόπτων, η διαπόμπευση συλληφθέντων κλπ, δεν απαιτούν παρά την πολιτική συναίνεση και ενθάρρυνση ή, με άλλα λόγια, είναι δράσεις που οι νόμοι τις «αθωώνουν» ενόψει της διαφύλαξης του νοούμενου ως μείζονος αγαθού, δηλαδή της δημόσιας τάξης (κάτι διαφορετικό, δηλαδή, από το θεσπίζουν ή επιβάλλουν καθώς ενέχει την παραβίαση κανόνα ή την ad hoc αναστολή της ισχύος του). Με άλλα λόγια, η θεσμισμένη παρανομία καθίσταται αναγκαίο προαπαιτούμενο για την αποτελεσματικότερη διαφύλαξη του νόμου και της τάξης, καθώς επίσης και η αστυνομική δράση που μπορεί να είναι έκνομη προκειμένου να προστατευθούν οι νόμοι. Αυτή η παραδοξότητα μετατοπίζεται και εντοπίζεται μέσα στο δίκαιο, υπό τη σκέπη του έννομου καθολικού αγαθού «δημόσια τάξη» (Παπακωνσταντίνου, Θ. 2008)
Πώς αποκτούν όλα αυτά κοινωνική νομιμοποίηση; Μια υπόθεση την οποία διατυπώνω (Κουκουτσάκη, Α. 2013) είναι ότι το μοντέλο της ασφάλειας αντλεί νομιμοποίηση από τις ρητορικές του φόβου. Έτσι, μέσω του φόβου για το μέλλον, για το έγκλημα, για την κοινωνική αταξία επιχειρείται η εκπειθάρχηση του πληθυσμού, να μην μετατραπεί ο φόβος σε οργή. Δηλαδή, η εκπειθάρχηση της οργής σημαίνει ταυτόχρονα έλεγχο της ανθρώπινης συμπεριφοράς   διαμέσου του φόβου. Σε πρακτικό δε επίπεδο, διαμέσου της διοχέτευσής του φόβου σε ομάδες ατόμων οι οποίες υποτίθεται ότι προσωποποιούν την απειλή, διαμέσου της κατασκευής εσωτερικών εχθρών: Ο επικίνδυνος, ο επίφοβος, ο μιαρός γίνεται αντιληπτός ως Σώμα του οποίου θα πρέπει να κατασταλεί όχι απλώς η δράση αλλά η ίδια η ύπαρξη. Αυτό είναι που τον τοποθετεί εκτός της προστασίας του δικαίου και επιτρέπει την αναστολή ή και την ακύρωση των δικαιωμάτων του.
Έτσι, καταλήγοντας, μπορεί να δει κανείς πώς οι χρήσεις της «κοινωνίας του φόβου» συμβάλλουν και στη συνολική διακυβέρνηση των πληθυσμών, είτε με την έννοια της άμεσης ποινικής διαχείρισης ευρύτατων φασμάτων περιθωριοποιημένων πληθυσμών είτε ως έμμεση διαχείριση της κοινωνίας των τιμίων μέσα από το θέαμα της ποινικής διαχείρισης των πρώτων (Melossi, D. 2006: 87).

Βιβλιογραφία
Cohen, S. (1988), Against Criminology, New Brunswick: Translation Books
Franco Basaglia (2009), Η τελική λύση, http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2009/05/blog-post_2597.html
Garland, D, (1985) “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2).
Melossi D., (2002), Stato, Controllo Sociale, Devianza, Milano: Bruno Mondatori)
Melossi, D. (2006), «Ποινικές πρακτικές και «διακυβέρνηση των πληθυσμών» στους Marx και Foucault», στο Κουκουτσάκη, Α. (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης
Wacquant, L. (2002), Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης
Καστελ, Ρ. «Οι δικαστικοί και οι γιατροί», στο Φουκώ, Μ. (2002)
Κολοβός, Κ. (2010), «Η κατασκευή του δικαστικού Λόγου στις περιπτώσεις Πιέρ Ριβιέρ και 17Ν», http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2010/02/17.html
Κουκουτσάκη, Α, (2013), «Από το κοινωνικό στο ποινικό κράτος. Η Χρυσή Αυγή και οι συμβολικές λειτουργίες των ποινικών θεσμών», στο Εμμανουηλίδης, Μ & Α. Κουκουτσάκη, Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Αθήνα: futura
Οικονόμου, Γ. «Σημείωμα του μεταφραστή», στο Φουκώ, Μ (2002)
Παπακωνσταντίνου, Θ. (2008),  Τι είναι η δημόσια τάξη, Διπλωματική εργασία στο ΜΠΣ του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία κι κράτος δικαίου, Αθήνα: Πατάκης
Πετέρ, Ζ-Π, «Το ζώο, το τρελός, ο θάνατος», στο Φουκώ, Μ. (2002)
Ριό, Φ.,  «Οι παράλληλες ζωές του Πιερ Ριβιέρ», στο Φουκώ, Μ. (2002)
Φοντανά, Α., «Η συγκατοίκηση λόγου και τρέλας και τα διαστήματα διαύγειας», στο Φουκώ, Μ. (2002)
Φουκώ, Μ. (1989), Επιτήρηση και Τιμωρία, Αθήνα: Ράππας
Φουκώ, Μ. (2002), Εγώ, ο Πιερ Ριβιέρ που έσφαξα τη μητέρα μου, την αδελφή μου και τον αδελφό μου. Μια περίπτωση μητροκτονίας-αδελφοκτονίας του 19ου αιώνα, Αθήνα: Κέδρος


[1] Επεξεργασμένη μορφή της ομότιτλης εισήγησης  στην ημερίδα «Η Κοινωνική κατασκευή της επικινδυνότητας και οι δομές "υψίστης ασφαλείας"»,  την οποία διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για ένα πολύμορφο κίνημα για την ψυχική υγεία, στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, στις 4/4/2015
[2] Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του έργου, βλ. Κολοβός, Κ. (2010), «Η κατασκευή του δικαστικού Λόγου στις περιπτώσεις Πιέρ Ριβιέρ και 17Ν»,  http://crimevssocialcontrol.blogspot.gr/2010/02/17.html
[3] Ναυαρχίδα του εγκληματολογικού εγχειρήματος θεωρείται το έργο του Cesare Lombroso, Ο εγκληματίας άνθρωπος (Luomo delinquent), το οποίο εκδόθηκε το 1876
[4] Φουκώ, Μ. Λόγια και γραπτά, Τόμος 2ος, σελ. 750, όπως αναφέρεται στο Φουκώ, Μ. (2002: 15)
[5] Το έγκλημα του Πιερ Ριβιέρ δεν ήταν μεμονωμένη περίπτωση, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις τέτοιων αγροτικών εγκλημάτων στη γαλλική ύπαιθρο κατά τον 19ο αιώνα και συνδέονται με τις αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς μετά τη γαλλική επανάσταση, τα περίφημα συμβόλαια που παραχωρούσαν στους ακτήμονες εργάτες γης τη δυνατότητα να γίνουν ιδιοκτήτες. Η πρακτική των συμβολαίων και το κίνητρο της ιδιοκτησίας, ωστόσο, όχι απλώς δεν απελευθερώνει τους αγρότες αλλά λειτουργεί σαν τον ιστό της αράχνης που όχι απλώς δεν δρομολογεί ειρηνικές διαδικασίες αλλά δημιουργεί και διαιωνίζει διαμάχες. Οι ανθρωποκτονίες λοιπόν που καταγράφτηκαν, δεν στρέφονταν σε φορείς της εξουσίας, συνήθως τα θύματα ήταν οικεία στους δράστες, ήταν κομμάτι από το σώμα τους (βλ. Πετέρ Ζ-Π & Ζ. Φαβρέ, 2002). Σε μια τέτοια διαμάχη βρέθηκε και ο Πιερ Ριβιέρ, όπου ενώ ο πατέρας του θέλει να αποκτήσει περισσότερη γη, η μητέρα του δεν εμπιστεύεται τα συμβόλαια, τα σπάει, ζητάει λογαριασμό για όλα, μεταθέτει τα όρια, προκαλεί εντάσεις με την καχυποψία της, κατηγορεί τον άντρα της. Ο Πιερ Ριβιέρ αποδίδει σ’ αυτήν την ευθύνη για την κακή ζωή τους και στο υπόμνημά του δεν χρησιμοποιεί τη λέξη σκότωσα, λέει «πεθαίνω εγώ για να έχει ο πατέρας την ηρεμία και την ησυχία του»

[6] Βλ. ενδεικτικά Wacquant, L. (2002), Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης
[7] Βλ. σχετικά Παρασκευόπουλος, Ν. (2003), Οι πλειοψηφίες στο στόχαστρο. Τρομοκρατία κι κράτος δικαίου, Αθήνα: Πατάκης 

Φιλοξενείται στο ΤΑ ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ, ΤΕΥΧΟΣ 1, ΜΑΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2015 
http://www.politeianet.gr/magazines/-periodika-ta-tetradia-psuchiatrikis-teuchos-1-maios-augoustos-2015-249311
Η εικόνα είναι από εδώ: https://www.tumblr.com/search/%CE%A4%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%AC%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CE%A8%CF%85%CF%87%CE%B9%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82