Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2014

Kοινωνικές αναπαραστάσεις της φυλακής και κόμικς. Η περίπτωση του ο Ισοβίτης του Αρκά




[Από την πρώτη εκδοτική εμπειρία μου, το μακρινό 1999, τις Εικόνες Φυλακής (επιμέλεια, εισαγωγή), εκδόσεις Πλέθρον. Τα strips που περιλαμβάνονται είναι από την αγγλική έκδοση του βιβλίου γιατί αυτά είχα πρόχειρα...]


Την ακαδημαϊκή χρονιά  1995-6, εισήχθη ως αντικείμενο πανεπιστημιακής διδασκαλίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον όσο και αμφιλεγόμενο υλικό, τα κόμικς.
Θα πρέπει, βέβαια, να επισημάνω ότι μια εισαγωγή μ' αυτή τη διατύπωση μπορεί να είναι παραπλανητική. Τα κόμικς δεν αποτέλεσαν αυτόνομο διδακτικό αντικείμενο, αλλά εντάχθηκαν, ως πραγματολογικό υλικό, στο πλαίσιο ενός  εγκληματολογικού σεμιναρίου για τη φυλακή[1], με όλους τους περιορισμούς που συνεπάγεται τόσο το περιεχόμενο του, όσο και οι δυνατότητες των συμμετεχόντων.[2] Κατά συνέπεια, δεν επρόκειτο για μια θεωρητική προσέγγιση των κόμικς, αλλά για μια συζήτηση για τη φυλακή  με αφορμή τη σειρά του Αρκά, ο Ισοβίτης[3]. Για έναν μεθοδολογικό πειραματισμό, λοιπόν, όπου επιχειρήσαμε να συνδυάσουμε την  ανάλυση  ενός θεωρητικού λόγου για τη φυλακή με την ανάλυση του λόγου ενός κόμικς που αναφέρεται στη φυλακή.

Ο Ισοβίτης είναι η μοναδική ελληνική σειρά κόμικς η οποία διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην φυλακή. Ταυτόχρονα, είναι ολοκληρωμένη σειρά,  άρα αξιοποιήσιμη στο σύνoλο της. Τα στοιχεία αυτά,  θα αποτελούσαν επαρκείς λόγους για να  επιλέξουμε, ανάμεσα σε διάφορα προϊόντα μαζικής κουλτούρας,  τον Ισοβίτη ως «όχημα» για την ανάλυση των κοινωνικών αναπαραστάσεων της φυλακής. Στην πραγματικότητα, όμως, ο καθοριστικός παράγοντας και η αφετηρία του εγχειρήματος υπήρξε το ίδιο το υλικό. Μια προσωπική ανάγνωση, λοιπόν, η οποία μας επέτρεψε να δούμε σ' αυτό το έργο του Αρκά ένα ιδιοφυές σχόλιο του βελτιωτικού-επανακοινωνικοποιητικού μοντέλου, στο οποίο βασίζονται οι σύγχρονοι σωφρονιστικοί κώδικες, καθώς το χιούμορ του δεν εξαντλείται  στη διακωμώδηση της σωφρονιστικής κοινότητας και των καταστάσεων της φυλακής,  αλλά καταλήγει να αφορά  την ίδια την πεμπτουσία του σωφρονιστικού ιδεώδους, την ιδεολογία της μεταχείρισης.
O Ισοβίτης, όπως όλα τα κόμικς, έχει τη δυνατότητα να κοινοποιεί σ' ένα πλατύ ακροατήριο μηνύματα, συστήματα αξιών, στάσεων κλπ.[4] Το  ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, της σειράς έγκειται στο γεγονός ότι το ιδεολογικό περιεχόμενο το οποίο κοινοποιεί, όπως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, όχι απλώς δεν αναπαράγει τις κυρίαρχες ιδεολογίες για την ποινή και τους εγκληματίες, αλλά, αντίθετα, τις υπονομεύει στα θεμέλια τους. Απ' την άλλη μεριά, μια παρόμοια αναπαράσταση της φυλακής δεν είναι παρούσα σε κανένα άλλο μηχανισμό κοινωνικοποίησης, ενώ άλλα προϊόντα μαζικής επικοινωνίας την σημασιοδοτούν  με ριζικά διαφορετικό τρόπο. Για παράδειγμα, αν παρατηρήσει κανείς  τη δόμηση του ιδεολογικού μηνύματος στο μεγαλύτερο μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής με αντικείμενο τη φυλακή, θα διαπιστώσει ότι σπάνια αναδεικνύεται η ανελαστικότητα του τιμωρητικού μηχανισμού, καθώς, συνήθως, η πλοκή στηρίζεται  στις ελαστικότητες που μπορεί να προσωποποιεί ένας καλός Διευθυντής  ή  σ' αυτές που αναδεικνύονται μέσα από την αντιπαράθεση καλών και κακών χαρακτήρων.  Στον Ισοβίτη, αντίθετα, το βασικό στοιχείο της αναπαράστασης  είναι μια ανελαστική δομή, στην οποία δεν ανιχνεύονται ρωγμές.[5]         
            Ο Ισοβίτης,  λοιπόν, κάνοντας την είσοδο του στον ακαδημαϊκό χώρο, διαβάστηκε σαν ένα κόμικς που μιλά για την φυλακή. Αυτή είναι μια από τις πιθανές αναγνώσεις του, καθώς η φυλακή θα μπορούσε να θεωρηθεί απλώς μια σύμβαση για παραπομπές σε άλλου είδους κατηγορίες του πραγματικού.[6]  Μ' αυτή την έννοια, η φυλακή του Ισοβίτη δεν διαβάστηκε απλώς ως ένας από τους "περιορισμένους χώρους", τους "απομονωμένους τόπους" του έργου του Αρκά, όπως "η αγροικία για το γουρούνι και τον κόκορα, η κλειστή κοινότητα του θιάσου των show business, ο καγκελόφρακτος ζωολογικός κήπος του Παντελή και του λιονταριού". " Το ανέλπιδα αδιάρρηκτο νησί μέσα στο χώρο" (Μαρτινίδης,  1996:14-15), μελετήθηκε, λοιπόν, ως ένα σχήμα κοινωνικής οργάνωσης με θεσμικές ιδιαιτερότητες, όπως αυτές σχηματοποιούνται και κωδικοποιούνται στη συγκεκριμένη σειρά.
Η φυλακή του Ισοβίτη δεν παραπέμπει σε μια συγκεκριμένη φυλακή, έστω κιαν η απεικόνιση της κάποιες φορές θυμίζει συγκεκριμένα κτιριακά ή οργανωτικά σχήματα (π.χ. Αλκατράζ).  Μέσα από μια μεταβαλλόμενη κτιριακή δομή, αποτελεί μια ευανάγνωστη αναπαράσταση όχι συγκεκριμένων καταστάσεων αλλά της συνθήκης του εγκλεισμού.[7] Όπως θα αναπτύξουμε, κατά κύριο λόγο αναπαρίσταται μια ανελαστική τιμωρητική δομή, ένας μηχανισμός "κυκλικού αποκλεισμού» (Foucault, 1992:8): ο χώρος είναι ερμητικά κλειστός, χωρίς εξόδους και διεξόδους· ο χρόνος εγκλεισμού, είναι χρόνος σωματικού και ψυχικού βασανισμού, αλλά, ταυτόχρονα, χρόνος στάσιμος, χωρίς διαβαθμίσεις, χωρίς «πριν» και «μετά», άρα χρόνος χωρίς όριο λήξης που καθιστά τον εγκλεισμό μια συνθήκη ισόβια, από την οποία ούτε ο θάνατος μπορεί ν’ αποτελέσει  μορφή (δι)εξόδου. Οι ήρωες του Αρκά είναι,   υπ’ αυτή την έννοια, όλοι Ισοβίτες,  συγκροτώντας, έτσι, την αναπαράσταση του ανακυκλούμενου ποινικού πληθυσμού, παραπέμποντας στο μύθο της κοινωνικής επανένταξης.      
Πάνω σ' αυτή την αναπαράσταση δομήσαμε ένα θεωρητικό σχολιασμό της φυλακής, με σημείο αναφοράς τις κριτικές προσεγγίσεις του θεσμού στο πλαίσιο των ιστορικο-κοινωνικών επιστημών και της Κριτικής Εγκληματολογίας. Ένα θεωρητικό λόγο, δηλαδή, όπου καταγράφεται η αποτυχία του επανορθωτικού, βελτιωτικού μοντέλου (το οποίο βασίζεται στην έννοια της μεταχείρισης) και υποστηρίζεται η άποψη ότι αυτό δεν αποτελεί μια τυχαία, μια ανεπιθύμητη παρέκκλιση, αλλά ένα αποτέλεσμα προκαθορισμένο από τα ίδια τα δομικά χαρακτηριστικά του κυρίαρχου τιμωρητικού θεσμού: η φυλακή δεν είναι οργανωμένη για τη μεταχείριση, για την προετοιμασία της κοινωνικής επανένταξης, αλλά για τη διαχείριση της κοινωνικής περιθωριοποίησης του ποινικού πληθυσμού.[8]
            Η διαχείριση, κατά συνέπεια, του θεωρητικού και πραγματολογικού υλικού μας βασίστηκε στην οργάνωση μιας σχέσης ανάμεσα σε δύο συμβολικά συστήματα αναφοράς στο πραγματικό. Δηλαδή, ανάμεσα στο  θεωρητικό λόγο για την φυλακή και το "λόγο" ενός κόμικς που αναφέρεται στη φυλακή: η φυλακή, ως χώρος δράσης του Ισοβίτη, αλλά και η αποκωδικοποίηση του ιδεολογικού περιεχομένου της σειράς, προσδιόρισαν όχι απλώς τον χώρο από τον οποίο αντλήθηκαν οι κατηγορίες για την ανάλυση του κόμικς (φυλακή), αλλά και το ειδικότερο περιεχόμενο του θεωρητικού λόγου (κριτικές προσεγγίσεις  του θεσμού).  Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις πραγματικές, τις ιστορικά διαπιστωμένες λειτουργίες του θεσμού και αυτού που αποτελεί τη βασική νομιμοποιητική ιδεολογία του (αναμόρφωση του εγκληματία, έλεγχος της εγκληματικότητας), αποτέλεσαν τον άξονα για τη διαμόρφωση  των επί μέρους θεματικών ενοτήτων.[9]  Tέλος, βασικό πυλώνα της ανάλυσης αποτέλεσε η έννοια της μεταχείρισης του εγκληματία, καθώς σ' αυτήν  συνοψίζονται οι δομικές αντιφάσεις και τα αδιέξοδα  του σωφρονιστικού συστήματος.
Για την ανάλυση του κόμικς δεν προκρίναμε την πλοκή, το αφηγηματικό μοντέλο και σ' αυτό μας διευκόλυνε η ίδια η δομή του. Αντ' αυτού, αξιοποιήσαμε την ύπαρξη κάποιων σταθερών, επαναλαμβανόμενων στοιχείων ή χαρακτήρων[10] και επιχειρήσαμε ένα συνδυασμό σημειολογικής ανάλυσης και ανάλυσης περιεχομένου. Για τον λόγο αυτό, καταρτίσαμε θεματικές ενότητες  και για την ανάλυση του κόμικς, οι οποίες αντιστοιχούσαν σ’ αυτές της ανάλυσης του θεωρητικού λόγου (βλ. τη σχετική υποσημείωση). Καθώς, όμως, το σχήμα των θεματικών ενοτήτων  θα παραβίαζε την οικονομία ενός κειμένου περιορισμένης έκτασης, για την παρουσίαση του θέματος θα εντάξουμε τις επί μέρους παρατηρήσεις στις κατηγορίες που διαμορφώνουν κάποιες έννοιες-κλειδιά, με βάση τις οποίες ανιχνεύσαμε την κυρίαρχη αναπαράσταση της φυλακής και της σχέσης της με την κοινωνία. Οι έννοιες αυτές είναι, ο χώρος, ο χρόνος, η εξουσία, η πειθαρχία, η κοινωνία (σχέση με την), τις οποίες δεν  διαχειριστήκαμε ως στεγανές κατηγορίες  αλλά στην μεταξύ τους διαπλοκή και διαντίδραση.

Χώρος

            Σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και τις διεθνείς συμβάσεις, η στερητική της ελευθερίας ποινή δεν στερεί τον κρατούμενο από την προστασία του Δικαίου, ο εγκλεισμός συνεπάγεται τη στέρηση μιας μόνον συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας, αυτή της  δυνατότητας κίνησης στο χώρο.[11]
            Η φυλακή του Ισοβίτη συνιστά μια πιο "ρεαλιστική" παραπομπή στην πραγματικότητα, απ' αυτή των νομοθετικών ρυθμίσεων, σχολιάζοντας, μέσα από την αναπαράσταση μιας φυλακής-αποθήκης,  την αντίληψη ότι ο κρατούμενος συνεχίζει να είναι τυπικά φορέας όσων δικαιωμάτων και ελευθεριών δεν εμπίπτουν στο περιεχόμενο της  στερητικής της ελευθερίας ποινής.

Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, 19:β 

            
      Ο χώρος έχει μια ιδιαίτερη σημασία τόσο στη φυλακή, όσο και στα κόμικς. Στα κόμικς αποτελεί μια  βασική συνιστώσα της αφήγησης, εξίσου καθοριστική με το κείμενο, για να τοποθετηθούν οι ήρωες, να δοθεί ένα νόημα στις πράξεις τους, μια τάξη στα  γεγονότα. Οι χωρικές απεικονίσεις στα κόμικς "ολοκληρώνουν" κατά κάποιο τρόπο έναν πλήρη κόσμο, μια "οικουμενικότητα" (Μαρτινίδης, 1892:57).
            Σε μια πρώτη, λοιπόν,  προσπάθεια συνάρθρωσης του θεωρητικού λόγου και του λόγου του Ισοβίτη για τον χώρο, μπορούμε να παρατηρήσουμε:

«Ταυτόχρονα, όμως, το ίδιο το καρέ αποτελεί και τη "φυλακή" του Ισοβίτη. Αυτός, αποκύημα της φαντασίας του εικονογραφηγητή, είναι περιορισμένος σ' ένα τετραγωνάκι από το οποίο δεν έχει διέξοδο […..] Ό,τι τον περιβάλλει, ταυτόχρονα τον εγκλωβίζει και του απαγορεύει τις σχέσεις με τα διπλανά καρέ-κελιά. Πρόκειται για τέλεια απομόνωση στο χώρο και τον χρόνο, στη θέληση και την αυτοδιάθεση, καθώς οι προκαθορισμένες πράξεις του είναι  απαραίτητες στη ροϊκή ανάπτυξη της αφήγησης.» (Καρακολτσίδου κ.α., 1997:144-5)

  Το στοιχείο του χώρου αποτελεί, ταυτόχρονα, μια από τις πιο βασικές συνιστώσες για την ανασυγκρότηση της ιστορίας και το σχολιασμό της φυλακής, κυρίως για το λόγο ότι η κτιριακή δομή των φυλακών, σ' όλη την ιστορία του θεσμού, δεν υπήρξε  ποτέ   απλώς ένα τεχνικό ζήτημα.[12] Για παράδειγμα, η εφαρμογή της κυκλοειδούς αρχιτεκτονικής στο Panopticon του Bentham αναδεικνύει έναν εξαιρετικό τρόπο επιτήρησης και ελέγχου του συνόλου των κρατουμένων με μια μόνη ματιά. Ταυτόχρονα, συνιστά υλοποίηση της έκφρασης της εξουσίας για την άσκηση της οποίας δεν απαιτούνται πρόσωπα. Ουσιαστικά, αυτό που απεικόνιζε πίσω από την προσπάθεια συνδυασμού πολλαπλών λειτουργιών (έλεγχος, φύλαξη, εκφοβισμός, παράλληλα με την ηθική αναμόρφωση μέσω της εργασίας και της απομόνωσης) ήταν αυτό που υπήρξε πάντα η κυρίαρχη λειτουργία της φυλακής: μέσα από την εποπτεία, η εγγύηση για την τήρηση της πειθαρχίας  (Melossi, Pavarini, 1977:69).
 Γενικά η αναγνώριση των λειτουργιών που πρέπει να επιτελέσει η φυλακή (εκπειθάρχηση, αξιοποίηση εργατικής δύναμης σε μια συγκεκριμένη δομή εργασίας, διαβάθμιση μέτρων ασφαλείας κλπ.) δημιουργούσε κάθε φορά νέα αρχιτεκτονικά και οργανωτικά σχέδια.[13]
 Η αρχιτεκτονική των φυλακών, όπως αναδεικνύει ο Foucault (Foucault, 1989:229 και επ.), συντελεί στη μεταμόρφωση των ατόμων, αποτελεί ένα παράγοντα εκγύμνασης. Αυτό δεν ισχύει  μόνο για το "αποστειρωμένο" περιβάλλον εκτέλεσης της ποινής-μεταχείρισης.  Με το τέλος,  της ιδεολογίας της μεταχείρισης και καθώς η φυλακή επιβιώνει ως καθαρά κατασταλτικός μηχανισμός, παράγοντας την ιδεολογική αναπαράσταση ενός χώρου προορισμένου για την φύλαξη επικίνδυνων ατόμων, οι νέες μορφές χειραγώγησης του ποινικού πληθυσμού απαιτούν μια ιδιαίτερη όχι μόνον οργανωτική αλλά και αρχιτεκτονική  δομή και συγκεκριμένα την κατασκευή  χώρων οι οποίοι μπορούν ανά πάσα στιγμή  να μεταβληθούν σε χαράκωμα
 Εάν η φυλακή του Ισοβίτη οργανωτικά είναι εντελώς ανελαστική όπως θα αναπτύξουμε, κτιριακά έχει μια ιδιαίτερη ευελιξία. Έτσι, όπως επισημαίνουν οι Καρακολτσίδου κ.α., μοιάζει να μην αντιμετωπίζει κανένα δομικό ή λειτουργικό πρόβλημα, καθώς, αλλού απεικονίζεται μια «φυλακή-ουρανοξύστης»  τοποθετημένη σ’ ένα μικροσκοπικό νησί περιτριγυρισμένο από καρχαρίες  και, αλλού, διευρύνεται το νησί ή μεταφέρεται ολόκληρη η φυλακή στη στεριά για να μετατραπεί σ’ ένα  κτιριακό συγκρότημα τύπου court-yard (Καρακολτσίδου κ.α., 1997:148). Σ’ αυτή την ευελιξία αναγνωρίσαμε ένα είδος αντιστοιχίας με την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής της πραγματικής φυλακής: με παραπομπές σε πραγματικά αρχιτεκτονικά σχήματα, η κτιριακή της δομή μεταβάλλεται συνεχώς  για να υπηρετήσει τις ανάγκες ανάπτυξης των επεισοδίων, κατ' αναλογία με τις πραγματικές μεταβολές που επέβαλαν, σ' όλη την ιστορία του θεσμού, οι εναλλασσόμενοι στόχοι της ποινής. Έτσι, ο Αρκάς φαίνεται να συνοψίζει σ’ ένα σύστημα πολυφυλακής, όλα τα τιμωρητικά συστήματα που εμφανίστηκαν ιστορικά (Καρακολτσίδου κ.α., 1997:147)  Σ' όλες, όμως, τις απεικονίσεις τηρείται αυστηρά ο μορφότυπος που παραπέμπει στο "παλιό απλό σχήμα του εγκλεισμού, της περίφραξης, της στέρεης πύλης, που εμποδίζει την έξοδο αλλά και την είσοδο" (Foucault, 1989:230)αναπαριστώντας έναν αδιάρρηκτο, απειλητικό, αποπνικτικό χώρο.

«Αρκεί να παρατηρήσουμε τα κελιά και τους διαδρόμους του κτιρίου, το οποίο αρχικά λειτουργούσε ως νοσοκομείο. Το κάθε καρέ-κελί ή χώρος της φυλακής έχει στο ταβάνι μια έντονη σκίαση, μια αιωρούμενη "μαυρίλα", που δημιουργεί την αίσθηση μιας ατμόσφαιρας βαριάς και αποπνικτικής.» (Καρακολτσίδου κ.α., 1997:149)

Σ' αυτή τη φυλακή είναι ασφυκτικά περιορισμένες όχι μόνον οι δυνατότητες κίνησης στο χώρο αλλά, όπως αναφέραμε, και κάθε είδους διέξοδος. Σε ένα από τα πρώτα επεισόδια της σειράς (Κακές παρέες, 10:α), ο Ισοβίτης, απελπισμένος, σκέφτεται τη λύση της αυτοκτονίας. «Αυτό είναι», μονολογεί. «Αν πάρεις φόρα και κτυπήσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, τελειώνεις μια και καλή». Αλλά στο τελευταίο καρέ απεικονίζεται το αδιέξοδο: ο διαθέσιμος χώρος στο κελί του, μόλις που του επιτρέπει να κάνει ένα βήμα από τον ένα τοίχο στον άλλο. Αδιέξοδο που ο Ισοβίτης διαπιστώνει λέγοντας: «Το να πάρεις φόρα είναι μια κουβέντα».              
Η βασική, λοιπόν, αναπαράσταση είναι αυτή μιας φυλακής κλειστής, χωρίς εξόδους. Σ' αυτό  δεν συντελούν μόνον οι χωρικές απεικονίσεις,. Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία του κόμικς, το οποίο επαναλαμβάνεται σταθερά μέσα από τις μικρές αυτοτελείς ιστορίες, είναι ότι κανείς από τους ήρωες δεν βγαίνει από τη φυλακή. Οι απόπειρες δραπέτευσης αποτυγχάνουν πάντα,  στα επεισόδια που αναπαριστούν τις τελετουργίες εκτέλεσης της θανατικής ποινής, μια ανατροπή μεταθέτει πάντα το χρόνο της εκτέλεσης. Κι έτσι: 
(Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη 34: β)

Ο μόνος ήρωας του οποίου, μετά από 35 χρόνια, λήγει η ποινή,   απεικονίζεται στα σχετικά επεισόδια  να στέκεται  μετέωρος στην έξοδο της φυλακής,  διστάζοντας να απομακρυνθεί, ενώ η παρατήρηση του φύλακα συνοψίζει το σχόλιο περί των στόχων του τιμωρητικού μηχανισμού.
(Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη 53:β)

Χρόνος

  O κεντρικός ήρωας είναι καταδικασμένος σε ποινή 622 χρόνων. Αυτή η υπερβολή αλλά και η ακρίβεια στον προσδιορισμό του χρόνου της ποινής (είναι 622 χρόνια, ούτε 600, ούτε 650) αποτελεί, σίγουρα, μια κωμική αφορμή,   δίνει, όμως, και την  ιδέα της αναπαράστασης του χρόνου στο κόμικς.
Ο χρόνος αυτός, έχει μια δική του διάσταση σε σχέση με τον πραγματικό χρόνο.
(Κακές Παρέες 73:α)
 Ταυτόχρονα, είναι το πλαίσιο για την αναπαράσταση της  "αγκύλωσης"[14]  που  εμφανίζει η φυλακή του Ισοβίτη, καθώς τα "γεγονότα" και οι εξελίξεις που σηματοδοτούν το πέρασμα του  στην έξω κοινωνία δεν μοιάζει να την αφορούν. Υποδηλωτικά αυτής της διάστασης  ανάμεσα στο χρόνο που κυλάει μέσα και έξω από τη φυλακή  δεν είναι μόνον τα επεισόδια με τις εκλογές, αλλά η συνολική διαχείριση της κατηγορίας "χρόνος" στο κόμικς.
Η Ξ.Βαρβαρέσου επιλέγει την έννοια της παλινδρόμησης ως κεντρικό πυλώνα για την ανάλυση του Ισοβίτη, υποστηρίζοντας ότι αυτή συμπυκνώνει σε μια ευρύτερη διάσταση την έννοια της οπισθοδρόμησης και της στασιμότητας:

Αναμφίβολα, η επίσημη ρητορεία διατείνεται πως η εξέλιξη των τιμωρητικών συστημάτων εκλαμβάνεται με όρους προόδου και βελτιωτικών τροποποιήσεων. Εν τούτοις, η επιχειρηματολογία που θα αναπτύξουμε στη συνέχεια τείνει να υποστηρίξει πως η φυλακή, ως θεσμός και ως οργάνωση, μπορεί να ερμηνευθεί με τους όρους μιας  εντροπίας: μέσα από συνεχείς τριβές και τροποποιήσεις καταφέρνει να αποδεικνύεται άτρωτη ως προς τον ιδεολογικό της εξοπλισμό και γι' αυτό καθηλωμένη σε πρωτογενή στάδια της οργάνωσης της" (Ξ.Βαρβαρέσου, 1997, υπό δημοσίευση).

Η άλλη εκδοχή της αναπαράστασης του χρόνου στον Ισοβίτη αφορά στην ιδιότυπη διαχείριση της κατηγορίας "χρόνος ποινής". Ο Ισοβίτης δεν είναι καταδικασμένος σε ισόβια, αλλά σε 622 χρόνια κάθειρξης. Ταυτόχρονα, όμως, ήδη από τα πρώτα επεισόδια της σειράς, πληροφορούμεθα ότι ο ήρωας είναι αθώος, είναι θύμα δικαστικής πλάνης.
            Να εικάσουμε ένα σχόλιο για τον τρόπο με τον οποίο απονέμεται η Δικαιοσύνη; Στο σύνολο, όμως, του κόμικς το είδος του αδικήματος σπάνια αποτελεί στοιχείο της πλοκής άρα και ο χρόνος εγκλεισμού  μοιάζει να έχει  μια αυτονομία σε σχέση με τους λόγους που τον επέβαλαν, καθώς δεν συναρτάται προς συγκεκριμένα αδικήματα ως ανταπόδοση σ' αυτά. Η αναπαράσταση, λοιπόν, του "χρόνου-ποινής", δεν συγκροτείται στη ύπαρξη μιας σχέσης ανάμεσα στο έγκλημα και την ποινή, αλλά, αντίθετα, στη βάση της αποδόμησης αυτής της σχέσης: ο χρόνος εγκλεισμού δεν αναπαρίσταται ως τιμωρία (δίκαιη ή άδικη, αυστηρή ή λιγότερο αυστηρή) για τη διάπραξη ορισμένης πράξης. Το στοιχείο αυτό δεν προκύπτει μόνον από τις πληροφορίες σε σχέση με τον βασικό ήρωα, αλλά υπολανθάνει στο σύνολο των επεισοδίων μέσα από την ασάφεια των αναφορών στην κατηγορία «έγκλημα».
    Η έννοια, ωστόσο, του χρόνου συνιστά δομικό στοιχείο τόσο της ποινής/ανταπόδοσης, όσο και της ποινής/αναμόρφωσης. Η ποινή της φυλάκισης, ως αυτόνομη ποινή, βασίζεται στην ύπαρξη μιας αναλογίας, καθώς συνίσταται στη στέρηση ενός quantum χρόνου ελευθερίας ως ανταπόδοση στο διαπραχθέν αδίκημα. Παράλληλα,  η υπόθεση της φυλακής ως οργάνου αναμόρφωσης βασίζεται σε μια "χρονοδιαμόρφωση": η ποινή δεν μπορεί να είναι ατέρμονη, γιατί τότε δε θα λειτουργούσε. Ο ρόλος της διάρκειας πρέπει να ενσωματωθεί στη λειτουργία της ποινής για να επιτρέψει την αποτελεσματικότητα της τιμωρίας (Foucault, 1989:145).
    Θα  μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα από αυτή την συγκεκριμένη αναπαράσταση  του χρόνου υπονομεύονται και οι δύο, εξίσου ισχυροί, στόχοι  της ποινής;
 Η συνολική αισθητική του κόμικς  υπαγορεύει άλλες ερμηνείες, οι οποίες  δεν  περιορίζονται στην "κραυγαλέα" διαπίστωση ότι ο τιμωρητικός μηχανισμός δεν αποδίδει δικαιοσύνη και ότι η φυλακή δεν αναμορφώνει τον κρατούμενο.
Παράλληλα, οι αναφορές δεν εξαντλούνται στην απεικόνιση της βίας "σε επίπεδο σωμάτων". Αν παρατηρήσουμε, ο χρόνος  εγκλεισμού δεν αναπαρίσταται μόνον ως χρόνος βασανισμού (στο πλαίσιο μιας κοινότοπης διαχείρισης των σχετικών στερεοτύπων), αλλά κυρίως ως χρόνος αποπαίδευσης,  αποπροσωποποίησης, φθοράς.[15] Η πλοκή αρκετών επεισοδίων στήνεται ακριβώς πάνω στο θέμα της λήθης που επιφέρει αυτή η «ισόβια» φυλάκιση. Λήθη που δεν αφορά μόνο στις απλές, καθημερινές συνήθειες και απολαύσεις, αλλά και στο ίδιο το έγκλημα που οδήγησε στη φυλακή, αποτελώντας, έτσι, ένα ακόμα σχόλιο για τις λειτουργίες που αποδίδονται στην ποινή.  Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια  περιλαμβάνεται στον τόμο Ένα ποντίκι στη σούπα μου (σ.29:α): ο Μοντεχρήστος ρωτάει τον ηλικιωμένο κατάδικο, που βρίσκεται στη φυλακή από 18 χρόνων, για ποιο έγκλημα τον καταδίκασαν. Και παίρνει την απάντηση, «Δεν θυμάμαι πια!...Κάποιον σκότωσα...Κάποιον πολύ σπουδαίο, αλλά δεν θυμάμαι ποιόν». Απάντηση που  δίνει στο Μοντεχρήστο την ευκαιρία να εικάσει σαρκαστικά: «Τον Ιούλιο Καίσαρα ίσως!...». Ο χρόνος και πάλι, στη σχέση του με τον πραγματικό χρόνο.
Αλλά και οι αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος σε επίπεδο σωμάτων, απεικονίζονται εκπληκτικά στο επεισόδιο με τον Ισοβίτη, ο οποίος προσπαθεί να μαυρίσει εκμεταλλευόμενος τις λιγοστές ακτίνες ήλιου που διαπερνούν το καγκελόφρακτο παράθυρο του κελιού του. Για να  καταλήξει να προκαλέσει στο Μοντεχρήστο μια έκρηξη σαρδόνιου γέλιου, καθώς βλέπει να έχει αποτυπωθεί στο μισόγυμνο κορμί του ανυποψίαστου Ισοβίτη, η «ριγέ» πραγματικότητα της φυλακής (στο Ένα ποντίκι στη σούπα μου, 74:β).
Όμως δεν πρόκειται μόνον για φυσική φθορά:
(Κακές Παρέες 35:α)


  Με δύο λόγια, ο βιωμένος χρόνος είναι χρόνος αποκοινωνικοποίησης. Αυτό δεν θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό από μόνο του, καθώς θ' αναπαρήγαγε γνωστές στερεότυπες διαπιστώσεις, οι οποίες εμπεριέχονται και στον κυρίαρχο λόγο για τη φυλακή. Η σημασία  του, όμως, αναδεικνύεται αν το εντάξουμε στο  πλαίσιο που διαμορφώνουν  οι δύο προηγούμενες επισημάνσεις, δηλαδή η αντιστοίχηση της "φυλακής χωρίς εξόδους" με την "ποινή χωρίς χρονικές διαβαθμίσεις και όριο λήξης". 
Αυτό το σταθερό, λοιπόν, στοιχείο της αποσύνδεσης του εγκλεισμού από συγκεκριμένες παράνομες συμπεριφορές,  σε συνδυασμό με το στοιχείο ενός «κυκλικού» χρόνου, οποίος ξεκινάει από και επανέρχεται στον εγκλεισμό, ο ίδιος ο τίτλος της σειράς (Ισοβίτης), ενισχύουν την αναπαράσταση της συνθήκης του εγκλεισμού ως ισόβιας συνθήκης και παραπέμπουν σ' ένα πολύ συγκεκριμένο θεωρητικό λόγο περί  φυλακής ως "κυκλικού μηχανισμού αποκλεισμού". Οι  ήρωες του Ισοβίτη αποτελούν μια αναπαράσταση του ανακυκλούμενου ποινικού πληθυσμού και η φυλακή τον αμετάκλητο αποκλεισμό από την κοινωνία:

«Σήμερα γνωρίζουμε, και η διεύθυνση είναι απολύτως ενημερωμένη, ότι κάτι τέτοιο (ενάρετοι άνθρωποι) δεν παράγεται. Ότι δεν παράγεται απολύτως τίποτα. Ότι είναι απλά ζήτημα επιδέξιας ταχυδακτυλουργίας, ένας ιδιόρρυθμος μηχανισμός κυκλικού αποκλεισμού: η κοινωνία αποκλείει, στέλνοντας στη φυλακή ανθρώπους που ο εγκλεισμός αποσυνθέτει, συντρίβει, εξολοθρεύει φυσικά. Και τότε, μόλις αποσυντεθούν, η φυλακή τους αποκλείει "απελευθερώνοντας" τους και στέλνοντας τους πίσω στην κοινωνία. Και εκεί, η ζωή τους στη φυλακή, ο τρόπος που τους μεταχειρίστηκαν, η κατάσταση στην οποία βγήκαν, εξασφαλίζει το ότι η κοινωνία θα τους αποκλείσει ακόμα μια φορά, στέλνοντας τους πίσω στη φυλακή, η οποία, με τη σειρά της…» (Foucault, 1992:8).

           
Εξουσία

Η αναπαράσταση της εξουσίας  συγκροτείται κι αυτή στη βάση σταθερών, επαναλαμβανόμενων στοιχείων του κόμικς.
Η Διεύθυνση της φυλακής δεν εμφανίζεται σε κανένα επεισόδιο, ακούγεται μόνον μέσα από μεγάφωνα (Κακές παρέες, 26:α). Έτσι, δεν προσωποποιείται ποτέ, δεν αποκτά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Η αφάνεια, όμως, αυτή δεν μεταφράζεται ως μη-παρουσία, καθώς μέσα από τη συνολική διαχείριση αυτού του στοιχείου   υπογραμμίζεται  μια συνεχής, ασφυκτική παρουσία. Όμως στον Ισοβίτη, η εξουσία δεν είναι πρόσωπα, είναι μηχανισμός. Σ' αυτή την αναπαράσταση συντείνει και η  απεικόνιση των ανθρωποφυλάκων, οι οποίοι είναι πολλοί, συμμετέχουν στην πλοκή των επεισοδίων, αλλά δεν αποτελούν μεμονωμένους ήρωες, διακριτούς χαρακτήρες. Εμφανίζονται πανομοιότυποι, α-πρόσωποι κάτω από το πηλήκιο  και τα γυαλιά που τους καλύπτουν τα χαρακτηριστικά, γενικά χωρίς διαφοροποιήσεις ή αποχρώσεις που θα μπορούσαν να "θολώσουν" την ευκρίνεια  μιας αόρατης και α-πρόσωπης αλλά πανοπτικής εξουσίας.
 Αυτή η εξουσία, λοιπόν, είναι πανταχού παρούσα για να εφαρμόζει τον κανονισμό, ο οποίος "γίνεται όλο και πιο τηλεπαθητικός"  (Κακές Παρέες, 11:α) ενώ είναι αυστηρός στην εφαρμογή των "κολαστικών συμπληρωμάτων" της ποινής, τα οποία δεν είναι μόνον η απομόνωση και τα βασανιστήρια,  καθώς και η έλλειψη θέρμανσης, για παράδειγμα, οφείλεται στο ότι το να κρυώνεις αποτελεί μέρος της τιμωρίας  (Ο  Θεός αγαπάει τον κλέφτη,  23:α,β).
Αν, όμως,  στην εξέλιξη των σωφρονιστικών συστημάτων, η έκφραση της εξουσίας κατέληξε να λειτουργεί μηχανικά, από μόνη της, χωρίς να απαιτείται η φυσική παρουσία των φορέων της, η αναπαράσταση της πανοπτικής εξουσίας στον Ισοβίτη δομείται ακριβώς, όπως αναφέρθηκε,  σ' αυτή τη διαρκή, ασφυκτική παρουσία πλήθους ανθρωποφυλάκων, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής. Ο φύλακας που επιτηρεί τη μοναξιά του Ισοβίτη, εμφανίζεται τουλάχιστον δέκα φορές την ημέρα  στον «Ιούδα» της πόρτας του κελιού, έτσι ώστε να καταλήγει να τον  «κουράζει  τόση κοινωνική ζωή»  (στο Κακές Παρέες, 10:β)
Ο απόλυτος έλεγχος τον οποίο ασκεί ο τιμωρητικός μηχανισμός στη ζωή και στο θάνατο όσων εμπλέκονται στα γρανάζια του, αναπαρίσταται με ιδιαίτερα ευκρινή τρόπο και στις τελετουργίες εκτέλεσης της θανατικής ποινής: 
(Ένα ποντίκι στη σούπα μου  26:β)
 Το δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο στην αναπαράσταση της εξουσίας είναι η ένδεια παραπομπών στις στρατιές των ειδικών, οι οποίοι αναλαμβάνουν με εκλεπτυσμένες μεθόδους την εκπειθάρχηση του εγκλείστου  (ψυχολόγοι, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, εγκληματολόγοι).   Θα μπορούσαμε και πάλι να πούμε  ότι, καθώς η βασική αναπαράσταση παραπέμπει σ' ένα αμιγώς κατασταλτικό μηχανισμό,  οι "τεχνικοί" και οι "τεχνικές" της μεταχείρισης δεν συντελούν στην ιδεολογική δόμηση του μηνύματος: η τιμωρητική βία  αναπαρίσταται στην  πρωταρχική και πιο "καθαρή" μορφή της, όταν αντικείμενο κολασμού ήταν το σώμα του κρατούμενου και η εξουσία έκανε  μια "αλόγιστη, υπερβολική σπατάλη σωμάτων και δυνάμεων", για να δανειστούμε Φουκωτική ορολογία. Όμως και πάλι ο Αρκάς, με μια θεατρική χειρονομία,  μ' ένα είδος coup de thιβtre,  ανατρέπει την κατάσταση εισάγοντας δύο πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, τον ιερωμένο και τον γιατρό. Οι δύο αυτοί ήρωες είναι η μοναδική παραπομπή σε προσωπικό μεταχείρισης, αλλά, κατά κανόνα, ιδιοποιούνται ρόλους ανθρωποφυλάκων.

(Ένα ποντίκι στη σούπα μου 54:α)
 
 (Κακές Παρέες 20:α)

Έτσι, και το στοιχείο αυτό δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να συνιστά ρωγμή στην αναπαράσταση μιας  ανελαστικής τιμωρητικής δομής. Όμως μια τέτοια ερμηνεία θα ακύρωνε παντελώς την παρουσία των δύο αυτών χαρακτήρων, οι οποίοι, αντίθετα, είναι πολύ σημαντικοί.
Κατ' αρχάς, στην αριθμητική υπεροχή των ανθρωποφυλάκων, θα μπορούσαμε να δούμε  μια παραπομπή στην πραγματική ένδεια των σωφρονιστικών καταστημάτων (και όχι μόνον των ελληνικών)[16] σε ότι αφορά στο προσωπικό μεταχείρισης, γεγονός το οποίο υποδηλώνει τον πραγματικό σκοπό τον οποίο υπηρετεί η οργανωτική δόμηση της φυλακής. 
Πέραν, όμως, αυτού,   η παραπομπή θα μπορούσε να είναι στην ίδια τη βία την οποία, με "υλικούς" ή συμβολικούς όρους, εμπεριέχει και συνεπάγεται ο στόχος της αναμορφωτικής παρέμβασης στην προσωπικότητα του παραβάτη του νόμου μέσα σ' ένα δομικά παθολογικό και αποκοινωνικοποιητικό περιβάλλον, όπως είναι αυτό της φυλακής. Σ' αυτό που περιγράφεται ως "επιστημονικοποίηση της καταστολής", που μεταφράζει τις τεχνικές μεταχείρισης σε τεχνικές "χειραγώγησης" και συνοψίζεται στη διαπίστωση του S. Cohen (Cohen, 1975:456 και επ.),   ότι οι τεχνικοί της μεταχείρισης και ιδιαίτερα οι γιατροί, έχουν αναδειχθεί σε πολύ αποτελεσματικούς φύλακες της τάξης  καθώς, μάλιστα, το περιβάλλον της φυλακής προσφέρεται για ιατρικές καταχρήσεις.[17] Ο δε Foucault, στο Επίσκεψη στις Φυλακές Αttica, χαρακτηρίζει την ψυχιατρική πτέρυγα ως "αποκλεισμό των αποκλεισμών" ή "αποκλεισμό σε δεύτερο βαθμό".
Πως αντιδρούν οι κρατούμενοι σ' αυτή τη βία;
(Γιατρέ έχω ένα βάρος 73:α)

«… Αλλά υπήρξαν και εξεγέρσεις ενάντια στις πρότυπες φυλακές, στα ηρεμιστικά, στην απομόνωση, ενάντια στα ιατρικά ή εκπαιδευτικά συστήματα […] Εξεγέρσεις αντιφατικές ενάντια στην εξαθλίωση, αλλά και ενάντια στην άνεση, ενάντια στους φύλακες αλλά και ενάντια στους ψυχίατρους […] Επρόκειτο, όμως, καθαρά για εξεγέρσεις σε επίπεδο σωμάτων, ενάντια στο ίδιο το σώμα της φυλακής. Ήταν η υλική της πραγματικότητα στο μέτρο που λειτουργεί σαν όργανο και σαν φορέας της εξουσίας. Ήταν όλη αυτή η τεχνολογία της εξουσίας πάνω στο σώμα, που η τεχνολογία της "ψυχής" - εκείνη των παιδαγωγών, των ψυχολόγων και των ψυχίατρων - δεν κατορθώνει ούτε να συγκαλύψει, ούτε ν' αντισταθμίσει, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι η ίδια ένα από τα εργαλεία της.» (Foucault, 1989:44)


Πειθαρχία

Συνάρτηση όσων αναφέρθηκαν παραπάνω είναι και οι παρατηρήσεις οι σχετικές με την αναπαράσταση της πειθαρχίας στον Ισοβίτη. Στη  φυλακή του Ισοβίτη, η πειθαρχία επιβάλλεται  με  μεσαιωνικού χαρακτήρα βασανιστήρια. Ταυτόχρονα, η υπακοή εξασφαλίζεται και με πιο "εκλεπτυσμένες" μεθόδους, όπως είναι ο ατέλειωτος χρόνος στο σκοτάδι της απομόνωσης, όπου ο καιρός περνάει "με λίγο διάβασμα, λίγο κέντημα" ( στο Κακές Παρέες, 25:β), ενώ το ίδιο το άθλιο κτίριο και οι συνθήκες διαβίωσης σ' αυτό αποτελούν περαιτέρω παράγοντες "εκγύμνασης" του κρατούμενου. Αναζητώντας και πάλι τις παραπομπές στο πραγματικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναπαρίσταται, σε εκρηκτική μεγέθυνση,  ένα παλιό αξίωμα, το οποίο  δεν έπαψε να ισχύει: καθώς τη θέση του σώματος, ως αντικειμένου  του τιμωρητικού μηχανισμού, αναλαμβάνει η ψυχή, ο σωματικός βασανισμός χάνει την πραγματική και συμβολική αξία του, αλλά δεν παύει να υφίσταται  στην   υλική εκδοχή των συνθηκών εγκλεισμού και της επιβολής της πειθαρχίας ως "κολαστικό συμπλήρωμα" της επιβληθείσας ποινής.
Στην ιστορία της φυλακής, αυτό το κολαστικό συμπλήρωμα είναι η εξέλιξη της αρχής της less eligibility, η οποία διέτρεχε την αγγλική νομοθεσία για τους φτωχούς (Poor Laws, 1834) και η υλοποίηση της συνίστατο στο  να μην είναι το καθεστώς πρόνοιας προτιμότερο από το καθεστώς εργασίας έστω και με ιδιαίτερα επαχθείς όρους. Η υλοποίηση της αρχής αυτής επεκτάθηκε για να προσδιορίσει και την κατάσταση των τότε σωφρονιστικών ιδρυμάτων, καθώς το  επίπεδο διαβίωσης των εγκλείστων δεν μπορούσε να είναι ανώτερο αυτού των πιο χαμηλών στρωμάτων του πληθυσμού.[18]
 Απέναντι σ' αυτό τον εξοντωτικό πειθαρχικό μηχανισμό, που είναι η φυλακή του Ισοβίτη, η μόνη συνθήκη επιβίωσης  μοιάζει να είναι η υποταγή σε μια βίαιη και αυθαίρετη εξουσία, η οποία δεν επιδιώκει συναίνεση αλλά απλώς συμμόρφωση. Στη βιβλιογραφία περιγράφεται η διαδικασία μεταμόρφωσης σε "καλό κρατούμενο" που υποκαθιστά τη διαδικασία μεταμόρφωσης σε "καλό πολίτη" και η οποία συνίσταται στη σταδιακή υιοθέτηση συμπεριφορών παθητικής και οπορτουνιστικής συμμόρφωσης στους επίσημους και άτυπους κανόνες  φυλακής,  συμπεριφορών υποταγής και όχι συναίνεσης, καθώς καθορίζονται από μια στάση εχθρότητας και δυσπιστίας  απέναντι στο προσωπικό που  επιβάλλει τη συμμόρφωση σ' αυτούς τους κανόνες (A.Baratta, 1892:187-8)
(Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη 55:β)

Το ίδιο το ερώτημα  «που είναι η Δικαιοσύνη;», που απευθύνει ο Ισοβίτης σ’ ένα  συγκρατούμενο του,  παίρνει τη μορφή γρίφου. Κι αυτός, που απεικονίζεται πάντα αλυσοδεμένος στην απομόνωση, έχει ακόμα πιο πολλούς λόγους να απαντήσει: «Δεν το ξέρω!.. Η σειρά  μου τώρα. Χιλιοτρύπητο λαγήνι και σταλιά νερό Δε χύνει! Τι είναι;»  (στο Γιατρέ έχω ένα βάρος, 20:α)
Αλλά και  η επίτευξη κοινωνικά επωφελών στόχων μέσα από την επιβολή της ποινής,συνιστά ένα ακόμα ερώτημα: όταν ο μελλοθάνατος ρωτάει το φύλακα, ο οποίος, επιτηρώντας το διάδρομο, σταματά έξω από το κελί του, «σε λίγες μέρες θα με εκτελέσουν!.. Πείτε μου λοιπόν, γιατί;...Τι έχει να κερδίσει η κοινωνία απ’ το θάνατο μου;», ο φύλακας, προβληματισμένος (στο «μπαλονάκι» του επόμενου καρέ που τον απεικονίζει μόνο του, υπάρχει ένα μεγάλο ερωτηματικό), τρίβει το σαγόνι του και απαντά σαν να συμμετέχει σε τηλεπαιγνίδι: «... Μπορείς να με βοηθήσεις λίγο;...» (στο Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, 28:β)
Αυτή η απονομιμοποιημένη θεσμική (αλλά, αναπόδραστα, και άτυπη) βία, προκαλεί αντιδράσεις από τη μεριά των κρατουμένων. Τις μορφές αντίδρασης οι οποίες αναπαρίστανται στα επεισόδια της εξέγερσης, της απεργίας πείνας ή  με τις προσπάθειες κοινοποίησης των συνθηκών κράτηση, τις ερμηνεύσαμε ως αφορμές  για να υπογραμμισθεί το σχόλιο του κοινωνικού αποκλεισμού, μέσα από την αναπαράσταση μιας φυλακής η οποία είναι διαρκώς σε "καραντίνα".  
(Γιατρέ έχω ένα βάρος 41:α)
 
Κοινωνία

Αν θεωρήσουμε τη φυλακή ως το κορυφαίο στάδιο μιας διαδικασίας κοινωνικού αποκλεισμού, η οποία, για την μεγάλη πλειοψηφία των κρατουμένων,  έχει ενεργοποιηθεί στο πλαίσιο άλλων θεσμών  πριν ακόμα από την επαφή τους με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (Α.Κουκουτσάκη, 1997:55), η "εικόνα" της καραντίνας δεν υποδηλώνει την απομάκρυνση της φυλακής από την κοινωνία, αλλά τον αμετάκλητο χαρακτήρα του αποκλεισμού. Δεν αναπαριστά, κατά συνέπεια, μια διάρρηξη της σχέσης φυλακής και κοινωνίας, αλλά εδράζεται ακριβώς σ' αυτήν, στη σχέση, δηλαδή, αποκλείοντος/ αποκλειόμενου.
Στη φυλακή του Ισοβίτη, η κοινωνία δεν είναι απούσα. Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, (ανα)παρίσταται  δι’ αντιπροσώπου, «αντ’ αυτής»: η Κλημεντίνη, το σπουργίτι,  «ένα είδος δημοσιογράφου με φτερά» που φέρνει τα νέα από τον έξω κόσμο  (στο Ένα ποντίκι στη σούπα μου, 59:β), στέκεται πάντα στο καγκελόφρακτο παράθυρο και δεν φτερουγίζει ποτέ μέσα στη φυλακή παρά  μόνον σ’ ένα  μεμονωμένο επεισόδιο με τον μελλοθάνατο, διαμεσολαβώντας και φιλτράροντας την εκατέρωθεν εικόνα (φυλακής, κοινωνίας). Ένας κοινωνικός επιστήμονας μπορεί να μελετήσει αυτόν τον διαμεσολαβητικό ρόλο των ΜΜΕ, που φιλτράρουν κι ανακασκευάζουν την πραγματικότητα, την αναπαριστούν μέσα από συγκεκριμένες "εικόνες", συντελώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη διαμόρφωση αυτής της σχέσης μεταξύ φυλακής και κοινωνίας. Θα μπορούσε, όμως, ν' αποτελέσει κι αυτός έναν ήρωα του κόμικς, μ' ένα μορφότυπο που να παραπέμπει στην αυθεντία του, καθώς μέσα και από το δικό του λόγο (ένα ακόμα συμβολικό σύστημα αναπαραγωγής της πραγματικότητας), παράγονται εξίσου ισχυρές εικόνες και αναπαραστάσεις - γιατί τι άλλο είναι ο επιστημονικός λόγος περί ιδιαιτερότητας του εγκληματία και επανακοινωνικοποιητικής λειτουργίας της φυλακής;
Όμως η κοινωνία  συμμετέχει στη ζωή της φυλακής εκπροσωπούμενη κι από άλλους  εξωτερικούς ήρωες,  όπως το δικηγόρο και τη μοιχαλίδα σύζυγο.
Το στοιχείο, το οποίο επαναλαμβάνεται σταθερά      σ' όλα τα επεισόδια στα οποία συμμετέχει ο δικηγόρος, είναι ότι τα ένδικα μέσα υπάρχουν για να απορρίπτονται, για να επικυρώνεται θεσμικά η παράταση του εγκλεισμού.  Η κατάληξη είναι πάντα και για όλους η ίδια: με τα πιο απλά λόγια «την κάτσαμε» (στο Γιατρέ έχω ένα βάρος,  43:α)
 Στημοιχαλίδα σύζυγο, τη μοναδική γυναικεία φιγούρα σ’ όλο το κόμικς, προσωποποιούνται οι φαντασιώσεις των κρατούμενων αλλά και της άλλης συνιστώσας της σωφρονιστικής κοινότητας, των φυλάκων. Σ’  όλα τα επεισόδια στα οποία είτε συμμετέχει, είτε γίνονται αναφορές σ’ αυτήν, η πλοκή στήνεται στην αντιπαράθεση με τον κρατούμενο σύζυγο. Έτσι,  το στοιχείο της παρουσίας της το εντάξαμε στο πλαίσιο της βασικής αναπαράστασης και, συγκεκριμένα, θεωρήσαμε ότι αναπαριστά τη ρήξη με το παρελθόν, την απογύμνωση του κρατούμενου από τους άλλους κοινωνικούς του ρόλους.

(Ένα ποντίκι στη σούπα μου  21:α)

Η κοινωνία εκπροσωπείται επίσης από χαρακτήρες που οργανικά ανήκουν στη σωφρονιστική κοινότητα Έτσι, πέρα από τους δύο χαρακτήρες τους οποίους ήδη αναφέραμε,  δηλαδή το   γιατρό  και τον ιερωμένο, εκπροσωπείται  και απ' το προσωπικό φύλαξης. Για την ανάλυση αυτού του στοιχείου, χρησιμοποιήσαμε μια τεχνητή σχηματοποίηση ζευγών[19]  ανθρωποφυλάκων και κρατουμένων, καθώς ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός των ανθρωποφυλάκων, όπως έχουμε αναφέρει, προκύπτει από την πλοκή των επεισοδίων, δεν είναι, δηλαδή, διακριτοί χαρακτήρες.
Στο πλαίσιο, λοιπόν, της βασικής παραπομπής στον αμετάκλητο χαρακτήρα της συνθήκης του εγκλεισμού, διασταυρώνονται, αφ' ενός μεν  οι ανθρωποφύλακες-διώκτες  με τους δραπέτες-κρατούμενους, σε μια σειρά επεισοδίων που αναπαριστούν το ανέφικτο της απόδρασης και, αφ' ετέρου ο φρουρός της εξωτερικής πύλης με τον αποφυλακιζόμενο στα επεισόδια που σχολιάζουν το ιδεώδες της επανακοινωνικοποίησης.
 Τέλος, μια ακόμη διασταύρωση, την οποία επισημαίνει επίσης ο Π.Μαρτινίδης  (Μαρτινίδης, 1997:245),  ως ένα από τα πολύ εύστοχα ευρήματα του κόμικς, αφορά στους δύο απρόσωπους ήρωες. Αυτόν που φαντασιώνεται εικόνες ελευθερίας πίσω από την πόρτα του κελιού του χωρίς να παίρνει σε κανένα επεισόδιο συγκεκριμένη μορφή και την απρόσωπη Διεύθυνση της φυλακής, η οποία δεν είναι ένας συγκεκριμένος διευθυντής, αλλά μια παραπομπή στον απρόσωπο κατασταλτικό μηχανισμό που δομεί  την αντιπαράθεση της συνθήκης του εγκλεισμού απέναντι στη συνθήκη της ελευθερίας.         Αυτοί οι ήρωες δεν διασταυρώνονται ποτέ, αλλά η ίδια τους η αφάνεια εδραιώνει μια μορφή αντιστοίχησης (βλ. ενδεικτικά τα σχετικά επεισόδια  στο Ένα ποντίκι στη σούπα μου).
Η κοινωνία, τέλος, δεν συμμετέχει μόνον δι' εκπροσώπων ή αντιπροσώπων. Συμμετέχει  και μέσα από ταξινομήσεις και κατηγοριοποιήσεις:
(Γιατρέ έχω ένα βάρος, 13:α)

 Η σχέση χαρακτηρίζοντος/χαρακτηριζόμενου εμπεριέχεται στη σχέση αποκλείοντος/αποκλειόμενου με βάση τα χαρακτηριστικά τα οποία  αποδίδονται στο αντικείμενο του αποκλεισμού και συγκροτούν το στερεότυπο του εγκληματία. Αν, όμως, η θεωρητική θεμελίωση του εγκλεισμού δημιουργεί και εκμεταλλεύεται το στερεότυπο προκειμένου να το χρησιμοποιήσει   ως πρόσχημα για την επιχείρηση "ντρεσαρίσματος" του ποινικού πληθυσμού στο πλαίσιο της σωφρονιστικής μεταχείρισης, στον Ισοβίτη τα επεισόδια δομούνται τόσο στη βάση του στερεότυπου (εκμεταλλευόμενα το στερεότυπο) του κρατούμενου-εγκληματία, όσο και στην ανατροπή του. Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι το «χτίσιμο» των  βασικών χαρακτήρων και οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, όπου είναι ευκρινείς οι παραπομπές σε χαρακτήρες και καταστάσεις που αφορούν όχι μόνον τη φυλακή αλλά και την ευρύτερη κοινωνία.
 (Γιατρέ έχω ένα βάρος 8:β)

 Θα μπορούσαμε, ίσως, να δούμε τον Ισοβίτη να προσωποποιεί κατά κύριο λόγο το στερεότυπο του απροσάρμοστου (στη φυλακή ή στην κοινωνία) διανοούμενου και, δευτερευόντως,  του κρατούμενου ο οποίος υφίσταται τα δεινά του εγκλεισμού. Αντίστροφα, ο Μοντεχρήστος, περισσότερο από ιδρυματοποιημένος κρατούμενος, αναπαρίσταται ως «υπερκοινωνικοποιημένος», καθώς τα χαρακτηριστικά του, θα του επέτρεπαν να επιβιώνει με την ίδια άνεση όχι μόνο στη φυλακή, αλλά και στην κοινωνία.
 Έτσι  η παραπομπή στις κυρίαρχες ιδεολογίες περί ιδιαιτερότητας του εγκληματία-κρατούμενου συνιστά ταυτόχρονα και αμφισβήτηση  τους, ενώ η σχέση αποκλείοντος/αποκλειόμενου αναπαρίσταται στην πιο καθαρή μορφή της που δεν συσκοτίζει κανενός είδους νομιμοποίηση: η φυλακή δεν επανακοινωνικοποιεί, ο  τιμωρητικός μηχανισμός  δεν αποδίδει δικαιοσύνη,  ο χαρακτήρας του αποκλεισμού είναι αμετάκλητος.
 (Γιατρέ έχω ένα βάρος 42:β)

 Συνοψίζοντας τις παρατηρήσεις μας, θα σταθούμε σε μια ιδιαιτερότητα της προσέγγισης που επιχειρήσαμε, η οποία τείνει να εμφανισθεί ως αντιφατικότητα του ίδιου του εγχειρήματος.   Η φυλακή, ως αυτόνομος τιμωρητικός θεσμός γεννιέται σε συγκεκριμένες ιστορικές και οικονομικές συνθήκες,[20] ενώ η εξέλιξη αυτών των συνθηκών καθορίζει και την εκάστοτε λειτουργική αποστολή της. Η ίδια η έννοια της μεταχείρισης, η οποία αποτέλεσε τον βασικό άξονα της ανάλυσης μας, παραπέμπει σε μια τέτοια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι η διαχείριση του λόγου για την φυλακή, προϋποθέτει και συνεπάγεται την ιστορική προσέγγιση, την αναζήτηση του ιστορικού της ρόλου.
Έτσι, θα μπορούσε να εκληφθεί ως αντιφατικό ένα εγχείρημα αυτού του είδους, όπου ο (ανιστορικός) λόγος ενός κόμικς συνδιαλέγεται όχι με την πραγματικότητα, αλλά με ένα κριτικό λόγο γύρω από το αντικείμενο στο οποίο παραπέμπει. Αυτή την αντίφαση, όμως, την εκμεταλλευτήκαμε και την ενσωματώσαμε στην ανάλυση μας, ανιχνεύοντας σε κάποιες σταθερές (αχρονικές, υπό μία έννοια) κατηγορίες,  ένα διαχρονικό σχολιασμό της φυλακής.
Ο Ισοβίτης,  δεν είναι, βέβαια, θεωρητικός λόγος. Κατά συνέπεια, θα ήταν πράγματι υπερβολικό αν μέσα από την αναπαράσταση των μεθόδων εκπειθάρχησης, για παράδειγμα, του κρατούμενου αναζητούσαμε παραπομπές στις σκοπιμότητες, τις οποίες, σε κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία,  θα πρέπει να υπηρετήσει το "σώμα",  το οποίο τείνει να καταστεί "υπάκουο". 
Όμως η βία του τιμωρητικού μηχανισμού, στην υλική και συμβολική εκδοχή της, είναι ένα διαχρονικό στοιχείο, το οποίο αποκτά συγκεκριμένη ιστορική υπόσταση καθώς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι λειτουργικότητα του εντάσσονται και συναρτώνται προς την εκάστοτε δομή των κοινωνικών σχέσεων. Αναλύοντας, λοιπόν, την αναπαράσταση της βίας στον Ισοβίτη επισημάναμε μια αναλογία με την "πραγματικότητα" της βίας στη φυλακή, καθώς η σταθερή ύπαρξη της  υποδηλώνει  τη διαχρονικότητα αυτού του στοιχείου,  το οποίο  ενδημεί στην ίδια την υλική πραγματικότητα του εγκλεισμού.  Το ενδιαφέρον, δε,  είναι ότι αυτή η  "σπάταλη" βία,  δεν αποτελεί απλώς το "εύπεπτο" κομμάτι της αναπαράστασης, το στοιχείο που θα βγάλει γέλιο μέσα από ένα κυνικό, συχνά, χιούμορ. Σε μια απόλυτη αρμονία, συναρτάται προς την εικόνα του χρόνου. Ενός χρόνου βιωμένου, ο οποίος δεν είναι μόνον χρόνος βασανισμού αλλά, όπως έχουμε αναφέρει, είναι κυρίως χρόνος αποκοινωνικοποίησης. Κατά συνέπεια, συναρτάται  προς την ιδέα ενός χρόνου "κυκλικού αποκλεισμού".  Μέσα απ' αυτή την ιδιαίτερη διαχείριση του  χρόνου, αυτός αναδεικνύεται σε μια από τις βασικές συνιστώσες της αναπαράστασης  μιας φυλακής, η οποία δεν επανακοινωνικοποιεί αλλά, αντίθετα, δημιουργεί ισχυρότατες αντωθήσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Με δύο λόγια, μιας ανελαστικής αποκοινωνικοποιητικής δομής, χωρίς  (δι)εξόδους,  κατ' αναλογία προς το σχήμα  αποκλεισμού/επανένταξης, το οποίο επίσης δεν έχει διεξόδους γιατί είναι δομικά αντιφατικό. Μ' αυτή την έννοια ανιχνεύσαμε στον Ισοβίτη ένα σχολιασμό της φυλακής, ο οποίος  μπορεί να είναι έγκυρος τόσο  για την περίοδο της ηγεμονίας, όσο και  για την περίοδο της κρίσης του θεσμού, καθώς αφορά  σ' αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του, τα οποία καθιστούν την ιστορία της φυλακής, ιστορία της αδύνατης μεταρρύθμισης.


 Επίμετρο

Καθώς στην παρούσα εργασία δεν περιγράφεται μόνον η μέθοδος και τα συμπεράσματα, αλλά υπολανθάνουν και αναφορές στην εμπειρία της δουλειάς μας με τον Ισοβίτη, θα πρέπει, τελειώνοντας, να επισημάνω και μια άλλη, σχεδόν σχιζοφρενική, αντίφαση. Η αντίφαση αυτή έγκειται στην προσπάθεια μας να βγάλουμε τον Ισοβίτη από το φυσικό περιβάλλον του, του μέσου μαζικής κουλτούρας, και να τον βάλουμε να συνδιαλαγεί μ' ένα  περιορισμένο κοινό "ειδικών", να εγκλωβίσουμε το χιούμορ του στην υποχρέωση να είναι μόνον κριτικό και να σχολιάζει με ακρίβεια το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται, να λέει μόνον αυτά και όχι κάτι άλλο.
 Επί δύο εξάμηνα προσπαθήσαμε να λειτουργήσουμε με συνέπεια ως Διεύθυνση και φύλακες ενός ακαδημαϊκού κατεστημένου που καθόριζε τους κανόνες του παιγνιδιού, αρνούμενοι το "παιγνίδι", αλλά, συχνά, ξεπερνώντας τον εαυτό μας στην προσπάθεια να αντισταθούμε στη γοητεία του. Ο Ισοβίτης, απ' την μεριά του, δεν πρόδωσε τον εαυτό του:  πάντα απροσάρμοστος, ξέφευγε από τους κανόνες και κάθε τόσο μας παρέσυρε  σε αυθόρμητες εκρήξεις γέλιου, που δεν συνοδεύονταν από την υποχρέωση να καταλήξουν σε μια ακόμα παραπομπή σε θεωρητικό λόγο. Διατηρώντας μέχρι τέλους το πλεονέκτημα να είναι η αφορμή (δηλαδή πολύ περισσότερα από το αντικείμενο) ενός εγκληματολογικού Σεμιναρίου για τη φυλακή, αντιστεκόμενος στην πρόθεση μας να τον καθυποτάξουμε  σ' ένα  ακαδημαϊκό πλαίσιο εξίσου ανελαστικό με η φυλακή του, στην τελευταία μας συνάντηση, τον Ιούνη του 1997,  αποχαιρέτησε τα εξοντωμένα παιδιά, που μόλις είχαν ολοκληρώσει την παρουσίαση των εργασιών τους, λέγοντας τους συνένοχα
κάποτε θα τα θυμόμαστε όλα αυτά και θα γελάμε…






Βιβλιογραφία

Σ.Αργυρίου-Κυρίτση, Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, ιδ. έκδ. Αθήνα 1986
A.Baratta, Criminolog;ia Critica e critica del diritto penale, il Mulino, Bologna  1982
A.Baratta, Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης: για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου,  στο Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ.3-4, 1989
Ξ.Βαρβαρέσσου,  Η αναπαράσταση της φυλακής στον Ισοβίτη του Αρκά, 1997 (υπό δημοσίευση στο Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας)
M.Barker, Comics. Ideology, power and the critics, Manchester University Press, Manchester, 1989
S.Cohen, Il sistema carcerario futuro, στο F.Basaglia, F.Basaglia Ongaro (επιμ.), Crimini di pace, Einaudi, Torino 1975
Η.Δασκαλάκη, Οι επιστημονικές τάσεις έναντι του προβλήματος της φυλακής στο Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδικό τεύχος Άνοιξη 1988 (68Α)
 Ουμπέρτο Έκο,   Κήνσορες και Θεράποντες, Γνώση, Αθήνα 1990
M.Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία, Ράππας,  Αθήνα 1989
Μ.Foucalt,  Επίσκεψη στις φυλακές Attica,  Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 1992
E.Goffman, Άσυλα, Ευρύαλος Αθήνα 1994
B.Καρακολτσίδου, Ε.Παναγιώτου, Χ.Ταταρίδου,  Φυλακή και "φυλακή" στον Αρκά. Δοκιμές, τ.5, Άνοιξη 1997
Α.Κουκουτσάη,  Παραδόσεις Κριτικής Εγκληματολογίας (πανεπιστημιακές σημειώσεις), Πάντειο Παν/μιο, Αθήνα 1996-7
  Α.Κουκουτσάκη, Μηχανισμοί κοινωνικού αποκλεισμού των πρώην κρατουμένων. Ομύθος της επανακοινωνικοποίησης στο ΚΕΤ - Ομάδα Ανθρωπολογίας (επιμ.), Μορφές κοινωνικού αποκλεισμού και μηχανισμοί παραγωγής του. Ιδεοκίνηση, Αθήνα 1997
Α.Μανιτάκη, Τα συνταγματικά δικαιώματα των κρατουμένων και η δικαστική προστασία τους, στο Ποι. Χρ. ΛΘ΄
Π.Μαρτινίδη,  Η υψηλή τέχνη της απελπισίας. Γύρω από τον Ισοβίτη του Αρκά, Ύψιλον,  Αθήνα 1992  
  Π.Μαρτινίδη, Μεταστάντες και επιζώντες. Τέσσερα σχόλια γύρω από τις αρχές της όπερας και το τέλος του κόσμου των κόμικς. ΟΜΜΑ, Αθήνα 1996
  Π. Μαρτινίδη,  Χωρικές παραστάσεις και χώροι αναφοράς στα comics, στο Συνηγορία της Παραλογοτεχνίας, Πολύτυπο, Αθήνα 1982
  Π.Μαρτινίδη, Η "φυλακή" του Αρκά, στο Π.Μαρτινίδη,   Μεσιτείες του ορατού, Νεφέλη  Αθήνα 1997
 Α.Ματλάρ, Α.Ντορφμάν, Ντόναλντ ο απατεώνας ή η διήγηση του ιμπεριαλισμού στα παιδιά,  Ύψιλον, Αθήνα 1986
 D. Melossi, M.Pavarini, Carcere e Fabbrica, il Mulino, Bolognia 1977
 D.Melossi, Mercato del lavoro, disciplina, controllo  sociale. Una discussione del testo di Rusche e Kirkheimer (εισαγωγή στην ιταλική έκδοση του G.Rusche, O.Kirkheimer, 1978), 1978
Ε.Παπαρρόδου,  Αρχιτέκτονες και φυλακή, στο Σχολιαστής, τ.76
W.Reebs,  Η αναζήτηση για τον ιδανικό τρόπο εξόντωσης. Φυλακές και Αρχιτεκτονική, Αμηχανία, Αθήνα 1988
G.Rusche, O.Kirkheimer,  Pena e Struttura Sociale, il Mulino, Bologna 1978
 Χ.Σταυροπούλου, Η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των φυλακών, στο ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ, τ. 41-2, 1990

Από την πρώτη εκδοτική εμπειρία μου, τις Εικόνες φυλακής (εισαγωγή, επιμέλεια, κείμενο), εκδόσεις Πλέθρον, 1999


[1] Στο Σεμινάριο συμμετείχαν οι φοιτητές του Τμήματος Κοινωνιολογίας Γιώτα Βάσσου, Γιώτα Γκουρτζιούμη,  Μαρία Δαλιάνη, Λέα Ευσταθίου,  Μαρούλα Καουλά, Βασιλική Καρακολτσίδου, Υβόν Κοσμά, Ευγενία Μαντωννάκη, Ελένη Μήλιου, Έλενα Παναγιώτου, Νίκη Πανουσοπούλου, Γιάννης Πεχτελίδης. Τάσος Ρούσσης, Ελένη Σοφού, Κώστας Σταυρόπουλος, Χρυσάνθη Ταταρίδου και η φοιτήτρια του Τμήματος Ψυχολογίας  Ξένια Βαρβαρέσου. Στο πρώτο  διδακτικό εξάμηνο,  συνεργάστηκε  η υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Ήβη Καρατζά.

Μία  παρουσίαση του θέματος έγινε και τον Μάη του 1999 στο μεταπτυχιακό Σεμινάριο του Τομέα Εγκληματολογίας, του οποίου υπεύθυνη είναι η Αν. Καθηγήτρια Ζωή Χάιδου. Μια επεξεργασμένη μορφή της εργασίας των  Β.Καρακολτσίδου, Ε.Παναγιώτου και Χ.Ταταρίδου, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δοκιμές (τ.5, Άνοιξη 1997), ενώ η εργασία της Ξ.Βαρβαρέσου είναι υπό δημοσίευση στην Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας.


[2] Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον αγαπητό συνάδελφο και φίλο Πέτρο ΜΑΡΤΙΝΊΔΗ, για την πολύτιμη βοήθεια του και την προθυμία με την οποία δέχθηκε να έρθει από τη Θεσσαλονίκη για να κάνει το εισαγωγικό μάθημα.

[3] Αρκάς, ο Ισοβίτης  (Κακές Παρέες, Ένα ποντίκι στη σούπα μου, Γιατρέ έχω ένα βάρος, Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη). Εκδόσεις  Νέα Σύνορα, Λιβάνης, Αθήνα 1991

[4] Για το ιδεολογικό περιεχόμενο των κόμικς βλ. μεταξύ άλλων: Ουμπέρτο Έκο, Κήνσορες και θεράποντες, Εκδ. Γνώση, Αθήνα 1990, Α.Ματλάρ, Α.Ντορφμάν, Ντόναλντ ο απατεώνας ή η διήγηση του ιμπεριαλισμού στα παιδιά, Εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1986,  M.Barker, Comics. Ideology, power and the critics. Manchester University Press, Manchester, 1989.


[5] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον θα είχε να δει κανείς αν τα μηνύματα, τα οποία κοινοποιεί ένα κόμικς  με παρόμοιο περιεχόμενο  κυριαρχούν έναντι άλλων.  Για παράδειγμα,  το τέλος της δημοσίευσης του Ισοβίτη στην  εφημερίδα  "Πρώτη" σχεδόν συνέπεσε χρονικά με την εκδήλωση των μεγαλύτερων, ίσως, εξεγέρσεων στην ιστορία των ελληνικών φυλακών. Τα γεγονότα αυτά, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα από δημοσιογραφική άποψη, πυροδότησαν πλήθος πρωτοσέλιδων στις εφημερίδες και αφιερωμάτων στην τηλεόραση, όπου μέσα από την συνάρθρωση λόγου και εικόνας κοινοποιούσαν και ενίσχυαν πολύ συγκεκριμένους ορισμούς της πραγματικότητας.  Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κατά πόσον η ανάγνωση ενός κόμικς σαν τον Ισοβίτη θα μπορούσε να   προκαλέσει κάποια ρωγμή στην ιδεολογική δόμηση αυτών των μηνυμάτων  για τις φλεγόμενες φυλακές και τους εξεγερμένους κρατούμενους, έστω κιαν ο Ισοβίτης έγινε best seller. Ίσως, όμως, ο σχολιασμός του Ουμπέρτο  ΄Εκο για τις ιστορίες του Φάιφερ (Ουμπέρτο Έκο, 1990: 330), να  είναι εξίσου έγκυρος και για τις ιστορίες του Ισοβίτη, οι οποίες επίσης  εφόσον δημοσιευθούν δεν μπορούν να εξορκιστούν, εφόσον διαβαστούν παραμένουν στο μυαλό και δουλεύουν σιωπηλά. 

[6] Ο Ισοβίτης έχει αποτελέσει αντικείμενο και άλλων αναλύσεων, στις οποίες μια παρόμοια ταυτοποίηση του χώρου δράσης δεν αποτελεί το κεντρικό στοιχείο. Βλ. Π.Μαρτινίδη,  Η υψηλή τέχνη της απελπισίας. Γύρω από τον Ισοβίτη του Αρκά, εκδ. Υψιλον, 1992 και του ιδίου, Μεταστάντες και επιζώντες. Τέσσερα σχόλια γύρω από τις αρχές της όπερας και το τέλος του κόσμου των κόμικς (εισαγωγικό σημείωμα στο πρόγραμμα του Μεγάρου Μουσικής γαι την όπερα-κόμικς "Το ταγκό των σκουπιδιών", εκδ. ΟΜΜΑ, Αθήνα, Ιανουάριος 1996.


[7] Είναι ενδεικτικό ότι σε κανένα από τα επεισόδια δεν γίνονται αναφορές (μέσα από διηγήσεις κλπ) στις συνθήκες που επικρατούν σε άλλες φυλακές. Όπως γράφει ο Π.Μαρτινίδης (1997: 238) "Ο Ισοβίτης εμφανίζεται κλεισμένος σ' ένα κελί, σ' ένα χώρο που είναι η επιτομή πολλών φυλακών. Όχι, όμως, των φυλακών που πραγματεύονται τα επιστημονικά ή δημοσιογραφικά κείμενα, αλλά των "φυλακών" που έχουν ήδη μυθοποιηθεί από λογής λογής αφηγηματικές τεχνικές.."

[8] Για το θέμα αυτό, βλ. Η.Δασκαλάκη, Οι επιστημονικές τάσεις έναντι του προβλήματος της φυλακής, Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδ. τ. Άνοιξη 1988(68Α), A.Baratta, Αρχές της ελάχιστης ποινικής παρέμβασης: για μια θεωρία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως αντικειμένου και ορίου του ποινικού νόμου, στο Ελληνική Επιθεώρηση Εγκληματολογίας, τ.3-4, 1989. Για τη σχετική βιβλιογραφία βλ. επίσης Α.Κουκουτσάκη, Παραδόσεις Κριτικής Εγκληματολογίας (πανεπιστημιακές σημειώσεις), Αθήνα, Πάντειο Παν/μιο 1996-7

[9] Οι θεματικές ενότητες ήσαν: Κτιριακή και οργανωτική δομή της φυλακής,  Κοινωνική οργάνωση της σωφρονιστικής κοινότητας, Μεταχείριση του εγκληματία, Σχέση φυλακής και κοινωνικής δομής.


[10] Όπως υποστηρίζει ο Ουμπέρτο Έκο, αναφερόμενος στην περίπτωση των Peanuts, τα κόμικς  που συνήθως επιδεικνύουν τη μεγαλύτερη αξία ή αισθητική και ιδεολογική ωριμότητα, δεν είναι αυτά που εξελίσσονται σε συνέχειες, αλλά όσα εξαντλούν την ιστορία τους μέσα στο πλαίσιο μιας μόνης ταινίας. Αυτή είναι και η περίπτωση του Ισοβίτη, όπου, όπως συνεχίζει ο Έκο τον σχολιασμό των Peanuts,  το κάθε επεισόδιο δεν εξαντλεί απλώς μια ιστορία, αλλά ο «μύθος» στο σύνολο του αποκτά αξία ακριβώς μέσα από το σύστημα της επανάληψης με το οποίο οι διάφορες τελειωμένες ιστορίες επισωρεύονται η μια στην άλλη, αφ’ ενός οδηγώντας στα άκρα ορισμένα σταθερά στοιχεία και αφ’ ετέρου παίζοντας ακριβώς με το αναγνωρίσιμο αυτών των σταθερών στοιχείων, που δεν χρησιμοποιούνται ως τεχνάσματα για να συντονιστεί η μνήμη του αναγνώστη, αλλά ως πραγματικά αντικείμενα μιας συνειδητής ειρωνείας  (Ουμπέρτο Έκο, 1990:209-10)

[11] Βλ. Μεταξύ άλλων, Α.Μανιτάκη, Τα συνταγματικά δικαιώματα των κρατουμένων και η δικαστική προστασία τους, Ποι.Χρ. ΛΘ΄


[12] Για το θέμα αυτό, βλ. W.Reebs, Η αναζήτηση για τον ιδανικό τρόπο εξόντωσης. Φυλακές και Αρχιτεκτονική, Εκδόσεις Αμηχανία, Αθήνα 1988,  Χ.Σταυροπούλου, Η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των φυλακών, ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΕΜΑΤΑ, τ. 41-2, 1990, σελ. 53, Ε.Παπαρροδου, Αρχιτέκτονες και φυλακή, ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ, τ.76, σελ. 22
[13]Για παράδειγμα, το απομονωτικό σύστημα αναπαράγει το ιδανικό μοντέλο οργάνωσης των ταξικών και παραγωγικών σχέσεων των απαρχών του καπιταλισμού, όταν η παραγωγή ήταν ακόμα βιοτεχνικού τύπου: στη φυλακή, η οργάνωση της παραγωγής γίνεται από τη διοίκηση, η εργασία δεν αμείβεται, έχει χαρακτήρα εκπαίδευσης, ενώ η απομόνωση δεν απαντά μόνον στη χαοτική οργάνωση  των πρώτων ιδρυμάτων αλλά, κυρίως, στη δυνατότητα συγχρωτισμού, συγκρότησης συλλογικοτήτων, διάχυσης εναλλακτικών συστημάτων αξιών. Με την εκβιομηχάνιση της παραγωγής στην ελεύθερη αγορά, το Ωβούρνειο σύστημα μετατρέπει τη φυλακή σε εργοστάσιο με την είσοδο του ιδιώτη επενδυτή. Ο κρατούμενος γίνεται ένα αυτόματο, μια πειθαρχημένη μηχανή συγχρονισμένη σε μια συλλογική δραστηριότητα που ανταποκρίνεται στο κυρίαρχο παραγωγικό μοντέλο. Έτσι, την πειθαρχία που βασίζονταν στην απομόνωση, την αντικαθιστά η εσωτερική πειθαρχία της οργάνωσης της παραγωγής, ενισχυμένη από τον "κανόνα της σιωπής" (Melossi, Pavarini, 1977:190 και επ.)

[14] Όπως, εξάλλου, και η πραγματική φυλακή. Βλ. S.Cohen, Il sistema carcerario futuro, στο F.Basaglia, F.Basaglia Ongaro (επιμ..), Crimini di pace, Einaudi, 1975: 443.

[15] Κι εδώ ο Ισοβίτης συνδιαλέγεται μ' ένα άλλο θεωρητικό λόγο, αυτόν του E.Goffman στα Άσυλα, Ευρύαλος, Αθήνα, 1994

[16]Ο Η. Δασκαλάκης  (1988:45) αναφέρει στοιχεία από στατιστικές των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα οποία αντιστοιχούν: ένας κοινωνικός λειτουργός σε 846 κρατούμενους, ένας ψυχολόγος σε 4.282 κρατούμενος, ενώ η αναλογία προσωπικού φύλαξης και κρατουμένων είναι ένας προς εννέα.

[17] Μια σημαντική σχετική μαρτυρία είναι αυτή της Σοφίας Αργυρίου - Κυρίτση, όπως καταγράφεται στο Γυναικείες Φυλακές Κορυδαλλού, ιδ. έκδ. Αθήνα 1986

[18] Οι  G.Rusche, O.Kirkheimer  (1978) συναρτούν αυτή την αρχή προς τις συνθήκες οι οποίες διαμορφώνονται στην αγορά εργασίας, εντάσσοντας την στα βασική τους υπόθεση ότι τα τιμωρητικά συστήματα επιτελούν  μια σημαντική οικονομική λειτουργία ρυθμιστή της αγοράς εργασίας. Βλ. επίσης, D.Melossi,  Mercato del lavoro, disciplina, controllo sociale. Una discussionedel testo di Rusche e Kirkheimer. Eισαγωγή στην ιταλική έκδοση του έργου των Rusche και Kirkheimer (1978), σελ. 12.  D.Melossi, M.Pavarini, (1977, σελ. 81-2). Ο    Φουκώ, τέλος, αναφέρεται στο αξίωμα «δίκαιο είναι ένας κατάδικος να υποφέρει σωματικά  περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους [...] Δύσκολα η ποινή διαχωρίζεται από ένα συμπλήρωμα σωματικού πόνου. Τι νόημα θα είχε μια τιμωρία εξω-σωματική;» (Μ.Φουκώ, 1989: 26).

[19] Στη διασταύρωση ζευγών «εσωτερικών» και «εξωτερικών» ηρώων, από την οποία αντλήσαμε το σχήμα που ακολουθεί, βασίστηκε μια άλλη ανάγνωση της φυλακής του Ισοβίτη (Π.Μαρτινίδης, Η «φυλακή» του Αρκά, στο Οι μεσιτείες του ορατού, εκδ. Νεφέλη, 1997)


[20]  Η στέρηση χρόνου ελευθερίας ως αυτόνομη ποινή εμφανίζεται μόνο στον καπιταλισμό. Η ιδέα της στέρησης χρόνου ελευθερίας, προσδιορισμένου κατά αφηρημένο τρόπο, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο στο καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής, δηλαδή σ' αυτή την οικονομική διαδικασία όπου όλες οι μορφές κοινωνικού πλούτου ανάγονται στην πιο απλή και αφηρημένη μορφή της ανθρώπινης εργασίας η οποία μετριέται με το χρόνο (D.Melossi, M.Pavarini, 1979:242- 3). Η αναφορά είναι στον πολύ σημαντικό Σοβιετικό νομικό E.Pasukanis  (Γενική θεωρία του Δικαίου και μαρξισμός, πρώτη έκδοση  στη Μόσχα το 1924), σύμφωνα με τον οποίο πλήρη ανάπτυξη του Δικαίου έχουμε μόνο στην εμπορευματική κοινωνία και κατ' εξοχήν στην κοινωνία καθολικής παραγωγής εμπορευμάτων, δηλαδή στην καπιταλιστική. Ο υπολογισμός, λοιπόν, της ποινής με χρονικούς όρους δεν είναι δυνατός παρά μόνο σ' ένα σύστημα όπου ολοκληρώνεται η έννοια της ανθρώπινης εργασίας μετρούμενης με το χρόνο (μισθωτής εργασίας), ενώ αντιστοιχεί στην έννοια της ανταλλαγής ισοδυνάμων, καθότι η (παροδική) στέρηση της ελευθερίας αντιπροσωπεύει την πιο απλή και απόλυτη ανταλλακτική αξία, την αξία της μισθωτής εργασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου