Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Τρανσφοβία

Π. Σ. Μπούκλη[1]
«Πέρασα δύσκολα μέχρι το μυαλό μου να πάρει κάποια θέση…» Κάπως έτσι αρχίζει το ποίημα του Bruce Covey «Body & Isn’t». Όντως, δύσκολα παίρνει το μυαλό θέση όταν διαβάζει τη στήλη ‘Μικροπράγματα’ του Άρη Δημοκίδη στη LiFO της 18/7/2013.[2] Δύσκολα για δύο λόγους. Αφενός, γιατί η στήλη ανοίγει με τέσσερις «τρομοκρατικές» φωτογραφίες γυναικών ξαπλωμένων στο δρόμο, τα πρόσωπα των οποίων δεν είναι πλήρως καλυμμένα. Αφετέρου, γιατί δύσκολα το χωράει το μυαλό ποια αρρωστημένη βιοπολιτική (κατασταλτική) εξουσία νομιμοποιεί το τσιτάτο: «θα συλλάβουμε διεμφυλικούς για να βελτιωθεί η εικόνα της πόλης».

Μην παρεξηγηθώ, από άποψη αισθητικής όλοι απολαμβάνουμε μια όμορφη πόλη. Ακόμα και αν δεν έχουμε όλοι κατά νου την πλατωνική Καλλίπολη, ούτε το δαχτυλίδι του Γύγη, για να αρχίσουμε κουβενταρία για την ιδεώδη πολιτεία. Συγχρόνως, μπορούμε να φανταστούμε μια όμορφη πολιτεία, με τα πάρκα της, τα συντριβάνια της, τα νεοκλασικά της, τα αγάλματά της, την ιστορική αξία των μνημείων της, τη φροντίδα των νέων γενεών του  μέλλοντός της… Και διευρύνοντας το θέμα λίγο, με τις αξίες της, το σεβασμό της πολιτείας απέναντι στους πολίτες, τον σεβασμό μεταξύ πολιτών, το σεβασμό στις αρχές της δικαιοσύνης, της ηθικής, της εκπαίδευσης, της ισότητας, της πολιτικής, της Δημοκρατίας, της ελευθερίας.

Σκέφτομαι λοιπόν, σε όλα αυτά τι το κακό μπορεί να κάνουν τα διεμφυλικά άτομα. Μήπως πάλι από τα χρόνια που λείπω από τα μήτρια εδάφη, μήπως όλοι και όλες οι διεμφυλικοί σύντροφοι έχουν σηκώσει μπαϊράκι και άρχισαν να διώκουν μετανάστες, να τους κυνηγάνε με ρόπαλα και γκλοπς..; Ή μήπως όλοι οι διεμφυλικοί/-ες ενώθηκαν σε ένα τεράστιο τρανς ρομπότ στην πλατεία Συντάγματος, την Τρανς Όπτιμους και εκσφενδονίζουν δωδεκάποντα και STPs στο κτίριο της Βουλής, διότι επιτέλους σκέφτηκαν πως είναι αντι-Δημοκρατικό να είναι όλο το Κοινοβούλιο τιγκαρισμένο με cis (σις) άτομα… Οπότε μήπως οραματίστηκαν μια πάλη, οι trans σύντροφοι, κατά τη δικτατορία του σισοταριάτου!; Δεν ξέρω, απλά εικάζω και εξετάζω εκδοχές.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Μάριος Εμμανουηλίδης, Οικονομία και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυβερνολογικής. Η στρατηγική λειτουργία του ρατσιστικού Συστήματος


αποσπάσματα από το βιβλίο, 
Μ. Εμμανουηλίδης – Α. Κουκουτσάκη,
Χρυσή Αυγή και στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης, Futura, Αθήνα 2013
(εισαγωγικά σημεία)

«…με απανωτές προσθήκες, όχι με βάση το σκίτσο.
Κάθε κομμάτι είναι αυτάρκες,
και ωστόσο δεν είναι
παρά το μικρό διάστημα των διπλανών του»
R. Barthes[1]
Το κείμενο δεν θέτει τη Χρυσή Αυγή (στο εξής ΧΑ) ως το αυτόνομο ερευνητικό αντικείμενό του. Η ΧΑ μπορεί να ήταν η αφετηρία του ερευνητικού ενδιαφέροντος, δεν ήταν όμως και το τέρμα του, δεν ήταν ο σκοπός του. Ο σκοπός του κειμένου δεν είναι να ορίσει τη ΧΑ ως σημειακό αντικείμενο, ως το αποτέλεσμα του συνόλου των δυνάμεων που το καθορίζουν και το εξηγούν, αλλά να την εντάξει σε ένα στρατηγικό πεδίο δράσεων και δυνάμεων που οι μετατοπίσεις, οι καμπυλώσεις, οι εντάσεις τους όρισαν την πιθανότητα της δυναμικής της παρουσίας της ΧΑ. Συνεπώς, το κείμενο δεν ξεκινά και δεν τελειώνει με το αντικείμενο ΧΑ, αλλά εφάπτεται με αυτό −άλλοτε απλώς το υπονοεί ή άλλες φορές βρίσκεται μακριά του, για να καταλήξει πιθανά σε αυτό. Η ΧΑ κυκλοφορεί σαν ιός μέσα στο κείμενο −κάπου χάνεται, άλλες φορές εμφανίζεται ως η απόληξη κάποιων γραμμών του, για να ολοκληρώσει τη λειτουργία του στην κατάληξή του. Παρουσιάζονται, συνεπώς, γραμμές έρευνας οι οποίες πλέκονται, αρθρώνοντας επίπεδα, αντικείμενα και χρονικότητες. Το αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως η κατασκευή ενός διευρυμένου, με ένθετα, διακοπές και επαναλήψεις, και μάλλον αποσπασματικού χάρτη. Αυτή η διεύρυνση του ερευνητικού πεδίου (όπου τα ένθετα και οι διακοπές εκτίθενται ως μητρικά κύτταρα έρευνας, και οι επαναλήψεις εξειδικεύουν ή οδηγούν αλλού τη σκέψη) και η συναφής έκθεση θεωρήθηκαν απαραίτητες ως στάση απορίας, ακόμη και αμηχανίας, μπροστά στο φαινόμενο της ΧΑ. Καμία άλλη στάση δεν είναι επαρκής με δεδομένη την πυκνή χρονικότητα της στρατηγικής των εξουσιών, των πρακτικών αντίστασης και ελευθερίας που όρισαν την πιθανότητα της παρουσίας της ΧΑ και οριοθετούν τη δραστικότητά της.
Στο σημείο αυτό ας σημειώσουμε τη μερικότητα του εγχειρήματος, όχι γιατί, όπως κάθε εγχείρημα είναι μερικό και, ως εκ τούτου σφάλλει, αλλά γιατί, αν η πιο σοβαρή απαίτηση από τον εαυτό μας είναι να εντοπίζουμε «όλες τις παραλλαγές του φασισμού, από τους πιο τεράστιους που μας περιστοιχίζουν και μας συνθλίβουν μέχρι τους μικρούς φασισμούς που συνιστούν την τυραννική πικράδα της καθημερινής μας ζωής, […]τα πιο αδιόρατα σημάδια του φασισμού στο σώμα»,[2] το παρόν κείμενο έρχεται αντιμέτωπο μόνο με το φασισμό και το ρατσισμό που μας περιστοιχίζουν και μας συνθλίβουν. (σ. 15-16)

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Α. Κουκουτσάκη, Η γέννηση της φυλακής και οι κοινές καταβολές με το εργοστάσιο


Στο έργο των D. Melossi, M. Pavarini (1977), κεντρική έννοια είναι και πάλι η έννοια της πειθαρχίας και μάλιστα ως συνάρθρωση της φουκωικής με την μαρξική αντίληψη περί ποινής και ειδικότερα περί ποινής στην καπιταλιστική κοινωνία.

"Η πειθαρχία (και η εκπαίδευση στην πειθαρχία) αποτελεί για τον Μαρξ απαραίτητο στοιχείο για τη δημιουργία της υπεραξίας η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί υπόθεση ζωής ή θανάτου για την καπιταλιστική συσσώρευση. Ο Μαρξ θεωρεί την πειθαρχία ως συστατικό της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Είναι δύσκολο να σκεφθεί κανείς μια αποφασιστικότερη συμβολή του Μαρξ στην κοινωνιολογική κατανόηση των θεσμών της νεωτερικότητας. […] Επιπλέον, η έννοια-κλειδί της πειθαρχίας είναι το νήμα που συνδέει την μαρξική και φουκωική ανάλυση. Δεν είναι, λοιπόν, περίεργο το γεγονός ότι διάφορα αποσπάσματα από το σημαντικό Τρίτο Μέρος του Επιτήρηση και Τιμωρία, τιτλοφορούμενου Πειθαρχία, μοιάζει να είναι βγαλμένα κατευθείαν από το Πρώτο Βιβλίο του Κεφαλαίου του Μαρξ" (Melossi, 1998: xiii, xiv).[1]

Οι Melossi και Pavarini, ελέγχοντας τη βασική υπόθεση των Rusche και Kirhheimer σε σχέση με την οικονομική λειτουργία της φυλακής, υποστηρίζουν ότι η οικονομική λειτουργία των τιμωρητικών συστημάτων δεν μπορεί ν’ αξιολογηθεί μόνο με κριτήριο το εάν λειτούργησαν ως ρυθμιστής της αγοράς εργασίας τείνοντας στην κάλυψη των αναγκών παραγωγής. Κατά τους συγγραφείς, η οικονομική και η ιδεολογική λειτουργία των τιμωρητικών συστημάτων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δηλαδή, τόσο τα διάφορα ιδρύματα που προηγήθηκαν της φυλακής,[2] όσο και η ίδια η φυλακή είχαν ως βασική λειτουργία την εκπειθάρχηση του εργατικού δυναμικού και την προετοιμασία του να ενταχθεί στις συνθήκες παραγωγής, όπως αυτές διαμορφώνονταν στις διάφορες φάσεις της εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος.

Με δυο λόγια, η φυλακή είναι δομημένη στο μοντέλο του εργοστάσιου, με στόχο την παραγωγή όχι εμπορευμάτων, αλλά πειθαρχημένων ατόμων, ενώ η πειθαρχία αποτελεί κυρίαρχο και σταθερό χαρακτηριστικό της φυλακής σε όλα τα συστήματα κράτησης.