Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

προσωπο με πρόσωπο...





Δεν ήθελαν όλοι οι κρατούμενοι μπάλες [τίτλος] 
Προφυλακισμένο ανήλικο για του Πυρήνες της Φωτιάς συνάντησαν οι βουλευτές στον Αυλώνα [υπότιτλος]
ΡΕΠΟΡΤΑΖ Ν. ΧΑΣΑΠΟΠΟΥΛΟΣ | Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Όταν τα μέλη της Διακομματικής Επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής διάβαιναν χθες την πύλη των Φυλακών Ανηλίκων Αυλώνα για να προσφέρουν πασχαλινά δώρα στους ανήλικους υποδίκους και καταδίκους, ουδείς από τους πέντε βουλευτές φανταζόταν τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Και το σημαντικότερο, κανένας από τους κκ. Β. Οικονόμου, Σ. Εμινίδη (ΠαΣοΚ) και Ι. Γκιόκα (ΚΚΕ) και τις κυρίες Ευγενία Τζουμάνη (ΝΔ) και Ουρανία Παπανδρέου (ΛΑΟΣ) δεν γνώριζε ότι θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με προφυλακισμένο ανήλικο κατηγορούμενο για τρομοκρατικές ενέργειες, και συγκεκριμένα για το ότι είναι μέλος της «Συνωμοσίας των Πυρήνων της Φωτιάς». Πώς να τον αναγνωρίσουν άλλωστε, αφού κανένας από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους δεν τους προειδοποίησε και το μόνο που είδαν οι βουλευτές στις φυλακές του Αυλώνα ήταν κάτι νεαρούς, στην πλειονότητά τους, όπως έλεγαν αργότερα, «σαν τα υπόλοιπα παιδιά που βλέπουμε σε σχολεία και σε δρόμους» [οι υπογραμμίσεις δικές μου]

Όταν πρωτοδιορίστηκα ως επιστημονική βοηθός εγκληματολογίας, παρακολουθούσα με [αυξανόμενη όσο περνούσε ο καιρός] αμηχανία ένα είδος μαθημάτων που γινόταν στις ανδρικές φυλακές Κορυδαλλού και του οποίου το περιεχόμενο ήταν συνάντηση και, ας την πούμε, συζήτηση με κρατούμενους οι οποίοι αγνοώ πώς επιλέγονταν. Εκείνη η εμπειρία είναι ανάμεσα στους λόγους που με κάνουν να αντιστέκομαι σθεναρά στις εκκλήσεις φοιτητών να επισκεφθούμε φυλακές. Θυμάμαι, όμως, ένα γεγονός [το μοναδικό γεγονός] το οποίο είχα αξιολογήσει ως σημαντικό: οι φοιτητές και όχι οι φοιτήτριες άφηναν την ταυτότητά τους στην είσοδο της αίθουσας όπου γινόταν οι συναντήσεις με τους κρατούμενους, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να τους πω ότι οι λόγοι ασφαλείας για τους οποίους εφαρμοζόταν αυτό το μέτρο υποδείκνυαν ότι κάποιος νεαρός κρατούμενος θα μπορούσε να φύγει μαζί μας, καθώς δεν υπήρχε τίποτα [λομπροζιανό ή άλλο] που να τον καθιστά αναγνωρίσιμο έτσι ώστε να ξεχωρίζει από μια ομάδα φοιτητών. 
Δεν ξέρω, λοιπόν, τι περίμεναν να δουν οι βουλευτές της Διακομματικής Επιτροπής Δικαιοσύνης για να δηλώσουν ότι οι κρατούμενοι στον Αυλώνα είναι «σαν τα υπόλοιπα παιδιά που βλέπουμε σε σχολεία και σε δρόμους», από ποια -και τόσο διαφορετική!- δεξαμενή αντλούνται αυτά τα παιδιά που βρίσκονται στον Αυλώνα και που τους πήγαν μπάλες για πασχαλιάτικο δώρο..."«Αυτά μάς ζήτησαν, αυτά τούς πήραμε» έλεγε αργότερα ο πρόεδρος της Διακομματικής Επιτροπής, βουλευτής του ΠαΣοΚ στο Υπόλοιπο Αττικής κ. Οικονόμου", αναφέρει στο δημοσίευμα και συνεχίζει:
"Κάποια στιγμή ένας νεαρός πλησίασε την ομάδα των βουλευτών στο προαύλιο της φυλακής και ακολούθησε ο παρακάτω διάλογος:
- Τι κάνετε εδώ; Μοιράζετε δώρα; Τι είναι αυτά τα πράγματα;
Οι βουλευτές δεν έδωσαν σημασία στα λόγια του νεαρού, δεν τον αναγνώρισαν και τον ρώτησαν αν χρειάζεται κάτι, κάποια βοήθεια
«- Δεν χρειάζομαι καμία βοήθεια. Φυλακή είναι εδώ. Δεν το καταλάβατε; Οι φυλακές θέλουν γκρέμισμα..." απάντησε εκείνος με ειρωνικό ύφος.
Οι βουλευτές τότε κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει και τον ρώτησαν γιατί είναι στη φυλακή» [και πάλι οι υπογραμμίσεις δικές μου], ο νεαρός που δεν αναγνώρισαν αλλά, από την απάντησή του κατάλαβαν ότι «κάτι συμβαίνει» ήταν η, κατά το δημοσίευμα, "έκπληξη" που περίμενε τους επισκέπτες, η πρόσωπο με πρόσωπο [συνάντηση] με προφυλακισμένο ανήλικο κατηγορούμενο για τρομοκρατικές ενέργειες.
Η συνοπτική αφήγηση του γεγονότος δεν περιλαμβάνει την ανάπτυξη των λόγων για τους οποίους θα ξάφνιαζε τους βουλευτές η παρουσία του συγκεκριμένου νεαρού, τι σημαίνει το: «οι βουλευτές τότε κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει» ή γιατί επισημαίνεται ότι το προσωπικό δεν τους είχε ενημερώσει για το θέμα. 
Ωστόσο, η δραματοποιημένη εισαγωγή της αφήγησης ενός [ασυνήθιστου; πρωτοφανούς;] γεγονότος, παραπέμπει σε κάτι που θεωρείται αυτονόητα πρωτοφανές, όσο αυτονόητο θεωρείται και το ότι ο αναγνώστης θα μοιραστεί την έκπληξη τους βουλευτών γι’ αυτό που «δεν φανταζόταν ότι επρόκειτο να ακολουθήσει». 
Από την άλλη μεριά, ο τίτλος και ο υπότιτλος του δημοσιεύματος, βάζουν στο κέντρο της αφήγησης τον νεαρό υπόδικο και υπό μια άλλη έννοια: «Δεν ήθελαν όλοι οι κρατούμενοι μπάλες» είναι ο τίτλος. Υπήρχαν, λοιπόν, και κάποιοι που ήθελαν ή ήταν, γενικότερα, αγαρμπιά των επισκεπτών να καταφθάσουν στη φυλακή με μπάλες; Ο απρόσμενος «φιλοξενούμενος» της φυλακής στον οποίο αναφέρεται ο υπότιτλος, λέει ακριβώς το δεύτερο και στο σημείο εκείνο τελειώνει η ιστορία με τις μπάλες –η έμφαση του τίτλου. 
Αμέσως μετά, η αφήγηση περνάει στην κανονικότητα του πληθυσμού του Αυλώνα, στην συντριπτική πλειονότητα των αλλοδαπών, ακολουθώντας και τη διαδρομή των επισκεπτών οι οποίοι όταν «αναγνώρισαν» τον συνομιλητή τους: «Οι πέντε βουλευτές έκαναν τότε στροφή και θέλησαν να απομακρυνθούν»…
Ας αφήσουμε στην άκρη την μοναδική αναφορά σε πραγματολογικά στοιχεία και την απαράδεκτη –και ασύντακτη!- παραπληροφόρηση σε σχέση με τη φοίτηση κρατουμένων στο σχολείο του Αυλώνα,[1] κι ας δούμε πώς ξετυλίγεται ανάποδα το νήμα σε έναν ιδεολογικό λόγο που αναπόφευκτα θα κλείσει με την αναφορά στη «μόρφωση», πολλώ δε μάλλον που η προηγούμενη παράγραφος αναφέρεται σ’ εκείνη την άλλη «μόρφωση» του συγχρωτισμού με εγκληματίες για την οποία δυσφορεί ο νεαρός αλλοδαπός στην δεύτερη συνομιλία με κρατούμενο η οποία υπάρχει στο δημοσίευμα. Πώς ξετυλίγεται ανάποδα το νήμα και πώς η μπάλα σηματοδοτεί την κανονικότητα της επίσκεψης πέντε βουλευτών στη φυλακή ανηλίκων –εκείνο το «αργία μήτηρ πάσης κακίας» ή το «νους υγιής εν σώματι υγιεί»- όπως η Βίβλος σηματοδοτούσε την κανονικότητα της επίσκεψης αστών φιλάνθρωπων στα ιδρύματα του 19ου αιώνα όπου στοιβάζονταν τα «απορρίμματα» της περιόδου. Κι αν διαβάσουμε έτσι το δημοσίευμα, το πρωτοφανές, το απρόσμενο, η έκπληξη δεν είναι η παρουσία του «παράταιρου» νεαρού αλλά η άρνηση του δώρου. Η υπόμνηση, με δυο λόγια, ότι οι πέντε εκπρόσωποι της Διακομματικής Επιτροπής Δικαιοσύνης της Βουλής δεν στάθηκαν στο ύψος μιας πρόσωπο με πρόσωπο συνάντησης με την συνθήκη του εγκλεισμού, με τα δεινά του εγκλεισμού αλλά κουβάλησαν τα δώρα τους σε μια άλλη συνθήκη, σε μια διαμεσολαβημένη πραγματικότητα της φυλακής ανηλίκων. Δεν μπήκαν στο κόπο εκείνων που πήγαν να επισκεφθούν, με δυο λόγια. Γιατί εάν έμπαιναν στον κόπο τους, θα απέφευγαν την πασχαλιάτικη επίσκεψη και τα, αναπόφευκτα αναμενόμενης κοινοτοπίας, δώρα ενώ θα ήξεραν επίσης ότι οι κρατούμενοι είναι κανονικά παιδιά, απ’ αυτά που βλέπουμε στους δρόμους και τις πλατείες∙ τουλάχιστον μέχρι να εγγράψει το ανεξίτηλο στίγμα της η φυλακή στο σώμα και την ψυχή τους


[1] Στις φυλακές βρίσκονται 350 τρόφιμοι ανήλικοι, από τους οποίους μόνον οι 70 είναι Ελληνες. Οι περισσότεροι, οι οποίοι κατηγορούνται για διακίνηση ναρκωτικών, κλοπές, λαθραία είσοδο στη χώρα, διακίνηση λαθρομεταναστών, φοιτούν όλοι στο σχολείο των φυλακών [η έμφαση δική μου]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου