Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

αγρύπνια...

Δανείζομαι τον τίτλο της ανάρτησης από την ομότιτλη ταινία του Νίκου Γραμματικού, όχι τυχαία αλλά γιατί όλο και πιο συχνά γυρνάει η αίσθηση της άγριας, αφιλόξενης πόλης που μού είχε αφήσει όταν την είδα, καθώς ο φακός παρακολουθούσε τους ήρωες να παλεύουν με τους φόβους και τα φαντάσματά τους σε μια τρελή διαδρομή στους νυχτωμένους της δρόμους. Όχι, δεν μιλάω για ευκολίες με παράνομους κρυμμένους στις σκοτεινές γωνιές της πόλης, αλλά για μια πόλη που θα πρέπει να είχε αγαπηθεί πολύ για να μπορεί να αποκαλύπτεται σ’ εκείνο το ανελέητο κυνηγητό μέχρι τη θάλασσα, στα μύχια της πόλης, στα μύχια της ψυχής, με ό, τι έδωσε κι ό, τι πήρε από κυνηγούς και κυνηγημένους.

Κι έτσι, καθώς η κυβέρνηση τηρεί για τούτη τη φορά τις υποσχέσεις της να κάνει διπλοβάρδιες η σκουπιδιάρα για να μαζέψει απ’ τους δρόμους τις παράνομες ζωές, να βρούμε πεντακάθαρη την πόλη όταν γυρίσουμε διεκδικώντας την για τις δικές μας νόμιμες ζωές, λείπει ο μύθος αλλά η αίσθηση γίνεται πιο έντονη γιατί μιλάει με την πραγματικότητα της αφιλόξενης πόλης και όχι με ό, τι σου αφήνει το σκηνικό της ιστορίας των ηρώων μιας ταινίας.

Μικρές ειδήσεις καλοκαιρινές, ελάσσονα γεγονότα σε τυχαία σειρά και στη σκιά των μεγάλων και σπουδαίων· από μια πρόχειρη περιήγηση στη σελίδα του tvxs μιας αυγουστιάτικης Κυριακής: πάνω από 5000 ο αριθμός αυτών που περιμένουν στη λίστα αναμονής του ΟΚΑΝΑ, 3000 οι μετανάστες που στοιβάζονται στα κρατητήρια και άλλοι τόσοι στα κέντρα υποδοχής. Ο Δήμος με τη βοήθεια της ΕΛΑΣ απομάκρυνε από δρόμο της Κυψέλης ένα αυτοκίνητο γιατί εκεί είχε καταφύγει ένας 61χρονος, ερώτηση του Παναγιώτη Λαφαζάνη στη Βουλή για τα μέτρα που θα λάβει η κυβέρνηση για το πρόβλημα των αστέγων

[http://dikaiomatansyn.wordpress.com/2009/08/07/skoypes-se-astegous]·

και το ανέκδοτο των σκουπιδότοπων της ιστοχώρας, ίδιο μ’ αυτά της παραλίας, «έκανε ερώτηση για το θέμα ο ΣΥΡΙΖΑ;»

Και κάπου εκεί, στα μικρά και τα ασήμαντα, ένοιωσα να ξυπνάει η αίσθηση της νυχτωμένης αφιλόξενης πόλης, γιατί δεν με ξαφνιάζουν πια τέτοια ανέκδοτα, γιατί δεν με ξαφνιάζει πια εκείνο το «άσε με, άσε με τώρα να ηρεμήσω, όλο τέτοιες ιστορίες μου λες καλοκαιριάτικα» ή το ακόμα χειρότερο, «σε τι κοινωνία ζούμε!». Σε τι κοινωνία ζούμε τα μικρά καλοκαίρια μας, για να μην θέλουμε να τα ταράζουν τα φαντάσματα που κρύβονται στα μύχια της πόλης;

Και κάπου εκεί κατάλαβα ότι την έχουμε πατήσει, ως καλοί άνθρωποι ή κοινωνικά ευαίσθητοι, παλεύοντας να υποκαταστήσουμε ανάπηρους θεσμούς, θεσμούς που μας δείχνουν τα δόντια ή το κομμένο ποδάρι τους, έτσι κι αλλιώς πάντα έτοιμοι για να πετάξουν την καυτή πατάτα σε όποιον είναι διατεθειμένος να την αρπάξει.

Φταίνε, λοιπόν, μόνο οι θεσμοί που είναι ανάπηροι; Η κοινωνία είναι στο απυρόβλητο όταν ανέχεται να ανάγεται σε μείζον κοινωνικό αίτημα αυτό του νόμου και της τάξης και κλείνει τα μάτια σε ό, τι αυτό σημαίνει στην πράξη;

Κάποτε λάτρευα να περπατάω στους νυχτωμένους δρόμους των πόλεων που έζησα, τώρα φοβάμαι το φόβο μου, την αγρύπνια της πόλης που γίνεται όλο και πιο άγρια ενόσω κάποιος γελάει με την πίστη εκείνων των καλών ανθρώπων ή των κοινωνικά ευαίσθητων που θέλουν να αλλάξουν την κοινωνία ερήμην της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που τσιγκουνεύεται τα σύντομα καλοκαίρια της ή που φοβάται να δει το φάντασμα του μέλλοντός της στα μύχια της πόλης, εκεί που κρύβονται, άγρυπνες και κυνηγημένες, παράνομες ζωές και στοιχειά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου