Πέμπτη 12 Μαρτίου 2009

Νεολαία και "ηθικοί πανικοί"

πάλι ψυχραμένοι είμαστε;

These phenomena* must say something to us – if only we could know exactly what (Stan Cohen, 1980: ix)

* Οι νεανικές υπο-κουλτούρες στην μεταπολεμική Βρετανία.

1. […] σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας κρίσης τού είναι σε μια κοινωνία όπου η αυτό-εκπλήρωση, η έκφραση, η αμεσότητα είναι υπέρτατες αξίες, ακόμα κι αν οι δυνατότητές εκπλήρωσής τους είναι σημαντικά περιορισμένες από την αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση της εργασίας (την λεγόμενη McDolandization [ελαστικοποιημένη εργασία σύμφωνα με το μοντέλο ΜcDonald]) και την εμπορευματοποίησης του ελεύθερου χρόνου. Το έγκλημα και η παρανομία σ’ αυτά τα νέα συμφραζόμενα μπορούν να ειδωθούν ως μορφή απόδρασης από τους καταναγκασμούς, άμεση υλοποίηση αναγκών και επιβεβαίωση της ταυτότητας και της ύπαρξης. Μ’ αυτήν την έννοια, η ταυτότητα καθίσταται μέρος της παραβίασης των κανόνων [Hayward & Young, 2004: 267, “Cultural Criminology. Some notes on the script”, στο Theoretical Criminology, vol. 8(3)]

2. Η Αθήνα μοιάζει πολλές φορές με μια πόλη σε παράλυση ή ομηρία. Ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως κάνει λόγο για «αντάρτικο πόλεως», προσφέροντας σε όσους συμμετέχουν στα επεισόδια τον μεγάλο μύθο που αναζητούσαν. Ο Συνασπισμός ακολουθεί τη συνταγή της πολιτικής με όρους λιανικής: Ψαρεύει ψήφο ψήφο χωρίς να τον νοιάζει από πού προέρχεται ή αν κάνει ζημιά στον τόπο. Η χώρα μοιάζει να έχει μπει σε μια «άρρωστη» περίοδο, που προκαλεί άλλοτε αισθήματα μελαγχολίας και άλλοτε εκρήξεις αγανάκτησης. Το βέβαιο είναι πως αυτή η κρίση γύρω από την παιδεία έχει αρχίσει να ξεφεύγει από την κατάσταση που ξέραμε ως σήμερα. Δεν μιλάμε πια μόνο για τα 400 μέλη των 3–4 συμμοριών που κατοικοεδρεύουν στα γνωστά στέκια του κέντρου της πόλης. Αυτοί συμμετέχουν στις καλά σχεδιασμένες επιχειρήσεις εναντίον των ΜΑΤ ή άλλων στόχων συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση. Στο μυαλό τους είναι οι συνεχιστές ενός «ένοπλου κινήματος» το οποίο έβρισκε, δυστυχώς, πάντοτε θερμούς υποστηρικτές στη Βουλή και τη δημοσιογραφία. Αυτό είναι ένα κομμάτι της σημερινής εικόνας. Το υπόλοιπο έχει να κάνει με όλο και περισσότερους νέους που «μαγεύονται» από τη βία. Αυτοί αποτελούν φαινόμενο για σοβαρό προβληματισμό. Καμία έξαρση βίας δεν μπορεί να λυθεί μόνο με αστυνομικά μέτρα. Τη δεκαετία του 1960, η Αμερική γνώρισε μια απίστευτη έξαρση εγκληματικότητας, με κυρίως μαύρους δράστες στις μεγάλες πόλεις. Ο Λίντον Τζόνσον δήλωσε πως η λύση δεν ήταν να συλλάβεις όλους τους φτωχούς μαύρους ή να βάλεις περισσότερη αστυνομία στα γκέτο. Αποφάσισε λοιπόν πως αυτό που χρειαζόταν ήταν η δημιουργία μιας μεσαίας τάξης μαύρων που θα έλυνε τα προβλήματα διαβίωσης και θα τους έδινε μια ελπίδα και προοπτική. Και αυτό λείπει σήμερα από την ελληνική νεολαία. Σε μια κοινωνία που το όνειρο είναι το μεγάλο τζιπ και το εξοχικό με πισίνα, ο νέος που πιστεύει μέσα του ότι δεν θα έχει ποτέ ούτε το ένα ούτε το άλλο τρελαίνεται. Έχει πεισθεί από τα μεταπολιτευτικά στερεότυπα πως «όλοι τα παίρνουν», πως κανείς δεν φτάνει κάπου με την αξία του, είτε μέσω ΑΣΕΠ είτε με κόπο και ιδρώτα στον ιδιωτικό τομέα. Μέσα στην απελπισία του, σε μια κοινωνία χωρίς κανένα θετικό πρότυπο, νιώθει φόβο, υπερασπίζεται ένα μυθικό στάτους κβο που του μοιάζει παραδεισένιο και εκτονώνεται στον χαβαλέ της βίας. Αυτό το φαινόμενο είναι να μην πάρει φωτιά... μετά απλώνεται χωρίς να το καταλάβεις. Αυτό που λείπει είναι το όραμα μιας άλλης Ελλάδας, που θα ξεφύγει από τη μιζέρια και τη... σοβιετική ψευδαίσθηση ασφάλειας του Δημοσίου ή της δήθεν δωρεάν παιδείας. Αν οι πολιτικοί μας δεν το καταλάβουν γρήγορα και δεν δώσουν το χέρι στον νέο Έλληνα για να βγει από το αδιέξοδο πιστεύοντας σε κάτι θετικό, ο κ. Καραμανλής ή ο κ. Παπανδρέου ή όποιος θα είναι πρωθυπουργός σε μερικά χρόνια θα έχει μπροστά του ένα ανεξέλεγκτο φαινόμενο βίας και αμφισβήτησης (Α. Παπαχελάς, Καθημερινή, 14/3/07)

3. Η αλλαγή των όρων ενός επιχειρήματος είναι εξαιρετικά δύσκολη, εφ’ όσον ο κυρίαρχος ορισμός του προβλήματος απαιτεί, με την επανάληψη, το βάρος και την αξιοπιστία εκείνων που τον προτείνουν ή τον αποδέχονται, την επικύρωση της “κοινής λογικής”. Τα επιχειρήματα που επιμένουν σ’ αυτόν τον ορισμό του προβλήματος θεωρούνται ότι αποτελούν “λογικό” επακόλουθο. Τα επιχειρήματα που επιδιώκουν να αλλάξουν τους όρους αναφοράς διαβάζονται “ως απομακρυνόμενα από το θέμα”». (Stuart Hall, 1989: 133, Χωλ. Στ., κ.α., «Η αστυνόμευση της κρίσης – Η εξισορρόπηση των εκδοχών: η εκμετάλευση του Χάντσγουόρθ», στο Μ. Κομνηνού, Χ. Λυριτζής (επιμ.) Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, Αθήνα: Παπαζήσης)

4. Στην τελευταία σελίδα του Folk Devils and Moral Panics. The creation of the Mods and Rockers, ο Stan Cohen γράφει: "Όσο οι κοινωνίες μας εγκλωβίζουν τμήματα του κοινωνικού σώματος - τους νέους σε αυτήν την περίπτωση – σε μονοδιάστατα ή και αδιέξοδα μονοπάτια ανέλιξης και πρόσβασης στα αγαθά που η ίδια υπόσχεται καταδικάζοντας εκ των υστερών τις προτεινόμενες λύσεις και πρακτικές που αυτά τα κοινωνικά τμήματα επιλέγουν, τότε το μέλλον μάς επιφυλάσσει νέους ηθικούς πανικούς" (Cohen, 1980, Folk Devils and Moral Panics. The creation of the Mods and Rockers, New York: St. Martin’s Press). Ορίζει δε ως ηθικό πανικό, μια κατάσταση επεισόδιο, άτομο ή ομάδα έρχεται στο φως της δημοσιότητας για να ορισθεί ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες και συμφέροντα. Οι ηθικές οχυρώσεις ενισχύονται από εκδότες, κληρικούς, πολιτικούς και άλλους ορθά σκεπτόμενους ανθρώπους. Κοινωνικά αποδεκτοί ειδικοί προβαίνουν σε διαγνώσεις και προτείνουν λύσεις … (η εμφάνιση του πανικού) μερικές φορές έχει πιο σοβαρές και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις και μπορεί να προκαλέσει μεταβολές στο νομικό σύστημα και την κοινωνική πολιτική, ή ακόμα και στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται μια κοινωνία τον εαυτό της (Cohen, S. 1972/ 1980: 9)*

5. Πρόκειται μάλλον για το ότι τα εγκληματικά συμβάντα, οι ταυτότητες και τα στυλ ζωντανεύουν μέσα σ’ ένα περιβάλλον διαποτισμένο από τα ΜΜΕ και, ως εκ τούτου, εξαρχής υπάρχουν ως μια στιγμή σ’ ένα διαμεσολαβητικό σπιράλ παρουσίασης και αναπαράστασης. Τα ΜΜΕ κατασκευάζουν μάλλον τα εγκληματικά συμβάντα και τις προσλήψεις της εγκληματικότητας, παρά αναφέρονται σ’ αυτά […] Σε κάθε περίπτωση, ως πολιτισμικοί εγκληματολόγοι μελετάμε όχι μόνον εικόνες αλλά εικόνες των εικόνων, έναν απέραντο χώρο διαμεσολαβητικών κατόπτρων (Ferrell & Sanders, 1995: 14, “Toward a Cultural Criminology”, στο Ferrell, J. & R. Sanders (επιμ.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press)
* Ο όρος «ηθικοί πανικοί», ως μια σαφώς προσδιορισμένη κοινωνιολογική έννοια, που χρησιμοποιήθηκε το 1972 στην έρευνά του για τους «λαϊκούς σατανάδες» (folk devils) της δεκαετίας του 1960 στη Mεγάλη Βρετανία, τους Mods και Rockers και την λειτουργία των «ηθικών πανικών». είχε τέτοια επίδραση, ώστε πλέον έχει περάσει από την κοινωνιολογική ορολογία στη γλώσσα δημοσιογράφων, πολιτικών και γενικότερα μεγάλου μέρους αυτών που εμπλέκονται στη δημιουργία κοινωνικών πανικών. Σημειώνεται ότι o Cohen θεωρεί τα ΜΜΕ ως καθοριστικό φορέα συγκρότησης αυτού που ορίζεται ως κοινωνική απειλή. Περισσότερες πληροφορίες για την έρευνα του Cohen, παρουσιάζει ο Κυριάκος Λίγκας στην ανάρτηση Folk Devils and Moral Panics. The creation of the Mods and Rockers

οι φωτογραφίες είναι από τις παρακάτω δ/σεις:
πρώτου κειμένου
δεύτερου κειμένου
τρίτου κειμένου
τέταρτου κειμένου

Φυλακή, αντιστάσεις και συναινέσεις
1. Fundamentally, then, the aim of all punishment is the protection of those social values which the dominant social group of the state regard as good for “society”
Thorsten Sellin (1968: vi)
Indeed it is precisely because it subverts this calm imagery of institutional power and order that the sight of protesting inmates on a prison roof is so disturbing to the public and authorities alike
David Garland (1990: 260)*
Η αιματηρή εξέγερση στις φυλακές της ελληνικής πρωτεύουσας δεν θέτει λοιπόν μόνο το ζήτημα της ανθρώπινης μεταχείρισης των κρατουμένων, αλλά και της επιβολής της τάξης και μέσα στη φυλακή. Η επιβολή του νόμου αποτελεί υπέρτερο στόχο της ποινής από τη «βελτίωση» των καταδίκων- η αντίθετη άποψη θα ήταν το ολιγότερον υποκριτική.[...] Η κρατική καταστολή, ως νομιμοποιημένη μορφή βίας, δεν είναι φιλεύσπλαχνος - και δεν υπόκειται στην προέγκριση των «ανθρωπιστών» δημοσιογράφων, ούτε μπορεί να αποφασίζεται και να εξελίσσεται με τις κάμερες «μέσα στα πόδια» των αστυνομικών δυνάμεων. (Δ. Καστριώτης, Η Καθημερινή 18-11-1995: 1, με αφορμή την εξέγερση στις ελληνικές φυλακές τον Νοέμβρη του 1995, όπως αναφέρεται στο Νικολαίδης, 2006 )
2. Το αληθινό πολιτικό καθήκον σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι να ασκήσουμε κριτική στη λειτουργία των θεσμών, που μοιάζουν να είναι ουδέτεροι και ανεξάρτητοι· να τους [...] προσβάλουμε με τέτοιον τρόπο ώστε η πολιτική βία, η οποία πάντοτε ασκούταν συγκαλυμμένα μέσω αυτών, να αποκαλυφθεί για να μπορέσουμε στη συνέχεια να την πολεμήσουμε (Φουκώ, Μ., 1974/1990: 44, "Ανθρώπινη φύση: Δικαιοσύνη εναντίον εξουσίας", στο Η μικροφυσική της εξουσίας, Αθήνα: Ύψιλον, όπως αναφέρεται στο Νικολαίδης, 2006 )
3. Αλλά υπήρξαν και εξεγέρσεις ενάντια στις πρότυπες φυλακές, στα ηρεμιστικά, στην απομόνωση, ενάντια στα ιατρικά ή εκπαιδευτικά συστήματα […] Εξεγέρσεις αντιφατικές ενάντια στην εξαθλίωση, αλλά και ενάντια στην άνεση, ενάντια στους φύλακες αλλά και ενάντια στους ψυχίατρους […] Επρόκειτο, όμως, καθαρά για εξεγέρσεις σε επίπεδο σωμάτων, ενάντια στο ίδιο το σώμα της φυλακής. Ήταν η υλική της πραγματικότητα στο μέτρο που λειτουργεί σαν όργανο και σαν φορέας της εξουσίας. Ήταν όλη αυτή η τεχνολογία της εξουσίας πάνω στο σώμα, που η τεχνολογία της "ψυχής" - εκείνη των παιδαγωγών, των ψυχολόγων και των ψυχίατρων - δεν κατορθώνει ούτε να συγκαλύψει, ούτε ν' αντισταθμίσει, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι η ίδια ένα από τα εργαλεία της [Φουκώ, Μ. (1976/ 1989:44), Επιτήρηση και Τιμωρία, Αθήνα: Ράππας ]
4. «Η πιστή εφαρμογή των κανονισμών λειτουργίας των καταστημάτων ή η σύνταξη κανονισμών όπου δεν υπάρχουν […] Η δημιουργία χώρων με αθλοπαιδιές στα καταστήματα κράτησης. Το ρητό “αργία μήτηρ πάσης κακίας” προσιδιάζει περισσότερο σ’ αυτούς τους χώρους γιατί οι ώρες, μέρες και μήνες γίνονται αιώνες με την απραξία και η σκέψη απεργάζεται τα χειρότερα» (από τις προτάσεις του Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Δ. Κυριτσάκη, σε συνέντευξη του στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία της 15/7/2005)
5. Ο φυλακισμένος δεν έχει επάγγελμα. Γι’ αυτό συχνά γράφει πολύ: στη μάνα του, στον πρόεδρο της δημοκρατίας, στους υπουργούς, στους βουλευτές, στον ιερέα, στους φίλους του, στον ίδιο του τον εαυτό […] Με τη γραφή προσπαθεί να ξεφορτωθεί την αδικία και τη μοναξιά του. Σε ύφος άλλοτε πικρόχολο και σαρκαστικό, άλλοτε απελπισμένο, πάντοτε όμως ειλικρινές ακόμα κι όταν επιχειρεί να εξωραΐσει την αλήθεια (ο Foucault, πριν σαράντα περίπου χρόνια, προλογίζοντας το αφιέρωμα του γαλλικού περιοδικού Esprit, Ο κόσμος των φυλακών, όπως το αναφέρει Ο ιός της Κυριακής, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 22/5/1994: 46)
---------------
* Είναι η προμετωπίδα του άρθρου του Αριστοτέλη Νικολαϊδη, Μέσα μαζικής επικοινωνίας και φυλακή: Η περίπτωση της εξέγερσης στις φυλακές Κορυδαλλού τον Νοέμβριο του 1995, στο Κουκουτσάκη, Α. (2006) (εισαγωγή, επιμέλεια), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα: Πατάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου